|
Του Σταύρου Ζουμπουλάκη, Καθημερινή, 4.5.13
Περισσότερο αφόρητο όμως μου είναι το γεγονός ότι η ιδέα αυτή διαπότισε τον χριστιανισμό, τη θρησκεία της Ανάστασης, και αλλοίωσε το κήρυγμα του ευαγγελίου του Χριστού, εκείνου που διαβεβαίωσε όσους θέλουν να είναι μαθητές του ότι αυτός ο ίδιος είναι η ζωή («Εγώ ειμί [...] η ζωή», Ιω. 14, 10) και ότι ήρθε στον κόσμο για να ζήσουν οι άνθρωποι, να ζήσουν τη ζωή στην πληρότητά της, και με το παραπάνω («εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι», Ιω. 10, 10). «Και περισσόν»: έτσι, χωρίς άλλο προσδιορισμό, ζωή περίσσια, ζωή πλήρη και ακόμη παραπάνω. Ο ιστορικός χριστιανισμός ωστόσο γέμισε μαυρίλα, άρνηση της χαράς, ασκητική στέρηση, mortificatio, memento mori και μακάβριους χορούς. Η διηνεκής μνήμη του θανάτου θεωρήθηκε θεμέλιο της πνευματικής ζωής. Ο λόγος περί αλλοιώσεως μιας καθαρής αρχικής θέσης, ιδίως όταν πρόκειται για διδασκαλίες με μακρά παράδοση, είναι κατά κανόνα ανιστόρητος και τελικά μάταιος, στο ζήτημα ωστόσο που μας απασχολεί εδώ, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη λέξη «αλλοίωση», όταν όλα αυτά συνδέθηκαν, με διάφορους τρόπους, με το κήρυγμα της Ανάστασης. Για την ευαγγελική διδασκαλία, ο θάνατος όχι μόνο δεν είναι φίλος αλλά είναι ο μεγάλος εχθρός, ο έσχατος εχθρός που πρέπει να νικηθεί και που νικήθηκε από τον Φίλο της ζωής, τον Χριστό, με την Ανάστασή του. Στον σημερινό χριστιανισμό έχουν υποχωρήσει, είν’ αλήθεια, όλα τα παραπάνω θανατερά στοιχεία. Το παράδοξο, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, είναι ότι έχει υποχωρήσει παράλληλα –στην Ευρώπη μάλιστα μέχρις εξαφανίσεως– και η πίστη στην Ανάσταση. Το ερώτημα λοιπόν δεν μπορεί παρά να τεθεί: μήπως σε αυτή την απαλλαγή του χριστιανισμού από θανάσιμα χαρακτηριστικά και στην ευαγγελικότερη έκφρασή του έχει συμβάλει ευεργετικά και ο πολιτισμός του Διαφωτισμού και της εκκοσμίκευσης;
Σήμερα μπορώ να πω, με μεγάλη προσωπική σιγουριά και με ακόμη μεγαλύτερη άνεση, πόσο αφόρητη μου είναι η περίφημη ιδέα του πλατωνικού «Φαίδωνα» ότι η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου και πως «οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσιν». Γνωρίζουμε βέβαια ότι η ιδέα αυτή δεν εκφράζει κανενός είδους νοσηρή σαγήνευση από τον θάνατο, αλλά, καθώς θεμελιώνεται στην πίστη για την αθανασία της ψυχής, σημαίνει τελικά προσδοκία και προπαρασκευή για την αιωνιότητα. Η γαλήνη του Σωκράτη έναντι του θανάτου δεν παρουσιάζεται στον «Φαίδωνα» ως κουράγιο και γενναιοφροσύνη, αλλά φαίνεται να έχει ως πηγή της τη βεβαιότητα για την αθανασία της ψυχής και την ελπίδα για την αιώνια μακαριότητα. Δεν παύει ωστόσο ο θάνατος, όσο και αν δεν επιδιώκεται, να θεωρείται καλός. Ο φιλόσοφος πρέπει να μάθει να φιλιώσει μαζί του και τελικά να τον θέλει.
