Σελίδες

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Η διάκριση Αριστερά- Δεξιά- Μπόμπιο, Μάρσαλ, Γκίντενς

 Του Νίκου Μουζέλη,www.metarithmisi.gr
Στη ημερινή συγκυρία η διάκριση αριστερά-δεξιά αμφισβητείται. Για πολλούς, κυρίως μεταμοντέρνους κοινωνικούς επιστήμονες, η διάκριση είναι τελείως άχρηστη και παραπλανητική. Για άλλους η διάκριση ήταν μεν χρήσιμη στην πρώιμη νεωτερικότητα αλλά όχι πλέον σήμερα. Άρα πρέπει να στοχεύουμε όχι στην κατάργηση αλλά στην «υπέρβασή της». Το επιχείρημα που θα αναπτύξω είναι πως η διάκριση παραμένει χρήσιμη για την ανάλυση του πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι όχι μόνο στην πρώιμη αλλά και στην τωρινή, ύστερη παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα. Ξεκινώ από τη θέση του Νόρμπερτ Μπόμπιο (2013) που προσπαθεί να δείξει τη σημασία της έννοιας της αριστεράς σήμερα συνδέοντάς την με τους συνεχιζόμενους αγώνες για τη μείωση της ανισότητας. Στη συνέχεια εξετάζω την ανάλυση του Μάρσαλ (1964) που δείχνει, με έναν πιο συγκεκριμένο τρόπο, τη μείωση των ανισοτήτων στην Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποιώντας την έννοια της σταδιακής εξάπλωσης δικαιωμάτων (αστικών, πολιτικών και κοινωνικών) στον 20ο αιώνα. Τέλος, τοποθετούμαι κριτικά απέναντι στον Γκίντενς που υποστηρίζει την υπέρβαση της διάκρισης αριστερά-δεξιά στην ύστερη νεωτερικότητα (1994).
Μπόμπιο: Ισότητα και αριστερά
Α) Όπως τονίζει ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, η διάκριση αριστερά-δεξιά (αντίθετα με τις διάφορες μεταμοντέρνες επιχειρηματολογίες), από την Γαλλική Επανάσταση και μετά ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα βασικό εννοιολογικό εργαλείο. Μας βοηθάει να καταλάβουμε τον τρόπο συγκρότησης, αναπαραγωγής και μετασχηματισμού των βασικών δομών των σύγχρονων κοινωνικών σχηματισμών.
Είναι για αυτόν ακριβώς το λόγο που όχι μόνο στον επιστημονικό αλλά και στον καθημερινό λόγο το δίπολο αριστερά-δεξιά χρησιμοποιείται ευρέως όταν προσπαθούμε να χαρακτηρίσουμε ένα κόμμα, ένα κίνημα, μια ιδεολογία ως «προοδευτική» ή συντηρητική. Για τον ιταλό διανοητή ή έννοια που συνδέεται άρρητα με την αριστερά είναι αυτή της ισότητας. Η αριστερά προσπαθεί να μειώσει τις ανισότητες των νεωτερικών κοινωνιών ενώ η δεξιά προσπαθεί να τις διατηρήσει ή και να τις εντείνει. Η πάλη για την ισότητα παίρνει βέβαια διαφορετικές μορφές ανάλογα με το χρονικό και γεωγραφικό πλαίσιο. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως η ιδέα της ισότητας παραμένει ο βασικός προσανατολισμός των αγώνων της αριστεράς.
Β) Νομίζω πως όλα τα παραπάνω είναι σωστά. Ο τρόπος όμως με τον οποίο ο ιταλός φιλόσοφος αναπτύσσει τις πιο συγκεκριμένες πτυχές της θεωρίας του παρουσιάζει μια βασική δυσκολία. Ο Μπόμπιο αναφέρεται μεν σε διάφορα ιστορικά παραδείγματα. Αλλά, επειδή η μεθοδολογία που ακολουθεί είναι περισσότερο φιλοσοφο-αναλυτική και λιγότερο ιστορικο-κοινωνιολογική (2013: 55), δεν δείχνει με ένα διαφοροποιημένο τρόπο πώς η διάκριση δεξιά-αριστερά και οι αγώνες υπέρ ή κατά της ισότητας εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο, εξελισσόμενο μακροϊστορικό πλαίσιο. Και αυτό γιατί εννοιολογεί την ισότητα σαν ένα αδιάσπαστο όλο. Αναφέρεται πάντα στην ισότητα ή ανισότητα και όχι σε διαφόρων τύπου ισοτήτων ή ανισοτήτων. Έτσι οδηγείται σε μια αυστηρά διχοτομική προσέγγιση. Οι έννοιες αριστερά και δεξιά είναι «αμοιβαία αποκλειόμενες». Για παράδειγμα, ένα κόμμα είτε είναι αριστερό είτε δεξιό, το να έχει και αριστερές και δεξιές στρατηγικές είναι κατά τον Μπόμπιο αδύνατον: «το γεγονός ότι η Δεξιά και η Αριστερά αντιπροσωπεύουν μια αντίθεση σημαίνει απλώς ότι δεν μπορεί κανείς να είναι συγχρόνως και δεξιός και αριστερός» (2013: 156).
