Σελίδες

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Δεν Έμεινε Τίποτα; Σε Αναζήτηση (μιας Νέας) Σοσιαλδημοκρατίας

Η επανεφεύρεση της σοσιαλδημοκρατίας απαιτεί μια γκραμσιανή προσέγγιση, όπου η πολιτισμική αλλαγή θα πρέπει να προηγηθεί της πολιτικής αλλαγής

Του Cas Mudde, www.metarithmisi.gr, www.opendemocracy.net


Το κείμενο που ακολουθεί, γραμμένο από τον διαπρεπή πολιτικό επιστήμονα Cas Mudde, είναι μια σημαντική συμβολή στο διάλογο για τις ιστορικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η σοσιαλδημοκρατία τον 21ο αιώνα. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «Η επανεφεύρεση της σοσιαλδημοκρατίας απαιτεί μια γκραμσιανή προσέγγιση, όπου η πολιτισμική αλλαγή θα πρέπει να προηγηθεί της πολιτικής αλλαγής… Αυτή η πολιτισμική αλλαγή απαιτεί μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική, για την οποία τα (υπάρχοντα) πολιτικά κόμματα είναι ακατάλληλα.» Η πρότασή του αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, όπου η μάχη των ιδεών, της ιδεολογικής ηγεμονίας, έχει χαθεί, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν ο ανορθολογισμός, οι μύθοι και τα στερεότυπα. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι μόνο μέσα από μια τέτοια, ηγεμονική επαναθεμελίωση της σοσιαλδημοκρατίας, θα γίνει δυνατή μακροπρόθεσμα, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του λαϊκισμού και του εξτρεμισμού. Αξίζει επίσης να προσεχθούν οι επισημάνσεις του συγγραφέα για τα αίτια της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, «... όπου ένα μεγάλο μέρος του λαού είναι τόσο απελπισμένο, που αναζητά οποιαδήποτε εναλλακτική στα κυρίαρχα κόμματα που συνεργάζονται με την τρόικα.»
Το κείμενο στα αγγλικά, αναρτήθηκε στο Open Democracy
Πέτρος Παπασαραντόπουλος
Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει πολλούς πολιτικούς χαμένους, και κάποιους (κυρίως εφήμερους) πολιτικούς νικητές, αλλά μέσα σε όλη την αλλαγή που συντελείται, ένα πράγμα παραμένει το ίδιο: Η Αριστερά παραμένει αδύναμη.
Παρά τις συνήθεις προειδοποιήσεις από τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά, για ένα κύμα «ριζοσπαστικής Αριστεράς», τα πραγματικά ριζοσπαστικά αριστερά κόμμα δεν ωφελήθηκαν από την κοινωνικο-οικονομική καταστροφή που συντελείται σε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ο ελληνικός ΣΥΡΙΖΑ είναι το μόνο κόμμα που έχει μια αληθινή success story και αυτή είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην πιο ακραία περίπτωση, όπως έδειξε με επώδυνο τρόπο η παράλληλη άνοδος του νεοναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής. Άλλα αριστερά κόμματα, όπως το ολλανδικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP) ή το Γαλλικό Μέτωπο της Αριστεράς (FdG), θεωρούνται «ακροαριστερά» από τους νεοφιλελεύθερους ειδήμονες, όπως οι αρθρογράφοι του περιοδικού The Economist. Ταυτόχρονα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ούτε μετακινήθηκαν σημαντικά (προς τα πίσω) προς την Αριστερά, ούτε κέρδισαν σημαντική υποστήριξη στις πρόσφατες εκλογές.
Αυτή η απουσία επιτυχημένου αριστερού αντι-προγράμματος για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και το ευρωπαϊκό μέλλον, έχει οδηγήσει τους αριστερούς κύκλους σε απελπισμένη εσωστρέφεια, κυρίως στο πλαίσιο των δεξαμενών σκέψης όπως το Policy Network, αλλά μέχρι στιγμής οι αναλύσεις και οι προοπτικές δεν φαίνονται ευοίωνες. Πιστεύω ότι τα προβλήματα είναι πολύ πιο βαθιά από ό,τι ομολογούν οι περισσότεροι σχολιαστές και περιλαμβάνουν την αναδιανεμητική πολιτική τόσο της πλευράς της ζήτησης, όσο και της πλευράς της προσφοράς – ή, αν θέλετε, την πολιτική της παλιάς σχολής της σοσιαλδημοκρατίας. Τριάντα χρόνια νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας δημιούργησαν γενιές Ευρωπαίων που έχουν μηδαμινή σχέση με τη σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία και έχουν ελάχιστη πείρα στην αναδιανεμητική πολιτική. Αυτό αντικατοπτρίζεται στις διαφορετικές αξίες τόσο του παραδοσιακού εκλογικού σώματος, δηλαδή της εργατικής και μεσαίας τάξης, όσο και της πολιτικής ηγεσίας των αριστερών κομμάτων.
