Σελίδες

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Η βία ως μαμή της Ιστορίας. Συγκλίσεις και αποκλίσεις Χρυσής Αυγής και ΣΥΡΙΖΑ


Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The books ’ journal, τεύχος 26, Δεκέμβριος 2012. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου «Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης», εκδόσεις Επίκεντρο.
Η βία είναι η μαμή για κάθε παλιά κοινωνία που εγκυμονεί μια νέα. Κάρολος Μαρξ, Το Κεφάλαιο – Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας
Το τέρας της πολιτικής βίας εξαπλώνεται καθημερινά ως καρκινική μετάλλαξη στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Η πολιτική βία εξαγγέλλεται και επαπειλείται [1], υποστηρίζεται [2] και υλοποιείται [3]. Η χώρα εθίζεται, από το 2008 και μετά, σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις πολιτικής βίας, με υπαρκτό κίνδυνο ο «κοινός νους» να θεωρήσει ότι αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό, το συνηθισμένο. Ένα τεράστιο απόθεμα πολιτικής βίας παράγεται, σωρεύεται και εκλύεται καθημερινά. Η κοινοτοπία του Κακού εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να παρακολουθεί το φαινόμενο της βίας με παγερή αδιαφορία. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν έγινε απόπειρα να οργανωθούν, μέσω facebook, συγκεντρώσεις ενάντια στη βία, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η συμμετοχή ήταν αμελητέα. Οι προειδοποιήσεις διανοουμένων, όπως εκείνη του Σταύρου Τσακυράκη, ότι «η βία είναι ασυμβίβαστη με την ίδια την έννοια της κοινωνικής οργάνωσης» [4], αφήνουν παγερά αδιάφορο μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Ισχύουν στο ακέραιο οι διαπιστώσεις του Νίκου Μαραντζίδη, ότι «σιγά-σιγά διολισθήσαμε ως οργανωμένη κοινωνία στην αποδοχή αντι-θεσμικών και ανομικών συμπεριφορών σε τέτοιο βαθμό, που στο τέλος τις αντιμετωπίζουμε ως “κανονικές”.
Η κατάληψη δημόσιων κτιρίων έφτασε πλέον να θεωρείται τόσο “συνηθισμένη” μορφή συνδικαλιστικής δράσης, που επεκτάθηκε ακόμη και στους μαθητές των γυμνασίων. Διαμορφώθηκε, εντέλει, μια κουλτούρα συλλογικής ανομίας, που αναπαράγεται στις νεότερες γενιές μέσα από μια ιδιότυπη παιδαγωγική της ανομίας… Έτσι συγκροτήθηκαν ζώνες συλλογικής ανομίας, που μεταναστεύουν από τον ένα δημόσιο χώρο στον άλλο, διαβρώνοντας τον κοινωνικό ιστό. Με απλά λόγια: δεν μπορείς από τη μια να υποστηρίζεις τους συνδικαλιστές-φοιτητές που κλειδώνουν τους καθηγητές τους για ώρες μέσα σε μια αίθουσα και την ίδια στιγμή, να εξεγείρεσαι γιατί κάνουν το ίδιο οι ακροδεξιοί της Χρυσής Αυγής, σε ένα άλλο πλαίσιο με διαφορετική αισθητική και ρητορική. Η αντίφαση είναι πασιφανής.» [5]
Κάτι στην ατμόσφαιρα θυμίζει, ως καρικατούρα, την περίοδο της «Μεγάλης Τρομοκρατίας» που διαδέχθηκε τη Γαλλική Επανάσταση. Συναντάμε όλο και περισσότερους συμπολίτες που φαντασιώνονται, ως νέοι Ιακωβίνοι, ότι η χώρα έχει ανάγκη από Ροβεσπιέρους και Μαρά που πρέπει να εξοντώσουν τους πολιτικούς που ψήφισαν τα Μνημόνια, όπως έγινε με τους «ενδοτικούς και συμβιβασμένους» Δαντόν και Ντεμουλέν. Όλο και περισσότεροι κάτοικοι αυτής της χώρας συμπεριφέρονται ως «λυσσασμένοι» [6] που, ζητώντας αίμα στην αρένα του Κολοσσαίου, αυτοανακηρύσσονται «πρωτοπορία».
Το αξιοπρόσεκτο της ελληνικής περίπτωσης είναι ότι η βία εκπορεύεται τόσο από την Ακροδεξιά όσο και από την Ακροαριστερά. Ο Γιάννης Βούλγαρης περιγράφει με ακρίβεια το φαινόμενο: «Η μαζική αποδοχή της πολιτικής βίας και η γενίκευση των ανομικών συμπεριφορών σε όλη την έκταση της κοινωνικής ιεραρχίας. Η νομιμοποίηση αυτής της κατάστασης από τους επιγόνους της ιστορικής Αριστεράς, ανεπιφύλακτα από τον ΣΥΡΙΖΑ, επιφυλακτικότερα και εξαναγκασμένα από το ΚΚΕ. Η εξαχρείωση των περισσότερων ΜΜΕ που μονοπωλήθηκαν από τον “πολεμικό λόγο”» [7]. Το φαινόμενο της βίας ξεκίνησε από την άκρα Αριστερά [8]και συνεχίστηκε από την Ακροδεξιά, ιδίως μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012. Το γεγονός αυτό έχει πυροδοτήσει έντονη συζήτηση για το εάν η βία των δύο άκρων είναι η ίδια και για το εάν, εντέλει, το δύο άκρα ταυτίζονται. Το ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί μόνον εάν εξετάσουμε τον ιδεολογικό πυρήνα των δύο άκρων σε σχέση με την πολιτική επιλογή της βίας ως θεμιτού, και επιθυμητού μέσου, για την επίτευξη των στόχων τους.