Αυτή η προσέγγιση δημιουργεί προβλήματα. Σε ένα πιο εμπειρικό, ιστορικό-εξελικτικό επίπεδο συχνά παρατηρούμε πως δεν υπάρχει μία αδιαφοροποίητη ανισότητα, αλλά πολλές ‒ οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές κτλ. Για να το πούμε διαφορετικά, η ανισότητα έχει πολλές διαστάσεις. Σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, αυτές οι διαστάσεις δεν αλλάζουν πάντα προς την ίδια κατεύθυνση. Σε πολλές περιπτώσεις κόμματα και κυβερνήσεις χαρακτηρίζονται από ένα συνδυασμό αυξανόμενων ανισοτήτων σε ένα θεσμικό χώρο και αμβλυνόμενων σε έναν άλλο. Σε αυτή την «υβριδική κατάσταση» η ανάλυση του Μπόμπιο δεν μας βοηθάει. Πιο συγκεκριμένα, αν ισότητα είναι ο κοινός παρανομαστής όλων των αγώνων της αριστεράς, πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κόμματα ή κυβερνήσεις που μειώνουν τις κοινωνικές ανισότητες χρησιμοποιώντας αυταρχικά μέσα, μέσα που εντείνουν τις πολιτικές ανισότητες μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων;
Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τον περονισμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Περόν ακολούθησε μια αριστερή κοινωνική πολιτική. Μείωσε τις κοινωνικές ανισότητες μεταφέροντας συστηματικά πόρους από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Συγχρόνως όμως για να πετύχει αυτή την αναδιανομή χρησιμοποίησε αυταρχικά μέσα όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις δημοκρατικές διαδικασίες εν γένει, αλλά και σε ό,τι αφορά την αυτονομία των συνδικάτων. Κατά έναν τυπικά λαϊκιστικό και πατερναλιστικό τρόπο, κινητοποίησε το «λαό του» ενάντια σε έναν «κατεστημένο» καταργώντας με διάφορους τρόπους τις νομιμοποιητικές διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και κάτι παρόμοιο βλέπουμε περνώντας από τον «περονισμό» στον πιο πρόσφατο «τσαβισμό». Και σε αυτή την περίπτωση παρατηρούμε μια σημαντική μεταφορά πόρων προς τα κάτω. Η απόλυτη φτώχεια μειώθηκε και το κοινωνικό κράτος έφτασε στην περιφέρεια, σε αυτούς που ήταν αποκλεισμένοι από τα ευεργήματα του πετρελαϊκού πλούτου της Βενεζουέλας. Την ίδια στιγμή όμως η ανακατανομή πόρων επιτεύχθηκε με έναν αυταρχικό, «βοναπαρτικό» τρόπο, εντείνοντας τις πολιτικές ανισότητες και υποσκάπτοντας βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς. Μπορεί κάποιος βέβαια να προτιμά την άμβλυνση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων, ακόμα και αν αυτή οδηγεί στην ένταση των πολιτικών. Αλλά είναι αναγκαίο να κάνουμε σαφή το διαχωρισμό μεταξύ των δύο αν θέλουμε να αποφύγουμε τη γενικευμένη σύγχυση.
Με βάση τα δύο παραπάνω παραδείγματα είναι προφανές πως η μονοδιάσταση θέση του Μπόμπιο πως είτε είναι αριστερό είτε δεξιό ένα κόμμα η καθεστώς, δεν βοηθάει τον ερευνητή να αναλύσει υβριδικές καταστάσεις. Υπάρχει τρόπος να διατηρήσουμε τη διάκριση εννοιολογώντας το δίπολο αριστερά-δεξιά κατά ένα διαφορετικό τρόπο, έναν τρόπο που δεν καταργεί αλλά συμπληρώνει τη θεώρηση του Μπόμπιο; Νομίζω πως ναι.

Μάρσαλ: Η σταδιακή εξάπλωση των δικαιωμάτων προς την κοινωνική βάση
Α) Όπως έχει ήδη λεχθεί, η διάκριση αριστερά-δεξιά ανάγεται στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Από αυτή τη σκοπιά, συνδέεται άμεσα με τη νεωτερικότητα: με ένα είδος κοινωνικής οργάνωσης που κυριάρχησε στην Δύση μετά τη βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία και την πολιτική επανάσταση του 1789 στην Γαλλία. Από μια λιγότερο πολιτισμική και περισσότερο κοινωνικοδομική προσέγγιση, ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας είναι η σταδιακή έκλειψη της μη διαφοροποιημένης παραδοσιακής κοινότητας και η μαζική κινητοποίηση και ένταξη του πληθυσμού σε αυτό που ο Μπένεντικτ Άντερσον (1994) έχει αποκαλέσει «φαντασιακή κοινότητα» του κράτους έθνους.
Αυτή η ένταξη στο εθνικό κέντρο μπορεί να πάρει και αυτόνομες αλλά και ετερόνομες μορφές. Στην πρώτη περίπτωση παρατηρούμε τη διάχυση δικαιωμάτων (πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών) από το επίπεδο των ελίτ σε αυτό των μη ελίτ. Στη δεύτερη περίπτωση, η πλειοψηφία του πληθυσμού εντάσσεται στις διαφοροποιημένες θεσμικές σφαίρες του κράτους έθνους αλλά χωρίς την ευρεία διάχυση δικαιωμάτων. Όπως στην περίπτωση της Πρωσίας στο 19ο αιώνα, ο πληθυσμός εντάσσεται στο κέντρο σε ό,τι αφορά τον εθνικό στρατό, την παιδεία κτλ. αλλά μένει «εκτός» σε ό,τι αφορά τα πολιτικά/δημοκρατικά δικαιώματα. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια διαδικασία αυταρχικού εκσυγχρονισμού. Από την άλλη μεριά, στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας κατά την ίδια περίοδο παρατηρούμε διαδικασίες δημοκρατικού εκσυγχρονισμού, διαδικασίες που οδηγούν στην εξάπλωση δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα.

