Μπορεί ο πρώτος γύρος των
εκλογών να έστειλε ξεχωριστά μηνύματα για κάθε κόμμα, πρωτίστως όμως
αποτύπωσε το κυρίαρχο αίσθημα της κοινωνίας. Από τη μια εκφράστηκε η
ελπίδα ότι η χώρα αντιστρέφει την τροχιά και βάζει τέλος στον οικονομικό
κατήφορο. Εξού και η επιφυλακτικότητα προς τα κηρύγματα «ανατροπής»
αυτής της πορείας στο όνομα μιας ανύπαρκτης εναλλακτικής πρότασης.
Εκφράστηκε επίσης η αναζήτηση του γνώριμου και του σταθερού. Αποτυπώθηκε
στην επιτυχία πολλών εγκατεστημένων αυτοδιοικητικών δικτύων, σε μια
περίοδο που οι ζωές των ανθρώπων και η οικονομική τους δραστηριότητα σε
τοπικό επίπεδο έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Από την άλλη, παραμένει έντονο
ακόμα το αίσθημα οργής και η διάθεση τιμωρίας που, ξεπερνώντας τον
ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκουν όλο και πιο πληβειακές ή λούμπεν εκφράσεις. Ο
δεύτερος γύρος θα κρίνει αν η ελπίδα ότι έχει αρχίσει η στροφή
επιβεβαιωθεί και σταθεροποιηθεί. Με την εκλογή του Σγουρού στην
Περιφέρεια Αττικής. Τη σταθεροποίηση της Ελιάς και την ενίσχυση του
Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Τη διατήρηση της «ισορροπίας» μεταξύ
των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Δεν περιλαμβάνω την εκλογή του Γιώργου
Καμίνη στην Αθήνα και τη βέβαιη επανεκλογή του Γιάννη Μπουτάρη, γιατί
και οι δύο εξακολουθούν να αποτελούν δύο εμβληματικές υπερκομματικές
περιπτώσεις που ξεπερνούν το τρέχον εκλογικό σκηνικό. Πρεσβεύουν την
ελπίδα μιας διαφορετικής λειτουργίας των δύο μεγάλων πόλεων στη νέα φάση
της εθνικής ανασυγκρότησης. Μιας αυτοδιοικητικής Αρχής στην υπηρεσία
της πόλης και όχι εργαλείο του κόμματος. Φορείς και οι δύο της
κουλτούρας που έχουν ανάγκη οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις στη νέα εποχή.
Εξωστρεφείς, ικανοί να προσελκύουν ευρωπαϊκούς πόρους για να
αναπληρώνουν τους κρατικούς που στέρεψαν. Αντιφασίστες, ιδεολόγοι της
ανεκτικότητας και ταυτόχρονα θιασώτες της ασφάλειας και της ευταξίας.
Κατάλληλοι να αναδείξουν τον νέο ρόλο των μεγαλουπόλεων ως βασικών
κόμβων δικτύωσης των δυνάμεων της κοινωνίας των πολιτών και της
επιχειρηματικότητας.
Τα αποτελέσματα της περασμένης Κυριακής έστειλαν κατά τη γνώμη μου ένα γενικότερο σήμα που ξεπερνά τους κομματικούς συσχετισμούς. Στην ουσία επιβεβαίωσαν τις συνιχείς υποδείξεις των δημοσκοπήσεων, ότι οι πολίτες αντιμετωπίζουν με ψυχική απόσταση τον κομματικό ανταγωνισμό. Σαν το κομματικό σύστημα να παράγει περισσότερη πόλωση από όση η κοινωνία μπορεί να καταναλώσει. Σαν η οξύτητα του κομματικού-μιντιακού λόγου να κινητοποιεί όλο και λιγότερο τους πολίτες, όχι γιατί η κοινωνία είναι «ημιλιπόθυ-μη», όπως συχνά ακούγεται, αλλά γιατί αρχίζουν να αλλάζουν οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις που έχει από το πολιτικό σύστημα. Ο δημαγωγικός παροξυσμός φαίνεται να απευθύνεται σε ένα όλο και πιο περιορισμένο μέρος του εκλογικού ακροατηρίου. Εκφράζει περισσότερο τη ΧΑ και τους ΑΝΕΛ, καθώς ένα όχι ευκαταφρόνητο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να «κλωτσάει» στο συνεχές σκληρό ροκ.