Ακροδεξιά και βία
Μιλώντας για την Ακροδεξιά δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει η θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα σε λαϊκιστική και εξτρεμιστική Ακροδεξιά. Η λαϊκιστική Ακροδεξιά βρίσκεται σε διαρκή ένταση με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά δεν την αρνείται, δεν θέλει να την καταργήσει. Επιχειρεί να την «εξαγνίσει» [9].
Αντίθετα, η εξτρεμιστική Ακροδεξιά είναι αντιδημοκρατική στον σκληρό πυρήνα τής ιδεολογίας της. Μισεί και απεχθάνεται το δημοκρατικό πολίτευμα per se . Η δημοκρατία για τους υποστηρικτές αυτής της άποψης είναι ένα διεφθαρμένο πολίτευμα, που δεν επιδέχεται οποιαδήποτε σοβαρή διόρθωση ή μεταρρύθμιση. Πρέπει να γκρεμιστεί και να αντικατασταθεί από ένα ολοκληρωτικό πολίτευμα με εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά. Η διακήρυξη των ιδεολογικών αρχών της «Χρυσής Αυγής», ένα κείμενο-ύμνος για τον εθνικοσοσιαλισμό, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ζήτημα, δεδομένου ότι ρητά αναφέρεται στους «νικητές και δεσμώτες της Ευρώπης» που δημιούργησαν «το θλιβερό, αποκρουστικό πρότυπο ζωής που το ονόμασαν καθεστώς της ελευθερίας και της δημοκρατίας» [10].
Με αυτήν την περί δημοκρατίας αντίληψη, κυρίαρχα αναδεικνύονται τα στοιχεία της Φυλής και του Αίματος. Ένας ολοκληρωτισμός που βασίζεται στη ρήση του Αδόλφου Χίτλερ: «Πολεμάμε με τη βία και υπερασπιζόμαστε βίαια ενάντια στον καθένα που χρησιμοποιεί βία» [11], και εκλαϊκεύεται στην Ελλάδα με τους στίχους του βουλευτή της «Χρυσής Αυγής» Αρτέμη Παπαματθαιόπουλου: «Θα μπω και μέσα στη Βουλή και θα την κάψω όλη/ να δώσω λίγο φως σ’ ολόκληρη την πόλη/ και να την κάψω όλη σαν μια τιμωρία/ και κάθε σπίθα και φωτιά για κάθε προδοσία» [12].
Η κουλτούρα του μίσους και η εξύμνηση της βίας είναι εμφανείς σε όλα τα έντυπα της «Χρυσής Αυγής», κυρίως δε στην ομώνυμη εφημερίδα.

Άκρα Αριστερά και βία

Στην ιστορία των ιδεών της Αριστεράς, το θέμα της βίας κατέχει κεντρική θέση. Στο δίλημμα που ταλάνισε για δεκαετίες την Αριστερά, ανάμεσα στην Επανάσταση και τη Μεταρρύθμιση, η βία ως μέσο, προκάλεσε σφοδρότατες αντιπαραθέσεις. Η ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, πέραν της ρήσης για τη βία ως μαμή της Ιστορίας, έχει στη φαρέτρα της την επισήμανση του Μαρξ στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»: « Οι κομμουνιστές δεν καταδέχονται να κρύψουν τις απόψεις τους και τις βλέψεις τους. Δηλώνουν, λοιπόν, ανοιχτά, ότι ο σκοπός τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βίαιη ανατροπή της σημερινής καθεστηκυίας τάξης.»
Εάν σε αυτό προσθέσουμε την καταγγελία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, βασισμένη στις επισημάνσεις του Μαρξ για «κοινοβουλευτικό κρετινισμό», που είναι μια « ιδιόμορφη αρρώστια και ηλιθιότητα» η οποία « όσους προσβάλλει τους αιχμαλωτίζει, τους δένει σ’ έναν κόσμο φανταστικό και τους αφαιρεί κάθε αντίληψη»[13], η μαρξιστική ορθοδοξία φάνηκε να κερδίζει αρχικά σε αυτή τη διαμάχη. Η αστική δημοκρατία είναι διακηρυγμένος εχθρός της μαρξιστικής ορθοδοξίας, που επιδιώκει να την τσακίσει, να την εξαφανίσει. Με τα λόγια του Ένγκελς, στην πολεμική του εναντίον του Ντίρινγκ:
«Για τον κ. Ντίρινγκ, η βία είναι το απόλυτο κακό και η πρώτη πράξη βίας είναι, γι’ αυτόν, το προπατορικό αμάρτημα. Ολόκληρη η περιγραφή του, η σχετική με τη βία, είναι μια ιερεμιάδα για τον τρόπο με τον οποίο όλη η ως τώρα ιστορία έχει μολυνθεί από το προπατορικό αμάρτημα, για την επονείδιστη διαστροφή όλων των φυσικών και κοινωνικών νόμων, από τούτη τη διαβολική δύναμη, τη βία.

