Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, www.metarithmisi.gr
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο επίπεδο των ιδεών, στην Ελλάδα της κρίσης, ο αντιμνημονιακός λόγος ηγεμόνευσε στην ελληνική κοινωνία. Εποίκισε τον νου και την καρδιά της μεγάλης πλειονότητας των κατοίκων αυτής της χώρας ως παρηγορητική παραμυθία. Για όλα τα δεινά, για την κρίση, για την ανεργία, τις απολύσεις, τις περικοπές μισθών έφταιγε το επάρατο μνημόνιο, δηλαδή η Άνγκελα Μέρκελ. Ο κοινός νους αναγόρευσε το Μνημόνιο ως έννοια και την προσωποποίησή του, τη Μέρκελ, στον απόλυτο εχθρό του λαού. Αυτός ο βολικός μύθος, έγινε εύκολα αποδεκτός γιατί σπάρθηκε σε χωράφι που ήταν εύφορο. Η ελληνική κοινωνία, για ιστορικούς λόγους που έχουν επαρκώς αναλυθεί, έχει την τάση, στα δύσκολα, να αποδρά από την πραγματικότητα. Έχει συνηθίσει να θεωρεί ότι είναι θύμα διεθνών συνωμοσιών, ως έθνος μοναδικό και ανάδελφο. Ποτέ δεν έφταιγε η ίδια για τίποτα, πάντα ήταν το δύσμοιρο θύμα. Επί του αντιμνημονιακού μύθου οικοδομήθηκαν πρωτόγνωρες πολιτικές στρατηγικές. Αριστεροδέξιος λαϊκισμός, ριζοσπαστισμός, εξτρεμισμός. Περιθωριακά κόμματα εκτινάχθηκαν εκλογικά, προσωποπαγή κόμματα απέκτησαν υπόσταση, κόμματα-παρίες βρέθηκαν να καταμετρούν εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους. Η συνταγή ήταν εξαιρετικά απλή: Για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα φταίνε το Μνημόνιο και η Μέρκελ. Δώστε μας την εξουσία και με ένα άρθρο σ’ έναν νόμο, θα επιστρέψουμε στις παλιές καλές ημέρες, στο Status quo ante, δηλαδή στα γνωστά μπερεκέτια. Ή εμείς ή αυτοί.
Ο μύθος του αντιμνημονίου απέκτησε αυτοτελή υπόσταση. Διεμβόλισε την παραδοσιακή διάκριση δεξιάς – αριστεράς και αναγορεύθηκε σε ηγεμονεύουσα κοινωνική ιδεολογία. Το Μνημόνιο έφερε την κρίση. Η πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας. Οι αριστεροδέξιοι δημαγωγοί έγιναν η ηχώ της φωνής του πλήθους. Την πολλαπλασίασαν.
Το παλιό πολιτικό σύστημα δεν έδωσε τη μάχη των ιδεών. Δεν προσπάθησε να πείσει ότι στην πραγματικότητα η κρίση έφερε το Μνημόνιο. Δεν προσπάθησε να πείσει ότι το μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης που είχαμε επιλέξει, απλά δεν ήταν βιώσιμο. Στην αντιπαράθεση των ιδεών, λιποτάκτησε. Παράλληλα, σε μια απολύτως αντιφατική επιλογή, προσπάθησε σκληρά να κρατηθεί όρθια η χώρα και να παραμείνει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Μια προσπάθεια που μοιάζει να είναι επιτυχής, παρά τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Πολιτικά έκανε τη μόνη ορθή επιλογή και αυτό το πιστώνεται.
Τη μάχη των ιδεών την έδωσαν λιγοστοί διανοούμενοι. Κόντρα και ενάντια στην κοινή γνώμη και τον κοινό νου. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω… Ακόμα και νεοεμφανιζόμενοι πολιτικοί σχηματισμοί απαντούν σουρεαλιστικά, δια του επικεφαλής τους, «ούτε Μνημόνιο, ούτε αντιμνημόνιο», δηλαδή μηδέν εις το πηλίκον, ή άλλα λόγια για να αγαπιόμαστε.