Ας κάνουμε μια γρήγορη αναδρομή στην αριστερή πολιτική των τελευταίων τριών δεκαετιών. Εξαιτίας της μείωσης της λευκής εργατικής τάξης, τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη αναζήτησαν νέο εκλογικό σώμα, το επονομαζόμενο «νέο κέντρο» (neue Mitte), που φλερτάρει με τον λόγο του «Τρίτου Δρόμου» που δίνει προτεραιότητα στη ρεαλιστική πραγματικότητα παρά στην ιδεολογία. Αποκηρύσσοντας όχι μόνο τον λόγο αλλά και τις θεμελιώδεις αξίες της σοσιαλδημοκρατίας –δηλαδή δημιουργώντας μια κοινωνικοοικονομικά πιο ισόνομη κοινωνία μέσω της αναδιανεμητικής κρατικής παρέμβασης– ο Τρίτος Δρόμος ξεκίνησε ως η κοσμική εκδοχή της χριστιανοδημοκρατικής κοινωνικής αγοράς της οικονομίας και κατέληξε σε νεοφιλελευθερισμό. Καθώς τη Δεξιά την σαγήνευαν ολοένα και περισσότερο οι έννοιες της απορύθμισης και της ιδιωτικοποίησης, η αντίδραση της (κεντρο-) Αριστεράς δεν ήταν ουσιαστικά τίποτε περισσότερο από το να ζητά το ίδιο. Χωρίς ιδεολογική εναλλακτική, δεν διέθετε ούτε τον λόγο ούτε τις αξίες για να μπορεί να αμφισβητήσει τις θεμελιώδεις αρχές του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Αυτό το άφησε στη ριζοσπαστική Αριστερά, δηλαδή τα κατά κύριο λόγο κομμουνιστικά κόμματα, που έγιναν η παράπλευρη απώλεια της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου. Επομένως, ο νεοφιλελευθερισμός κυριάρχησε και η σοσιαλδημοκρατία έγινε μια θρησκεία χωρίς κήρυκες.
Όμως οι σοσιαλδημοκράτες δεν αναζητούσαν τους νέους ψηφοφόρους μόνο στο κέντρο, κοιτούσαν και πέρα από τον «ιθαγενή» ψηφοφόρο, απευθυνόμενοι στην ολοένα και μεγαλύτερη ομάδα μεταναστών και των (ιθαγενών) απογόνων τους. Έχοντας αποκηρύξει την ταξική ρητορική, αυτοί οι «νέοι» πολίτες προσεγγίζονταν μέσω ενός ήπιου πολυπολιτισμικού λόγου, στον οποίο η εθνοτική ισότητα αντικατέστησε την ταξική αλληλεγγύη. Αυτή η στρατηγική ήταν επίσης εξαιρετικά επιτυχημένη βραχυπρόθεσμα, καθώς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με σημαντικό μειονοτικό πληθυσμό τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έγιναν τα αγαπημένα κόμματα των ψηφοφόρων των μειονοτήτων. Δυστυχώς, το τίμημα ήταν μεγάλο: η ψήφος της λευκής εργατικής τάξης, η οποία σε πολλές χώρες αντιδρούσε μέσω της αποχής (δεν ψήφιζε) ή της διαμαρτυρίας (ψήφιζε τη ριζοσπαστική Δεξιά). Δεδομένης της χαμηλής συμμετοχής των ψηφοφόρων των (περισσότερων) μειονοτικών ομάδων, το νέο «εθνοτικό» εκλογικό σώμα δεν μπορούσε να καλύψει τις απώλειες από το χαμένο «ιθαγενές» εκλογικό σώμα – εκτός από κάποιες τοπικές εκλογές στις μεγάλες πόλεις, όπου τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (ξανα)κέρδισαν επιρροή στην τοπική πολιτική σκηνή, αλλά με έναν αποκεντρωμένο και μερικές φορές «εθνοτικοποιημένο» τρόπο.