Β) Την εξάπλωση δικαιωμάτων προς την κοινωνική βάση την έχει περιγράψει με ενδιαφέρον τρόπο ο εκλιπών διάσημος βρετανός κοινωνιολόγος T.H. Marshall. Ο τελευταίος βάσισε την ανάλυσή του σε μια εξελικτική θεωρία της νεωτερικότητας. Κατά τον Μάρσαλ το κίνημα για την εξάπλωση δικαιωμάτων «προς τα κάτω» ξεκίνησε ήδη στο 17ο αιώνα. Στην περίοδο αυτή όμως λόγω της «συγχώνευσης» (δηλ. της μη διαφοροποίησης) των διάφορων θεσμικών χώρων, τα δικαιώματα ήταν και αυτά μη διαφοροποιημένα (1964: 73). Μόνο κατά το 18ο και 19ο αιώνα, όταν οι θεσμοί διαφοροποιήθηκαν, διακρίνουμε μια διαδικασία διαχωρισμού των δικαιωμάτων ‒ διαδικασία κατά την οποία κάθε κατηγορία δικαιωμάτων (ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά) αρχίζει να προσλαμβάνει τη δική της λογική και δυναμική τροχιά.
Πρώτα αναπτύχθηκαν οι ατομικές πτυχές της ιδιότητας του πολίτη. Τα ατομικά δικαιώματα που είχαν σχέση με την ιδιοκτησία, την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Αυτά τα δικαιώματα σταδιακά κατεδάφισαν τις φεουδαρχικές αρχές της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και καθιέρωσαν σε πιο σταθερή βάση την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου. Επομένως, είναι στη σφαίρα του δικαίου και ιδιαίτερα στην αρένα των δικαστηρίων που διαπιστώνουμε την πρώτη στροφή από τον «υπήκοο» στον «πολίτη», από μια κατάσταση κατά την οποία διαφορετικοί νόμοι και δικαστικές διαδικασίες ίσχυαν για διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, σε μια κατάσταση όπου όλοι ήταν ίσοι ενώπιον των κυριότερων νομικών κωδίκων της εθνικής κοινότητας.
Το δεύτερο βήμα προς μια «αποφεουδαρχημένη» κοινότητα πολιτών συντελέστηκε στο 19ο αιώνα με την εξάλειψη περιορισμών σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος της ψήφου και της εκλογής στο Κοινοβούλιο. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτής περιόδου η έμφαση μετατοπίστηκε από τη δικαστική σφαίρα στη νομοθετική, καθώς η πολιτική συμμετοχή αυξήθηκε και ενοποιήθηκε η κοινότητα των πολιτών όχι μόνο σε μια νομική αλλά και σε μια πολιτική βάση.
Τέλος, σύμφωνα με τον Μάσραλ, η τρίτη μεγάλη πρόοδος στην πορεία συγκρότησης μιας ενοποιημένης κοινότητας των πολιτών (civic community) συντελέστηκε τον 20ο αιώνα με την ανάπτυξη των κοινωνικών δικαιωμάτων ‒ το δικαίωμα του καθένα για αξιοπρεπή παιδεία, υγειονομική περίθαλψη και φροντίδα για τα γηρατειά. Κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής η θεσμική εστίαση μετακινήθηκε πάλι, αυτή τη φορά όμως από την πολιτική στην κοινωνική σφαίρα, καθώς αποτέλεσε αντανάκλαση της μαζικής ανάπτυξης σχολείων, νοσοκομείων, κοινοτικών κέντρων παροχής υγειονομικής περίθαλψης κτλ. Η θέσπιση κοινωνικών δικαιωμάτων αποτελεί κίνηση, αν και διστακτική, από την τυπική προς την ουσιαστική ισότητα, από τις ταξικές ανισότητες στη σχετική ισότητα των ατόμων ως πολιτών. Διότι, ενώ οι ταξικές ανισότητες εύκολα υπονομεύουν και την ισότητα έναντι του νόμου και την αρχή της ισότητας της ψήφου, η εξάπλωση των κοινωνικών δικαιωμάτων δίνει περισσότερη υπόσταση και νόημα στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Διασφαλίζει ότι η νομική και πολιτική συμμετοχή του λαού στην κοινότητα των πολιτών δεν αποτελεί μια απλή τυπική διαδικασία.
Φυσικά, το γεγονός αυτό δε σημαίνει ότι η ανάπτυξη των κοινωνικών πτυχών της ιδιότητας του πολίτη εξαλείφει τις ταξικές ανισότητες. Αυτό που σημαίνει είναι ότι υπάρχει πλέον μια καλύτερη, πιο στέρεα ισορροπία μεταξύ της αρχής της ισότητας/αλληλεγγύης, όπως εκφράζεται με την έννοια της ιδιότητας του πολίτη, και της ταξικής αρχής της ανισότητας/ανταγωνισμού (1964: 84). Με άλλα λόγια, υπό καπιταλιστικές συνθήκες, τα δικαιώματα των πολιτών δεν μπορούν να εξαλείψουν τις ταξικές ανισότητες, μπορούν όμως να μετριάσουν τις χειρότερες υπερβολές τους.
