Του Ηλία Κανέλλη, http://booksjournal.gr
Θα ανέμενε κανείς πως στη χρεοκοπημένη χώρα κάποια τουλάχιστον από τα συστατικά της χρεοκοπίας, όσα έχουν να κάνουν με τους θεσμούς και την εφαρμογή της ισονομίας, όσα δηλαδή δεν απαιτούν χρήματα παρά μόνο βούληση και αποφασιστικότητα, θα έβαιναν προς εξάλειψη. Αφελής προσδοκία, όπως αποδεικνύεται. Ιδίως ο δημόσιος τομέας, εκτός πολλών άλλων αμαρτιών, συνεχίζει να αποτελεί φέουδο πολλών εξ όσων ελέγχουν τμήματά του. Άλλος ένα γραφείο σε μια δημόσια υπηρεσία, μέσω του οποίου ταλαιπωρεί τους πολίτες. Κι άλλος, ενδεχομένως, ένα αρχείο, σε μια άλλη δημόσια υπηρεσία. Ας γίνω συγκεκριμένος. Μια κριτική χωρίς αποδέκτες ασκείται εδώ και χρόνια από τους ερευνητές ιστορικούς προς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών. Η διευθύντρια του αρχείου αυτού, Φωτεινή Τομαή (πρώην Κωνσταντοπούλου, και συγνώμη από το φεμινιστικό κίνημα, έχει σημασία η αναφορά στο όνομα του πρώην συζύγου της Νίκου Κωνσταντόπουλου), καταγγέλλεται ότι βρίσκει εξαιρετικούς τρόπους να αποτρέπει ή να δυσκολεύει την πρόσβαση στα άδυτα της υπηρεσίας της στους καθ’ ύλην αρμοδίους ερευνητές – καθηγητές αλλά και προδιδακτορικούς και μεταπτυχιακούς ερευνητές της ιστορίας.
Πώς; Δεν φείδεται επινοήσεων. Συμμετέχοντας, π.χ., ως αποφασιστικός παράγων στην επιτροπή έγκρισης των αιτήσεων έρευνας (που στα περισσότερα κράτη δεν υφίσταται καν!). Ενίοτε, π.χ. πάλι, επεμβαίνοντας ακόμη και στη θεματική της έρευνας, ζητώντας, σαν επιτηρήτρια σε γυμνάσιο, αλλαγές από τους ιστορικούς στο θέμα τους, ώστε να… τους επιτραπεί η πρόσβαση στο αρχείο (όπως έχει καταγγείλει ότι συνέβη με τη δική της περίπτωση η Αγγέλικα Ψαρρά).
Για αυτά και για άλλα πολλά έχουν κατατεθεί δημοσίως πολλές διαμαρτυρίες από τους καθ’ ύλην αρμόδιους ερευνητές – εις μάτην, όπως αποδεικνύεται. Τις τακτικές της κωλυσιεργίας, της αδιαφάνειας, της καθυστέρησης, καθώς και της χρήσης του αρχείου προνομιακώς για λογαριασμό της δικής της έρευνας έχουν καταγγείλει, πριν από περίπου τρία χρόνια, τρεις από τους πλέον έγκριτους ιστορικούς και πανεπιστημιακούς δασκάλους με σημαντικό ερευνητικό έργο, ο Χάγκεν Φλάισερ, ο Αντώνης Λιάκος και ο Γιάννης Στεφανίδης (TheAthensReviewofBooks, τχ. 3, Φεβρουάριος 2010). Στο αίτημά τους, συμπαραστάθηκαν δεκάδες άλλοι συνάδελφοί τους. Πάλι ματαίως.
Στο θέμα επανήλθε πριν από μερικούς μήνες η επίμονη συνεργάτρια του Books’ Journal, Άννα Μαρία Δρουμπούκη, στο τεύχος του περασμένου Νοεμβρίου («Η θεσμική μνήμη του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα»). Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι η κυρία Τομαή μετέρχεται προνομιακές πρακτικές αξιοποιώντας υπέρ των συμφερόντων της τη θέση της και την εξουσία που αντλεί εξ αυτής, όπως π.χ. δημοσιεύοντας το περιεχόμενο πληθώρας φακέλων, καμιά φορά και πέραν των ορίων της 30ετίας, ως κυριακάτικο ανάγνωσμα στον Τύπο (από στήλη που διατηρεί σε μμεγάλη εφημερίδα), καθώς και εκδίδοντας το ίδιο υλικό σε βιβλίο που κυκλοφορεί στο εμπόριο.
