Οπως κάθε χρόνο, η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του PISA, του
προγράμματος του ΟΟΣΑ που παρακολουθεί κάθε χρόνο τις σχολικές επιδόσεις
των 15χρονων μαθητών σε 64 χώρες ανά τον κόσμο, προβλήθηκε στον διεθνή
Τύπο δίνοντας παντού αφορμές για κριτική στις εθνικές εκπαιδευτικές
πολιτικές. Σε εμάς η έμφαση δόθηκε στη γενικά χαμηλή κατάταξη της
Ελλάδας, αρκετά κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, καθώς επίσης και στο
συγκριτικά μεγάλο ποσοστό των «κακών» μαθητών έναντι πολύ μικρού
ποσοστού «αρίστων» που εντόπισε η έρευνα. Δικαιολογημένα, αφού σε
συνθήκες δραματικής ανεργίας των νέων μαθητικές επιδόσεις σημαντικά
χαμηλότερες από εκείνες που επικρατούν στις περισσότερες ευρωπαϊκές
χώρες προμηνύουν δύσκολο μέλλον για τους σημερινούς εφήβους. Εκ πρώτης
όψεως μοιάζει έτσι αποκαρδιωτικό ότι στα μαθηματικά, τον τομέα που
εξέτασε διεξοδικά το τελευταίο PISA, η Ελλάδα είχε δείκτη 453, σαράντα
μονάδες κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (494). Και ακόμη περισσότερο, ότι
στην εξάβαθμη κλίμακα που μετρά την επίδοση, κάτω από 2 συγκέντρωσε το
35,7% των ελλήνων μαθητών, 5 ή 6 μόλις το 3,9%, όταν στον μέσο όρο του
ΟΟΣΑ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 23,1% και 12,6%.
Διαβάζοντας όμως πιο προσεκτικά τη μελέτη θα δούμε ότι μέσα στη δεκαετία 2003-2012 οι έλληνες μαθητές καταγράφουν μια μέση βελτίωση της επίδοσής τους στα μαθηματικά κατά 1,1 μονάδα τον χρόνο και αυτό παρά την επιβράδυνση που παρατηρείται τα τρία τελευταία χρόνια της κρίσης. Μια συνεχής βελτιωτική πορεία δεν είναι ωστόσο αυτονόητη. Η φημισμένη για το σχολικό της σύστημα Φινλανδία, π.χ., παρουσιάζει την ίδια περίοδο μέση ετήσια υποχώρηση 2,8 μονάδων, διατηρώντας πάντως υψηλό δείκτη (519), ενώ επιβεβαιώνει το υποδειγματικό σύστημά της που προωθεί όλα τα παιδιά με μόνο 12,3% των μαθητών της να έχουν επίδοση κάτω από 2, ενώ το 15,3% παίρνουν 5 ή 6. Στο σύνολό τους άλλωστε οι χώρες του ΟΟΣΑ κατέγραψαν μέση ετήσια μείωση επίδοσης κατά 0,3 μονάδες τη δεκαετία 2003-2012. Επιπλέον έχει σημασία να διαπιστώσουμε ότι το αναμφισβήτητα ανησυχητικά υψηλό 35,7% των μαθητών μας με πολύ χαμηλή επίδοση στα μαθηματικά το 2012 είναι εν τούτοις καλύτερο από το 40% που είχε βρεθεί το 2003.
Στην ανάγνωση (κατανόηση κειμένου) οι μαθητές της Ελλάδας με δείκτη 477 παρουσιάζουν μικρότερη απόκλιση 20 μονάδων από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (496), ενώ και εδώ καταγράφεται μέση ετήσια βελτίωση 0,5 μονάδα τη δωδεκαετία 2000-2012, που όμως ελάχιστα υπερβαίνει την αντίστοιχη βελτίωση στο σύνολο του ΟΟΣΑ (0,3). Το ποσοστό των μαθητών με άριστη επίδοση φτάνει το 5%, ενώ 25% είναι εκείνο των χαμηλών επιδόσεων το οποίο επιβαρύνεται και από δημογραφικούς παράγοντες (παιδιά μεταναστών). Αντίθετα, στη φυσική - και μόνο εκεί - βλέπουμε συγκριτική επιδείνωση: μεταξύ 2006 και 2012 ο δείκτης της Ελλάδας έπεσε από τις 473 στις 467 μονάδες, κατά 1,1 μονάδα τον χρόνο, ενόσω στον ΟΟΣΑ ανέβαινε κατά 0,5 μονάδα τον χρόνο (2012: 501). Η ανισότητα των επιδόσεων είναι εδώ κάπως μικρότερη από όσο στα μαθηματικά, με τους αρίστους να περιορίζονται στο ίδιο ποσοστό, αλλά εκείνους που παίρνουν κάτω από 2 να μην ξεπερνούν το 26%.
