Της Ελίζας Μπενβενίστε, Lifo.gr
Δέκα μήνες μετά το κλείσιμο της Ελευθεροτυπίας, δύο ομάδες επιγόνων ετοιμάζονται να συνεχίσουν το όραμα της. Τι έφταιξε όμως για την πτώση της;
Είναι Μάρτιος του 2007. Στην αίθουσα συσκέψεων του καθημερινού φύλλου στον 2ο όροφο της «Ελευθεροτυπίας» στη Μίνωος, σ’ έναν στενό χώρο με ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες γύρω-γύρω, μόλις έχει ανακοινωθεί στους εργαζόμενους, που μετά βίας χωράνε στο δωμάτιο, η απόλυση του διευθυντή τους, Σεραφείμ Φυντανίδη, από τη Μάνια Τεγοπούλου. Μαζί, τους έχει γνωστοποιηθεί και το ύψος των μηνιαίων αποδοχών του καθώς και ο τρόπος πληρωμής τους μέσω της εταιρείας που είχε συστήσει γι’ αυτόν το λόγο. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι μουδιασμένοι, κάποιοι ανάβουν τσιγάρο (το κάπνισμα ποτέ δεν απαγορεύτηκε εντός του κτιρίου). Αφενός αισθάνονται ελαφρώς σοκαρισμένοι από τα 47.000 ευρώ που έμπαιναν κάθε μήνα στο ταμείο της εταιρείας του –συνταξιούχου πια– Φυντανίδη. Αφετέρου είναι προβληματισμένοι για το αν η απομάκρυνσή του είναι το καλύτερο για την εφημερίδα εκείνη τη στιγμή. Οι συζητήσεις φουντώνουν με υπέρ και κατά επιχειρήματα. Περισσότερα υπέρ της απόλυσης και πολύ λιγότερα κατά. Πάνω από την οχλαγωγία πετάγεται ένας εργαζόμενος και, απευθυνόμενος στη Μάνια Τεγοπούλου, της λέει «αυτό δεν θα το έκανε ποτέ ο πατέρας σου!», για να λάβει ως απάντηση τη ρητορική ερώτηση: «Ως πότε θα με κυνηγάει η σκιά του πατέρα μου;».
Η παραπάνω σύσκεψη των εργαζομένων είναι ενδεικτική της ατμόσφαιρας που επικρατούσε για δεκαετίες στην εφημερίδα. Καταρχάς, η εντύπωση ότι δεν υπάρχει «γραμμή» και ο καθένας μπορεί να γράψει ό,τι θέλει, αρκεί να το υπογράφει, ίσχυε στο ακέραιο. Ως εκ τούτου, και παρά τη σαφή αριστερή κλίση της εφημερίδας (εσωτερικού, εξωτερικού και διαφόρων συνιστωσών), εξελίσσονταν μέσα σε αυτήν από δεξιοί και παπανδρεϊκοί μέχρι εκσυγχρονιστές. Σύμπνοια, πάντως, απόψεων δεν υπήρχε, κάτι που φάνηκε και στο θέμα Φυντανίδη. Επίσης, επικρατούσε μια ατμόσφαιρα αμεσοδημοκρατίας, όπου όλοι μπορούσαν να πουν ανοιχτά τη γνώμη τους, ακόμα και στην ιδιοκτήτρια της εφημερίδας.
Εξίσου ενδεικτικό είναι και ότι, παρά το γεγονός ότι η εφημερίδα κινδύνευε να μείνει ακυβέρνητη μετά την απομάκρυνση ενός από τους μακροβιότερους διευθυντές του Τύπου στην Ελλάδα, ελάχιστοι έσπευσαν να τον υποστηρίξουν. Άνθρωποι που μέχρι χθες τον έτρεμαν, τον εκτιμούσαν, τον συναναστρέφονταν και τον παραδέχονταν, γαντζώθηκαν πάνω στις αδιανόητες αποδοχές του για να τον απορρίψουν, σκεπτόμενοι προφανώς και την επόμενη μέρα. Εξοργίστηκαν λόγω της ύπαρξης της εταιρείας του ως μέσου πληρωμής από την εφημερίδα, άσχετα αν στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι κι άλλοι συνταξιούχοι και υψηλόμισθοι συντάκτες της «Ελευθεροτυπίας» είχαν επιλέξει ακριβώς τον ίδιο τρόπο για να αμείβονται. Όταν, μάλιστα, προσπάθησε ο ίδιος ο Φυντανίδης να δικαιολογηθεί ενώπιον των εργαζομένων, στην Κύρα Αδάμ –μετέπειτα διευθύντρια της εφημερίδας– αποδίδεται η φράση: «Εμείς θέλουμε διευθυντή με αρχ…, όχι με offshore εταιρείες!».