Αν αυτά όντως ισχύουν, τότε σημαίνει ότι το αίτημα της πολιτικής σταθερότητας δεν είναι απλώς μια ορθολογική επιλογή που κινείται στο επίπεδο των θεσμών. Εκφράζει μια βαθύτερη επιθυμία ομαλοποίησης της καθημερινότητας που αισθάνεται ένα σημαντικό πια τμήμα των πολιτών. Σαν επανάκτηση της δυνατότητας σχεδιασμού της ζωής,μέσα στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η μείωση των εισοδημάτων. Ισως και κάτι περισσότερο. Σαν επιθυμία ομαλοποίησης των πολιτικών συμπεριφορών και του δημόσιου λόγου που τα τελευταία χρόνια έφτασαν στα άκρα υποσκάπτοντας τα μεταπολιτευτικά δημοκρατικά κεκτημένα. Οπως στη οικονομία αλλάζει σιγά σιγά η ατζέντα μπαίνοντας στην μεταμνημονιακή εποχή, έτσι και στις καθημερινές ζωές αλλάζουν οι προτεραιότητες και τα συναισθήματα. Οι δύο αλλαγές συναρτώνται και θα αλληλοενισχύονται.
Σε κάθε περίπτωση, αν στις εκλογές της ερχό·· μενης Κυριακής επαναληφθούν οι τάσεις και οι συσχετισμοί της προηγούμενης, δηλαδή σχετική ισορροπία μεταξύ των δύο πρώτων, περιορισμός του ΣΥΡΙΖΑ στο προηγούμενο εθνικό ποσοστό του και αξιόλογη καταγραφή της Ελιάς, τότε η κοινωνία θα έχει στείλει ένα μήνυμα πολιτικής εξομάλυνσης. Μην ξεχνάμε ότι οι ευρωεκλογές συνιστούν αναμέτρηση «δεύτερης^τάξης», όπως λένε στην πολιτική επιστήμη, και κατά τούτο διευκολύνουν τη «χαλαρή ψήφο». Οταν μάλιστα διεξάγονται στο μέσον της κυβερνητικής θητείας, τότε κατά κανόνα είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τα κυβερνητικά κόμματα. Δεδομένου τούτου, αν οι εκλογές της Κυριακής διαψεύσουν τον κανόνα και παράγουν ένα πολιτικά «διαχειρίσιμο» αποτέλεσμα τότε θα σημάνουν περισσότερα πράγματα από την επιβίωση μιας συμμαχικής κυβέρνησης εκτάκτου ανάγκης.
Θα σημάνουν, πρώτον, ότι η συνεργασία των δύο κομμάτων στην κυβέρνηση δεν καταδικάζει ούτε επιβραβεύει μονομερώς ένα από τα δύο. Οτι η επιτυχία τού ενός δεν προϋποθέτει την αποτυχία του άλλου. Ή αλλιώς, ότι όσο θα διαρκέσει η κυβερνητική συνεργασία, οι τακτικές των δύο κομμάτων μπορούν να είναι διακριτές αλλά συμβατές. Δεύτερον, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποχρεωθεί να έρθει ταχύτερα αντιμέτωπος με το στρατηγικό δίλημμα που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται μπροστά του. Γιατί αν δεν πετύχει να μετατρέψει τις εκλογές σε δημοψήφισμα κατά της κυβέρνησης, τότε, αντιστρόφως, η κοινωνία θα έχει κάνει ένα δημοψήφισμα για το τι είδους ΣΥΡΙΖΑ θέλει. Εναν ΣΥΡΙΖΑ αφιονισμένο για εξουσία, διαρκώς στα «κάγκελα», στρεψόδικη και δημαγωγό, χωρίς ίχνος σοβαρού προγραμματικού λόγου; Ή έναν ΣΥΡΙΖΑ που οικοδομεί με σύστημα έναν σοβαρό κομματικό οργανισμό για να αποτελέσει τον πυλώνα μιας εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης, με συμμάχους συμβατούς προς την αριστερή ιδεολογία, αντί τις απεχθείς συμπορεύσεις που επιχειρεί στο όνομα της αντιμνημονιακής αλληλεγγύης πρώτα με τους «ψεκασμένους» και τώρα με τους χρυσαυγίτες;
Το δίλημμα είναι σαφές. Η σημερινή εμφυλιο-πολεμική και ακραία πολωτική γραμμή που ακολουθεί έχει νόημα μόνο αν του εξασφαλίσει μια γρήγορη κατάληψη της εξουσίας. Αντιθέτως, αν η πορεία προς την εξουσία αποδειχθεί μακρά και περίπλοκη, τότε θα έρχονται σε πρώτο πλάνο οι αδυναμίες του σχήματος. Η απουσία εναλλακτικής πρότασης, το ασύμπτωτο της προγραμματικής του κουλτούρας με τις συνθήκες διακυβέρνησης μιας μοντέρνας οικονομίας, οι εσωτερικές οξύτατες αντιθέσεις, οι εξαιρετικά προβληματικές συμμαχίες. Αν η προοπτική της εξουσίας γίνει αμφίβολη τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να επιχειρήσει μια στρατηγική στροφή ώστε να οικοδομήσει αργά αλλά σταθερά μια κυβερνώσα μεταρρυθμιστική Αριστερά. Στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ στον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών την προηγούμενη Κυριακή εντασσόταν σε αυτή τη δεύτερη προοπτική. Ενα κόμμα που στις έκτακτες συνθήκες του 2012 εκτινάχτηκε στο 26% αρχίζει να οικοδομεί μια υπολογίσιμη κοινωνική βάση σε εθνικό επίπεδο ξεφεύγοντας από τα επίπεδα του 4%. Προς το παρόν, πάντως, είναι προφανές ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει βάλει όλα τα χαρτιά της στην προοπτική της γρήγορης κατάληψης της εξουσίας. Αν αυτή αποτύχει δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τη στρατηγική μετεξέλιξη προς μια ευρωπαϊκή μεταρρυθμιστική δύναμη.
