Του Γιώργου Γιαννουλόπουλου, Εφημερίδα των Συντακτών
Ο τίτλος «Πρώτη δύναμη η Αριστερά. Και τώρα τι;» που δόθηκε σ’ αυτή
την έρευνα παραπέμπει εκ πρώτης όψεως σε κάτι επίκαιρο και απλό. Αρχίζει
με μια προφανή διαπίστωση και καταλήγει σε ένα εύλογο ερώτημα. Τις
απαντήσεις δεν είναι δύσκολο να τις μαντέψουμε επειδή, όπως συμβαίνει
συνήθως, θα προδιαγραφούν από την πολιτική ή κομματική τοποθέτηση του
καθενός. Ετσι, για άλλη μια φορά θα μπούμε στον πειρασμό να μετατρέψουμε
τις ελπίδες μας σε προβλέψεις με απώτερο και ανομολόγητο στόχο να
ανακαλύψουμε ό,τι αρχικά υποθέσαμε. Επιπλέον δε, σύμφωνα με τους κανόνες
του γνωστού παιχνιδιού, θα αποδώσουμε στους ιδεολογικούς μας αντιπάλους
αυτό το διαβλητό κίνητρο γιατί εμείς, ως γνωστόν, ενδιαφερόμαστε για
την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Κι επειδή η μομφή τούτη μπορεί να μου επιστραφεί, θα προσπαθήσω –
χωρίς καμία πιθανότητα επιτυχίας – να την αποσείσω αποφεύγοντας τον ψόγο
ή τον έπαινο προσώπων και κομμάτων και αντ’ αυτού θα υποδείξω πού
πρέπει να στραφεί η προσοχή μας και πώς να ψάξουμε – όχι να προβλέψω τι
θα βρούμε. Νομίζω λοιπόν ότι στο πεδίο προβληματισμού μας θα πρέπει, μεταξύ
άλλων, να συμπεριλάβουμε τους εξής δύο τόπους: ο πρώτος έχει να κάνει με
την εκτίμηση ότι η τύχη της Αριστεράς – ή μάλλον του ΣΥΡΙΖΑ – θα κριθεί
κυρίως από τη διάκριση μεταξύ ωρίμανσης και κωλοτούμπας.
Δεν είναι
τυχαίο ότι η κάθε αποστασιοποίηση από τις υπερβολές που υπαγορεύει το
θυμικό ή η κυνική άγρα ψήφων (να άλλη μια δυσδιάκριτη διάκριση)
διαβάζεται ως ωρίμανση από όσους θα ήθελαν το κέντρο βάρους της
πολιτικής στην Ελλάδα να μετατοπιστεί προς τα αριστερά, και ως
κωλοτούμπα από όσους έχουν δαιμονοποιήσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Σημασία όμως δεν
έχει τι λένε οι άλλοι επειδή η κατάληξη, δηλαδή το ποια εκδοχή θα
επικρατήσει τελικά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι το αποτέλεσμα μιας άσκησης
πολιτικής αυτογνωσίας. Πρόκειται για μια άσκηση δύσκολη αλλά αναγκαία, η
οποία έχει ήδη αρχίσει, ενώ το κόμμα προσπαθεί να απαντήσει ταυτόχρονα
σε δύο διαφορετικά ερωτήματα: ποιοι είμαστε πραγματικά και πώς θα
κερδίσουμε τις εκλογές. Δεν μπορώ να μαντέψω την έκβαση. Γενικά μιλώντας
όμως, τέτοιου είδους συζητήσεις δεν ευδοκιμούν σε εποχές σκληρής
αντιπαράθεσης, όπου η κριτική σκέψη υποχωρεί μπροστά στο «Νυν υπέρ
πάντων ο αγών» και η δίψα για την εξουσία εύκολα μεταμφιέζεται σε
αγωνιστικότητα και κομματικό (υπερ)πατριωτισμό. Κι ας μην ξεχνάμε ότι αν
οι αστοί πολιτικοί ορθώς καταγγέλλονται επειδή δεν διστάζουν να πουν
ψέματα στον κόσμο για να εκλεγούν, οι αριστεροί, σαφώς πιο ανιδιοτελείς
ως προς αυτό, έχουν συχνά πει ψέματα στον εαυτό τους για να διασώσουν
την ιδεολογία τους και το «Κόμμα».
Ο δεύτερος τόπος βρίσκεται καλά κρυμμένος στην αρχική διαπίστωση που
χαρακτηρίζει την Αριστερά πρώτη δύναμη. Ως τρόπος του λέγειν περνάει
απαρατήρητος· πρόκειται όμως για κλασικό ρητορικό τέχνασμα που με μια
ταχύτατη κίνηση μετατρέπει το επίμαχο σε αυτονόητο. Διότι, βάζοντας κατά
μέρος τα περί χαλαρής ψήφου στις ευρωεκλογές και άλλα παρόμοια, πρώτη
δύναμη αναδείχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι η Αριστερά. Για να ισχύσει το δεύτερο
θα έπρεπε οι δύο όροι να συμπίπτουν, κάτι που η πραγματικότητα το
διαψεύδει. Απόδειξη η εμμονή του ΚΚΕ να θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ μέρος του
συστήματος (δεν κρίνω αν έχει δίκιο ή όχι). Συνεπώς το τι θα συμβεί
μέχρι τις επόμενες εκλογές και μετά απ’ αυτές θα κριθεί και από τη
διαμάχη γύρω από το τι σημαίνει Αριστερά. Φυσικά, ο καθένας δικαιούται
να πιστεύει ότι η δική του ερμηνεία είναι η ορθή. Αν όμως αναγνωρίσει
και στους άλλους το ίδιο δικαίωμα, ως οφείλει, τότε νομίζω πως όλοι θα
συμφωνήσουμε ότι η ταύτιση της Αριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ και κατά συνέπεια
η αμφισβήτηση της εν λόγω ιδιότητας σε όποιον ανήκει αλλού, θα πάψει να
είναι αυτονόητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.