Λίγα χρόνια νωρίτερα, μετά την Πρωτοχρονιά του 2004-2005, σε μια άλλη αίθουσα συσκέψεων, στον 5ο όροφο εκείνη τη φορά, είχαν μαζευτεί οι ίδιοι άνθρωποι, με αφορμή την κοπή της πίτας, για να γιορτάσουν την επιτυχία της κυκλοφορίας του κυριακάτικου φύλλου. Η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» είχε ανοίξει τον δρόμο των DVD προσφορών, δίνοντας δώρο ντοκιμαντέρ του Discovery και ξεπερνώντας κάποιες Κυριακές τις 400.000 πωλήσεις. Το μερίδιο κυκλοφορίας της το 2004 ήταν 23%, με μέσο όρο τα 238.000 φύλλα, που την έφερνε πρώτη στη γενική κατάταξη των κυριακάτικων εφημερίδων.
Ήταν η εποχή που το πρώτο πράγμα που έκαναν οισυντάκτες του 3ου, τη Δευτέρα το μεσημέρι που εμφανίζονταν στα γραφεία τους, ήταν να μάθουν την κυκλοφορία της εφημερίδας την Κυριακή, ώστε να ξέρουν αν ο διευθυντής τους, Γιάννης Βλαστάρης, θα έχει κέφια ή όχι. Εν τω μεταξύ, και τα έσοδα από τη διαφήμιση ήταν ανάλογα της επιτυχίας. Για να βάλεις τότε ολοσέλιδη, τετράχρωμη διαφήμιση, έπρεπε να διαπραγματευτείς πάνω στην αρχική τιμή, που ήταν 14.500 ευρώ για την εφημερίδα και 7.500 ευρώ για το « Έψιλον».
Τα νούμερα αυτά ενίσχυαν την επικρατούσα άποψη ότι το κυριακάτικο χρηματοδοτεί το καθημερινό. Η μόνη σκιά στο γενικότερο κλίμα ευθυμίας εκείνων των εύρωστων ημερών ήταν η αγωνία για την πορεία της υγείας του Χρήστου (Κίτσου) Τεγόπουλου. Χαρακτηριστική ήταν η φράση που χρησιμοποιούσαν οι παλιότεροι, για να το εμπεδώσουν και οι νεότεροι, που δεν τον πρόλαβαν στα γραφεία του οργανισμού. «Αν πεθάνει ο Κίτσος…». Αυτό μόνο. Ημιτελής πρόταση, με το κομμάτι που λείπει να είναι πιο ισχυρό απ’ οτιδήποτε δυσοίωνο θα μπορούσε να περιγράψει το αβέβαιο μέλλον.
Και ο Κίτσος πεθαίνει το 2006. Και όλοι πρόκειται να δουν τι σημαίνουν τα αποσιωπητικά. Μέσα στο πολυάριθμο πλήθος που παρευρίσκεται στην κηδεία του, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν είδε ή όχι τη μεγάλη του κόρη, Μάνια. Ορισμένοι γαντζώνονται από την απουσία (;) της και οι κακές προβλέψεις για την πορεία της «Ελευθεροτυπίας» παίρνουν τη μορφή χρησμών Ωστόσο, ο πρώτος χρόνος μετά την ανάληψη των εκδοτικών καθηκόντων από πλευράς της τους διαψεύδει. Στη Μίνωος επικρατεί μια κατάσταση ψυχροπολεμικής ισορροπίας, με τον ξάδερφο του Κίτσου, Θανάση Τεγόπουλο –ο οποίος πάντα είχε μια μικρή έστω εμπλοκή στην εφημερίδα–, να προσφέρει εγγυήσεις σταθερότητας. Ενδεικτικό, πάντως, του κλίματος εκείνης της χρονιάς είναι ότι ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων επιθυμούσε να πουληθεί η «Ελευθεροτυπία» σε κάποιον επιχειρηματία.
