Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου [1], Μεταρρύθμιση, 28.4.13
Η πρόσκληση τεσσάρων βουλευτών της Χρυσής Αυγής σε έναν τηλεοπτικό μονόλογο από την τηλεόραση του ΣΚΑΪ, με οικοδεσπότη τον Γιώργο Τράγκα [2], έθεσε επί τάπητος ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα. Πρόκειται για τη σχέση των μέσων ενημέρωσης με τον λαϊκισμό και τον πολιτικό εξτρεμισμό. Η σχέση αυτή δεν συνιστά ελληνική πρωτοτυπία. Συναντάται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και έχει απασχολήσει την επιστημονική έρευνα, παρότι όχι τόσο συστηματικά όσο θα περίμενε κανείς. Άρα είναι πολλαπλά χρήσιμο να δούμε τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα, λαμβάνοντας υπόψη μας και τις ελληνικές ιδιομορφίες. Θα ξεκινήσουμε από τα θεμελιώδη. Ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης στην πολιτική εδραίωση του ακροδεξιού λαϊκισμού, αλλά και του εξτρεμισμού, όπως αποδεικνύει η ελληνική περίπτωση, είναι κεφαλαιώδης. Τον ισχυρισμό αυτό αποδεικνύει η περίπτωση της εμβληματικής φυσιογνωμίας της ευρωπαϊκής λαϊκιστικής ακροδεξιάς, του Ζαν Μαρί Λεπέν. Τριάντα χρόνια πριν, ήταν ένας άσημος πολιτικός, παρότι ακροδεξιός ακτιβιστής για πολλά χρόνια. Το 1984 τον κάλεσαν σε ένα πρόγραμμα της γαλλικής τηλεόρασης, στο Antenna 2 . Μετά από εκείνη την εμφάνιση, η δημοφιλία του εκτινάχθηκε, μέσα σε μία νύχτα, κατά 3,5 μονάδες. Ο ίδιος, περιγράφει εκείνο το γεγονός ως εξής:
«Ξαφνικά, πρέπει να άλλαξα. Ξαφνικά, έγινα ένας αποδεκτός πολιτικός. Ξαφνικά, πρέπει να άλλαξα “πρόσωπο”, όπως λένε σήμερα. Και όμως, δεν είχα αλλάξει ούτε εμφάνιση, ούτε το μήνυμά μου, ούτε τη γλώσσα μου, ούτε τη συμπεριφορά μου. Αυτό που είχε αλλάξει ήταν ότι ένα τηλεοπτικό δίκτυο, το Antenna 2, μου πρόσφερε μια “Ώρα της Αλήθειας”. Εξήντα λεπτά, μετά από μια μάχη που συνεχιζόταν 28 χρόνια. Μία ώρα δεν είναι τίποτα, αλλά ήταν αρκετή για μένα ώστε να απαλλαγώ από την αποκρουστική και αποκριάτικη μάσκα που τόσο γενναιόδωρα είχαν χρησιμοποιήσει οι αντίπαλοί μου για μένα»[3].
Κάτι παρόμοιο έχει συμβεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες [4]. Στην Ελλάδα είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της τηλεοπτικής εκπομπής του ΑΝΤΕΝΑ, όπου ο Ηλίας Κασιδιάρης χαστούκισε τη Λιάνα Κανέλλη, επιτυγχάνοντας την ανακοπή της δημοσκοπικής πτώσης της Χρυσής Αυγής. Από το 4% που είχε η Χρυσή Αυγή στις δημοσκοπήσεις μέχρι την ημέρα του επεισοδίου, έφτασε στο 5,4% (άνοδος 35%) μέσα σε λίγες ημέρες για να πάρει 6,92% στις εκλογές της 17 ης Ιουνίου 2012 [5]. Παρά τη διάχυτη αποδοκιμασία των κομμάτων της ακροδεξιάς από την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης [6], ιδίως από τα μέσα των ελίτ [7], αναπτύσσονται παραλλήλως και άλλες τάσεις, ιδίως στα τηλεοπτικά μέσα. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά αντιφατικό φαινόμενο. Επιχειρώντας να κωδικοποιήσουμε τη στάση των ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης απέναντι στο φαινόμενο της ακροδεξιάς, μπορούμε να επισημάνουμε τρεις ευδιάκριτα διαφορετικές προσεγγίσεις: Εκείνη της προβολής της ακροδεξιάς, του μαχητικού αποκλεισμού της και της «αντικειμενικής» αντιμετώπισής της.