Το ότι όμως η βία παίζει και έναν άλλο ρόλο στην ιστορία, έναν επαναστατικό προοδευτικό ρόλο, το ότι δηλαδή, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, είναι η μαμή που από κάθε παλιά κοινωνία ξεγεννά μια καινούρια κοινωνία, το ότι αποτελεί το όργανο με το οποίο επιβάλλεται η κοινωνική εξέλιξη και σπάζει τις αποστεωμένες, τις νεκρές πολιτικές μορφές, για όλα αυτά δε λέει ούτε λέξη ο κ. Ντίρινγκ. Μόνο, αναστενάζοντας και βογκώντας, παραδέχεται πως ίσως, για να ανατραπεί το οικονομικό σύστημα της εκμετάλλευσης, μπορεί να χρειαστεί δυστυχώς η βία! Γιατί κάθε χρήση βίας διαφθείρει εκείνον που τη χρησιμοποιεί. Και όλα αυτά λέγονται, παρά τη μεγάλη ηθική και πνευματική ανύψωση που επέφεραν όλες οι νικηφόρες επαναστάσεις.»[14]
Αυτές οι πολεμικές επισημάνσεις οδήγησαν σε βαθύτατο διχασμό την Αριστερά του 19 ου και του 20 ού αιώνα, που μορφοποιήθηκε με το σχίσμα ανάμεσα στη Δεύτερη (μεταρρυθμιστές) και την Τρίτη (επαναστάτες) Διεθνή και τις βαρύτατες κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν εκατέρωθεν.
Μετά την επικράτηση του κομμουνισμού στη Ρωσία και τις σταλινικές βαρβαρότητες, η παράδοση της Δεύτερης Διεθνούς, η σοσιαλδημοκρατία, που είχε ως πρόταγμα τις μεταρρυθμίσεις και την άρνηση της πολιτικής βίας, ανέκτησε έδαφος. Παράλληλα, σε μια ατελέσφορη προσπάθεια εξανθρωπισμού του κομμουνιστικού προτάγματος, ο ευρωκομμουνισμός κατέδειξε τα όρια της μαρξιστικής ορθοδοξίας και διατύπωσε την αρχή του «ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό», που ρητώς αποκήρυσσε τη χρήση μεθόδων βίας. Η βία ως πολιτική μέθοδος επανήλθε στη δυτική Αριστερά τη δεκαετία του ’60, με τις κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήματος και τη χρήση ακόμα και μεθόδων ένοπλης πάλης (κυρίως στην Ιταλία και τις ΗΠΑ), κάτι που προκάλεσε την έντονη αντίδραση πολλών διανοουμένων της Αριστεράς, με ιδιαίτερα ενδεικτική εκείνη της Hannah Arendt , που επισήμανε ότι «Σε αντιδιαστολή προς τη δύναμη, η βία είναι βουβή: αρχίζει εκεί όπου σταματάει ο λόγος» [15].
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, είναι σαφής στη βιβλιογραφία η διάκριση ανάμεσα στη ριζοσπαστική και την εξτρεμιστική άκρα Αριστερά, όπως συμβαίνει και με την Ακροδεξιά. Ο Luke March [16] που μελετάει για πολλά χρόνια το φαινόμενο της άκρας Αριστεράς στην Ευρώπη, επισημαίνει ότι «Τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα απαιτούν ριζική αλλαγή των χαρακτηριστικών του φιλελεύθερου δημοκρατικού συστήματος (για παράδειγμα το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο, την αντιπροσωπευτική αντί για τη συμμετοχική δημοκρατία), αλλά δεν αντιτίθενται στις αρχές της ίδιας της δημοκρατίας και, κατά συνέπεια, αυτοτοποθετούνται εντός της δημοκρατίας. Αντίθετα, ο “εξτρεμισμός” ευρίσκεται σε ιδεολογική και πρακτική αντίθεση με τη δημοκρατία, είτε όπως υπάρχει σε κάποιο σύστημα, είτε ως σύστημα» [17].

Το μετέωρο βήμα του ΣΥΡΙΖΑ

Έχοντας ορίσει τη βασική διαφορά ανάμεσα στη δημοκρατία και τον πολιτικό εξτρεμισμό (αριστερό και δεξιό), που ιδεολογικά υιοθετεί την πολιτική βία ως μέσο για την κατάλυσή της, δεδομένου ότι επαγγέλλεται ένα άλλο σύστημα πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, το ερώτημα που αυτονόητα προκύπτει, είναι, πού τοποθετείται πολιτικά σε σχέση με αυτή τη διάκριση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ενώ η «Χρυσή Αυγή» είναι προφανές ότι τοποθετείται στην εξτρεμιστική ακροδεξιά, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη.
Σε αυτόν τον πολιτικό χώρο, είναι εμφανής η συνύπαρξη, με αρκετές εντάσεις, δύο διαφορετικών πολιτικών προσεγγίσεων, της ριζοσπαστικής και της εξτρεμιστικής.
Η εξτρεμιστική, που εκφράζεται κυρίως από κάποιες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απολύτως ξεκάθαρη στην ιδεολογία της και τα πολιτικά μέσα που χρησιμοποιεί. Η βία είναι το μέσο για την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και την αντικατάστασή του από ένα σύστημα κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού. Η στάση αυτή πηγάζει από την ιδεολογία της και είναι αδιαπραγμάτευτη. Συμπλέει απολύτως στο θέμα αυτό με διάφορες ακροαριστερές ομάδες, όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από κείμενο με τίτλο «Ο φετιχισμός της “μη βίας”» από το blog Επαναστατική Αριστερά: « Σε κάθε περίπτωση ο φετιχισμός της “μη βίας” είναι χίλιες δυο φορές πιο επικίνδυνος, αφού επαναφέρει με ύπουλο και δήθεν πρωτοποριακό τρόπο τις παλαιές, πεθαμένες και σάπιες λογικές της σοσιαλδημοκρατίας που τόσο πολέμησαν οι Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν (αλλά και ο Μπακούνιν) πριν από 200 χρόνια!!!!» [18].
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, αρχισυντάκτης του RedNotebook και τακτικός αρθρογράφος στην «Αυγή» και σε άλλα μέσα ενημέρωσης του χώρου, υποστηρίζει ότι «η εξίσωση της κινηματικής με τη συμβολική και φυσική κρατική βία, είναι ανεπίτρεπτη για την Αριστερά: ακόμα κι όταν η πρώτη είναι τυφλά “αντικρατική”, αυτοκαταστροφική και αναντίστοιχη με αυτό που δηλώνει πως υπερασπίζεται, έχει άλλη πολιτική προέλευση και στόχευση, συνεπώς άλλο αξιακό περιεχόμενο… Καταλαβαίνουμε ότι για τη στοιχειώδη κοινωνική αυτοάμυνα, απαιτούνται συγκεκριμένα “ποσά” βίας, υποστηρίξιμα τουλάχιστον στα τμήματα της κοινωνίας που μας ενδιαφέρουν προνομιακά· “ποσά” που αντιστοιχούν στην υπόθεση που υπερασπιζόμαστε και που λειτουργούν απελευθερωτικά για τους κυριαρχούμενους, αναδεικνύοντάς μας ταυτόχρονα ως παραδειγματική και ηθική δύναμη. Τέτοια δύναμη, βεβαίως, δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ αν οι πολιτικές μας παρεμβάσεις εξαντλούνται σε δελτία τύπου αγχωμένα μέσα στη νομιμοφροσύνη τους»[19].
Η πλειοψηφία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον δεν συμμερίζεται αυτές τις απόψεις, παρά την πολιτική καταγωγή των περισσότερων από το σταλινικό ΚΚΕ. Έχει όμως επιλέξει, αποφασιστικά και σταθερά, από το 2008 και μετά, στα πλαίσια της λαϊκιστικής μετάλλαξης αυτού του κόμματος, να κλείνει το μάτι στη βία, ελπίζοντας σε εκλογικά οφέλη. Είναι απολύτως χαρακτηριστική αυτής της επιλογής η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, όταν ερωτάται για τη βία: «Καταδικάζουμε τη βία, αλλά αντιλαμβανόμαστε την αγανάκτηση όλων εκείνων που αντιδρούν βίαια απέναντι στη βία του Μνημονίου» [20]. Αυτό επιβεβαιώνει τη διαπίστωση ότι «Πρακτικά, η ακριβής διάκριση ανάμεσα στη ριζοσπαστικοποίηση και τον εξτρεμισμό, μοιάζει δύσκολο να είναι λειτουργική»[21].
Ταυτίζονται τα άκρα;
Έχοντας ορίσει τα χαρακτηριστικά, τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στο ριζοσπαστικό και το εξτρεμιστικό τμήμα της άκρας Δεξιάς και της άκρας Αριστεράς, το ερώτημα είναι κατά πόσον τα πολιτικά άκρα ταυτίζονται.
Από τη σκιαγράφηση που προηγήθηκε, είναι προφανές ότι η οριζόντια ομοιότητα και ταύτιση είναι κατά πολύ ισχυρότερη από την ενδοοικογενειακή. Οι εξτρεμιστές των δύο άκρων μοιράζονται μια σειρά από εντυπωσιακές ομοιότητες: Είναι υπέρ της βίας και δεν διστάζουν να το ομολογήσουν δημόσια, δεδομένου ότι αποτελεί οργανικό στοιχείο του ιδεολογικού τους πυρήνα. Επιδιώκουν την καταστροφή του πολιτεύματος της δημοκρατίας. Επαγγέλλονται ένα διαφορετικό πολίτευμα, βαθύτατα ολοκληρωτικό, ανεξάρτητα από το εάν θα ονομάζεται λαϊκή δημοκρατία ή πολίτευμα των άριστων με αμιγή εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά. Οι «εχθροί» των καθεστώτων που θαυμάζουν, είναι πολλά εκατομμύρια νεκροί, είτε στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, είτε στα στρατόπεδα του αρχιπελάγους Γκούλαγκ.
Αντίθετα, οι ριζοσπάστες των δύο άκρων δεν έχουν στον σκληρό πυρήνα της ιδεολογίας τους τη βία, γι’ αυτό και δεν διστάζουν να την αποδοκιμάσουν. Βρίσκονται σε διαρκή ένταση με τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά δεν ασπάζονται θεμελιωδώς αντιδημοκρατικές αξίες. Είναι μια «παθολογική ομαλότητα» του δημοκρατικού πολιτεύματος και όχι μια «ομαλή παθολογία» του[22]. Σε πολλές περιπτώσεις υιοθετούν το λαϊκισμό για να διευρύνουν την πολιτική τους επιρροή και προσεγγίζουν καιροσκοπικά τους εξτρεμιστές, προσδοκώντας αύξηση της εκλογικής τους επιρροής.
Κατά συνέπεια, δεν έχουμε την παραμικρή επιφύλαξη να υποστηρίξουμε ότι ναι, τα άκρα ταυτίζονται. Οι εξτρεμιστές των δύο άκρων είναι το ίδιο επικίνδυνοι για τη δημοκρατία, ιδίως όταν, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, προσφεύγουν συστηματικά στη βία. Η πολιτική βία είναι ενιαία, ομοούσια και αδιαίρετη. Όσοι την υποστηρίζουν και την ασκούν, είναι το ίδιο ένοχοι.
Συνέχεια