Οι φήμες των διαδρόμων περιλάμβαναν ως πιθανούς αγοραστές τη Γιάννα Αγγελοπούλου, τον Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, την Τράπεζα Πειραιώς, ακόμη και οίκους του εξωτερικού. Τι ήταν αυτό, όμως, που φόβιζε τους εργαζομένους τόσο στη διάδοχη κατάσταση, ώστε να προτιμούν να δουλεύουν για κάποιον επιχειρηματία, άσχετο με τον δημοσιογραφικό χώρο, θυσιάζοντας ενδεχομένως ακόμη και την περίφημη ελευθερία του Τύπου της «Ελευθεροτυπίας»; Η απάντηση ήταν η μία: η Μάνια.
ΠΑΡΑΓΩΝ ΜΑΝΙΑ
Η Μάνια Τεγοπούλου περιγράφεται τόσο από τους ανθρώπους που τη συμπαθούν όσο και από τους μεγαλύτερους επικριτές της ως μια ιδιόρρυθμη προσωπικότητα. Διαθέτει εντυπωσιακή μνήμη και απεχθάνεται την πολυκοσμία. Ανήκει στο είδος των ανθρώπων που ή τους αντιπαθείς με το «χαίρω πολύ» ή πέφτεις στην παγίδα τους και νομίζεις ότι διαθέτεις το σπάνιο χάρισμα να τους συναισθάνεσαι και τελικά να τους δικαιολογείς τα πάντα. Αδιάφοροι, πάντως, δεν περνάνε.
Έχασε τη μητέρα της όταν ήταν πολύ μικρή. Πρώην εργαζόμενοι στην εφημερίδα, που δούλεψαν δίπλα στον Κίτσο, λένε ότι τη μεγάλωσε σαν το αγόρι που δεν απέκτησε. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι όταν έγινε 20 χρόνων την έπαιρνε να παίζουν μαζί μπαρμπούτι. Άτομο φιλικά προσκείμενο σ’ εκείνη ισχυρίζεται ότι ο Κίτσος ήθελε ν’ αναλάβει η Μάνια την εφημερίδα και ότι, μάλιστα, δούλευε προς αυτή την κατεύθυνση, παίρνοντάς τη μαζί του από τις αρχές τoυ 2000 στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας». Ωστόσο, όποτε ρωτούσε κάτι ή ενδιαφερόταν να μάθει, συνεχίζει η ίδια πηγή, αντιμετώπιζε τη συγκαταβατικότητα των στελεχών. Έτσι δικαιολογεί και τον θυμό που είχε όταν ανέλαβε τελικά την εταιρεία απέναντι σ’ εκείνους που δεν την αποδέχτηκαν ποτέ.
Ενα άλλο σημείο, ενδεικτικό του χαρακτήρα της, όπως διαμορφώθηκε μέσα στο ιδεολογικά αριστερό περιβάλλον του σπιτιού της, ήταν ότι η Μάνια υπήρξε οπαδός της Καταστασιακής Διεθνούς. Πρόκειται για ένα καλλιτεχνικό κίνημα του ακροαριστερού χώρου του 1960, με αρχές την καθαίρεση των θεσμών των καταναλωτικών αγαθών, της έμμισθης εργασίας και της τεχνοκρατίας. Όταν ένα από τα κυρίαρχα συνθήματα του κινήματος είναι «Εργασία; Ποτέ!», αντιλαμβάνεται κανείς την εσωτερική σύγκρουση της διαδόχου του Κίτσου Τεγόπουλου στα ηνία του ιστορικού εκδοτικού οργανισμού.
Ναι, η Μάνια μεγάλωσε μεν ως πλουσιοκόριτσο που δεν του έλειψε τίποτα υλικό, αλλά αυτό τελικά δεν είχε μεγάλη σημασία, αφού υποβάθμισε μέσα της τη σημασία όσων μπορούσαν να αγοράσουν τα χρήματα. Κάτω από αυτό το πρίσμα εξηγείται και η αδυναμία της να προβεί σε απολύσεις δημοσιογράφων – όπως άλλωστε και ο πατέρας της–, με εξαίρεση, βέβαια, τα γνωστά διευθυντικά στελέχη που αντιπαθούσε και λόγω της θέσης τους. Ζει εδώ και αρκετά χρόνια σε ένα διαμέρισμα στο Χαλάνδρι, χωρίς τις γνωστές πολυτέλειες των απογόνων της δικής της οικονομικής κλάσης, και φροντίζει να περνάει πολλές ώρες με την έφηβη κόρη της.