Σε κάθε περίπτωση, οι κάλπες της Κυριακής θα δείξουν αν πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να αντιμετωπίσει αυτό το δίλημμα άμεσα. Πρωτίστως όμως θα δείξουν αν η πολιτική στην Ελλάδα θα κάνει το αποφασιστικό πέρασμα στη μεταμνημονιακή εποχή.
Τα αποτελέσματα της περασμένης Κυριακής έστειλαν κατά τη γνώμη μου ένα γενικότερο σήμα που ξεπερνά τους κομματικούς συσχετισμούς. Στην ουσία επιβεβαίωσαν τις συνιχείς υποδείξεις των δημοσκοπήσεων, ότι οι πολίτες αντιμετωπίζουν με ψυχική απόσταση τον κομματικό ανταγωνισμό. Σαν το κομματικό σύστημα να παράγει περισσότερη πόλωση από όση η κοινωνία μπορεί να καταναλώσει. Σαν η οξύτητα του κομματικού-μιντιακού λόγου να κινητοποιεί όλο και λιγότερο τους πολίτες, όχι γιατί η κοινωνία είναι «ημιλιπόθυ-μη», όπως συχνά ακούγεται, αλλά γιατί αρχίζουν να αλλάζουν οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις που έχει από το πολιτικό σύστημα. Ο δημαγωγικός παροξυσμός φαίνεται να απευθύνεται σε ένα όλο και πιο περιορισμένο μέρος του εκλογικού ακροατηρίου. Εκφράζει περισσότερο τη ΧΑ και τους ΑΝΕΛ, καθώς ένα όχι ευκαταφρόνητο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να «κλωτσάει» στο συνεχές σκληρό ροκ.
Αν αυτά όντως ισχύουν, τότε σημαίνει ότι το αίτημα της πολιτικής σταθερότητας δεν είναι απλώς μια ορθολογική επιλογή που κινείται στο επίπεδο των θεσμών. Εκφράζει μια βαθύτερη επιθυμία ομαλοποίησης της καθημερινότητας που αισθάνεται ένα σημαντικό πια τμήμα των πολιτών. Σαν επανάκτηση της δυνατότητας σχεδιασμού της ζωής,μέσα στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η μείωση των εισοδημάτων. Ισως και κάτι περισσότερο. Σαν επιθυμία ομαλοποίησης των πολιτικών συμπεριφορών και του δημόσιου λόγου που τα τελευταία χρόνια έφτασαν στα άκρα υποσκάπτοντας τα μεταπολιτευτικά δημοκρατικά κεκτημένα. Οπως στη οικονομία αλλάζει σιγά σιγά η ατζέντα μπαίνοντας στην μεταμνημονιακή εποχή, έτσι και στις καθημερινές ζωές αλλάζουν οι προτεραιότητες και τα συναισθήματα. Οι δύο αλλαγές συναρτώνται και θα αλληλοενισχύονται.