Η αναγνώριση της όποιας προόδου καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, μαζί προφανώς με την ανάλυση των σοβαρών αδυναμιών που παραμένουν, έχει σημασία για να σχεδιαστεί σωστά μια βελτίωση της εκπαίδευσης που δεν θα συντελεστεί από τη μια στιγμή στην άλλη, παίρνει χρόνο. Και εδώ το ογκώδες υλικό που συγκεντρώνει και επεξεργάζεται ο ΟΟΣΑ προσφέρεται ως πολύτιμο βοήθημα. Ολοι λέμε ότι για την Παιδεία χρειάζονται πόροι, αξίζει όμως να προσέξουμε το συμπέρασμα του PISA ότι «ένα εντυπωσιακά μικρό μέρος των διαφορών στις επιδόσεις μεταξύ των χωρών εξηγείται με τον εθνικό τους πλούτο (12% στις χώρες του ΟΟΣΑ) ή με τη δαπάνη ανά μαθητή (17%)» και να ενσκήψουμε σε παραδείγματα χωρών σχετικά φτωχών που έχουν επιτύχει θεαματικά αποτελέσματα, όπως η Εσθονία. Παράλληλα, πέρα από το πρόταγμα της «αριστείας», χρειάζεται σοβαρά να καταπιαστούμε με το απαράδεκτα μεγάλο ποσοστό μαθητών με πολύ χαμηλές επιδόσεις. Χωρίς δραστικό περιορισμό του κάθε ανάπτυξη είναι αβέβαιη. Εχει εκτιμηθεί ότι, αν όλοι οι μαθητές έπαιρναν τουλάχιστον 2 στα μαθηματικά, το συνολικό προϊόν του ΟΟΣΑ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 200 τρισ. δολάρια!
Διαβάζοντας όμως πιο προσεκτικά τη μελέτη θα δούμε ότι μέσα στη δεκαετία 2003-2012 οι έλληνες μαθητές καταγράφουν μια μέση βελτίωση της επίδοσής τους στα μαθηματικά κατά 1,1 μονάδα τον χρόνο και αυτό παρά την επιβράδυνση που παρατηρείται τα τρία τελευταία χρόνια της κρίσης. Μια συνεχής βελτιωτική πορεία δεν είναι ωστόσο αυτονόητη. Η φημισμένη για το σχολικό της σύστημα Φινλανδία, π.χ., παρουσιάζει την ίδια περίοδο μέση ετήσια υποχώρηση 2,8 μονάδων, διατηρώντας πάντως υψηλό δείκτη (519), ενώ επιβεβαιώνει το υποδειγματικό σύστημά της που προωθεί όλα τα παιδιά με μόνο 12,3% των μαθητών της να έχουν επίδοση κάτω από 2, ενώ το 15,3% παίρνουν 5 ή 6. Στο σύνολό τους άλλωστε οι χώρες του ΟΟΣΑ κατέγραψαν μέση ετήσια μείωση επίδοσης κατά 0,3 μονάδες τη δεκαετία 2003-2012. Επιπλέον έχει σημασία να διαπιστώσουμε ότι το αναμφισβήτητα ανησυχητικά υψηλό 35,7% των μαθητών μας με πολύ χαμηλή επίδοση στα μαθηματικά το 2012 είναι εν τούτοις καλύτερο από το 40% που είχε βρεθεί το 2003.
Στην ανάγνωση (κατανόηση κειμένου) οι μαθητές της Ελλάδας με δείκτη 477 παρουσιάζουν μικρότερη απόκλιση 20 μονάδων από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (496), ενώ και εδώ καταγράφεται μέση ετήσια βελτίωση 0,5 μονάδα τη δωδεκαετία 2000-2012, που όμως ελάχιστα υπερβαίνει την αντίστοιχη βελτίωση στο σύνολο του ΟΟΣΑ (0,3). Το ποσοστό των μαθητών με άριστη επίδοση φτάνει το 5%, ενώ 25% είναι εκείνο των χαμηλών επιδόσεων το οποίο επιβαρύνεται και από δημογραφικούς παράγοντες (παιδιά μεταναστών). Αντίθετα, στη φυσική - και μόνο εκεί - βλέπουμε συγκριτική επιδείνωση: μεταξύ 2006 και 2012 ο δείκτης της Ελλάδας έπεσε από τις 473 στις 467 μονάδες, κατά 1,1 μονάδα τον χρόνο, ενόσω στον ΟΟΣΑ ανέβαινε κατά 0,5 μονάδα τον χρόνο (2012: 501). Η ανισότητα των επιδόσεων είναι εδώ κάπως μικρότερη από όσο στα μαθηματικά, με τους αρίστους να περιορίζονται στο ίδιο ποσοστό, αλλά εκείνους που παίρνουν κάτω από 2 να μην ξεπερνούν το 26%.
Η αναγνώριση της όποιας προόδου καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, μαζί προφανώς με την ανάλυση των σοβαρών αδυναμιών που παραμένουν, έχει σημασία για να σχεδιαστεί σωστά μια βελτίωση της εκπαίδευσης που δεν θα συντελεστεί από τη μια στιγμή στην άλλη, παίρνει χρόνο. Και εδώ το ογκώδες υλικό που συγκεντρώνει και επεξεργάζεται ο ΟΟΣΑ προσφέρεται ως πολύτιμο βοήθημα. Ολοι λέμε ότι για την Παιδεία χρειάζονται πόροι, αξίζει όμως να προσέξουμε το συμπέρασμα του PISA ότι «ένα εντυπωσιακά μικρό μέρος των διαφορών στις επιδόσεις μεταξύ των χωρών εξηγείται με τον εθνικό τους πλούτο (12% στις χώρες του ΟΟΣΑ) ή με τη δαπάνη ανά μαθητή (17%)» και να ενσκήψουμε σε παραδείγματα χωρών σχετικά φτωχών που έχουν επιτύχει θεαματικά αποτελέσματα, όπως η Εσθονία. Παράλληλα, πέρα από το πρόταγμα της «αριστείας», χρειάζεται σοβαρά να καταπιαστούμε με το απαράδεκτα μεγάλο ποσοστό μαθητών με πολύ χαμηλές επιδόσεις. Χωρίς δραστικό περιορισμό του κάθε ανάπτυξη είναι αβέβαιη. Εχει εκτιμηθεί ότι, αν όλοι οι μαθητές έπαιρναν τουλάχιστον 2 στα μαθηματικά, το συνολικό προϊόν του ΟΟΣΑ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 200 τρισ. δολάρια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.