Από την άλλη, εργαζόμενοι που είτε αποχώρησαν γιατί δεν άντεξαν το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς είτε είναι αντίδικοί της, λένε ότι μπορεί να μην είναι φιλοχρήματη, είναι όμως φιλόδοξη. Ότι εσωτερικά ανταγωνίζεται τη δόξα και τη φήμη του πατέρα της. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσουν και την προσπάθειά της να μιμηθεί τα σχόλια που έκανε ο Κίτσος στα παραπολιτικά της εφημερίδας.
Το νόημα των δικών της, βέβαια, συνήθως ελάχιστοι το αντιλαμβάνονταν, τονίζουν. Υποστηρίζουν ακόμα ότι είναι άφιλη και ως εκ τούτου οι άνθρωποι του περιβάλλοντός της βρίσκονται δίπλα της από συμφέρον. Και, τέλος, ότι μπορεί να διέπεται από εξαρχειώτικους κανόνες και χιούμορ, αλλά η αγορά του εξοχικού του Γιωτόπουλου στους Λειψούς, λίγους μήνες πριν αρχίσει ν’ αφήνει απλήρωτους τους εργαζομένους στην «Ελευθεροτυπία», μόνο αριστερή ευαισθησία δεν δείχνει.
Αυτή η γυναίκα, λοιπόν, κλήθηκε –και θέλησε– να αναλάβει την «Ελευθεροτυπία» και μαζί ό,τι «κουβαλούσε» αυτός ο βαρύς τίτλος. Και τα φορτία ήταν πολλά.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΦΟΡΤΩΣΗΣ
Τη δεκαετία του ’80, όταν στην εφημερίδα διαφαίνεται μια ανικανότητα της διοίκησης να χειριστεί τις σπατάλες της, ο Κίτσος Τεγόπουλος προσλαμβάνει ως οικονομικό διευθυντή τον Διονύση Αυγουστινιάτο. Ο οραματιστής εκδότης ήξερε πως χρειαζόταν έναν οικογενειάρχη νοικοκύρη για να του συμμαζέψει το μαγαζί. Ο κύριος Διονύσης ανταποκρίνεται με μεγάλη επιτυχία και κλείνει δουλειές με μεγάλο οικονομικό όφελος για την εταιρεία και τον ιδιοκτήτη της. Εν τω μεταξύ, η είσοδος της Χ.Κ. Τεγόπουλος στο Χρηματιστήριο τη δεκαετία του ’90 αποφέρει στα ταμεία τεράστια κέρδη και σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς των στελεχών της.
Η γενναιοδωρία του Κίτσου έχει ως αποτέλεσμα να αμείβεται με πενταψήφια νούμερα ένας σημαντικός αριθμός εργαζομένων, από διακεκριμένους σκιτσογράφους μέχρι υλατζήδες. Καθιερώνεται σιγά-σιγά ένα εθιμικό δίκαιο σύμφωνα με το οποίο όλοι πληρώνονται κατά 200% περισσότερο τα κυριακάτικα, ενώ βάρδια έχει κάθε Κυριακή μόλις το 1/3 των δημοσιογράφων. Το προσωπικό αυξάνεται αντίστοιχα με το ανθηρό οικονομικό κλίμα. Κάθε συντάκτης αποκτά βοηθό και σε αρκετές περιπτώσεις και ο βοηθός αποκτά βοηθό. Και ποτέ δεν απολύεται κανείς, λόγω της συνειδησιακής σύγκρουσης του επιχειρηματία Κίτσου με το αριστερό κομμάτι του εαυτού του.
Την ίδια στιγμή, οι διευθυντές και οι αρχισυντάκτες της εφημερίδας διαθέτουν εταιρικές πιστωτικές κάρτες με χρεώσεις που φθάνουν τα 800.000 ευρώ τον χρόνο. Κάποιοι –οι πιο προβεβλημένοι– τις χρησιμοποιούν κατά κόρον, προβαίνοντας σε εξόφθαλμες αγορές αποκλειστικά από επιχειρήσεις συγγενικών τους προσώπων. Κάποιοι άλλοι –έξυπνα σκεπτόμενοι– δεν τις αγγίζουν ποτέ. Το σύστημα Φυντανίδη, δηλαδή της σύστασης εταιρείας ως μέσου πληρωμής από την εφημερίδα, ακολουθούν και άλλοι συνταξιούχοι δημοσιογράφοι. Το μαγαζί ξοδεύει πολλά, αλλά βγάζει και πολλά, ενώ και τα τραπεζικά δάνεια συνεχίζουν να ενισχύουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εποχής.