Περισσότερο αφόρητο όμως μου είναι το γεγονός ότι η ιδέα αυτή διαπότισε τον χριστιανισμό, τη θρησκεία της Ανάστασης, και αλλοίωσε το κήρυγμα του ευαγγελίου του Χριστού, εκείνου που διαβεβαίωσε όσους θέλουν να είναι μαθητές του ότι αυτός ο ίδιος είναι η ζωή («Εγώ ειμί [...] η ζωή», Ιω. 14, 10) και ότι ήρθε στον κόσμο για να ζήσουν οι άνθρωποι, να ζήσουν τη ζωή στην πληρότητά της, και με το παραπάνω («εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι», Ιω. 10, 10). «Και περισσόν»: έτσι, χωρίς άλλο προσδιορισμό, ζωή περίσσια, ζωή πλήρη και ακόμη παραπάνω. Ο ιστορικός χριστιανισμός ωστόσο γέμισε μαυρίλα, άρνηση της χαράς, ασκητική στέρηση, mortificatio, memento mori και μακάβριους χορούς. Η διηνεκής μνήμη του θανάτου θεωρήθηκε θεμέλιο της πνευματικής ζωής. Ο λόγος περί αλλοιώσεως μιας καθαρής αρχικής θέσης, ιδίως όταν πρόκειται για διδασκαλίες με μακρά παράδοση, είναι κατά κανόνα ανιστόρητος και τελικά μάταιος, στο ζήτημα ωστόσο που μας απασχολεί εδώ, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη λέξη «αλλοίωση», όταν όλα αυτά συνδέθηκαν, με διάφορους τρόπους, με το κήρυγμα της Ανάστασης. Για την ευαγγελική διδασκαλία, ο θάνατος όχι μόνο δεν είναι φίλος αλλά είναι ο μεγάλος εχθρός, ο έσχατος εχθρός που πρέπει να νικηθεί και που νικήθηκε από τον Φίλο της ζωής, τον Χριστό, με την Ανάστασή του. Στον σημερινό χριστιανισμό έχουν υποχωρήσει, είν’ αλήθεια, όλα τα παραπάνω θανατερά στοιχεία. Το παράδοξο, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, είναι ότι έχει υποχωρήσει παράλληλα –στην Ευρώπη μάλιστα μέχρις εξαφανίσεως– και η πίστη στην Ανάσταση. Το ερώτημα λοιπόν δεν μπορεί παρά να τεθεί: μήπως σε αυτή την απαλλαγή του χριστιανισμού από θανάσιμα χαρακτηριστικά και στην ευαγγελικότερη έκφρασή του έχει συμβάλει ευεργετικά και ο πολιτισμός του Διαφωτισμού και της εκκοσμίκευσης;
Το ζήτημα πάντως δεν είναι πώς να πεθάνουμε, αλλά πώς να ζήσουμε. Ο θάνατος θα ’ρθει που θα ’ρθει, και μακάρι να έρθει όσο γίνεται πιο αργά, σε γήρας πολιόν, και ας είναι, όπως προσεύχεται η Εκκλησία, ανώδυνος, ανεπαίσχυντος και ειρηνικός. Ας μη συγχέουμε την επίγνωση της θνητότητας, μοναδικό γνώρισμα του ανθρώπου και πηγή της δημιουργικότητάς του, με την κάθε είδους θανατοφιλία. Η επίγνωση άλλωστε της θνητότητας δεν μας κάνει από μόνη της καλύτερους ανθρώπους, μπορεί κάλλιστα να μας κάνει μηδενιστές και κυνικά φιλήδονους, όπως το γνώριζε ήδη η Βίβλος: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν» (Ησ. 22, 13, 1 Κορ. 15, 32). Η φιλοσοφία δεν (πρέπει να) είναι μελέτη θανάτου αλλά, αντίθετα, vitae meditatio, μελέτη ζωής, όπως ακριβώς έγραφε ο Σπινόζα στην «Ηθική» του (IV, LXVII).
Για τους χριστιανούς ειδικότερα το ερώτημα, το μόνο ουσιαστικά ερώτημα, είναι πώς να ζήσουν, σε τούτο τον κόσμο της φθοράς, ως μάρτυρες της Αναστάσεως, έχοντας μέσα τους τη χαρά της συμφιλίωσης του κόσμου με τον Θεό εν Χριστώ, τη χαρά της τελικής νίκης επί του θανάτου. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Πώς γίνεται; Πώς μεταφράζεται στην καθημερινή ζωή τους; Για να μην πλατειάζουμε άσκοπα: ο μόνος τρόπος της αναστημένης ζωής είναι η απροϋπόθετη αγάπη, η αγάπη που σπάει το σκληρό κέλυφος του εγωισμού και ανοίγεται στον άλλον, που φτάνει να βάλει τον άλλον πάνω από τον εαυτό. Μόνο αυτή η αγάπη λυτρώνει, μόνο αυτή δίνει χαρά, μόνο αυτή τελικά σώζει.
Κανένας συμβιβασμός λοιπόν με τον θάνατο, όπως λέει, ξέροντας για τι πράγμα μιλάει, και ο αδερφικός μου φίλος Σάββας Μιχαήλ, με τον θάνατο σε όλες τις μορφές του, τη σωματική, την ψυχική (μίσος), την κοινωνική (αδικία). Χριστός ανέστη!
"Ακόμη και άν δεν υπήρχε πιά καμμιά κοινωνική ουτοπία, πάντα θα είναι η Βίβλος το εγχειρίδιό της. Ο Χριστιανικός πολιτισμός, στην ουσία του είναι ένας ουτοπικός πολιτισμός. Στο φόντο του Χριστιανισμού ακούγεται πάντοτε o μουρμουριστός ήχος της διαμαρτυρίας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Χριστιανισμός είναι η θρησκεία των καταπιεσμένων".
Η θρησκεία ως κοινωνική ουτοπία: Η εναλλακτική λύση του Ιησού
του Γιάκομπ Άουγκστάϊν
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2013/04/blog-post_27.html