Μπορεί μεν ο Μάρσαλ να περιγράφει τα ευρύτερα μακρο-στάδια στη συγκρότηση της κοινότητας των πολιτών στο Ηνωμένο Βασίλειο, ποιοι είναι όμως οι βασικοί μηχανισμοί που εξηγούν έναν τέτοιο μετασχηματισμό; Ως προς το ερώτημα αυτό, τα κείμενα του Μάρσαλ είναι λιγότερο διαφωτιστικά. Είναι σαφές, ότι κύριος στόχος του ήταν να δώσει μια λεπτομερή περιγραφή μάλλον παρά μια εξήγηση του μετασχηματισμού αυτού. Στο βαθμό όμως που αναφέρεται στους μηχανισμούς μετασχηματισμού, η οπτική του γωνία είναι αυτή του φορέα δράσης. Η εξάπλωση των δικαιωμάτων έχει σχέση με συλλογικούς φορείς δράσης και τους αγώνες τους. Για παράδειγμα, οι κοινωνικές πτυχές της ιδιότητας του πολίτη δεν θα είχαν καταστεί δυνατές χωρίς την πρότερη απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων που επέτρεψαν στα λαϊκά στρώματα να οργανωθούν πολιτικά. Επιπλέον, μόνο όταν τα ατομικά δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι ασκήθηκαν συλλογικά (με τη δημιουργία μαζικών εργατικών συνδικάτων και κομμάτων) δημιουργήθηκε η δυνατότητα κράτους πρόνοιας (1964: 111).
Γ) Η θεωρία του Μάρσαλ έχει μεν έναν εξελικτικό χαρακτήρα αλλά δεν είναι ντετερμινιστική. Δεν υπονοεί πως σε όλες τις νεωτερικές κοινωνίες η πορεία των δικαιωμάτων θα ακολουθήσει τον τύπο της δημοκρατικής εξέλιξης που ακολούθησε η Μεγάλη Βρετανία. Αν λάβουμε υπόψη μας τη διάκριση μεταξύ δημοκρατικού και αυταρχικού εκσυγχρονισμού που ανέφερα πιο πάνω, είναι προφανές πως όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και σήμερα, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα, βλέπουμε βήματα προς τα μπρος αλλά και βήματα προς τα πίσω. Βλέπουμε επίσης, σε μια συγκεκριμένη χώρα, πρόοδο σε έναν τύπο δικαιωμάτων και μη πρόοδο ή και οπισθοχώρηση σε έναν άλλο τύπο.
Αν πάρουμε σαν παράδειγμα την ανάπτυξη του καπιταλισμού σε μερικές ασιατικές χώρες, βλέπουμε έναν τύπο συνάρθρωσης πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων που είναι πολύ διαφορετικός και από το δυτικοευρωπαϊκό και από αυτόν της πλειοψηφίας των χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Για παράδειγμα, στην Νότια Κορέα (όπως και στην Ταιβάν) την ταχεία ανάπτυξη ξεκίνησε μια στρατιωτική χούντα με τη βοήθεια τεχνοκρατών. Τα συνδικάτα δεν είχαν καμιά αυτονομία, τα κόμματα εξουδετερώθηκαν και οι πολίτες δεν είχαν το δικαίωμα της ψήφου. Από την άλλη μεριά όμως η ταχεία ανάπτυξη, όχι μόνο μείωσε σημαντικά την απόλυτη φτώχεια, αλλά και οδήγησε στη διάχυση του παραγόμενου πλούτου προς τα κάτω. Το γενικό βιοτικό επίπεδο και ο μέσος όρος ζωής αυξήθηκε, ενώ συγχρόνως παρατηρούμε τη δημιουργία μιας μεσαίας τάξης που πίεσε για το άνοιγμα του πολιτικού συστήματος, για το πέρασμα από τη δικτατορία σε ένα λιγότερο αυταρχικό καθεστώς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το σύστημα παραμένει σε πολλά σημεία αυταρχικό, αλλά με τον κοινοβουλευτισμό παρατηρούμε μια σειρά πολιτικών δικαιωμάτων που δεν υπήρχαν στη δικτατορική περίοδο. Άρα, σε αυτή την περίπτωση, παρατηρούμε την εντυπωσιακή καλυτέρευση των κοινωνικών συνθηκών πριν από την ανάπτυξη πολιτικών δικαιωμάτων.
Κάτι παρόμοιο βλέπουμε σήμερα στο πλαίσιο του αυταρχικού εκσυγχρονισμού της Κίνας. Το καπιταλιστικό άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας και η ένταξή της στις παγκόσμιες αγορές δεν οδήγησε, για τη στιγμή, στο δημοκρατικό άνοιγμα του πολιτικού συστήματος. Η κυριαρχία του κομμουνιστικού κόμματος, παρ’ όλους τους σχετικούς τριγμούς παραμένει αλώβητη. Από την άλλη μεριά όμως, η ραγδαία καπιταλιστική ανάπτυξη της Κίνας οδήγησε στην εκπληκτική μείωση της απόλυτης φτώχειας. Έβγαλε από την πλήρη εξαθλίωση πάνω από 650 εκατομμύρια κινέζων, κυρίως στον πρωτογενή τομέα. Ανθρώπων που πέρα από τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, πέθαιναν κυριολεκτικά από την πείνα όταν η σοδειά ήταν κακή. Από αυτή τη σκοπιά ο κινεζικός καπιταλισμός δεν έδωσε πολιτικά αλλά κοινωνικά δικαιώματα. Έδωσε σε ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας όχι μόνο το δικαίωμα της οριακής διαβίωσης αλλά και το πιο βασικό δικαίωμα στην επιβίωση όταν οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες ‒ και αυτό παρ’ όλες τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες που η ραγδαία ανάπτυξη επέφερε (κυρίως στον αστικό χώρο).
Τέλος, δεν είναι απίθανο οι μεσαίες τάξεις που ο κινεζικός καπιταλισμός δημιούργησε να πιέσουν, όπως και στην Νότια Κορέα, στο σταδιακό άνοιγμα του πολιτικού συστήματος, δηλαδή στη σταδιακή διάχυση πολιτικών δικαιωμάτων προς την κοινωνική βάση. Αν έτσι έχουν τα πράγματα η συστηματική κριτική της Δύσης για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην κινεζική επικράτεια είναι μονόπλευρη. Αγνοεί τα κοινωνικά επιτεύγματα/δικαιώματα και επικεντρώνεται στην έλλειψη πολιτικών δικαιωμάτων.