Η μιντιακή προβολή
Σε πολλές χώρες, τα μέσα ενημέρωσης επιλέγουν να προβάλλουν την ακροδεξιά, πολύ περισσότερο από ό,τι θα δικαιολογούσε η εκλογική της επιρροή. Μπορεί να αναφέρει κανείς, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, την περίπτωση της Σουηδίας με το ακροδεξιό κόμμα Νέα Δημοκρατία, που έχει χαρακτηριστεί ως ένα «τυπικό κόμμα των μέσων ενημέρωσης» [8]που, λόγω της σημαντικής προβολής από τα περισσότερα ΜΜΕ, επέτυχε το 1991, να λάβει το 6,7% στις εθνικές εκλογές. Το ίδιο μπορεί να παρατηρήσει κανείς και για την περίπτωση της Αυστρίας, με την ευρείας κυκλοφορίας «λαϊκή» εφημερίδα Kronen Zeitung, που στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990 υποστήριζε την ατζέντα του FP Ö , προβάλλοντάς το υπέρμετρα ως την πολιτική φωνή της κοινής λογικής [9].
Έχουν γίνει πολλές απόπειρες εξήγησης αυτής της στάσης. Την κρατούσα άποψη στην ακαδημαϊκή συζήτηση, συνοψίζει ο Αντώνης Έλληνας:
« Είναι σημαντικό να εκτιμήσουμε τις συνταρακτικές αλλαγές που εκτυλίσσονται στη βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης τις τελευταίες δεκαετίες. Η κατάρρευση των μονοπωλίων των δημόσιων μέσων ενημέρωσης και οι νέες τεχνολογίες, έχουν οδηγήσει στον πολλαπλασιασμό των ιδιωτικών μέσων που ανταγωνίζονται για έσοδα από διαφημίσεις. Οι ανταγωνιστικές πιέσεις έχουν ωθήσει τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης στην αναζήτηση μεγαλύτερου κοινού, συχνά εις βάρος της ποιότητας του περιεχομένου των πληροφοριών. Στην αναζήτησή τους για ευρύτερη απήχηση, τα μέσα ενημέρωσης θεωρείται ότι έδωσαν περισσότερη έμφαση σε αισθησιακές και επιφανειακές, παρά σε σοβαρές και ουσιαστικές ειδήσεις και εστίασαν περισσότερο σε προσωπικότητες, παρά σε πολιτικές. Η στροφή στο “ infotainment” (συνδυασμό πληροφόρησης και ψυχαγωγίας) είναι ιδιαίτερα εμφανής στην τηλεόραση: Επιχειρώντας να ψυχαγωγήσει καθώς και να πληροφορήσει τους πολίτες, η τηλεόραση όλο και περισσότερο παρουσιάζει την πολιτική ως ένα παιχνίδι ή διαγωνισμό προσωπικότητας, ή μειώνει την κάλυψη ζητημάτων δημόσιας πολιτικής, μετατοπίζοντας την προσοχή σε εξέχουσες προσωπικότητες, ιστορίες ανθρώπινου ενδιαφέροντος και μη πολιτικά θέματα, γενικά» [10].