Πέρασαν μήνες αλλά η κυρία Τομαή δεν καταδεχόταν να απαντήσει στα όσα εμπεριστατωμένα και ψύχραιμα ανέφερε η συνεργάτριά μας. Ευνόητο, από μια άποψη. Το περιοδικό μας είναι μικρής εμβέλειας, δύσκολα αποκτά μαζική διάσταση ένα θέμα πρωτίστως αφορά κυρίως επιστήμονες ερευνητές, μια κλειστή ομάδα ανθρώπων δηλαδή, ιδίως σε περίοδο κρίσης όπου εύλογο είναι τα επείγοντα προβλήματα να είναι άλλα. Αλλά υποτίθεται ότι μια δημόσια λειτουργός θα έπρεπε να επιδιώκει να προασπίσει το κύρος της, αν ένιωθε ότι αυτό πλήττεται από ένα δημοσίευμα, όσο μικρή κι αν θεωρεί την εμβέλεια του δημοσιεύματος, από τη στιγμή μάλιστα που το δημοσίευμα απευθύνεται σε συναδέλφους της ειδικούς. Γιατί το επιστημονικό κύρος όσων ενδιαφέρονται πράγματι για τη δουλειά τους, κι όχι για τα οφίκια που απορρέουν απ’ αυτή, πλήττεται κυρίως εκεί όπου συζητούν οι ειδικοί και όχι στη μεγάλη αγορά του Τύπου. Στη μεγάλη αγορά, συνήθως, θεμελιώνονται μόνο σχέσεις εξουσίας.
Στο κάτω κάτω, οι αιτιάσεις ούτε εναντίον των επιστημονικών προσεγγίσεων της κυρίας Τομαή σε ένα θέμα όπως το Ολοκαύτωμα είναι αμελητέες. Η Άννα Μαρία Δρουμπούκη έχει κάνει λόγο για ανεπάρκεια, επισημαίνοντας λάθη, ανακρίβειες και παράθεση υπερβολών, εύκολα ανιχνεύσιμων κι απ’ τον πιο αρχάριο στα συγκεκριμένα θέματα. «Η προσπάθειά της να εξωραΐσει τις ελληνοεβραϊκές σχέσεις διαστρεβλώνοντας γεγονότα, χωρίς να θίγει προβληματικές όψεις της διμερούς συνύπαρξης, και όχι μόνο κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου, ή η αναπαραγωγή επικίνδυνων “πατριωτικών” μυθολογιών», λέει η ερευνήτρια στην κριτική της, «θα ήταν λογικό να συνιστούν στοιχεία που θα έπρεπε να προβληματίσουν την κυβέρνηση, μετά και τις τόσες καταγγελίες των ειδικών». Ανάλογες ανιστόρητες αναφορές έχει κάνει περί… σάουνας στο Άουσβιτς, περί έκδοσης 18.500 (!) πλαστών ταυτοτήτων στους Εβραίους της Αθήνας, περί των μεγαλύτερων απωλειών της Ελλάδας συγκριτικά με όλες τις εμπόλεμες χώρες, κ.λπ.
Παρ’ όλα αυτά, τον Απρίλιο, η κυρία Τομαή θα περιοδεύσει εξόδοις του δημόσιου ταμείου στην Αμερική, προφανώς διακινώντας ισχυρισμούς για τους οποίους δεν έχει δώσει επιστημονικές απαντήσεις στην επιστημονική κριτική που της έχει ασκηθεί. Πώς; Όπως δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες και, κατόπιν προσκλήσεως της εφημερίδας, έγινε αντικείμενο κριτικής της Άννας Μαρίας Δρουμπούκη στα «Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής (10 Φεβρουαρίου 2013), η κυρία Τομαή διορίστηκε Ειδική Απεσταλμένη για Θέματα Ολοκαυτώματος, με απόφαση του πολιτικού προϊσταμένου της, του υπουργού Δημήτρη Αβραμόπουλου.
Η απόφαση του υπουργού παρακάμπτει προκλητικά τις διαμαρτυρίες της επιστημονικής κοινότητας της χώρας. Παρακάμπτει, επίσης, την κριτική περί μη ορθής προσεγγίσεως σε θέματα για τα οποία η κυρία Τομαή εμφανίζει τον εαυτό της ως ειδική. Και αδιαφορεί για σοβαρότατες καταγγελίες, που αν ισχύουν εμφανίζουν την κυρία Τομαή να ολιγωρεί για σημαντικά ζητήματα υποδομών του αρχείου που διευθύνει. Σκοπίμως άραγε ή από άγνοια;
Γνωρίζει, άραγε, ο υπουργός, αν η κυρία Τομαή μπλόκαρε την ηλεκτρονική αντιγραφή μέρους ή του συνόλου του αρχείου της λουτρόπολης Bad Arolsen, μιας τράπεζας δεδομένων διεθνώς περιζήτητης σε όσους ερευνούν τα σχετικά με τα θύματα του ναζισμού, το υλικό της οποίας δικαιούται η χώρα μας να κατέχει, ως ιδρυτικό κράτος αυτής της συμμαχικής υπηρεσίας. Αντί να βρει τρόπο η σχετική υπηρεσία του ΥΠΕΞ να εξασφαλίσει ευρωπαϊκούς πόρους για κάλυψη των σχετικά περιορισμένων εξόδων της ηλεκτρονικής διαχείρισης, η κυρία Τομαή παραπέμπει τους ερευνητές να επισκεφτούν το Bad Arolsen, μια και το αρχείο βρίσκεται δίπλα σε «ωραιότατα σπα» – «λησμονώντας» πως οι ερευνητές δεν εισπράττουν τις απολαβές «εκτός έδρας», συχνά μάλιστα εργάζονται ιδίοις εξόδοις.