[1] Κορυφαία ίσως εκδήλωση αυτής της ρητορικής του μίσους η ομιλία του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Στάθη Παναγούλη, στη Βουλή στις 10 Νοεμβρίου 2012 στην οποία ανέφερε πως όσοι έχουν υπογράψει το Μνημόνιο «θα παρακαλάνε να περάσουν από ειδικό δικαστήριο παρά να έχουν το τέλος του πρέσβη των ΗΠΑ στη Λιβύη». Χειροκροτήθηκε από πολλούς βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στους οποίους και ο Μανόλης Γλέζος.
[2] Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Kάπα Research που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, στις 10 Ιουλίου 2011, ένας στους δύο πολίτες τάσσεται υπέρ των προπηλακισμών βουλευτών, δηλαδή υποστηρίζει την πολιτική βία. Πιο συγκεκριμένα, ένα ποσοστό 49,6% αναφέρει ότι εγκρίνει τα επεισόδια σε βάρος βουλευτών, ενώ ποσοστό 40,5% τα αποδοκιμάζει.
[3] Έχουν καταγραφεί εκατοντάδες περιστατικά πολιτικής βίας της άκρας Αριστεράς, με γενέθλιο τόπο το Σύνταγμα και τις κινητοποιήσεις των «Αγανακτισμένων». Δες σχετικά Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Οι ρίζες της κουλτούρας της βίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα», Thebooks ’ journal, τεύχος 12, Οκτώβριος 2011, σελ. 92-97. Παράλληλα, από τις αρχές του 2012 μέχρι τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς περισσότεροι από 500 μετανάστες δέχτηκαν επιθέσεις από Χρυσαυγίτες. Δες σχετικά Δημήτρης Ψαρράς, Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής, Εκδόσεις Πόλις, 2012, σελ. 425.
[4] Δες Σταύρος Τσακυράκης, «Η βία εναντίον της Δημοκρατίας», Thebooks ’journal, τεύχος 25, Νοέμβριος 2012, σελ. 16-17.
[5] Νίκος Μαραντζίδης, «Πώς δεν θα φτάσουμε στα άκρα», Καθημερινή, 25 Οκτωβρίου 2012.
[6] Δες Πέτρος Μαρτινίδης, «Les Enrages» (Οι «Λυσσασμένοι»), Καθημερινή, 18 Νοεμβρίου 2012.
[7] Δες Γιάννης Βούλγαρης, «Γιατί είναι επικίνδυνη η Χρυσή Αυγή», ΤΑ ΝΕΑ, 15 Σεπτεμβρίου 2012.
[8] Δες σχετικά Παπασαραντόπουλος, όπ. παρ.
[9]Δες Paul Lucardie, “Prophets, purifiers and prolocutors: towards a theory on the emergence of new parties”, Party Politics 6(2 ), 2000, σελ . 175-85.
[10] Ψαρράς, όπ. παρ., σελ. 236.
[11] Αδόλφος Χίτλερ, Ο Αγών μου, Εκδόσεις Κάκτος 2006, σελ. 355.
[12] Στίχοι από το τραγούδι του συγκροτήματος Pogrom , με τίτλο «Μια βόλτα στη Βουλή».
[13] Καρλ Μαρξ, Η 18 η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή, 2005.
[14] Friedrich Engels , Ο ρόλος της βίας στην Ιστορία, Εκδόσεις Μπάυρον, 1974, σελ. 44-45.
[15] Δες σχετικά, Hannah Arendt , Περί Βίας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2000, σελ. 66.
[16] Πρόσφατα κυκλοφόρησε το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Luke March ,RadicalLeftPartiesinEurope, Routledge 2011.
[17]Όπ. παρ., σελ. 10-11.
[18] Δες σχετικά http://eksegersis.blogspot.gr/2009/01/blog-post_30.html (ανάκτηση 17 Νοεμβρίου 2012).
[19] Δες σχετικά, Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, «Η βία, τα δελτία τύπου και ο σοσιαλισμός», εφημερίδα Αυγή, 14 Δεκεμβρίου 2008.
[20] Δήλωση Αλέξη Τσίπρα στις 8 Ιουλίου 2011.
[21]March , όπ. παρ., σελ. 11.
[22] Για τη διάκριση ανάμεσα στην «παθολογική ομαλότητα» και την «ομαλή παθολογία» δες CasMudde , Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Επίκεντρο 2011, σελ. 395.

