Σελίδες

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Πλαστογράφοι της Ιστορίας

Πρίμο Λέβι
Του Θανάση Γιαλκέτση, Εφημερίδα των Συντακτών
 Η άρνηση της ναζιστικής γενοκτονίας, η άρνηση δηλαδή ορισμένων να πιστέψουν την ιστορική αλήθεια της εξόντωσης εκατομμυρίων Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων χρόνων. Εκδηλώνεται ήδη από τότε που έγινε γνωστή αυτή η τραγωδία, που συντελέστηκε στην καρδιά της Ευρώπης. Ο Πρίμο Λέβι, στον πρόλογο του βιβλίου του «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν» (Αγρα, 2000), σημείωνε ότι τις πρώτες ειδήσεις για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης πολλοί έτειναν να τις αρνηθούν εξαιτίας της υπερβολής τους. Εμοιαζε έτσι να επιβεβαιώνεται η πρόβλεψη που έκαναν οι ίδιοι οι ναζί. Οι στρατιώτες των Ες-Ες, θυμίζει ο Λέβι, διασκέδαζαν με το να προειδοποιούν κυνικά τους κρατούμενους: «Οποιοδήποτε τέλος και εάν έχει αυτός ο πόλεμος, τον πόλεμο εναντίον σας τον έχουμε κερδίσει εμείς. Κανείς από σας δεν θα μείνει για να μεταφέρει τη μαρτυρία, αλλά ακόμη και αν κάποιος σωθεί, κανείς δεν θα τον πιστέψει. Ισως υπάρξουν υποψίες, συζητήσεις, έρευνες ιστορικών, αλλά καμιά βεβαιότητα, γιατί μαζί μ’ εσάς θα καταστρέψουμε και τις αποδείξεις. Και στην περίπτωση ακόμη που κάποιες αποδείξεις θα σώζονταν και κάποιος από σας θα επιζούσε, ο κόσμος θα πει πως τα γεγονότα που διηγείστε είναι υπερβολικά τερατώδη για να γίνουν πιστευτά».
Ηδη το 1948, στη Γαλλία, ένας φασίστας συγγραφέας, ο Μορίς Μπαρντές, υποστήριξε ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι μια επινόηση της προπαγάνδας των συμμάχων, που θέλουν έτσι να συγκαλύψουν τις δικές τους ευθύνες για τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης, του Τόκιο και της Χιροσίμα. Την ίδια χρονιά, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πάρκερ Γιόκεϊ ισχυρίστηκε ότι τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης είναι εβραϊκό ψεύδος, ένα όπλο του εβραϊσμού στον πόλεμο που διεξάγει εναντίον του δυτικού πολιτισμού. Στη Γαλλία, στον δρόμο του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού βάδισε, παράδοξα, ακόμη και ένας πρώην κρατούμενος στο Μπούχενβαλντ, ο Πολ Ρασινιέ.

Τα πιο γνωστά ονόματα αρνητών του Ολοκαυτώματος είναι εκείνα του Πιερ Γκιγιόμ, που διηύθυνε το βιβλιοπωλείο La Vieille Taupe και ανήκε στον χώρο της Ακροαριστεράς, και του Ρομπέρ Φορισόν, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λιόν. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Φορισόν έγινε ο κύριος εκπρόσωπος ενός αρνητισμού βασιζόμενου στην αμφισβήτηση ορισμένων από τα ντοκουμέντα, τα ημερολόγια, τα απομνημονεύματα, τα γραπτά τεκμήρια των ναζιστικών εγκλημάτων. Προσπάθησε, για παράδειγμα, να καταδείξει ότι το ημερολόγιο της Αννας Φρανκ δεν ήταν αυθεντικό, αλλά κατασκευάστηκε εκ των υστέρων. Το 1980, ο Φορισόν υποστήριξε από τις στήλες της «Le Monde» ότι δεν υπήρξαν θάλαμοι αερίων, προκαλώντας τις ζωηρές αντιδράσεις πολλών Γάλλων ιστορικών.

Ο Νόαμ Τσόμσκι υπερασπίστηκε το δικαίωμα του Φορισόν στην ελευθερία του λόγου. Ο Τσόμσκι έγραψε μάλιστα τον πρόλογο στο βιβλίο του Φορισόν «Mémoire en defence contre ceux qui m’ accusent de falsifier l’ histoire», διευκρινίζοντας ότι δεν είχε διαβάσει το βιβλίο και ότι ουσιαστικά ήθελε να υπερασπιστεί την ελευθερία της έκφρασης, όποιες και αν είναι οι απόψεις που εκφράζει ο συγγραφέας.
Ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ έγραψε τότε δημόσια στον Τσόμσκι, λέγοντάς του ότι, παρά την καλή του πρόθεση, με τον πρόλογό του κατέληγε να δίνει κύρος και νομιμοποιήσει στις θέσεις ενός πλαστογράφου της Ιστορίας. Αργότερα ο Τσόμσκι, χωρίς να αποκηρύξει αυτά που έγραψε, εξέφρασε τον σκεπτικισμό του για τη χρήση που τους έγινε. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1979, το Institute for Historical Review –που δημιουργήθηκε από Αμερικανούς ρατσιστές και αντισημίτες- οργάνωσε ένα διεθνές συμπόσιο και προκήρυξε έπειτα ένα χρηματικό βραβείο, που θα δινόταν σε όποιον κατόρθωνε να αποδείξει ότι οι θάλαμοι αερίων υπήρξαν πραγματικά. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Λος Αντζελες θα υποχρεώσει το «Ινστιτούτο» να πληρώσει έναν πρώην κρατούμενο του Αουσβιτς, του οποίου την τεκμηρίωση οι «κριτές» είχαν θεωρήσει ανεπαρκή.