Συμπερασματικά: με βάση τη θεωρία της νεωτερικότητας και τη σχέση της με τη μαζική ένταξη του πληθυσμού στο έθνος κράτος, μπορούμε να αναδιατυπώσουμε τη διάκριση αριστερά-δεξιά κατά τρόπο που να είναι χρήσιμη και σήμερα. Η αριστερά είχε και εξακολουθεί να έχει σαν στόχο τη σχετικά αυτόνομη ένταξη του πληθυσμού στο εθνικό κέντρο. Δηλαδή τη διάχυση πολιτικών αλλά και κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα. Από την άλλη μεριά η δεξιά έχει τον αντίθετο στόχο: την ετερόνομη ένταξη του πληθυσμού στο έθνος κράτος, την ένταξη χωρίς δικαιώματα, δηλαδή την ένταξη χωρίς την άμβλυνση των κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων. Από την παραπάνω σκοπιά, μερικά κόμματα ή κυβερνήσεις έχουν έναν υβριδικό χαρακτήρα. Έχουν και αριστερές και δεξιές στρατηγικές.

Γκίντενς: Πέρα από την αριστερά και δεξιά
Α) Οι απόψεις του Γκίντενς πάνω στα κρίσιμα ζητήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες μας έχουν ως θεωρητικό υπόβαθρο ένα ιδεοτυπικό μοντέλο τριών σταδίων. Αυτό επιχειρεί να διερευνήσει πώς μερικές πλευρές της κοινωνικής οργάνωσης, του πολιτισμού και της προσωπικότητας αλλάζουν καθώς οι κοινωνίες προχωρούν από μια παραδοσιακή φάση σε μια φάση πρώιμης και τελικά ύστερης νεωτερικότητας.
Σε παραδοσιακές καταστάσεις κώδικες με τυποποιημένες «αλήθειες» καθορίζουν αυστηρά το περιθώριο λήψης αποφάσεων του ατόμου. Από πρακτικές αποφάσεις που αφορούν τον γάμο, το μέγεθος της οικογένειας και την καθημερινή συμπεριφορά ως εκείνες που άπτονται θεμελιωδών υπαρξιακών προβλημάτων ζωής ή θανάτου, η παράδοση παρέχει συνταγές δράσης τις οποίες τα άτομα ακολουθούν λίγο-πολύ αυτόματα. Στην πρώιμη νεωτερικότητα, από την άλλη πλευρά, οι παραδοσιακές βεβαιότητες αντικαθίστανται από «συλλογικές». Η προοδευτικότητα (η πίστη του Διαφωτισμού στην απεριόριστη τελειοποίηση του ανθρώπου και της κοινωνίας), η συλλογική ταξική οργάνωση, η ταύτιση με το έθνος και την πατρίδα ‒ όλοι αυτοί οι μηχανισμοί δρουν στην πρώιμη νεωτερικότητα με τρόπο που προσομοιάζει αρκετά με αυτόν της παράδοσης. Παρέχουν στα κοινωνικά μέλη ένα νόημα για τη ζωή και καθαρές κατευθυντήριες γραμμές που μειώνουν δραστικά τα πεδία όπου πρέπει να ληφθούν αποφάσεις.
Με την παγκοσμιοποίηση ωστόσο τόσο οι παραδοσιακές όσο και οι συλλογικές βεβαιότητες υποχωρούν ή εξαφανίζονται. Η υπέρβαση της παραδοσιακής κοινωνίας δημιουργεί μια κατάσταση όπου οι ρουτίνες χάνουν τη σημασία τους και την αναμφισβήτητη ηθική τους βαρύτητα. Δημιουργεί μια κατάσταση όπου τα άτομα δεν μπορούν να καταφύγουν ούτε σε παραδοσιακές αλήθειες ούτε σε συλλογικές ιδεολογίες όταν λαμβάνουν αποφάσεις στην καθημερινή τους ζωή. Στερημένοι από την παραδοσιακή ή συλλογική καθοδήγηση καλούνται, με άλλα λόγια, να χειριστούν «κενά πεδία». Από το αν θα παντρευτούν ή όχι και το αν θα κάνουν ή όχι παιδιά μέχρι του ποιο τρόπο ζωής να υιοθετήσουν και τί είδους ταυτότητα να πλάσουν (ακόμη και τί είδους φυσική εμφάνιση να θέσουν ως στόχο μέσω δίαιτας, αισθητικής, χειρουργικής κτλ.) σε όλες αυτές τις περιοχές το άτομο πρέπει να είναι ιδιαιτέρως αναστοχαστικό, πρέπει να κατασκευάσει τη δική του «βιογραφία». Αυτό σημαίνει ότι ο νέος ατομισμός που διαδίδεται ταχύτατα σήμερα έχει πολύ λιγότερο να κάνει με εγωισμό και περισσότερο με αναστοχασμό, με το γεγονός ότι έχουμε περάσει από «απλές» σε «αναστοχαστικές» μορφές εκσυγχρονισμού (1991).
