Είναι στην ανθρώπινη φύση να αναβάλλει
τα δυσάρεστα. Να υπερτιμά το παρόν, να υποτιμά μελλοντικές ωφέλειες και
κινδύνους. Είναι δουλειά του κράτους να καλύπτει το κενό. Να είναι
προβλέψιμο και να προβλέπει, να προετοιμάζεται και να προετοιμάζει για
τα χειρότερα. Να πείθει για τις αναγκαίες θυσίες, και στο τέλος να
απορροφά και το πολιτικό κόστος. Ο κανιβαλισμός του παρόντος εις βάρος του μέλλοντος μας οδήγησε σε αυτή
την κρίση. Η αποκατάσταση μιας ισορροπημένης σχέσης του παρόντος με τον
μέλλοντα χρόνο θα μας βοηθήσει να περάσουμε στην ανάκαμψη. Πάρτε δύο παραδείγματα. Η ολλανδική κοινωνία έμαθε ιστορικά να
προετοιμάζεται για τη διαρκή απειλή πλημμυρών, δουλεύοντας συλλογικά στη
συντήρηση φραγμάτων. Το περίφημο polder model αναδεικνύει την αναζήτηση
συναινέσεων στο όνομα του κοινού απώτερου συμφέροντος. Επέτρεψε στην
Ολλανδία να μεταρρυθμίσει από νωρίς το ασφαλιστικό της σύστημα, που
αποτελούσε και τη μεγαλύτερη μελλοντική απειλή στο κοινωνικό της κράτος.
Η Γερμανία, «ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης» τη δεκαετία του ’90, μία
δεκαετία αργότερα περνούσε ξανά στην ανάπτυξη και την πλήρη απασχόληση.
Με πολιτική και κοινωνική συναίνεση ανέκτησε ανταγωνιστικότητα, που οι
ευεργετικές της συνέπειες στην απασχόληση εκδηλώθηκαν μερικά χρόνια
αργότερα. Ωριμες κοινωνίες προετοιμάζονται στο φάσμα μελλοντικών
προκλήσεων. Αντίθετα, το σύνδρομο της υποτίμησης του μέλλοντος έριξε την Ελλάδα στα
βράχια το 2010. Αναβάλλαμε διαρκώς τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να
γίνουν, παραπέμπαμε στις ελληνικές καλένδες την προσαρμογή, τα δυσάρεστα
για αργότερα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι εκθέσεις έδειχναν
ότι το ασφαλιστικό σύστημα θα σκάσει με μαθηματική βεβαιότητα γύρω στο
2020.
Δεν κάναμε τίποτα. Κοινωνία, κυβέρνηση, αντιπολίτευση, συνδικάτα, αριστερά, απέρριπταν μετά βδελυγμίας τη μία μεταρρυθμιστική απόπειρα μετά την άλλη. Μέχρι που η έλευση της τρόικας το 2010 μάς υποχρέωσε να αναπληρώσουμε με πολλαπλάσιο κόστος την τρυφηλή αδράνεια δεκαετιών. Ο καλπασμός μας στη «φούσκα» του 2007-08 είχε όλη την αναιδή περιφρόνηση προς την επόμενη μέρα. Ακριβά αυτοκίνητα, εισαγωγές, διακοποδάνεια, υπερχρέωση, ανεξέλεγκτα ελλείμματα. Η χώρα είχε επιλέξει την αμεριμνησία, τη μυωπία, τη συλλογική εθελοτυφλία. Σύμπαν το πολιτικό μας σύστημα τότε αναφωνούσε: «Γιατί να νοιαστώ για τους μεταγενέστερους; Τι έχουν κάνει ποτέ εκείνοι για μένα;»
Η υποτίμηση του μέλλοντος συνδέεται με τη χαμηλή εμπιστοσύνη στο κράτος και στους θεσμούς. Αυτοί εγγυώνται την οργανωμένη, συλλογική μετάβαση στο μέλλον. Η αξιοπιστία τους αυξάνει την προβλεψιμότητα, μας υποχρεώνει να πάρουμε το μέλλον σοβαρά. Ημασταν πάντοτε μια κοινωνία χαμηλής κοινωνικής εμπιστοσύνης. Γι’ αυτό ένα από τα χειρότερα πράγματα που συνέβησαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια ήταν η διάρρηξη της, ούτως ή άλλως, χαμηλής εμπιστοσύνης προς το κράτος. Η αθέτηση υποχρεώσεών του (προς συνταξιούχους, προμηθευτές, επιχειρήσεις που διεκδικούσαν επιστροφή ΦΠΑ, ομολογιούχους, καλόπιστους συναλλασσόμενους και φορολογούμενους) ήταν βάναυσο πλήγμα. Αναπόφευκτο ίσως, προκειμένου να αποτραπεί η εθνική καταστροφή μιας άτακτης χρεοκοπίας. Ομως, δεν πρέπει ποτέ να ξανασυμβεί.