Σε κάποιες χώρες η πρώην ριζοσπαστική Αριστερά επιχειρεί να καλύψει το σοσιαλδημοκρατικό κενό, μολονότι συχνά απρόθυμα. Καλά παραδείγματα είναι το ολλανδικό SP ή το γερμανικό κόμμα Die Linke (Η Αριστερά), παρόλο που αυτό το κόμμα καλλιέργησε επίσης μια ειδική «ανατολική» ταυτότητα για να πάρει την ψήφο της Ostalgie. Το πρόβλημα με τη μετατροπή της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε σοσιαλδημοκρατική ήταν κατά κύριο λόγο θεσμικό. Τα περισσότερα από αυτά τα κόμματα είχαν μακρά ιστορία αντίθεσης στη σοσιαλδημοκρατία και επομένως δεν μπορούσαν να ενστερνιστούν ανοικτά το ιδεολογικό πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατίας, παρόλο που σε γενικές γραμμές πρόσφεραν ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Κατά συνέπεια, το κόμμα θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί τον ριζοσπαστικό αριστερό λόγο και ένα ριζοσπαστικό αντιπολιτευτικό ύφος, που το περιθωριοποιούσε τόσο στις μάζες όσο και στις ελίτ. Πολλά από τα κόμματα εμφανίζουν (ακόμα) ένα ασαφές ή ανοικτά μη δημοκρατικό ύφος, που δεν τα κάνει να φαίνονται ελκυστικά και αποτελεσματικά στο πλαίσιο ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού συστήματος, που βασίζεται στον συμβιβασμό και τον πλουραλισμό.
Επομένως, πώς είναι η Αριστερά στην ευρωπαϊκή κρίση; Κατά κύριο λόγο άοπλη. Με εξαίρεση την Ελλάδα, όπου ένα μεγάλο μέρος του λαού είναι τόσο απελπισμένο που αναζητά οποιαδήποτε εναλλακτική στα κυρίαρχα κόμματα που συνεργάζονται με την Τρόικα, και όπου η σοσιαλδημοκρατία είχε υποταχθεί στο λαϊκιστικό πελατειακό σύστημα, τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα εξακολουθούν να έχουν την περιορισμένη υποστήριξη μιας σταθερής μειοψηφίας του εκλογικού κόμματος. Δεδομένης της θεσμικής τους αδράνειας, δεν υπάρχει λόγος να αναμένουμε σημαντική αλλαγή στο άμεσο μέλλον. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται ακόμα κατά κύριο λόγο εγκλωβισμένα στο κουκούλι του Τρίτου Δρόμου, και προσφέρουν μια αδύναμη μορφή κεϊνσιανής πολιτικής επενδύσεων απέναντι στον ακόμα κυρίαρχο λόγο και τις πολιτικές της λιτότητας. Όσον αφορά στις «ιδεολογικές» εναλλακτικές, κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο αριστερός λαϊκισμός θα αντιπαρατεθεί με τον ομολογουμένως αυξανόμενο δεξιό λαϊκισμό και θα ξανακερδίσει μέρος του παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικού εκλογικού σώματος. Θέλουν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να γίνουν η φωνή των Indignados (αγανακτισμένων) και των Occupiers (καταληψιών), του 99% έναντι του 1%. Σε κάποιο βαθμό, αυτή είναι η ριζοσπαστική αλλά λογική συνέπεια του σκεπτικού του Τρίτου Δρόμου, στο οποίο το «νέο κέντρο» είναι το 99%. Όμως ο λαϊκισμός δεν είναι η απάντηση. Όχι μόνο υποβαθμίζει την πολιτική σε ουσιαστικά ηθικό ορόσημο, που αποκλείει τον συμβιβασμό και τον πλουραλισμό, αλλά απλοποιεί τους αληθινούς διαχωρισμούς μέσα στην κοινωνία, οι οποίοι υπάρχουν μέσα στο 99%, όχι μεταξύ του 99% και του 1%.