Υπάρχει μια επιπρόσθετη διάσταση, ελάχιστα συζητημένη, στη σχέση μέσων ενημέρωσης και ακροδεξιάς. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, πυκνώνουν οι εμφανίσεις στελεχών της ακροδεξιάς σε εκπομπές κοινωνικού κουτσομπολιού. Ενδεικτική είναι η εμφάνιση του Ηλία Κασιδιάρη στην εκπομπή «Μεσημεριανή μελέτη» της Ελεονόρας Μελέτη, στον τηλεοπτικό σταθμό STAR [11]. Μέσα από τις lifestyle ερωτήσεις, ο μέσος τηλεθεατής εθίζεται στο να αντιμετωπίζει την ακροδεξιά ως κάτι φυσιολογικό, ως κοινοτοπία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Christopher T . Husbands , « ο κίνδυνος για το δημοκρατικό πολίτευμα, που προέρχεται από την ακροδεξιά στην Αγγλία, είναι να θεωρηθεί ότι η υποστήριξη στην ακροδεξιά είναι κάτι φυσιολογικό, μια κοινοτοπία ( banalization of extreme - right support ). Είναι η άποψη ενός τμήματος του εκλογικού σώματος, ότι η ψήφος στην ακροδεξιά είμαι μια κανονική, μια τολμηρή και αντισυμβατική εκδήλωση εχθρότητας προς το πολιτικό σύστημα». [12]Η παρατήρηση αυτή μάς οδηγεί σε ένα ευρύτερο και κρίσιμο συμπέρασμα: Ανάμεσα στα, μεταλλαγμένα, μέσα ενημέρωσης και στον πολιτικό λόγο της ακροδεξιάς, υπάρχουν εντυπωσιακές ομοιότητες στον γενετικό ιδεολογικό τους πυρήνα: Η υπεραπλούστευση, η αναζήτηση εχθρών, η κατασκευή ενόχων, η μανιχαϊστική ερμηνεία του κόσμου, οι καλοί και οι κακοί, η επίκληση του θυμικού και η αποσιώπηση της λογικής, είναι οι ελάχιστοι κοινοί παρονομαστές ανάμεσα στον πολιτικό λόγο της ακροδεξιάς και τον λαϊκισμό των μέσων ενημέρωσης, που χαρακτηρίζει την πρακτική πολλών ΜΜΕ και έχει αποκληθεί μιντιακός λαϊκισμός [13]. Πρόκειται για μια σχέση κυριολεκτικά αιμομικτική. Αυτή η βαθύτατη ιδεολογική συνάφεια ακροδεξιάς και μέσων ενημέρωσης, συγκροτεί ένα κρίσιμο πρόβλημα για τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Ο ακτιβισμός κατά της ακροδεξιάς
Υπάρχει μια δεύτερη στάση, εντελώς διαφορετική, απέναντι στην ακροδεξιά, που απαντάται σε διάφορες χώρες, αλλά στην πλέον καθαρή μορφή της στη Γερμανία. Πρόκειται για έναν ακτιβισμό απέναντι στην ακροδεξιά, για αποκλεισμό της από τα μέσα ενημέρωσης. Πρόκειται για μια πρακτική που έχει υιοθετηθεί σχεδόν από το σύνολο των γερμανικών μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και λαϊκιστικών εντύπων, όπως η εφημερίδαBild που πολύ συχνά επικρίνει έντονα τα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα στη Γερμανία [14]. Ακόμα και το ιδιαίτερα εμπορικό τηλεοπτικό κανάλι RTL , ενώ υιοθετεί πολλά ζητήματα από την ατζέντα της ακροδεξιάς, παράλληλα την επικρίνει με ιδιαίτερα έντονο τρόπο.
Ο Αντώνης Έλληνας, επισημαίνει: «Οι παρατηρήσεις ενός βετεράνου δημοσιογράφου είναι ενδεικτικές αυτής της συναίνεσης και των κανονιστικών κινήτρων που καθοδηγούν τις εκδοτικές επιλογές: “Στην Die Zeit δεν προσφέρουμε καθόλου δημοσιότητα σε ακροδεξιές απόψεις. Αυτή είναι η πολιτική μας. Ακόμα και η κακή δημοσιότητα είναι καλή γι’ αυτούς και δεν είμαστε πρόθυμοι να προσφέρουμε χώρο για να φιλοξενηθούν οι απόψεις των ακροδεξιών πολιτικών. Η πολιτική μας είναι να σιωπήσουμε”. Αντί να παρουσιάσουν ολόκληρο τα φάσμα της πολιτικής γνώμης, τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης τείνουν να αγνοούν συνειδητά τα κόμματα της Άκρας Δεξιάς. Το παράδειγμα των παρουσιαστών του τηλεοπτικού σταθμού του Brandenburg, οι οποίοι κατ’ ισχυρισμόν προβάλλουν τα παπούτσια αντί για τα πρόσωπα των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων του DVU, είναι κατά κάποιον τρόπο ριζοσπαστικός, αλλά είναι ενδεικτικός του δισταγμού των μέσων ενημέρωσης να παρέχουν δημοσιότητα στην Άκρα Δεξιά» [15]. Το γερμανικό παράδειγμα ακολουθείται και σε άλλες χώρες. Για παράδειγμα, μια στρατηγική «σιωπής θανάτου» (doodzwijgen), έχει επικρατήσει σε χώρες όπως το Βέλγιο (Βαλονία) και η Ολλανδία [16].