Εκτός από την υποτίμηση του μέλλοντος υπάρχει και η υποτίμηση των παρελθόντων κινδύνων. Ξεχάσαμε ήδη την αγωνία των καταθετών και των μεσαίων στρωμάτων το 2010, 2011, 2012; Ξεχάσαμε την απειλή εξόδου από το ευρώ; Τις τραπεζικές αναλήψεις πανικόβλητων νοικοκυραίων, τα χαρτονομίσματα που κρύβονταν κάτω από στρώματα και μέσα σε χύτρες; Το Grexit, που αναλυτές και ΜΜΕ έγραφαν δεκάδες φορές την ημέρα, και που έχει πια σχεδόν ξεχαστεί; Τα χειρότερα ήσαν πράγματι εκεί, και πράγματι αποτράπηκαν. Και αυτό από μόνο του είναι ένα μεγάλο πρώτο βήμα στην αποκατάσταση στοιχειώδους εμπιστοσύνης.
Τελευταία φορά που η Ελλάδα εξέδωσε μακροχρόνιο κρατικό ομόλογο ήταν τον Απρίλιο του 2010. Ηταν η τελευταία φορά που το ελληνικό κράτος είχε «πρόσωπο» να απευθυνθεί στους διεθνείς επενδυτές. Σήμερα, τέσσερα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα ετοιμάζεται να στραφεί ξανά στις αγορές, διεκδικώντας την εμπιστοσύνη τους στην προοπτική της οικονομίας. Με δεδομένα τα τεράστια κοινωνικά προβλήματα, δεν πρέπει κανείς να φουσκώνει τη σημασία της επικείμενης εξόδου στις αγορές. Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να την υποτιμήσει.
Η κρίση ξεκίνησε από τους αριθμούς και μεταφέρθηκε στην κοινωνία. Την ίδια σειρά θα ακολουθήσει η ανάκαμψη. Πριν ακόμα πληγεί η κοινωνία και κλονισθούν τα εισοδήματα, η κρίση είχε ήδη ξεσπάσει στις αρχές του 2010, ως κρίση εμπιστοσύνης των αγορών, ως κρίση των αριθμών, όταν ελλείμματα και χρέος αποκαλύφθηκαν και οι αγορές έπαθαν σοκ. Από τότε και για τέσσερα χρόνια, οι κάτοχοι κεφαλαίου ξέγραψαν οποιαδήποτε προοπτική της ελληνικής οικονομίας.
Με την ίδια σειρά αρχίζει σιγά σιγά η έξοδος από την κρίση. Πρώτα εξυγιαίνονται οι αριθμοί, εξαλείφονται τα ελλείμματα, γίνεται εξυπηρετήσιμο το χρέος. Επειτα η βελτίωση θα γίνεται αισθητή στην οικονομία και την κοινωνία.
Η υποτίμηση του μέλλοντος μας έριξε στην παρούσα κρίση, η αποκατάστασή του θα αρχίσει να μας βγάζει από αυτήν.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.