Για τον Γκίντενς η διάκριση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς λειτουργούσε ως μια βασική οργανωτική αρχή στην πολιτική της πρώιμης νεωτερικότητας. Ωστόσο, ενόψει των εξελίξεων στον τομέα του αναστοχαστικού εκσυγχρονισμού, χρειάζεται κριτική επανεξέταση των δύο αυτών όρων. Ο Γκίντενς αρχίζει την ανάλυσή του αποδεχόμενος εν μέρει την άποψη του Μπόμπιο πως παρότι ο ορισμός της αριστεράς και της δεξιάς αλλάζει ανάλογα με το πλαίσιο, ένα θέμα που υπογραμμίζει όλες τις τομές αριστεράς-δεξιάς είναι αυτό της ισότητας: η αριστερά θέλει να προωθήσει την ισότητα, ενώ η δεξιά αντιτίθεται σε αυτήν. Ο άγγλος κοινωνιολόγος θεωρεί πως η άποψη του Μπόμπιο, παρότι βασικά σωστή, χρήζει δύο τροποποιήσεων.
Πρώτον, ο κύριος στόχος της αριστερής πολιτικής δεν είναι η ισότητα ως αυτοσκοπός. Η ισότητα είναι σημαντική διότι είναι μια αναγκαία (αν και όχι επαρκής) προϋπόθεση για μια ποικιλία σκοπών και αξιών στους οποίους στοχεύει η αριστερά, σκοπών όπως η εξαφάνιση της φτώχειας, η κοινωνιακή συνοχή, η αυτοεκπλήρωση και, ακόμη, η οικονομική ανάπτυξη. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι καλύτερα να συνδέσουμε την έννοια της αριστεράς με τη χειραφέτηση μάλλον παρά με την ισότητα, με τη χειραφέτηση όλων των πολιτών από τη φτώχεια, την πολιτική τυραννία, τις κοινωνικές διακρίσεις και την πολιτισμική χειραγώγηση.
Δεύτερον και πολύ σημαντικό, η διάκριση αριστερά-δεξιά, ακόμη και όταν εκφράζεται με όρους χειραφέτησης, είναι πολύ περιοριστική. Εστιάζεται σε αυτό που ο Βέμπερ αποκαλούσε «ευκαιρίες ζωής» (life chances) ‒ ή, για να χρησιμοποιήσουμε τη θεωρία του Μάρσαλ, εστιάζεται σε αγώνες για τη διάδοση των αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στα λαϊκά στρώματα. Στον αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό όμως οι πολιτικές ευκαιριών ζωής αντικαθίστανται σταδιακά από «πολιτικές ζωής» (life politics). Ο Γκίντενς αντιλαμβάνεται τις πολιτικές ζωής ως πολιτικές που σχετίζονται λιγότερο με την ισότητα ή τη χειραφέτηση και περισσότερο με το πώς θα πρέπει κανείς να οργανώσει τη ζωή του σε ένα πλαίσιο ραγδαίας υπέρβασης της παραδοσιακής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, έχει να κάνει με την κατασκευή ταυτοτήτων, με αντιθετικούς τρόπους ζωής, με το κατά πόσον η εργασία θα πρέπει ή όχι να εξακολουθήσει να είναι η βασική οργανωτική αρχή της ζωής μας, με αμφιλεγόμενες πρακτικές, όπως η άμβλωση, η εξωσωματική γονιμοποίηση, η γενετική μηχανική κτλ.
Με δεδομένη αυτή τη μετάβαση από τον προβληματισμό της «χειραφέτησης» στον προβληματισμό των «πολιτικών ζωής» οι παλαιές διαμάχες (π.χ. καπιταλιστές έναντι εργατών) έχουν σταδιακά λιγότερη βαρύτητα από τις διαμάχες της ύστερης νεωτερικότητας. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί τη δυνατότητα σφυρηλάτησης νέων συμμαχιών, νέων κοινωνικών συμφωνιών που διαπερνούν τους συμβατικούς ταξικούς διαχωρισμούς. Αν πάρουμε υπόψη μας τα παραπάνω, το να υπερκεράσουμε το χάσμα αριστερά-δεξιά δεν οδηγεί στη μετανεωτερική θέση που πρεσβεύει ότι αυτοί οι όροι δεν έχουν νόημα. Η υπερκέραση σημαίνει απλώς ότι οι όροι δεν ισχύουν πλέον για τις εμφανιζόμενες νέες πολιτικές που έχουν πολύ περισσότερο να κάνουν με τρόπους ζωής από ό,τι με θέματα αναδιανομής.
Από αυτή την οπτική γωνία θα επιχειρηματολογήσω ότι θέματα ταυτότητας, πολλαπλότητας τρόπων ζωής κτλ. δεν βρίσκονται πέραν αλλά αποτελούν αναπόσπαστα μέρη των χειραφετικών πολιτικών. Θεωρώ πως στην περίοδο του αναστοχαστικού εκσυγχρονισμού η διάκριση αριστερά-δεξιά (παρότι, φυσικά, αλλάζει διαρκώς μορφή) είναι εξίσου σχετική όσο και στην εποχή της απλής ή πρώιμης νεωτερικότητας.
Β) Η θεωρία του Γκίντενς περί «υπέρβασης» της διάκρισης αριστερά-δεξιά παρουσιάζει δύο βασικές αδυναμίες. Η πρώτη έχει να κάνει με την ιδέα πως τα προβλήματα που σχετίζονται με ευκαιρίες ζωής είναι ποιοτικά διαφορετικά από αυτά των πολιτικών ζωής. Αυτό είναι αμφισβητήσιμο. Τα δεύτερα έχουν να κάνουν με την ισότητα όσο και τα πρώτα. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με δικαιώματα. Στην περίπτωση των πολιτικών δικαιωμάτων, η αριστερά παλεύει για τον παραπέρα εκδημοκρατισμό, δηλαδή για τη μείωση ανισοτήτων μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων.