Η βία της Αριστεράς

Η ένσταση στα παραπάνω, έχει ήδη διατυπωθεί. Ο Αλέξης Τσίπρας λέει ότι η βία είναι απάντηση στη βία των μέτρων και της εξουσίας, παρότι την καταδικάζει. Πρόκειται για ένα βαθύτατα αντιδημοκρατικό επιχείρημα. Στις κοινωνίες της νεωτερικότητας, όπως ορθά επισήμανε ο Μαξ Βέμπερ, το κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας. Οι πολίτες μπορούν να εκφράζουν την αντίθεσή τους με ειρηνικές διαδηλώσεις, απεργίες, κινητοποιήσεις και κυρίως με την ψήφο τους. Στο όνομα ποιου σκοπού και ποιας επαναστατικής πρωτοπορίας, μειοψηφίες νομιμοποιούνται να χρησιμοποιούν πολιτική βία;
Μια άλλη ένσταση είναι ότι η βία της Αριστεράς «έχει άλλη πολιτική προέλευση και στόχευση, συνεπώς άλλο αξιακό περιεχόμενο».
Παρόμοια επιχειρηματολογία διατυπώθηκε σε ένα, κατά τα άλλα, εξαιρετικό κείμενο των αγαπητών Μάνου Ματσαγγάνη, Δημήτρη Σκάλκου και Γιώργου Σιακαντάρη, όπου υποστηριζόταν ότι «η κοινωνία όμως υποφέρει και από τη σύγχυση της ταύτισης των άκρων. Η βία είναι καταδικαστέα από όπου και αν προέρχεται, πάντοτε. Όμως, ανάμεσα στις αντιδημοκρατικές πρακτικές της Άκρας Αριστεράς και στη δηλητηρίαση των δημοκρατικών θεσμών που υπόσχεται η Άκρα Δεξιά, υπάρχει ποιοτική διαφορά» [1]. Πέραν του ότι το απόσπασμα αυτό μοιάζει τελείως ξένο προς το συνολικό πνεύμα του κειμένου, δεν τεκμηριώνεται καθόλου και προκαλεί εύλογες απορίες.
Αδυνατώ να αντιληφθώ ποια είναι η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις μολότοφ των ακροαριστερών που δολοφόνησαν αθώους εργαζόμενους στη «Μαρφίν» και στα μαχαίρια των ακροδεξιών που δολοφόνησαν μετανάστες. Ποια είναι η ποιοτική διαφορά ή το διαφορετικό αξιακό περιεχόμενο ανάμεσα στους Χρυσαυγίτες που καταστρέφουν πάγκους μικροπωλητών επειδή είναι μετανάστες και στους ακροαριστερούς που εισβάλλουν στα μηχανογραφικά κέντρα των πανεπιστημίων για να ματαιώσουν ψηφοφορίες; Υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στους συνδικαλιστές που επιτέθηκαν στον Γερμανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη και στους ακροδεξιούς που επιχείρησαν να ματαιώσουν θεατρική παράσταση;
Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει καμία διαφορά. Όλοι τους συγκροτούν εξ αδιαιρέτου ένα φαιοκόκκινο μέτωπο αντιδημοκρατίας και αυταρχισμού, που βασίζεται σε ομοειδές αξιακό περιεχόμενο, εκείνο του ολοκληρωτισμού.
Όπως περιγράφει με απόγνωση ο Πέτρος Μαρτινίδης για τα τεκταινόμενα στα ΑΕΙ, «… αποκορύφωμα, ωστόσο, ήταν η συμβολή και συναδέλφων καθηγητών στην παρεμπόδιση της ψηφοφορίας, με τον ανυπέρβλητο ισχυρισμό ότι αυτοί “δεν ασκούν βία”. Απλώς, στέκονται μπρος στις εισόδους των χώρων εκλογής και θα πρέπει να βιαιοπραγήσουν, παραμερίζοντάς τους, εκείνοι που θέλουν να μπουν να ψηφίσουν! Ιδού, λοιπόν, μια κρίσιμη διαφορά των δύο “άκρων”. Οι Χρυσαυγίτες σε δέρνουν κατευθείαν, ενώ στην ΕΑΑΚ ζητούν να τους δώσεις άλλοθι για να σε δείρουν» [2].