Δεν κάναμε τίποτα. Κοινωνία, κυβέρνηση, αντιπολίτευση, συνδικάτα, αριστερά, απέρριπταν μετά βδελυγμίας τη μία μεταρρυθμιστική απόπειρα μετά την άλλη. Μέχρι που η έλευση της τρόικας το 2010 μάς υποχρέωσε να αναπληρώσουμε με πολλαπλάσιο κόστος την τρυφηλή αδράνεια δεκαετιών. Ο καλπασμός μας στη «φούσκα» του 2007-08 είχε όλη την αναιδή περιφρόνηση προς την επόμενη μέρα. Ακριβά αυτοκίνητα, εισαγωγές, διακοποδάνεια, υπερχρέωση, ανεξέλεγκτα ελλείμματα. Η χώρα είχε επιλέξει την αμεριμνησία, τη μυωπία, τη συλλογική εθελοτυφλία. Σύμπαν το πολιτικό μας σύστημα τότε αναφωνούσε: «Γιατί να νοιαστώ για τους μεταγενέστερους; Τι έχουν κάνει ποτέ εκείνοι για μένα;»
Η υποτίμηση του μέλλοντος συνδέεται με τη χαμηλή εμπιστοσύνη στο κράτος και στους θεσμούς. Αυτοί εγγυώνται την οργανωμένη, συλλογική μετάβαση στο μέλλον. Η αξιοπιστία τους αυξάνει την προβλεψιμότητα, μας υποχρεώνει να πάρουμε το μέλλον σοβαρά. Ημασταν πάντοτε μια κοινωνία χαμηλής κοινωνικής εμπιστοσύνης. Γι’ αυτό ένα από τα χειρότερα πράγματα που συνέβησαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια ήταν η διάρρηξη της, ούτως ή άλλως, χαμηλής εμπιστοσύνης προς το κράτος. Η αθέτηση υποχρεώσεών του (προς συνταξιούχους, προμηθευτές, επιχειρήσεις που διεκδικούσαν επιστροφή ΦΠΑ, ομολογιούχους, καλόπιστους συναλλασσόμενους και φορολογούμενους) ήταν βάναυσο πλήγμα. Αναπόφευκτο ίσως, προκειμένου να αποτραπεί η εθνική καταστροφή μιας άτακτης χρεοκοπίας. Ομως, δεν πρέπει ποτέ να ξανασυμβεί.
Εκτός από την υποτίμηση του μέλλοντος υπάρχει και η υποτίμηση των παρελθόντων κινδύνων. Ξεχάσαμε ήδη την αγωνία των καταθετών και των μεσαίων στρωμάτων το 2010, 2011, 2012; Ξεχάσαμε την απειλή εξόδου από το ευρώ; Τις τραπεζικές αναλήψεις πανικόβλητων νοικοκυραίων, τα χαρτονομίσματα που κρύβονταν κάτω από στρώματα και μέσα σε χύτρες; Το Grexit, που αναλυτές και ΜΜΕ έγραφαν δεκάδες φορές την ημέρα, και που έχει πια σχεδόν ξεχαστεί; Τα χειρότερα ήσαν πράγματι εκεί, και πράγματι αποτράπηκαν. Και αυτό από μόνο του είναι ένα μεγάλο πρώτο βήμα στην αποκατάσταση στοιχειώδους εμπιστοσύνης.
Τελευταία φορά που η Ελλάδα εξέδωσε μακροχρόνιο κρατικό ομόλογο ήταν τον Απρίλιο του 2010. Ηταν η τελευταία φορά που το ελληνικό κράτος είχε «πρόσωπο» να απευθυνθεί στους διεθνείς επενδυτές. Σήμερα, τέσσερα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα ετοιμάζεται να στραφεί ξανά στις αγορές, διεκδικώντας την εμπιστοσύνη τους στην προοπτική της οικονομίας. Με δεδομένα τα τεράστια κοινωνικά προβλήματα, δεν πρέπει κανείς να φουσκώνει τη σημασία της επικείμενης εξόδου στις αγορές. Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να την υποτιμήσει.
Η κρίση ξεκίνησε από τους αριθμούς και μεταφέρθηκε στην κοινωνία. Την ίδια σειρά θα ακολουθήσει η ανάκαμψη. Πριν ακόμα πληγεί η κοινωνία και κλονισθούν τα εισοδήματα, η κρίση είχε ήδη ξεσπάσει στις αρχές του 2010, ως κρίση εμπιστοσύνης των αγορών, ως κρίση των αριθμών, όταν ελλείμματα και χρέος αποκαλύφθηκαν και οι αγορές έπαθαν σοκ. Από τότε και για τέσσερα χρόνια, οι κάτοχοι κεφαλαίου ξέγραψαν οποιαδήποτε προοπτική της ελληνικής οικονομίας.
Με την ίδια σειρά αρχίζει σιγά σιγά η έξοδος από την κρίση. Πρώτα εξυγιαίνονται οι αριθμοί, εξαλείφονται τα ελλείμματα, γίνεται εξυπηρετήσιμο το χρέος. Επειτα η βελτίωση θα γίνεται αισθητή στην οικονομία και την κοινωνία.
Η υποτίμηση του μέλλοντος μας έριξε στην παρούσα κρίση, η αποκατάστασή του θα αρχίσει να μας βγάζει από αυτήν.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.