Σε κάθε περίπτωση, αν στις εκλογές της ερχό·· μενης Κυριακής επαναληφθούν οι τάσεις και οι συσχετισμοί της προηγούμενης, δηλαδή σχετική ισορροπία μεταξύ των δύο πρώτων, περιορισμός του ΣΥΡΙΖΑ στο προηγούμενο εθνικό ποσοστό του και αξιόλογη καταγραφή της Ελιάς, τότε η κοινωνία θα έχει στείλει ένα μήνυμα πολιτικής εξομάλυνσης. Μην ξεχνάμε ότι οι ευρωεκλογές συνιστούν αναμέτρηση «δεύτερης^τάξης», όπως λένε στην πολιτική επιστήμη, και κατά τούτο διευκολύνουν τη «χαλαρή ψήφο». Οταν μάλιστα διεξάγονται στο μέσον της κυβερνητικής θητείας, τότε κατά κανόνα είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τα κυβερνητικά κόμματα. Δεδομένου τούτου, αν οι εκλογές της Κυριακής διαψεύσουν τον κανόνα και παράγουν ένα πολιτικά «διαχειρίσιμο» αποτέλεσμα τότε θα σημάνουν περισσότερα πράγματα από την επιβίωση μιας συμμαχικής κυβέρνησης εκτάκτου ανάγκης.
Θα σημάνουν, πρώτον, ότι η συνεργασία των δύο κομμάτων στην κυβέρνηση δεν καταδικάζει ούτε επιβραβεύει μονομερώς ένα από τα δύο. Οτι η επιτυχία τού ενός δεν προϋποθέτει την αποτυχία του άλλου. Ή αλλιώς, ότι όσο θα διαρκέσει η κυβερνητική συνεργασία, οι τακτικές των δύο κομμάτων μπορούν να είναι διακριτές αλλά συμβατές. Δεύτερον, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποχρεωθεί να έρθει ταχύτερα αντιμέτωπος με το στρατηγικό δίλημμα που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται μπροστά του. Γιατί αν δεν πετύχει να μετατρέψει τις εκλογές σε δημοψήφισμα κατά της κυβέρνησης, τότε, αντιστρόφως, η κοινωνία θα έχει κάνει ένα δημοψήφισμα για το τι είδους ΣΥΡΙΖΑ θέλει. Εναν ΣΥΡΙΖΑ αφιονισμένο για εξουσία, διαρκώς στα «κάγκελα», στρεψόδικη και δημαγωγό, χωρίς ίχνος σοβαρού προγραμματικού λόγου; Ή έναν ΣΥΡΙΖΑ που οικοδομεί με σύστημα έναν σοβαρό κομματικό οργανισμό για να αποτελέσει τον πυλώνα μιας εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης, με συμμάχους συμβατούς προς την αριστερή ιδεολογία, αντί τις απεχθείς συμπορεύσεις που επιχειρεί στο όνομα της αντιμνημονιακής αλληλεγγύης πρώτα με τους «ψεκασμένους» και τώρα με τους χρυσαυγίτες;
Το δίλημμα είναι σαφές. Η σημερινή εμφυλιο-πολεμική και ακραία πολωτική γραμμή που ακολουθεί έχει νόημα μόνο αν του εξασφαλίσει μια γρήγορη κατάληψη της εξουσίας. Αντιθέτως, αν η πορεία προς την εξουσία αποδειχθεί μακρά και περίπλοκη, τότε θα έρχονται σε πρώτο πλάνο οι αδυναμίες του σχήματος. Η απουσία εναλλακτικής πρότασης, το ασύμπτωτο της προγραμματικής του κουλτούρας με τις συνθήκες διακυβέρνησης μιας μοντέρνας οικονομίας, οι εσωτερικές οξύτατες αντιθέσεις, οι εξαιρετικά προβληματικές συμμαχίες. Αν η προοπτική της εξουσίας γίνει αμφίβολη τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να επιχειρήσει μια στρατηγική στροφή ώστε να οικοδομήσει αργά αλλά σταθερά μια κυβερνώσα μεταρρυθμιστική Αριστερά. Στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ στον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών την προηγούμενη Κυριακή εντασσόταν σε αυτή τη δεύτερη προοπτική. Ενα κόμμα που στις έκτακτες συνθήκες του 2012 εκτινάχτηκε στο 26% αρχίζει να οικοδομεί μια υπολογίσιμη κοινωνική βάση σε εθνικό επίπεδο ξεφεύγοντας από τα επίπεδα του 4%. Προς το παρόν, πάντως, είναι προφανές ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει βάλει όλα τα χαρτιά της στην προοπτική της γρήγορης κατάληψης της εξουσίας. Αν αυτή αποτύχει δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τη στρατηγική μετεξέλιξη προς μια ευρωπαϊκή μεταρρυθμιστική δύναμη.
Σε κάθε περίπτωση, οι κάλπες της Κυριακής θα δείξουν αν πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να αντιμετωπίσει αυτό το δίλημμα άμεσα. Πρωτίστως όμως θα δείξουν αν η πολιτική στην Ελλάδα θα κάνει το αποφασιστικό πέρασμα στη μεταμνημονιακή εποχή.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.