Ο Μάνος Ματσαγγάνης έκανε το ακόλουθο σχόλιο στο facebook για την τοποθέτηση αυτή: «Εκτιμώ παρόλα αυτά ότι ο κίνδυνος από την ΧΑ είναι μεγαλύτερος. Πρώτον, επειδή η βία της ακροδεξιάς είναι πιο τυφλή και γενικευμένη (αυτό άλλωστε έδειξε και η εμπειρία των “χρόνων του μολυβιού” των δεκαετιών ’70 και ’80 στην Ιταλία). Δεύτερον, επειδή οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους (π.χ., η αστυνομία) μου φαίνονται πολύ πιο επιρρεπείς στη διάβρωση από την ακροδεξιά, παρά από την ακροαριστερά. Τρίτον, επειδή η βία της ακροδεξιάς εδράζεται σε ένα πολιτισμικό υπόβαθρο, κοινό σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας: “πατρίς-θρησκεία-οικογένεια”, “έθνος ανάδελφο” και όλα τα σχετικά –σε μια κόκκινη γραμμή που συνδέει τη μετεμφυλιακή δεξιά, το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’70 (ΕΛΕ κτλ), το Μακεδονικό, την ΠΟΛΑΝ του Σαμαρά, τον Χριστόδουλο κτλ».
Οι διαπιστώσεις αυτές ενδεχομένως να είναι ορθές, παρότι διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις. Για παράδειγμα, στα πανεπιστήμια –βασικό μοχλό οποιασδήποτε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας– ισχύει η διαπίστωση ότι «η βία της ακροδεξιάς είναι πιο τυφλή»; Στα συνδικάτα; Στις διαδηλώσεις; Στην τοπική αυτοδιοίκηση; Οι θέσεις του ΜΜ δεν απαντούν στο ποια ακριβώς είναι η «ποιοτική διαφορά» ανάμεσα στην ακροδεξιά και την ακροαριστερή βία. Ο βαθμός επικινδυνότητας σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει διαφορετικό «παράδειγμα».
Ο Γιώργος Σιακαντάρης βασίζει την ύπαρξη αυτής της διαφοράς στα ακόλουθα: «Πιστεύω όμως πως δεν υπάρχει τίποτα πιο απεχθές για την ανθρωπότητα από εκείνο το πνεύμα που χωρίζει τους ανθρώπους σε ανώτερους και σε “υπανθρώπους”, είναι ακόμη πιο επικίνδυνο από το δόγμα που χωρίζει τους ανθρώπους σε ταξικά ανώτερους και κατώτερους. Η ένστασή μου για την εξομοίωση των άκρων, αναζητεί τις αρχές της στη Χάνα Άρεντ η οποία θεωρούσε πως οποιαδήποτε εξομοίωση του κακού, μετατρέπει σε κοινοτοπία το απόλυτο κακό, που γι’ αυτήν ήταν ο φασισμός. Η εξομοίωση και η μετατροπή του απόλυτου κακού σε κοινοτοπία, οδηγεί στην αθώωση του φασισμού» [3].
Η άποψη του Γιώργου Σιακαντάρη [4] έχει θεωρητικό βάθος και εδράζεται σε μια ιστορία παθιασμένων θεωρητικών συγκρούσεων στη μεταπολεμική Ευρώπη για τη φύση του κομμουνισμού και τη σχέση του με το ναζισμό. Αναρωτιέμαι εάν, υπό το φως των αποκαλύψεων που δημοσιοποιήθηκαν μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, αυτή η διάκριση μπορεί σήμερα να τεκμηριωθεί με επάρκεια. Οι διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες είχαν εντυπωσιακά όμοια πολιτικά αποτελέσματα.
Εκατομμύρια αθώοι άνθρωποι ετελεύτησαν αδίκως εν στόματι μαχαίρας. Μήπως ο εθνοφυλετισμός και ο μαρξισμός-λενινισμός δεν έχουν και τόσο μεγάλες ιδεολογικές διαφορές; Όταν το ουσιώδες συστατικό στοιχείο του φασισμού είναι η βία και η μηδενική ανοχή στη Διαφορά, πού ακριβώς διαφέρει από τη μαρξιστική ορθοδοξία και τη σταλινική της κωδικοποίηση;
Νομίζω επίσης ότι είναι λανθασμένη η άποψη του ίδιου ότι, «… είναι όμως το ίδιο επιδερμική και ανόητη η άποψη που θεωρεί πως ο κόσμος θα είχε κάνει έστω και ένα βήμα από την προϊστορική εποχή, αν δεν υπήρχε η βία κατά των ισχυρών και οι δημοκρατικές επαναστάσεις» [5]. Πρόκειται για ιστορικό αναχρονισμό, για ανάγνωση του παρελθόντος με τα μάτια του παρόντος. Η βία ήταν αναπόφευκτη για την επιβολή της νεωτερικότητας απέναντι στα προνεωτερικά καθεστώτα (καπιταλισμός και φεουδαρχία με άλλη ορολογία). Εντός της νεωτερικότητας όμως, για όσους υποστηρίζουν το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα και όχι την Επανάσταση, η βία, από όπου και εάν προέρχεται, δεν είναι αποδεκτή. Αξίζει ίσως να συζητήσουμε περισσότερο τα ζητήματα αυτά.
Ο Δημήτρης Σκάλκος, από φιλελεύθερη σκοπιά, σε άλλο κείμενό του [6], κάνει την ακόλουθη επισήμανση που είναι σε αντίθεση με την επίμαχη παράγραφο: «Αυτή η σύμπτωση απόψεων δεν είναι διόλου τυχαία. Αντίθετα, εκφράζει βαθύτερες συγκλίσεις σε επίπεδο αρχών, ιδεών και αντιλήψεων. Αν και δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι θεμελιώδεις διαφορές και οι έντονες αντιπαλότητες ανάμεσα στα πολιτικά άκρα, πρόκειται ωστόσο για “αδελφικό μίσος”, καθώς, σε πάμπολλες περιπτώσεις, έχουν προέλθει από την ίδια ιδεολογική μήτρα».
Πρέπει να επισημάνουμε επίσης ότι, από πολιτική άποψη, ο διαχωρισμός της βίας σε «καλή» όταν προέρχεται από την Αριστερά και σε «κακή» όταν προέρχεται από τη Δεξιά, εθίζει επικίνδυνα τον «κοινό νου» στην ίδια τη βία. Παράλληλα, λειτουργεί ως προθάλαμος κοινωνικής νομιμοποίησης της κουλτούρας της βίας, δεδομένου ότι τα όρια ανάμεσα στα δύο είδη βίας είναι εντελώς δυσδιάκριτα.