Ενας παράγοντας που συνέβαλε στο να γίνουν γνωστές στο ευρύ κοινό οι θέσεις των αρνητών της ναζιστικής γενοκτονίας ήταν και οι δίκες που έγιναν με βάση νομοθεσίες οι οποίες ποινικοποιούν τη δημόσια έκφραση και προπαγάνδιση των απόψεών τους. Χάρη σε αυτές τις δίκες, οι πλαστογράφοι της Ιστορίας εμφανίστηκαν σαν θύματα, σαν διωκόμενοι υπερασπιστές της ελευθερίας της έκφρασης. Το 1985 καταδικάστηκε στον Καναδά ο Ερνστ Ζάντελ (αλλά το 1992 το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά έκρινε αντισυνταγματικό το νόμο με βάση τον οποίο καταδικάστηκε). Πιο γνωστή είναι η υπόθεση του Ροζέ Γκαροντί.

Ο Γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος, επί δεκαετίες ηγετικό στέλεχος του Κομμουνιστικού κόμματος, μεταστράφηκε έπειτα και έγινε καθολικός, ενώ στη συνέχεια έγινε οπαδός του Ισλάμ. Το 1996, ο Γκαροντί θα καταδικαστεί με βάση τον νόμο Γκαϊσό (τον γαλλικό νόμο που ποινικοποιεί την άρνηση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας), για ένα βιβλίο με το οποίο επιτίθεται στον «μύθο» του Ολοκαυτώματος, τον οποίο αξιοποιεί το Ισραήλ για να νομιμοποιεί την εγκληματική του πολιτική. Μεγάλη δημοσιότητα πήρε και η δίκη στο Λονδίνο, που τερματίστηκε το 2000, στην οποία ο Ντέιβιντ Ιρβινγκ είχε ζητήσει την καταδίκη για συκοφαντική δυσφήμηση της Αμερικανίδας ιστορικού Ντέμπορα Λίπσταντ, που τον είχε χαρακτηρίσει αρνητή του Ολοκαυτώματος. Το βρετανικό δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων, δηλαδή ο Ιρβινγκ, ήταν αντισημίτης και είχε διαστρεβλώσει τα ιστορικά γεγονότα. Εξάλλου, το 1992, σε μια συγκέντρωση ακροδεξιών και νεοναζιστών που έγινε στη Γερμανία, ο Ιρβινγκ είχε δηλώσει ότι οι θάλαμοι αερίων στο Αουσβιτς ήταν ένα ψέμα που κατασκευάστηκε μετά τον πόλεμο.

Το 2006, ο Ιρβινγκ θα καταδικαστεί και θα φυλακιστεί στην Αυστρία, όπου υπάρχει σχετική νομοθεσία. Οταν, το 2007, ο τότε Ιταλός υπουργός Δικαιοσύνης πρότεινε ένα σχέδιο νόμου που προέβλεπε την καταδίκη, ακόμη και με ποινή φυλάκισης, όσων αρνούνται την ιστορική ύπαρξη της ναζιστικής γενοκτονίας, πολλοί σημαντικοί ιστορικοί αντέδρασαν και εξέφρασαν δημόσια την αντίθεσή τους και τις ανησυχίες τους. Υποστήριξαν ότι ένα τόσο σοβαρό κοινωνικό και πολιτισμικό πρόβλημα, όπως είναι ο αρνητισμός και η πιθανή διάδοση των θέσεών του κυρίως στους νέους, δεν αντιμετωπίζεται στα δικαστήρια και με την απειλή καταδίκης και φυλάκισης. Η μάχη πρέπει να δοθεί στο πεδίο των ιδεών, στην εκπαίδευση, στην κοινωνία και στον πολιτικό στίβο.

Το να υποκαταστήσουμε αυτήν την αναγκαία πολιτισμική, ιδεολογική, ηθική και πολιτική μάχη με την απειλή του νόμου και τη δικαστική πρακτική φαίνεται να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για διάφορους λόγους. Πρώτα απ’ όλα προσφέρει στους αρνητές –όπως ήδη έχει συμβεί- τη δυνατότητα να εμφανίζονται σαν υπερασπιστές της ελευθερίας της έρευνας και της ελευθερίας της έκφρασης. Επειτα τείνει να καθιερώνει μια κρατική αλήθεια για το ιστορικό παρελθόν, με πιθανή συνέπεια να πετύχει το αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, δηλαδή να καταλήξει να θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ιστορική αλήθεια.

Κάθε αλήθεια που επιβάλλεται από την κρατική εξουσία (ο «αντιφασισμός» στην πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, ο σοσιαλισμός και ο μαρξισμός λενινισμός στα κομμουνιστικά καθεστώτα, η άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων στην Τουρκία, η σιωπή για τα γεγονότα της πλατείας Τιαν Αν Μεν στην Κίνα κ.ο.κ.) δεν μπορεί παρά να υπονομεύει την εμπιστοσύνη στην ελεύθερη αντιπαράθεση θέσεων και στην ελεύθερη ιστοριογραφική και πνευματική έρευνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.