Στην περίπτωση της εξάπλωσης κοινωνικών δικαιωμάτων, οι αγώνες της αριστεράς στοχεύουν στη δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας που θα αμβλύνει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Τέλος, στην περάτωση των «πολιτικών ζωής» η αριστερά παλεύει για την άμβλυνση ανισοτήτων στον πολιτισμικό χώρο: ανισοτήτων μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων, μεταξύ αυτών που ακολουθούν συμβατικούς και αυτών που ακολουθούν μη συμβατικούς (αλλά νόμιμους) τρόπους ζωής, μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων εθνοτικών ομάδων κτλ. Με δυο λόγια, η αριστερά μάχεται για τη μείωση των ανισοτήτων όχι μόνο στον πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό αλλά και στον πολιτισμικό χώρο. Από αυτή την άποψη δεν υπάρχει ασυνέχεια αλλά συνέχεια μεταξύ δικαιωμάτων που σχετίζονται με «ευκαιρίες ζωής» και αυτών που σχετίζονται με «πολιτικές ζωής». Άρα η διάκριση αριστερά-δεξιά παραμένει χρήσιμη και στην περίοδο της ύστερης νεωτερικότητας. Όπως υποστηρίζει ο Μπόμπιο, το δίπολο αριστερά-δεξιά αλλάζει μεν ανάλογα με το χωροχρονικό πλαίσιο αλλά το βασικό χαρακτηριστικό της ισότητας παραμένει.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, τη δεύτερη κύρια θέση του Γκίντενς πως διαμάχες που συνδέονται με πολιτικές ζωής παίζουν σήμερα κυριότερο ρόλο από αυτές που σχετίζονται με ευκαιρίες ζωής, και εδώ υπάρχει μια βασική αδυναμία. Η παραπάνω θέση υπονοεί πως το πέρασμα από τις πρώτες στις δεύτερες είναι μη αναστρέψιμο. Αυτό δεν ευσταθεί. Ο βρετανός κοινωνιολόγος καθώς και πολλοί άλλοι αναλυτές δεν σταθμίζουν σωστά την άρθρωση μεταξύ κοινωνικοοικονομικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων. Δεν λαμβάνουν υπόψη τους πως στη νεωτερικότητα η άρθρωση αυτή συνδέεται άμεσα με το χρόνο, και πιο συγκεκριμένα με τον οικονομικό κύκλο. Έτσι, όταν ο Γκίντενς δημοσίευσε το Πέρα από την Αριστερά και την Δεξιά οι ευρωπαϊκές οικονομίες είχαν μια ανοδική τροχιά. Αυτή διακόπηκε απότομα λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008.
Στη σημερινή οικονομική συγκυρία της άγριας λιτότητας, της μαζικής ανεργίας (κυρίως των νέων) και της συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας τα κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα αναδιανομής παίζουν ξανά πολύ πιο σημαντικό ρόλο από τα πολιτιστικά. Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων για παράδειγμα ενδιαφέρεται περισσότερο για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους και λιγότερο για εναλλακτικούς, τρόπους ζωής, τη νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων ή για το δικαίωμα στην έκτρωση σε χώρες που είναι παράνομη κτλ. Με άλλα λόγια, η νέα γενιά στην τωρινή συγκυρία παλεύει για το δικαίωμα στην εργασία, στην υγειονομική περίθαλψη και στην αποφυγή του κοινωνικού αποκλεισμού. Ενδιαφέρεται λιγότερο για τις «πολιτικές ζωής» στις οποίες ο Γκίντενς εκτενώς αναφέρεται.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως προβληματισμοί γύρω από τις ταυτότητες, την πολυπολιτισμικότητα, την ανάγκη ενδυνάμωσης της ισότητας μεταξύ φύλων ή αυτή της καταπολέμησης του ρατσισμού κτλ. δεν είναι σημαντικοί ‒ αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, γιατί συνδέονται με τις ριζικές αλλαγές που η ολική διαφοροποίηση θεσμών έχει επιφέρει στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας. Η ολική διαφοροποίηση ρόλων και θεσμών οδηγεί αναπόφευκτα στην ευρεία εξατομίκευση και στην αναστοχαστικότητα. Οδηγεί σε μια κατάσταση όπου οι ταυτότητες του υποκειμένου (στον οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό θεσμικό χώρο) πολλαπλασιάζονται. Όπως κάθε ταυτότητα που συνδέεται με ένα διαφοροποιημένο θεσμικό χώρο αποκτά μια σχετική αυτονομία σε σχέση με τις άλλες ταυτότητες, εμφανίζεται ένα πρόβλημα συντονισμού των διάφορων ταυτοτήτων. Αυτού του είδους οι διαδικασίες εξατομίκευσης που δεν αφορούν σήμερα αποκλειστικά τις ελίτ τονίζουν τη σημασία των πολιτιστικών δικαιωμάτων. Παρόλα αυτά, όπως ήδη ανέφερα, η σχέση μεταξύ πολιτικοκοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων δεν είναι σχέση υπέρβασης αλλά επέκτασης. Επιπλέον, ανάλογα με τη συγκυρία τα πρώτα μπορούν να απασχολούν τα υποκείμενα περισσότερο από τα δεύτερα και αντίστροφα.

Συμπέρασμα
i) ‒ Σήμερα πολλοί θεωρούν τη διάκριση αριστερά-δεξιά ξεπερασμένη. Ο Μπόμπιο απορρίπτει αυτή τη θέση και υποστηρίζει πως το δίπολο αριστερά-δεξιά παραμένει χρήσιμο αν συνδέσουμε την έννοια της αριστεράς με αυτή της ισότητας. Οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις μάχονται για μεγαλύτερη ισότητα ενώ οι δεξιές για τη διατήρηση ή και ενίσχυση των ανισοτήτων.