Η ανθρωπολογική διάσταση ή ο συριζαυγίτης
Υπάρχει ένα ακόμα σημαντικό επιχείρημα υπέρ της ταύτισης των άκρων. Η ανθρωπολογική διάσταση. Σύμφωνα με μετρήσεις, 16% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ έχουν θετική άποψη για τον ηγέτη της «Χρυσής Αυγής» Νίκο Μιχαλολιάκο[7] και 49% έχουν θετική άποψη για τον ηγέτη των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» Πάνο Καμμένο [8]. Οι ψηφοφόροι του Καμμένου έχουν κατά 38% θετική άποψη για τον Τσίπρα. Το εμπειρικό δεδομένο που εύκολα διαπιστώνει κανείς στον κοινωνικό του περίγυρο, ανθρώπων που ταλαντεύονται ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ, τη «Χρυσή Αυγή» και τους «Ανεξάρτητους Έλληνες», έχει και στατιστική τεκμηρίωση και επαλήθευση. Το ανθρωπολογικό είδος του Συριζαυγίτη είναι υπαρκτό και μετρήσιμο.
Αξίζει να διαβάσει κανείς πρόσφατο κείμενο του Παναγιώτη Δημητρά [9], όπου αποδεικνύεται με συγκεκριμένα στοιχεία σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης ότι οι θέσεις της «Χρυσής Αυγής», υιοθετούνται από ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα, κυρίως «αντιμνημονιακών» πολιτικών στελεχών. Η ακροδεξιά δεξαμενή αρδεύει και άλλους πολιτικούς χώρους [10]. Διατυπώνω ως υπόθεση εργασίας, ότι, στη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να λειτουργήσει και ως προθάλαμος μετάβασης σε εξτρεμιστικούς χώρους, όχι μόνο ακροαριστερούς αλλά και ακροδεξιούς.
Το φαινόμενο αυτό έχει επισημανθεί από πολλούς μελετητές και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε ό,τι αφορά την ανθρωπολογική σύγκλιση ριζοσπαστικής Ακροαριστεράς και Ακροδεξιάς. Λόγω αυτής της ιδεολογικής τους φυσιογνωμίας, τα ακροαριστερά κόμματα είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην Ακροδεξιά, που χρησιμοποιεί παρεμφερή «αντισυστημική» ρητορεία. Σε πολλές περιπτώσεις, «οι ψήφοι στην ακροαριστερά και την ακροδεξιά επικαλύπτονται: Η λέξη “αριστερο-λεπενιστής” επινοήθηκε για να περιγράψει τους Γάλλους κομμουνιστές ψηφοφόρους οι οποίοι προσχώρησαν στην ακροδεξιά» [11].
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο, κάποια ακροαριστερά κόμματα, όπως το γερμανικό Die Linke, επιλέγουν τη λαϊκιστική μετάλλαξη, εγκαταλείποντας θεμελιώδεις αρχές του μαρξιστικού πυρήνα τους. Όπως έχει επισημανθεί, «τα σοσιαλ-λαϊκιστικά κόμματα, δεν είναι πλέον ανοιχτά μαρξιστικά, αφού ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να επεκτείνουν την εκλογική τους αντιπροσώπευση. Είναι λαϊκιστές ως προς την αντιπαράθεση μεταξύ “του ηθικού λαού” και “της διεφθαρμένης ελίτ”… Τα κόμματα αυτά παρουσιάζονται ως η φωνή του λαού, παρά ως η εμπροσθοφυλακή του προλεταριάτου.» [12]
Η κρίσιμη απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ
Στην εύλογη ερώτηση εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται με τη «Χρυσή Αυγή», βάσει των όσων αναπτύχθηκαν παραπάνω, η απάντηση είναι αρνητική. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην πλειοψηφία τού στελεχικού του δυναμικού κόμμα της ριζοσπαστικής Ακροαριστεράς, με μια πολύ δυναμική εξτρεμιστική μειοψηφία. Αντίθετα, η «Χρυσή Αυγή» είναι ένα καθολικά εξτρεμιστικό ακροδεξιό κόμμα.
Η μεγάλη ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στο ότι υιοθέτησε τη βία των εξτρεμιστικών του στοιχείων, προκειμένου να αποκομίσει οφέλη, στα πλαίσια της λαϊκιστικής του μετάλλαξης. Παράλληλα, δημιούργησε το εύφορο έδαφος στους πασοκογενείς λαϊκιστές, που προσχώρησαν στις γραμμές του για να υιοθετήσουν και να υλοποιήσουν την κουλτούρα της βίας και του μίσους.
Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο μεσο-κοινωνικό επίπεδο, στον συνδικαλισμό, όπου οι πράξεις βίας και αυτοδικίας, καταλήψεων και προπηλακισμών, έχουν ξεπεράσει κάθε όριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τις συλλήψεις για την επίθεση εναντίον του Γερμανού προξένου, συμπαράσταση έσπευσαν να δηλώσουν η ΑΔΕΔΥ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ, με πανομοιότυπες ανακοινώσεις. Μάλιστα, στην ανακοίνωση της ΑΔΕΔΥ καλείται η κυβέρνηση να παρέμβει, προκειμένου να απελευθερωθούν οι συλληφθέντες «και να σταματήσει η αστήρικτη και απαράδεκτη δρομολόγηση της ποινικοποίησης». Είναι φυσικά ιδιαίτερα θετικό ότι η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Ρένα Δούρου, με αφορμή την επίθεση εναντίον του Γερμανού προξένου, καταδίκασε τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται» . Οι έντονες επικρίσεις που δέχτηκε από στελέχη του πολιτικού της χώρου, καταδεικνύουν την αμφιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη βία.
Αυτή η πολιτική επιλογή είναι αδιέξοδη για έναν πολιτικό οργανισμό που είναι στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και επιδιώκει να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Εύχομαι και ελπίζω να το αντιληφθούν έγκαιρα οι εχέφρονες αυτού του κόμματος και να συναισθανθούν σε τι περιπέτειες μπαίνει η χώρα με τη γενίκευση της βίας. Χωρίς ένα μέτωπο των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου εναντίον του πολιτικού εξτρεμισμού και της βίας, η χώρα κινδυνεύει να κατολισθήσει σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου. Όπως επισημαίνει ο Ηλίας Κανέλλης, «Αν το πολιτικό σύστημα ήταν ώριμο, ήδη οι πολιτικές δυνάμεις, έστω αυτές που κινούνται εντός συνταγματικού τόξου, θα είχαν συνεννοηθεί και θα είχαν καταδικάσει τη βία. Η πολιτική διαφωνία είναι εξίσου απαραίτητη με την ανάγκη νηφαλιότητας και επιχειρημάτων στον διάλογο. Αλλά, δυστυχώς, πρωτίστως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιδιώκει τον νηφάλιο διάλογο. Επενδύει στην οργή. Ήδη δρέπουμε τους καρπούς της.» [13]
Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προτείνουν «αντιφασιστικό μέτωπο». Έστω ότι δημιουργείται ένα τέτοιο μέτωπο. Ποια θα ήταν η άποψή του για την εισβολή φοιτητών σε μηχανογραφικά κέντρα πανεπιστημίων; Θα θεωρούσε την εισβολή φασιστική, ή θα υποστήριζε ότι η ηλεκτρονική ψηφοφορία είναι «τεχνοφασισμός»; Σε έναν αγώνα βίας ενάντια στη βία, η υπεροχή της κυβέρνησης υπήρξε πάντοτε απόλυτη, μας προειδοποιούσε η Hannah Arendt . Μόνο εάν ο ΣΥΡΙΖΑ διακόψει κάθε σχέση και αποδοκιμάσει ρητά και όχι ρητορικά τη βία, υπάρχουν ελπίδες να μη δούμε τα χειρότερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κόψει το γόρδιο δεσμό με τους υποστηρικτές της βίας, εγκαταλείποντας τις φαντασιώσεις ότι οι «σύντροφοι» αυτοί ανήκουν στην οικογενειακή φωτογραφία της Αριστεράς. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και το πλέον κρίσιμο ζήτημα αυτού του πολιτικού οργανισμού.
Για όσους δε στο ΣΥΡΙΖΑ αισθάνονται ότι είναι αριστεροί, ας τους θυμίσουμε τα λόγια μιας από τις σημαντικότερες διανοήτριες της Αριστεράς, της Hannah Arendt : «Εφόσον ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης πράξης ποτέ δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα, τα μέσα που χρησιμοποιούνται προς επίτευξη πολιτικών στόχων, τις περισσότερες φορές έχουν μεγαλύτερη σημασία για τον μελλοντικό κόσμο, απ’ ό,τι οι επιδιωκόμενοι στόχοι»[14].
* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Thebooks ’ journal, τεύχος 26, Δεκέμβριος 2012. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου «Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης», εκδόσεις Επίκεντρο.



