Του Ηλία Ευθυμιόπουλου, Μεταρρύθμιση,
Λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο και συγκεκριμένα τον Μάϊο του 1950, ένας από τους πρωτοπόρους της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο Ζαν Μονέ, έγραφε ότι δεν θα υπάρξει ειρήνη στη γηραιά ήπειρο εάν τα κράτη ανασυνταχθούν πάνω στη βάση της εθνικής κυριαρχίας και του πολιτικού κύρους που προσδοκούν οι πολιτικές ηγεσίες τους δια του προστατευτισμού. Πίστευε δηλαδή πως αυτό ξανάφερνε στο προσκήνιο το φόβο του αντιπάλου και τις αιτίες που γέννησαν τους προηγούμενους πολέμους. Για τον οραματικό Γάλλο οικονομολόγο, οι χώρες της Ευρώπης ήταν πολύ μικρές για να εξασφαλίσουν στους πολίτες τους την υλική ευμάρεια και τις κοινωνικές παροχές που επέβαλλαν οι νέες συνθήκες. Εκτός κι αν συνέκλιναν σε μια ομοσπονδία ή σε μια νέα οντότητα με παρονομαστή την οικονομική ένωση. Το κείμενο του Ζαν Μονέ ήταν αυτό που χρησίμευσε ως βάση για την Διακήρυξη Σουμάν, του τότε υπουργού εξωτερικών της Γαλλίας με την οποία τα Ευρωπαϊκά κράτη καλούνταν να περιορίσουν την εθνική τους κυριαρχία, να υποτάξουν τα ιδιαίτερα συμφέροντα στο γενικό συμφέρον, να ανοιχτούν στη διεθνή αγορά, να αγωνιστούν για μια πιο δίκαιη διεθνή οικονομική τάξη, να κάνουν την Ευρώπη έναν υπερεθνικό οργανισμό.
Αν και το όραμα του Μονέ δεν ολοκληρώθηκε, η Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε πραγματικότητα κυρίως χάρις στη δημιουργία του Γαλλογερμανικού άξονα και τη σταδιακή ένταξη χωρών που έβλεπαν περισσότερο τα οικονομικά οφέλη και λιγότερο την ανάγκη της κατάργησης των συνόρων και της απαγκίστρωσης από την εθνική τους εσωστρέφεια. Αυτές άλλωστε οι διαφορετικές διαδρομές ήταν και οι αιτίες των πολιτικών κρίσεων που ακολούθησαν αλλά και της δυστοκίας στην έγκαιρη παραγωγή αποφάσεων για το ξεπέρασμα της δυσαρμονίας που προκαλούσε η πολυκεντρικότητα, οι άνισες ταχύτητες και τα εσωτερικά μέτωπα των αντιευρωπαϊστών. Ένα παράδειγμα χώρας με χαρακτηριστική αμφιθυμία απέναντι στην Ευρώπη ήταν βέβαια και η δική μας. Ο Ευρωσκεπτικισμός ήταν ένα λίγο-πολύ διακομματικό σύνδρομο που αναδεικνύονταν όταν οι ενδοπαραταξιακές δυσκολίες απαιτούσαν ως αντίβαρο την ταυτοποίηση ενός εξωτερικού παράγοντα υπέυθυνου για όλα τα δεινά. Πάνω σ’αυτήν την μετάθεση στηρίχθηκε τόσο ο αριστερός όσο και ο δεξιός εθνικισμός με τις λαϊκιστικές τους επιχρώσεις.