Όλοι έτσι δουλεύουν, άλλωστε. Όταν αναλαμβάνει η Μάνια, η ελαφριά πτώση της διαφήμισης δείχνει ότι η συγκυρία είναι κακή. Πρόκειται, όμως, να γίνει ακόμα χειρότερη.
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ
Το 2007 ο Διονύσης Αυγουστινιάτος αποχωρεί από την οικονομική διαχείριση της εφημερίδας. Επισήμως, διότι έχει κουραστεί να εργάζεται (το όριο συνταξιοδότησης το είχε ξεπεράσει προ πολλού). Ανεπισήμως, διότι δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τη Μάνια. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι ο μόνος. Το όραμά της να ξανακάνει την εφημερίδα την παλιά «Ελευθεροτυπία» της δεκαετίας του ’70 και του ’80, τότε που ο Φυντανίδης κοιμόταν στο αυτοκίνητό του κι ερχόταν με παράταιρες κάλτσες το πρωί, δεν βρίσκει θετική ανταπόκριση.
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό κατά το οποίο σε μία από τις συσκέψεις των διευθυντικών στελεχών, που έχουν φτάσει σε αδιέξοδο σχετικά με την πορεία της εφημερίδας στο εξής, και ενώ έχει πάει 3 το πρωί, τους λέει «η “Ελευθεροτυπία” δεν έχει ξεκινήσει ακόμα», αφήνοντάς τους κάγκελο. Στη νέα εκδοτική πραγματικότητα, όπου η επιβίωση ενός μέσου εξαρτάται άμεσα από τις διαφημιστικές καταχωρήσεις και την τραπεζική χρηματοδότηση, τέτοιες ρομαντικές» απόψεις τούς προκαλούν ρίγη ανασφάλειας.
Ύστερα από την επεισοδιακή αποχώρηση του Φυντανίδη, το κλίμα στην εφημερίδα δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο. Στο περιθώριο των οικονομικών προβλημάτων που έχουν αρχίσει να διαφαίνονται σχηματίζονται και τα πρώτα στρατόπεδα. Από τη μία εκείνοι που θέλουν να διασωθούν τα «βαριά» ονόματα της «Ελευθεροτυπίας» που θεωρούνται η βιτρίνα της και από την άλλη όσοι πιστεύουν ότι ήρθε η ώρα όλοι αυτοί να συνταξιοδοτηθούν και επί της ουσίας, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν οι επόμενοι. Ο 2ος και ο 3ος όροφος της Μίνωος γεμίζουν ανθρώπους πρόθυμους να αναφέρουν στη νέα διοίκηση τι συμβαίνει στην εφημερίδα τις πέντε από τις εφτά μέρες που απουσιάζει η Μάνια από τα γραφεία.
Παλιοί συντάκτες δηλώνουν απογοητευμένοι, επειδή «η ρουφιανιά, που ήταν κάτι ανεπίτρεπτο επί Κίτσου, τώρα έχει γίνει επιβεβλημένο, αν θες να επιβιώσεις».
Η στάση της νέας ιδιοκτήτριας προβληματίζει τους εργαζομένους. Οι τότε διευθυντές είναι με το ρολόι κάθε πρωί για να συμφωνήσουν τηλεφωνικά μαζί της για τα τρέχοντα, πριν απορροφηθεί από τις άλλες ασχολίες της. Δημοσιογράφοι που σήμερα της έχουν κάνει αγωγές, ζητώντας τα δεδουλευμένα τους, λένε χαρακτηριστικά: «Η Μάνια είχε δέκα εμμονές στο μυαλό της για την εφημερίδα.
Μία από αυτές ήταν ο Γιωτόπουλος. Μία άλλη ήταν ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Μιχάλης Χρυσοχοΐδης». Η κόντρα άρχισε με τη σύλληψη σε κατάσταση μέθης της Μάνιας από την Τροχαία Αθηνών τον Νοέμβριο του 2009. Πρώην στέλεχος της εφημερίδας, που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του, αναφέρει ότι «εκείνο το βράδυ η Μάνια φώναζε στον Θανάση Τεγόπουλο να πάρει τηλέφωνο τον υπουργό για να την αφήσουν ελεύθερη».