[1] Μάνος Ματσαγγάνης, Γιώργος Σιακαντάρης, Δημήτρης Σκάλκος, «Ανοιχτή κοινωνία ή βαρβαρότητα. Τo χρέος των σοσιαλδημοκρατών, φιλελεύθερων και αριστερών δημοκρατών», ΤΑ ΝΕΑ,13 Νοεμβρίου 2012.
[2] Πέτρος Μαρτινίδης, «“Συριζαυγίτες”: Τραμπούκοι με άλλοθι», Καθημερινή, 25 Οκτωβρίου 2012.
[3] Σχόλιο στον «τοίχο» του Γιώργου Σιακαντάρη στο facebook .
[4] Η άποψη αυτή αναπτύσσεται αναλυτικά στο Γιώργος Σιακαντάρης «Ακόμη μια φορά για την ταύτιση των άκρων», Athens Voice,
[5] Στο ίδιο.

[6] Δες Δημήτρης Σκάλκος, «Εθνομπολσεβίκοι», http://e-rooster.gr/05/2012/3124 (ανάκτηση 20 Νοεμβρίου 2012), όπου και η καίρια θεωρητικά επισήμανση ότι «τα τελευταία χρόνια, είναι εντυπωσιακό το αναγεννημένο ενδιαφέρον για το έργο του γερμανού αντι-φιλελεύθερου θεωρητικού Καρλ Σμιτ (1888-1985) το οποίο γνωρίζει άνθηση, πέρα από τους παραδοσιακούς συντηρητικούς χώρους, στους ακαδημαϊκούς κύκλους της μετα-κομμουνιστικής Κίνας».

[7] Δημοσκόπηση VPRC για την εφημερίδα Η Ελλάδα Αύριο, 30 Ιουλίου 2012.

[8] Δημοσκόπηση VPRC για περιοδικό Επίκαιρα, 22 Μαρτίου 2012.

[9] Δες Παναγιώτης Δημητράς, «Στις δεξαμενές της Ακροδεξιάς», Thebooks ’journal, τεύχος 25, Νοέμβριος 2012, σελ. 36.

[10] Δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Το Big Bang της Χρυσής Αυγής»,Thebooks ’ journal, τεύχος 23, Σεπτέμβριος 2012, σελ. 12-19.

[11] Luke March, Contemporary Far Left Parties in Europe: From Marxism to the Mainstream?, Bonn/Berlin: Friedrich Ebert Stiftung, 2008.

[12] Luke March and Cas Mudde “What’s Left of the Radical Left? The European Radical Left After 1989: Decline and Mutation”, Comparative European Politics, 2005, 3, (23-49).

[13] Ηλίας Κανέλλης, «Ώστε, βία, λοιπόν...», ΤΑ ΝΕΑ, 16 Νοεμβρίου 2012.

[14]Arendt , όπ. παρ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.