Η εθνική περιχαράκωση είναι η αντεπίθεση των συντηρητικών, λένε ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ και ο Γκυ Βερχόφστατ [1] στο νέο τους βιβλίο «Ξύπνα Ευρώπη» [2](πρωτότυπος τίτλος Debout l ’ Europe , Manifeste pour une revolution postnationale ). To διεθνιστικό πρότυπο βιώνεται ως αλλοτρίωση και ως συνθηκολόγηση στα συμφέροντα των «άλλων» ενώ η ευτυχία βρίσκεται στο τόπο μας, μακρυά από τις ξένες επιδράσεις. Οι λαϊκιστές πηγαίνουν ακόμα πιο πέρα: η αντίσταση στην εξωτερική απειλή γίνεται πόλεμος ενάντια στη διαφορετικότητα, τις ξένες γλώσσες, τις θρησκείες και τους πολιτισμούς. Γίνεται εν τέλει ξενοφοβία και ρατσισμός. Η Ευρώπη αλλά και η κάθε χώρα ξεχωριστά δεν έχουν μέλλον, λένε οι δύο συγγραφείς, αν δεν αλλάξουν οι δομές, που ως ένα βαθμό έφτασαν τα ιστορικά όριά τους. “Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν είναι παρά ένα συνδικάτο εθνικών συμφερόντων. Αυτοί που το απαρτίζουν (οι πρωθυπουργοί) μετέχουν σ’αυτό για να υπερασπιστούν εγωϊστικά τα εθνικά τους συμφέροντα, σε βάρος του Ευρωπαϊκού συμφέροντος και του συμφέροντος των πολιτών και των λαών της Ευρώπης» προσθέτουν.
Η πρόσφατη και συνεχιζόμενη οικονομική κρίση έδειξε άλλωστε που απαιτούνται βαθιές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις σ’ολόκληρο το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Μεταξύ των άλλων, οι Κον Μπεντίτ και Γκυ Βερχόφστατ προτείνουν την μετατροπή του υπάρχοντος ταμείου στήριξης σε ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο κατά τα πρότυπα του ΔΝΤ. Έτσι, λένε, θα αποκλειόταν η δυνατότητα να παρεμποδίσει ένα κράτος μέλος τη διαδικασία. Χρειάζεται ακόμα η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού δημόσιου ταμείου που θα μπορεί να εκδόσει ευρωομόλογα, κάτι που φαίνεται να είναι απαραίτητο για να τεθεί ένα τέρμα στην κρίση χρέους που σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτείται από τις άνισες συνθήκες πρόσβασης στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Θα απαιτηθεί τέλος, τονίζουν οι δύο πολιτικοί, η μετατροπή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε πραγματική κυβέρνηση με επιτρόπους που θα εκλέγονται από το Κοινοβούλιο, με ενισχυμένες αρμοδιότητες και δικαίωμα για νομοθετικές πρωτοβουλίες. Όσο για τα έσοδα, αυτά θα πρέπει να προέρχονται από μια απευθείας φορολογία επί του συνόλου των Ευρωπαίων πολιτών , ώστε να γίνει πράξη το σύνθημα “όχι φόροι χωρίς πολιτική εκπροσώπηση”.
Στην ίδια γραμμή με το μανιφέστο για τη μεταεθνική Ευρώπη που τιτλοφορούν την πρωτοβουλία τους οι δυο ευρωβουλευτές κινείται και η λεγόμενη Ομάδα Σπινέλλι στην οποία μετέχουν σημαντικές προσωπικότητες του Ευρωπαϊκού χώρου όπως ο Ζακ Ντελόρ, ο Μάριο Μόντι και ο Γιόσκα Φίσερ, καθώς και αρκετά μέλη του Κοινοβουλίου, κυρίως από τους φιλελεύθερους, τους σοσιαλδημοκράτες και τους πράσινους. Σε μια πρόσφατη ανακοίνωσή τους [3] συνοψίζουν την πρότασή τους σε 12 σημεία “με στόχο την τραπεζική, φορολογική και πολιτική μεταρρύθμιση”. Μια μεταρρύθμιση που την ταυτίζουν με το ίδιο το μέλλον της δημοκρατίας, θεωρώντας ότι αυτή δεν μπορεί να υπάρξει παρά μέσα από την υπέρβαση του τεχνοκρατικού παρελθόντος των θεσμών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.