Του Γιώργου Παγουλάτου*, Καθημερινή, 1.9.13
Ο αποπεμφθείς πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ προέτρεψε σε συνέντευξή του όσους έχουν αμφιβολίες για την αποκρατικοποίηση να πάνε να αναπαραχθούν. Δεν το είπε ακριβώς έτσι, αλλά αυτό που είπε δεν γράφεται. Και μετά ο κ. Σταυρίδης κατέστησε σαφές ότι θεωρεί μειωμένης νοημοσύνης όσους αμφισβητούν τη χρησιμότητα των αποκρατικοποιήσεων. Να είμαστε δίκαιοι. Είναι υποχρέωση των κυβερνώντων να εκπέμπουν βεβαιότητα και αποφασιστικότητα για τις επιλογές τους. Οποιαδήποτε υποψία δισταγμού προκαλεί χιονοστιβάδα αμφισβήτησης από την αντιπολίτευση που καιροφυλακτεί για να κατεδαφίσει. Αυτός είναι ο κύριος ελαφρυντικός παράγοντας που μπορεί να επιστρατεύσει κανείς υπέρ του κ. Σταυρίδη. Ομως, όταν όλα γύρω είναι ρευστά, λίγη αμφιβολία συνιστά ένδειξη ευφυΐας. Πολλοί ξεκινήσαμε από τις πιθανολογούμενες βεβαιότητες για να καταλήξουμε, με λογικά βήματα, στην υποστήριξη της αναγκαιότητας του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου Μνημονίου, κάθε φορά με βαρύτερη καρδιά. Η βεβαιότητα ήταν ότι μια χώρα μόνη της, με τεράστιες δανειακές ανάγκες στην πλάτη της, έχει ελάχιστη διαπραγματευτική δύναμη και ακόμα λιγότερες εναλλακτικές, τη μια χειρότερη από την άλλη.
Κι οι μονομερείς ενέργειες δεν είναι μεταξύ αυτών. Τούτου δοθέντος, η χώρα έπρεπε να κάνει την καλύτερη δυνατή διαπραγμάτευση, να δεχθεί τους οδυνηρούς όρους, και να τους εφαρμόσει πιστά, για να βγει από την κρίση το γοργότερο δυνατόν. Κι οι βασικοί στόχοι ήταν εύλογοι: να μηδενιστεί το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, για να αποκτήσει η χώρα στοιχειώδη διαπραγματευτική ισχύ. Να ισοσκελιστεί το εξωτερικό έλλειμμα, για να ανασχεθεί ο ρυθμός καθαρής υπερχρέωσής μας στο εξωτερικό. Και στο ενδιάμεσο, με την πίεση της τρόικας, να γίνουν πέντε-δέκα αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, από κείνες που για δεκαετίες το κομματικό μας σύστημα έθαβε στα συρτάρια και έκρυβε κάτω από το χαλί. Και στο μεταξύ, να προχωρήσουν κι οι αλλαγές στην Ευρωζώνη, η τραπεζική, δημοσιονομική και οικονομική ενοποίηση, όλα εκείνα που θα καταστήσουν το ευρώ βιώσιμο και χωρίς τα οποία μια βεβαιότητα υπάρχει: ότι κάποια στιγμή, το ευρώ των «18» δεν θα αντέξει και θα σπάσει - πότε ακριβώς και πώς κι από πού, κανείς δεν ξέρει. Αλλά ο σκοπός ήταν να μην είμαστε εμείς ο πρώτος αδύναμος κρίκος. Και δεν είμαστε πια.