Γνωρίζει, επιπλέον, ο υπουργός τα σχετικά με μια ταινία για το Άουσβιτς, που η κυρία Τομαή υπογράφει; Η ταινία αυτή, στην ουσία, γελοιοποιεί τη χώρα μας, αφού αφήνει την εντύπωση πως το φρικτό εργοστάσιο θανάτου απελευθερώθηκε από τον αμερικανικό (και όχι από τον Κόκκινο) στρατό! Ταυτόχρονα ανακαλύπτει νέες Θερμοπύλες, όταν –σε αντίθεση με όλους τους σοβαρούς ερευνητές (Εβραίους και μη)– ανεβάζει σε «300» τους Έλληνες Εβραίους που συμμετείχαν και μάλιστα πρωτοστάτησαν στη γνωστή εξέγερση στο Άουσβιτς, αναπαράγοντας τις επικίνδυνες «πατριωτικές» μυθολογίες, από τις οποίες η ιστοριογραφία της δεκαετίας του 1940 απελπισμένα προσπαθεί να απαλλαγεί. Ωστόσο, το «ντοκιμαντέρ» της Φωτεινής Τομαή –ως εκ τούτου, και του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών– παρουσιάζει την υποτιθέμενη ακραιφνή ελληνική καταγωγή και φύση των πρωταγωνιστών και των υπόλοιπων ηρωικών συντελεστών ως παράγοντα ηθικής υπεροχής της… φυλής μας στο στρατόπεδο εξόντωσης.
Αν τα περισσότερα από τα παραπάνω η κυρία Τομαή τα προσπέρασε όταν δημοσιεύθηκαν στο Books’ Journal, έσπευσε να τα ανασκευάσει, με επιστολή τουλάχιστον τριπλάσια σε έκταση από το αρχικό δημοσίευμα, την οποία απέστειλε στα «Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής, και εκείνα εδημοσίευσαν (24/2/2013). Σε αυτή την επιστολή, επιχειρεί προσβλητικά να απαξιώσει την ιστορικό συνεργάτριά μας συγκαταλέγοντάς την στους «διάττοντες αστέρες, που –κατά την πλέον καλοπροαίρετη εκδοχή– το νεαρό της ηλικίας τους και η φιλοδοξία τους να αναδειχθούν ως τάχιστα στο εγχώριο στερέωμα δεν τους επιτρέπουν την, αν μη τι άλλο, λογική θεώρηση της σύγχρονης ιστορίας της διπλωματίας, η οποία γράφεται με προσωπικές θυσίες των εκπροσώπων της».
Στην ίδια επιστολή, η κυρία Τομαή διαψεύδει τους 125 ιστορικούς που έχουν καταγγείλει την πρακτική της στην υπηρεσία της, κάνει λόγο για «επίδοξους δημίους» της, ισχυρίζεται ότι τα αρχεία του Bad Arolsen δεν έχουν προσέλθει στην ελληνική κυριότητα επειδή η απόφαση για την αποδέσμευσή τους ελήφθη από τη Βουλή τον Ιούλιο του 2007 και εκείνη σκέφτηκε το κόστος των 300.000 ευρώ με τα οποία θα επιβαρυνόταν το Δημόσιο ενόσω η χώρα καιγόταν από πυρκαγιές! Τέλος, προσπερνά την κριτική για την επιστημονική εργασία της, σύμφωνα με την οποία στο Άουσβιτς 300 έλληνες Εβραίοι αναβίωσαν το Κούγκι και το Αρκάδι μαζί, λέγοντας ότι δεν είναι εθνικίστρια κι ότι υπήρξε αντιδικτατορικό στέλεχος. Ε, και; Τα αντιδικτατορικά στελέχη έχουν το αλάθητο, όπως ο Πάπας;
Η παραπάνω τούρτα είχε και κερασάκι: τη δημοσίευση δύο επιστολών Ελλήνων Εβραίων στο ίδιο φύλλο, που δίκην «αγανακτισμένων πολιτών» στηρίζουν τις επιλογές και, γενικώς, την καριέρα της κυρίας Τομαή. Αφού είναι τόσο κατηγορηματική και σίγουρη ότι είναι τέλεια και άψογη, και αντιστασιακή και θυσιαστική ταυτοχρόνως, τι τους χρειάζεται, άραγε, η κυρία Τομαή τους συνηγόρους;
Και μια μικρή καλοπροαίρετη ερώτηση προς τους άξιους συντελεστές των «Ενθεμάτων» (τους οποίους, προσωπικώς, όσο και αν συχνά διαφωνώ με τις επιλογές και τις προσεγγίσεις τους, σέβομαι και υπολογίζω): αν η κυρία Τομαή δεν ήταν πρώην Κωνσταντοπούλου, αν δηλαδή δεν ήταν πρώην κυρία Προέδρου του Συμβουλίου Σοφών του ΣΥΡΙΖΑ, θα της επιφυλασσόταν τόσο προνομιακή μεταχείριση δημοσιότητας από την καλή εφημερίδα της Αριστεράς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.