Μήπως κάτι αλλάζει;
Όμως, το τελευταίο διάστημα, κάποιος θα μπορούσε να διακινδυνεύσει τη διαπίστωση ότι κάτι αλλάζει στην ελληνική κοινωνία. Φαίνεται ότι όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι ο αντιμνημονιακός μύθος δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Η προσδοκία της επιστροφής στις «παλιές καλές ημέρες» είναι κάτι που δεν μπορεί να συμβεί. Το σημείο-κλειδί στο οποίο όλο και περισσότεροι είναι αναγκασμένοι να συμφωνήσουν είναι ότι δεν μπορεί να παραχθεί ευημερία σε μια χώρα χωρίς εργασία. Όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι ο εύκολος πλουτισμός από το άρμεγμα της ιερής αγελάδας του κράτους δεν πρόκειται να επιστρέψει. Όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι το κράτος-πατερούλης έχει εκμετρήσει το ζην. Όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται πόσο λάθος ήταν η λογική της ήσσονος προσπάθειας με την οποία ανατράφηκαν δύο γενιές, προσδοκώντας να διοριστούν στο δημόσιο. Η κοινωνία μηδενικού ρίσκου που οικοδομήσαμε τα τελευταία 40 χρόνια δεν πρόκειται να επαναληφθεί στο μέλλον.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, προϊόν εμπειρικής παρατήρησης, δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι έχει επέλθει μια νέα αυτογνωσία στην ελληνική κοινωνία. Ο αντιμνημονιακός μύθος, στη ρητορική του εκφορά, συνεχίζει να είναι πανίσχυρος. Το Μνημόνιο και η Μέρκελ συνεχίζουν να είναι οι εχθροί. Όμως, ταυτόχρονα, η ουσία της ρητορείας αποσαθρώνεται. Επάλληλες και αντιφατικές, υβριδικές ταυτότητες αντικαθιστούν τις αντιμνημονιακές βεβαιότητες. Η πραγματικότητα γειώνει τον μύθο. Ελάχιστοι είναι πρόθυμοι να παραδεχτούν ρητά τη λάθος επιλογή. Εν τοις πράγμασι, το ξανασκέφτονται.
Ακριβώς αυτή η αντιφατικότητα στις πεποιθήσεις των υποκειμένων καθρεπτίζεται στο ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των αναποφασίστων για τις επικείμενες εκλογές. Το άθραυστο τείχος του αντιμνημονιακού λόγου παρουσιάζει εμφανείς ρηγματώσεις. Εάν αυτό θα μετασχηματιστεί σε ψήφο που θα αποδοκιμάζει τους δημαγωγούς δεν είναι δεδομένο, είναι ζητούμενο. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια μπορεί κανείς να διαπεράσει το πλέγμα της μη σκέψης του αντιμνημονίου.