Αυτό ήταν, σε αδρές γραμμές, το ρεαλιστικό σκεπτικό. Αλλά βέβαια, οποιοσδήποτε άνθρωπος με ορθολογική κρίση, συναισθηματική νοημοσύνη και στοιχειώδη κοινωνική ευαισθησία πρέπει να νιώθει δέος απέναντι στο θηριώδες κοινωνικό και ανθρώπινο κόστος αυτής της προσαρμογής. Και πολλοί σκεφτήκαμε, ξανά και ξανά, τα παραπάνω ερωτήματα, καταλήγοντας ξανά και ξανά στο ίδιο συμπέρασμα. Ομως η συνειδησιακή αμφιβολία επιμένει βασανιστικά: αυτή την κρίσιμη τριετία, τη δραματικότερη που γνώρισε η τυχερή, ευημερήσασα Ελλάδα της μεταπολίτευσης, βρεθήκαμε πραγματικά στη σωστή πλευρά της Ιστορίας;
Ακόμα κι αν βάσει των γνωστών ώς τώρα δεδομένων, κι όσων μπορούν να πιθανολογηθούν, η απάντηση είναι καταφατική, η θέα των θυμάτων της κρίσης, των μακροχρόνια ανέργων χωρίς κανένα επίδομα, των 450.000 νοικοκυριών χωρίς κανένα μεροκάματο, των εκατομμυρίων συμπολιτών που ζουν στην ανασφάλεια, επιβιώνουν απλήρωτοι, ή μετράνε τις τελευταίες αποταμιεύσεις τους για να πληρώσουν την εφορία, οποιαδήποτε προβολή βεβαιότητας απέναντι σε όλους αυτούς ισοδυναμεί με ύβρι.
Και για έναν ακόμα λόγο: γιατί όλες αυτές οι θυσίες δεν νομιμοποιούνται μόνο στο δεδομένο της μεγαλύτερης καταστροφής που πράγματι αποτράπηκε. Αλλά και στην προοπτική μιας ορατής εξόδου προς την ανάκαμψη. Ομως κανείς σοβαρός οικονομολόγος δεν μπορεί να την προεξοφλήσει ως βέβαιη, όπως επίσης δεν μπορεί και να την αποκλείσει. Γιατί, όπως όλες οι οικονομικές εκβάσεις, εξαρτάται κι αυτή από πλήθος παραγόντων: από μυριάδες ατομικές επενδυτικές και καταναλωτικές αποφάσεις, που στην κορυφή τους έχουν τις κρίσιμες κυβερνητικές ενέργειες και τις μεγάλες επενδυτικές επιλογές και τις μεγάλες ευρωπαϊκές αποφάσεις, αλλά και εντελώς αστάθμητες μεταβλητές όπως η διεθνής συγκυρία. Δεχτήκαμε τα τεράστια φορολογικά βάρη με την προϋπόθεση ότι στο 2013-14 το κράτος θα μαζεύει πια πραγματικά έσοδα από τη φοροδιαφυγή, θα ολοκληρώνει τον έλεγχο των χιλιάδων σκοτεινών λογαριασμών και των οφσόρ, των οποίων η διερεύνηση καρκινοβατεί. Εάν όμως οι πολιτικοί δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, εάν η αντιπολίτευση προχωρήσει στο γαία πυρί μειχθήτω, εάν η επιχειρηματική τάξη μεταναστεύσει, εάν οι οργανωμένες ομάδες της χώρας αυτοκτονήσουν συλλογικά ακολουθώντας η καθεμιά το στενό της συντεχνιακό συμφέρον... Τότε ναι, η εξέλιξη των πραγμάτων δεν θα δικαιώσει ούτε τη στήριξη ούτε τις θυσίες, και η Ιστορία θα πει για μας ότι βρεθήκαμε, την κρίσιμη στιγμή, στη λάθος πλευρά της.
Κανείς δεν μπορεί να το ξέρει από τώρα με βεβαιότητα. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι στη δυστυχία τοκίζοντας κανείς ποτέ δεν χάνει, όπως αποδεικνύει και η ραγδαία άνοδος των άκρων. Κι οι επιτήδειοι, οι οποίοι από την αρχή επέμεναν «στον άλλο δρόμο» που ποτέ δεν κόπιασαν επακριβώς να προσδιορίσουν, και ποτέ δεν έπεισαν γιατί οι επιπτώσεις του δεν θα ήταν καταστροφικά βαρύτερες, όλοι εκείνοι που επικαλούνται από την αρχή τα συμπτώματα της βαριάς ασθένειας ως απόδειξη για το εσφαλμένο της θεραπείας, όλοι εκείνοι έκαναν σίγουρα τη σοφότερη και ασφαλέστερη επιλογή - για τον εαυτό τους.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.