Της Ελίζας Παπαδάκη, ΝΕΑ, 22.11.12
Δεν εξαρτάται πια από την Ελλάδα η υλοποίηση της συμφωνίας του περασμένου Μαρτίου για την αναχρηματοδότηση της χώρας, μοναδικός τρόπος να αποφευχθεί μια καταστροφική χρεοκοπία. Μετά την αποτυχία του Eurogroup να καταλήξει χθες τα ξημερώματα, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ αναγνώρισε, στην ανακοίνωση που εξέδωσε εξ ονόματος των 17 χωρών-μελών της ευρωζώνης, ότι η Ελλάδα εκπλήρωσε όλες τις προϋποθέσεις που της είχαν τεθεί. Προσωπικά το αναγνώρισε επίσης ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δηλώνοντας ταυτόχρονα ικανοποιημένος - και ας το κρατήσουμε, γιατί θα το βρούμε μπροστά μας εφόσον ξεπεραστεί το τωρινό πρόβλημα - διότι έγιναν δεκτές οι γερμανικές θέσεις για έναν ενισχυμένο μηχανισμό ελέγχου στη χώρα μας. Υστερα από ολονύκτιες συζητήσεις οι μετέχοντες έκαναν λόγο για «πολύπλοκες τεχνικές λεπτομέρειες» που μένει να διευθετηθούν, παραπέμποντας στη συνέχιση του Eurogroup την ερχόμενη Δευτέρα. Αλλά, βέβαια, διόλου δεν πρόκειται για «λεπτομέρειες». Εβδομάδες τώρα η παγκόσμια κοινή γνώμη κατακλύζεται από δημοσιεύματα σχετικά με τη διαμάχη ανάμεσα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την ευρωζώνη, τη Γερμανία ιδίως, για το πώς θα εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Αυτή η διαμάχη μπλόκαρε τη λήψη απόφασης χθες. Η περίφημη βιωσιμότητα είναι όμως μια εκτίμηση που στηρίζεται σε εν μέρει αυθαίρετους υπολογισμούς. Γιατί να είναι βιώσιμο ένα χρέος της Ελλάδας στο 120% του ΑΕΠ το 2020, και όχι π.χ. 124% το 2022, αν υποθέταμε ότι από το 2016 θα παρουσίαζε έντονη και συνεχή πτωτική τάση; Πώς κρίνεται βιώσιμο το χρέος της Ιαπωνίας κοντά στο 200% σήμερα, ενώ, αντίθετα, το 1990 δεν ήταν βιώσιμο το χρέος της Αργεντινής στο 50%; Τέτοια ερωτήματα απαντώνται με σειρά παραγόντων όπου ο πιο καθοριστικός είναι τα επιτόκια που εξασφαλίζει μια χώρα για την αναχρηματοδότηση της οικονομίας της. Αυτά, πάλι, σχετίζονται με τη δυνητική οικονομική μεγέθυνση, με το εξωτερικό ισοζύγιο, με δυνητικά πρωτογενή πλεονάσματα στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά επίσης, στην περίπτωσή μας, με πολιτικές αποφάσεις που θα μπορούσε να λάβει το Eurogroup.
Ωστόσο οι μακροχρόνιες μακροοικονομικές προβλέψεις, βάσει των οποίων εκτιμάται η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, τείνουν να μεταβάλλονται εξαιρετικά βραχυπρόθεσμα. Και αυτοί που τις εκπονούν, και αμέσως κατόπιν τις αλλάζουν αποδιοργανώνοντας κάθε εξομάλυνση, είναι κατά πρώτο λόγο οι εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ. Οταν τον Μάρτιο η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ έβαζε την υπογραφή της, μαζί με τους ευρωπαίους ιθύνοντες και τον πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο, στη δεύτερη μεγάλη δανειακή σύμβαση για την Ελλάδα, αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του χρέους προφανώς δεν εγείρονταν. Ανέκυψαν το καλοκαίρι, αφότου η νέα κυβέρνηση Σαμαρά έβαλε στην Ευρώπη θέμα «επιμήκυνσης» του ελληνικού προγράμματος, επίτευξης δηλαδή των στόχων του αργότερα, το 2016 αντί για το 2014. Ετσι ανέκυψε και το περιβόητο «χρηματοδοτικό κενό», η ανάγκη πρόσθετων πόρων για την επιπλέον διετία. Ηδη τότε μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί πόσο ορθή ήταν αυτή η τακτική, αντί να επικεντρωθούν όλες οι προσπάθειες στην άμεση εκταμίευση των υπεσχημένων πόρων: για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την εξόφληση των υποχρεώσεων του Δημοσίου στους προμηθευτές του από το μεγάλο δάνειο, ακόμα για έργα και μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τα διαρθρωτικά ταμεία και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ώστε να πάρει μπροστά η οικονομία μια ώρα αρχύτερα.
Πλέον η πιστωτική ασφυξία, η εντεινόμενη αβεβαιότητα και η συνακόλουθη ακόμα βαθύτερη ύφεση μοιάζουν να δικαιολογούν την επιμήκυνση, χωρίς πάντως να κερδηθεί κάποια άμβλυνση στις περικοπές και τα άλλα επώδυνα μέτρα όπως είχε ελπιστεί - το αντίθετο. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν δικαιολογεί η ολιγόμηνη καθυστέρηση στην εφαρμογή αναγκαίων πολιτικών μια πλήρη ανατροπή των προβλέψεων για το τι ενδέχεται να συμβαίνει οκτώ χρόνια από τώρα. Ούτε έχουν καμία βάση αριθμητικές προβολές οικονομικών μεγεθών από τη χείριστη αφετηρία τούτης της στιγμής, όταν αγνοούν κάθε πολιτική πραγματικότητα: στη χώρα μας την ανάγκη να διεξαχθούν φέτος δύο φορές εκλογές, τη δυσκολία ευρύτερης συνεννόησης σε μια σκληρά δοκιμαζόμενη κοινωνία, στην Ευρώπη την εντεινόμενη δυσφορία, δυσπιστία, ακόμα και ενίσχυση του εθνικισμού σε κάθε χώρα, συνεπεία της κρίσης.
Το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων σε ευρωπαϊκή δημόσια κατοχή, για το οποίο τόσο πιέζει τώρα το ΔΝΤ, ίσως να αντιμετωπιζόταν διαφορετικά όταν σε δύο χρόνια θα γινόταν επίκαιρο, αν στο μεταξύ η ελληνική οικονομία μπει σε πορεία υγιούς ανάπτυξης, προοπτική που τεκμηριώνουν πλήθος στοιχείων, αν παράλληλα η ευρωπαϊκή ενοποίηση προχωρήσει όπως σχεδιάζεται. Η διαμάχη για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι παγίδα, όχι μόνο, ούτε καν κυρίως για την Ελλάδα: μέσω των άλλων ασθενέστερων οικονομιών γίνεται παγίδα για την Ευρώπη ολόκληρη. Υπηρετεί τις σκοπιμότητες όσων δεν θέλουν ενιαία, ισχυρή Ευρώπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.