Εάν οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι ορθές, και όχι wishful thinking, τότε η ανάγνωση της συγκυρίας που έχει κάνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι λοιπές αντιμνημονιακές δυνάμεις είναι τελείως λανθασμένη. Σε μια χώρα που αρχίζει να σκέφτεται την ανάγκη να μαζέψει τα συντρίμμια της, η ρητορική του μίσους και ο εμφυλιοπολεμικός λόγος είναι εκτός τόπου και χρόνου. Σε μια χώρα που επιτέλους αρχίζει να σκέπτεται το μέλλον της, η επίκληση του παρελθόντος και η πολιτικοποίηση της νοσταλγίας μοιάζει ιστορικά ξεπερασμένη. Σε μια χώρα που, παρά τα τεράστια προβλήματα, στάθηκε όρθια στην κρίση, που προσπαθεί να αναδιοργανωθεί ριζικά, η μιζέρια, η καταστροφολογία και η ισοπέδωση μόνον απέχθεια μπορούν να προκαλούν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο επίπεδο των ιδεών, στην Ελλάδα της κρίσης, ο αντιμνημονιακός λόγος ηγεμόνευσε στην ελληνική κοινωνία. Εποίκισε τον νου και την καρδιά της μεγάλης πλειονότητας των κατοίκων αυτής της χώρας ως παρηγορητική παραμυθία. Για όλα τα δεινά, για την κρίση, για την ανεργία, τις απολύσεις, τις περικοπές μισθών έφταιγε το επάρατο μνημόνιο, δηλαδή η Άνγκελα Μέρκελ. Ο κοινός νους αναγόρευσε το Μνημόνιο ως έννοια και την προσωποποίησή του, τη Μέρκελ, στον απόλυτο εχθρό του λαού. Αυτός ο βολικός μύθος, έγινε εύκολα αποδεκτός γιατί σπάρθηκε σε χωράφι που ήταν εύφορο. Η ελληνική κοινωνία, για ιστορικούς λόγους που έχουν επαρκώς αναλυθεί, έχει την τάση, στα δύσκολα, να αποδρά από την πραγματικότητα. Έχει συνηθίσει να θεωρεί ότι είναι θύμα διεθνών συνωμοσιών, ως έθνος μοναδικό και ανάδελφο. Ποτέ δεν έφταιγε η ίδια για τίποτα, πάντα ήταν το δύσμοιρο θύμα. Επί του αντιμνημονιακού μύθου οικοδομήθηκαν πρωτόγνωρες πολιτικές στρατηγικές. Αριστεροδέξιος λαϊκισμός, ριζοσπαστισμός, εξτρεμισμός. Περιθωριακά κόμματα εκτινάχθηκαν εκλογικά, προσωποπαγή κόμματα απέκτησαν υπόσταση, κόμματα-παρίες βρέθηκαν να καταμετρούν εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους. Η συνταγή ήταν εξαιρετικά απλή: Για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα φταίνε το Μνημόνιο και η Μέρκελ. Δώστε μας την εξουσία και με ένα άρθρο σ’ έναν νόμο, θα επιστρέψουμε στις παλιές καλές ημέρες, στο Status quo ante, δηλαδή στα γνωστά μπερεκέτια. Ή εμείς ή αυτοί.
Ο μύθος του αντιμνημονίου απέκτησε αυτοτελή υπόσταση. Διεμβόλισε την παραδοσιακή διάκριση δεξιάς – αριστεράς και αναγορεύθηκε σε ηγεμονεύουσα κοινωνική ιδεολογία. Το Μνημόνιο έφερε την κρίση. Η πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας. Οι αριστεροδέξιοι δημαγωγοί έγιναν η ηχώ της φωνής του πλήθους. Την πολλαπλασίασαν.
Το παλιό πολιτικό σύστημα δεν έδωσε τη μάχη των ιδεών. Δεν προσπάθησε να πείσει ότι στην πραγματικότητα η κρίση έφερε το Μνημόνιο. Δεν προσπάθησε να πείσει ότι το μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης που είχαμε επιλέξει, απλά δεν ήταν βιώσιμο. Στην αντιπαράθεση των ιδεών, λιποτάκτησε. Παράλληλα, σε μια απολύτως αντιφατική επιλογή, προσπάθησε σκληρά να κρατηθεί όρθια η χώρα και να παραμείνει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Μια προσπάθεια που μοιάζει να είναι επιτυχής, παρά τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Πολιτικά έκανε τη μόνη ορθή επιλογή και αυτό το πιστώνεται.
Τη μάχη των ιδεών την έδωσαν λιγοστοί διανοούμενοι. Κόντρα και ενάντια στην κοινή γνώμη και τον κοινό νου. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω… Ακόμα και νεοεμφανιζόμενοι πολιτικοί σχηματισμοί απαντούν σουρεαλιστικά, δια του επικεφαλής τους, «ούτε Μνημόνιο, ούτε αντιμνημόνιο», δηλαδή μηδέν εις το πηλίκον, ή άλλα λόγια για να αγαπιόμαστε.