Όπως και ο Henning Meyer, πιστεύω ότι η απάντηση βρίσκεται στην επαναδιακήρυξη των σοσιαλδημοκρατικών αξιών και στην παρουσίαση μια σοσιαλδημοκρατικής απάντησης στις βασικές προκλήσεις του σήμερα και του αύριο: νεοφιλελεύθερα παγκόσμια οικονομικά, πολυεθνοτικές κοινωνίες και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ωστόσο, αντίθετα με τον Meyer, δεν είναι πολύ αισιόδοξος για τις πιθανότητες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που υπάρχουν σήμερα, ότι θα μπορέσουν να αναλάβουν το έργο της σοσιαλδημοκρατικής αναζωογόνησης. Πρώτα από όλα, σχεδόν τρεις δεκαετίες πολιτικής του Τρίτου Δρόμου δεν είχαν συνέπειες μόνο στο εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά είχαν και θεσμικές συνέπειες. Μεγάλο μέρος των στελεχών των σημερινών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων δεν γνωρίζουν παρά μόνο την «ιδεολογία» του Τρίτου Δρόμου, και πιστεύουν πραγματικά σε αυτήν. Δεύτερον, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν γίνει κόμματα εξουσίας, που επιζητούν κατά κύριο λόγο την κατάληψη της εξουσίας. Ο επαναπροσανατολισμός προς τη σοσιαλδημοκρατία αποτελεί μεσοπρόθεσμη στρατηγική με πιθανώς βραχυπρόθεσμες συνέπειες, δηλαδή εκλογικές απώλειες και μια θέση στην αντιπολίτευση. Το να εφευρεθεί εκ νέου η σοσιαλδημοκρατία θέτει προκλήσεις όχι μόνο σε επίπεδο ελίτ, δηλαδή μεταξύ των στελεχών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, αλλά ακόμα περισσότερο σε επίπεδο λαού, όπου η (αληθινή) σοσιαλδημοκρατία δεν είναι απλώς άγνωστη σε ορισμένες γενιές ψηφοφόρων, είναι αντίθετη με την ατομιστική ή εθνοτικοποιημένη κοσμοθεωρία τους.
Κατά συνέπεια, η επανεφεύρεση της σοσιαλδημοκρατίας απαιτεί μια γκραμσιανή προσέγγιση, όπου η πολιτισμική αλλαγή θα πρέπει να προηγηθεί της πολιτικής αλλαγής. Πρέπει να δημιουργηθεί ξανά μια (σημαντικά εκσυγχρονισμένη) «ταξική» συνείδηση, στην οποία οι πολιτισμικές διαφορές είναι δευτερεύουσες, και η οποία πείθει έναν ολοένα και περισσότερο σκεπτόμενο πληθυσμό (ιδιαίτερα μεταξύ των νέων) για τα οικονομικά και ηθικά πλεονεκτήματα της αληθινά αναδιανεμητικής πολιτικής. Αυτή η πολιτισμική αλλαγή απαιτεί μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική, για την οποία τα (υπάρχοντα) πολιτικά κόμματα είναι ακατάλληλα. Η πολιτισμική αλλαγή θα πρέπει να προέλθει, πρώτα, από πνευματικούς οργανισμούς όπως οι δεξαμενές σκέψης, που έπειτα θα προσεγγίσουν τους πολιτικούς οργανισμούς και τα κοινωνικά κινήματα, που στο τέλος θα διευθύνουν (νέα ή παλιά) πολιτικά κόμματα. Αν κάποιος αναζητά την έμπνευση, προτείνω να μελετήσει την εξαιρετικά επιτυχημένη πρόσφατη ιστορία της αμερικανικής συντηρητικής Δεξιάς, που η παρούσα κυριαρχία της στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ξεκίνησε πριν από δεκαετίες με τις συντονισμένες προσπάθειες μια ολοένα και μεγαλύτερης ομάδας συντηρητικών διανοουμένων και δεξαμενών σκέψης.
Ο Cas Mudde είναι επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια.
Είναι ο συγγραφέας του Populist Radical Right Parties in Europe (Cambridge University Press, 2007, στα ελληνικά, Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Επίκεντρο 2011) και επιμελητής του Populism in Europe and the Americas: Threat or Corrective for Democracy? (Cambridge University Press, 2012, στα ελληνικά Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική, Απειλή ή διόρθωση για τη Δημοκρατία, Επίκεντρο, 2013).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.