[1]Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος είναι συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης», εκδόσεις Επίκεντρο.
[2] Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι ο Γιώργος Τράγκας ήταν κεντρικό πρόσωπο στη μιντιακή και πολιτική υστερία για το Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Είχε ενεργά προπαγανδίσει το μποϋκοτάζ των ολλανδικών και ιταλικών προϊόντων επειδή, κατά την άποψή του, οι χώρες αυτές είχαν «ανθελληνική» στάση στο Μακεδονικό. Το αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η εκστρατεία του ήταν μάλλον επιτυχημένη, αφού οδήγησε σε σημαντική πτώση των πωλήσεων των προϊόντων από αυτές τις δύο χώρες. Αλλά και η εκπομπή του με τους τέσσερις βουλευτές της Χρυσής Αυγής συγκέντρωσε θεαματικότητα 25,3%.
[3]Jean-Marie Le Pen, 1984, παρατίθεται στο Edward G. DeClair, Politics on the fringe: The people, policies and organization of the French National Front, Durham: Duke University Press. 1999, σελ. 76.
[4] Δες σχετικά στο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης, Επίκεντρο 2012, σελ. 251-263.
[5]Δες σχετικά στο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Το Big Bang της Χρυσής Αυγής , the books’ journal, τεύχος 23, Σεπτέμβριος 2012, σελ. 12-19.
[6] Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Eatwell «τα μέσα, κατά καιρούς, μπορεί να εκμεταλλεύονται τα φυλετικά στερεότυπα, αλλά γενικά, είναι εχθρικά προς την ακροδεξιά». Roger Eatwell "Ten theories of the extreme right", στο Peter H. Merkl και Leonard Weinberg (eds.), Right-Wing Extremism in the Twenty-First Century. London: Frank Cass, 47-73.
[7]Δες σχετικά , Gianpietro Mazzoleni, "The media and the growth of neo-populism in contemporary democracies", στο Gianpietro Mazzoleni et al. (eds.), The Media and Neo-Populism: A Contemporary Analysis.Westport: Praeger, 2003, σελ . 1-20.
[8]Δες σχετικά , Jens Rydgren,. From tax populism to ethnic nationalism: radical right-wing populism in Sweden,Oxford: Berghahn Books, 2006, σελ . 63.
[9]David Art, The Politics of the Nazi Past in Germany and Austria. New York: Cambridge University Press, 2006.
[10] Δες σχετικά, Αντώνης Έλληνας, Τα Μέσα Ενημέρωσης και η Άκρα Δεξιά στη Δυτική Ευρώπη, Επίκεντρο 2012, σελ. 59
[11] Δες σχετικά, http://www.star.gr/Pages/Politiki_Oikonomia.aspx?art=138491&artTitle=o_kasidiaris_sto_star_ti_leei_gia_gamo_kanelli_lazopoulo_kai_tis_fimes_me_papachristou (ανάκτηση 21 Απριλίου 2013).
[12] Ομιλία στο συνέδριο του Friedrich - Ebert - Stiftung , στο Βερολίνο, στις 30 Νοεμβρίου 2009 με τίτλο " Is Europe on the ‘ right ’ path ? Right-wing extremism In Europe",http://www.fes-gegen-rechtsextremismus.de/pdf_09/091130_Husbands.pdf ( ανάκτηση 21 Απριλίου 2013).
[13] Gianpietro Mazzoleni, οπ . Παρ .
[14] David Art, όπ . παρ ., σελ . 165-6.
[15]Έλληνας , όπ . παρ ., σελ . 63.
[16] Hilde Coffé, Bruno Heyndel, και Jan Vermeir "Fertile grounds for extreme right-wing parties: explaining the Vlaams Blokʼs electoral success", Electoral Studies, 26(7). 2007, σελ. 142-55.
When I went to install the prοgram, І unzіpρed the file, and saw two.
ΑπάντησηΔιαγραφήChοosing a gаrage dοor may not seеm such a big deal and most people mау trivializе it.
ԁial-up аccess) aгe not aԁequate for
gоvеrning brοadbanԁ technology.