‒ Το παρόν κείμενο υποστηρίζει πως η βασική αδυναμία της θεωρίας του Μπόμπιο είναι πως βλέπει τις έννοιες αριστερά-δεξιά ως αμοιβαία αποκλειόμενες ‒ ένα κόμμα για παράδειγμα είτε είναι αριστερό είτε δεξιό. Αυτή η διχοτομική προσέγγιση αδυνατεί να αναλύσει «υβριδικές» περιπτώσεις όπου μια πολιτική δύναμη χαρακτηρίζεται από αριστερές πολιτικές (π.χ. μείωση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων) και συγχρόνως από δεξιές (ένταση των πολιτικών ανισοτήτων).
‒ Ένας τρόπος επίλυσης της παραπάνω δυσκολίας είναι να περάσουμε από τη φιλοσοφο-αναλυτική προσέγγιση του Μπόμπιο σε μια πιο μακροϊστορική. Αν θεωρήσουμε πως το πιο καθοριστικό δομικό χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας είναι η σταδιακή έκλειψη της παραδοσιακής κοινότητας και η μαζική κινητοποίηση και ένταξη του πληθυσμού στο κράτος-έθνος, τότε παρατηρούμε πως αυτή η ένταξη μπορεί να πάρει αυτόνομες ή ετερόνομες μορφές. Στην πρώτη περίπτωση, δικαιώματα (αστικά, πολιτικά, κοινωνικά) διαχέονται σταδιακά προς τα λαϊκά στρώματα. Στη δεύτερη έχουμε αυταρχική ένταξη, δηλαδή ένταξη χωρίς διάχυση δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα. Από αυτή τη σκοπιά, η αριστερά αγωνίζεται για μια αυτόνομη ενώ η δεξιά για μια ετερόνομη είσοδο του πληθυσμού στο εθνικό κέντρο.
‒ Όσο για το πρόβλημα των υβριδικών περιπτώσεων, αυτό επιλύεται αν παραδεχθούμε πως η ισότητα έχει πολλές διαστάσεις που δεν αλλάζουν πάντα προς την ίδια κατεύθυνση. Μια πολιτική δύναμη μπορεί να έχει μια προοδευτική, αριστερή πολιτική σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα και συγχρόνως μια αυταρχική, δεξιά σε ό,τι αφορά τα πολιτικά δικαιώματα.
ii) ‒ Ο Μάρσαλ, στη βάση μιας μακροϊστορικής προσέγγισης της εξέλιξης των δικαιωμάτων στην Μεγάλη Βρετανία, δείχνει έμπρακτα πως αστικά, στη συνέχεια πολιτικά και τέλος κοινωνικά δικαιώματα πέρασαν από το επίπεδο των ελίτ σε αυτό των μη ελίτ.
‒ Η θεώρηση της νεωτερικότητας σαν ένταξη στο έθνος-κράτος και η ανάλυση του Μάρσαλ που εστιάζει στη σταδιακή διάχυση δικαιωμάτων προς την κοινωνική βάση προσφέρουν εννοιολογικά εργαλεία που βοηθούν να επιλύσουμε τα προβλήματα που η θεωρία του Μπόμπιο δημιουργεί.
iii) ‒ Τέλος, ο Γκίντενς θεωρεί πως η έννοια της αριστεράς ήταν χρήσιμη στην πρώιμη νεωτερικότητα όταν κυριαρχούσαν οι ταξικοί αγώνες για την ανακατανομή πόρων. Είναι λιγότερο χρήσιμη στην ύστερη, «αναστοχαστική» νεωτερικότητα όπου οι διαμάχες έχουν να κάνουν περισσότερο με προβλήματα κατασκευής ταυτοτήτων, με τον πολλαπλασιασμό των επιλογών σε ό,τι αφορά εναλλακτικούς και συχνά αντιφατικούς τρόπους ζωής, με την πολυπολιτισμικότητα κτλ. Έχουν, επίσης, να κάνουν με ηθικοφιλοσοφικά προβλήματα όπως το δικαίωμα στην έκτρωση, στην ευθανασία, στην τεχνητή γονιμοποίηση κτλ.
‒ Υποστηρίζω πως μπορούμε να δούμε τις παραπάνω διαμάχες ως αγώνες για τη διάχυση πολιτισμικών δικαιωμάτων. Άρα η διάκριση αριστερά -δεξιά δεν «υπερβαίνεται» αλλά προεκτείνεται από τους αριστερούς αγώνες για την προώθηση αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που ο Μάρσαλ μελέτησε, στα σημερινά πολιτισμικά δικαιώματα. Με άλλα λόγια, η διάκριση αριστερά-δεξιά, με την αναδιατύπωση της θεωρίας του Μπόμπιο που προτάθηκε πιο πάνω, παραμένει αναγκαία για την κατανόηση εξελίξεων όχι μόνο στην πρώιμη αλλά και στην τωρινή, παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Anderson, B. (1991). Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism. London: Verso.
Bobbio, N. (1987). The Future of Democracy: A Defence of the Rules of the Game. Cambridge: Polity.
Bobbio, N. (2013). Δεξιά και Αριστερά. Αθήνα: Πόλις.
Giddens, A. (1994). Beyond Left and Right: The Future of Radical Politics. Cambridge: Polity.
Giddens, A. (1991). Modernity and Self-identity: Self and Society in the Late Modern Age. Cambridge: Polity Press.
Marshall, T.H. (1964). Class, Citizenship and Social Development. New York, Garden City: Doubleday.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.