Μήπως κάτι αλλάζει;
Όμως, το τελευταίο διάστημα, κάποιος θα μπορούσε να διακινδυνεύσει τη διαπίστωση ότι κάτι αλλάζει στην ελληνική κοινωνία. Φαίνεται ότι όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι ο αντιμνημονιακός μύθος δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Η προσδοκία της επιστροφής στις «παλιές καλές ημέρες» είναι κάτι που δεν μπορεί να συμβεί. Το σημείο-κλειδί στο οποίο όλο και περισσότεροι είναι αναγκασμένοι να συμφωνήσουν είναι ότι δεν μπορεί να παραχθεί ευημερία σε μια χώρα χωρίς εργασία. Όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι ο εύκολος πλουτισμός από το άρμεγμα της ιερής αγελάδας του κράτους δεν πρόκειται να επιστρέψει. Όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι το κράτος-πατερούλης έχει εκμετρήσει το ζην. Όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται πόσο λάθος ήταν η λογική της ήσσονος προσπάθειας με την οποία ανατράφηκαν δύο γενιές, προσδοκώντας να διοριστούν στο δημόσιο. Η κοινωνία μηδενικού ρίσκου που οικοδομήσαμε τα τελευταία 40 χρόνια δεν πρόκειται να επαναληφθεί στο μέλλον.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, προϊόν εμπειρικής παρατήρησης, δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι έχει επέλθει μια νέα αυτογνωσία στην ελληνική κοινωνία. Ο αντιμνημονιακός μύθος, στη ρητορική του εκφορά, συνεχίζει να είναι πανίσχυρος. Το Μνημόνιο και η Μέρκελ συνεχίζουν να είναι οι εχθροί. Όμως, ταυτόχρονα, η ουσία της ρητορείας αποσαθρώνεται. Επάλληλες και αντιφατικές, υβριδικές ταυτότητες αντικαθιστούν τις αντιμνημονιακές βεβαιότητες. Η πραγματικότητα γειώνει τον μύθο. Ελάχιστοι είναι πρόθυμοι να παραδεχτούν ρητά τη λάθος επιλογή. Εν τοις πράγμασι, το ξανασκέφτονται.
Ακριβώς αυτή η αντιφατικότητα στις πεποιθήσεις των υποκειμένων καθρεπτίζεται στο ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των αναποφασίστων για τις επικείμενες εκλογές. Το άθραυστο τείχος του αντιμνημονιακού λόγου παρουσιάζει εμφανείς ρηγματώσεις. Εάν αυτό θα μετασχηματιστεί σε ψήφο που θα αποδοκιμάζει τους δημαγωγούς δεν είναι δεδομένο, είναι ζητούμενο. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια μπορεί κανείς να διαπεράσει το πλέγμα της μη σκέψης του αντιμνημονίου.
Εάν οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι ορθές, και όχι wishful thinking, τότε η ανάγνωση της συγκυρίας που έχει κάνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι λοιπές αντιμνημονιακές δυνάμεις είναι τελείως λανθασμένη. Σε μια χώρα που αρχίζει να σκέφτεται την ανάγκη να μαζέψει τα συντρίμμια της, η ρητορική του μίσους και ο εμφυλιοπολεμικός λόγος είναι εκτός τόπου και χρόνου. Σε μια χώρα που επιτέλους αρχίζει να σκέπτεται το μέλλον της, η επίκληση του παρελθόντος και η πολιτικοποίηση της νοσταλγίας μοιάζει ιστορικά ξεπερασμένη. Σε μια χώρα που, παρά τα τεράστια προβλήματα, στάθηκε όρθια στην κρίση, που προσπαθεί να αναδιοργανωθεί ριζικά, η μιζέρια, η καταστροφολογία και η ισοπέδωση μόνον απέχθεια μπορούν να προκαλούν.
Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος είναι συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.