Ενδεικτικό της ασάφειας που προκαλούσαν οι παρεμβάσεις της είναι και το τηλεφώνημα που έκανε Παρασκευή βράδυ στον αρχισυντάκτη της «Κυριακάτικης», Βαγγέλη Σιαφάκα, την ώρα που έκλεινε το φύλλο, για να γράψουν μόνο ένα μικρό και όχι δύο κομμάτια για την αποχώρηση του Κουβέλη από τον ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο του 2010. Αυτόπτης μάρτυρας λέει ότι ήταν σε έξαλλη κατάσταση και ότι τόσο ο Σιαφάκας όσο και ο Βαγγέλης Καραγιώργος προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν.
Τελικά, μετά από ώρες και αφού είχε λυθεί το ζήτημα, συζητώντας γενικά, της λέει ο Σιαφάκας «πες μας, Μάνια, τι θέλεις για να το κάνουμε» κι εκείνη του απαντάει «μακάρι να ’ξερα τι θέλω». Το περιστατικό αυτό, μαζί και με τις άλλες, γνωστές από δημοσιεύματα στον Τύπο, παρεμβολές της στη γραμμή της εφημερίδας, χτυπάει καμπανάκια στους παλιότερους. Θυμούνται τη Μάνια –πριν ακόμα πεθάνει ο πατέρας της– να περιγράφει πως το όνειρό της είναι να βγάλει μια μέρα ένα μαύρο πρωτοσέλιδο που θα γράφει επάνω μία και μοναδική λέξη: «Τετέλεσθαι».
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
Μαζί με το ασταθές κλίμα που εξαπλώνεται αρχίζει να διαφαίνεται και η κακή οικονομική πορεία της εφημερίδας, την οποία δεν μπορεί να αποτρέψει ούτε η πώληση της κερδοφόρου «Χρυσής Ευκαιρίας» το 2008, αξίας 85 εκατ. ευρώ. Ένα μέρος πηγαίνει σε επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους της εισηγμένης Χ.Κ. Τεγόπουλος. Σαράντα πέντε εκατομμύρια μοιράζονται η Μάνια και η αδελφή της, Λένα, εκ των οποίων το 75% χρησιμοποιείται για να εξυπηρετηθούν παλαιότερα δάνεια που είχε πάρει ο πατέρας τους στο όνομά τους για να χτίσει τις εκτυπωτικές εγκαταστάσεις στο Κορωπί. Τα υπόλοιπα χρησιμοποιούνται για να καλύψουν λειτουργικά έξοδα και μισθοδοσία.
Από την άλλη, η οικονομική αιμορραγία συνεχίζεται. Η εταιρεία θαλάσσιων σκαφών Planatech, ιδιοκτησίας του συζύγου της Μάνιας, Παναγιώτη Λέζου, εντάσσεται ως θυγατρική στη Χ.Κ. Τεγόπουλος και παίρνει δάνεια με εγγυητή τον εκδοτικό οργανισμό. Μέρος του δανείου των 25 εκατ. ευρώ που παίρνει η εκδοτική από την Πειραιώς το 2009 πηγαίνει στην Planatech, ενώ η εφημερίδα αγοράζει από εκείνη σκάφη, τα οποία δίνει ως προσφορά στους αναγνώστες της. Η Planatech κλείνει τελικά την ίδια χρονιά, αφήνοντας μεγάλα χρέη προς την εκδοτική εταιρεία. Ο ίδιος ο Λέζος περιγράφεται από εργαζομένους που τον συναναστράφηκαν στο πλαίσιο της συνεργασίας της εταιρείας του με την Χ.Κ.Τεγόπουλος ως «άνθρωπος που νομίζει ότι τα ξέρει όλα και άτομο που λέει άλλα μπροστά σου και άλλα από πίσω, με στόχο να δημιουργήσει συγκρουσιακό περιβάλλον».
Η «Ελευθεροτυπία» αρχίζει να εμφανίζει τα συμπτώματα της χρεοκοπημένης Ελλάδας: μια διοίκηση ανίκανη να πάρει μέτρα εξόδου από την κρίση, ενώ προστατεύει μόνο το περιβάλλον της. Συντεχνιακά συμφέροντα που λειτουργούν για λογαριασμό τους. Δάνεια που τρέχουν και έσοδα που πέφτουν. Ένα πανάκριβο «Δημόσιο», που βγάζει εκτός τροχιάς τον προϋπολογισμό.
Το οργανόγραμμα του 2008, που γίνεται χάριν καταγραφής του ανθρώπινου δυναμικού της εταιρείας αλλά και για να φανεί τι κάνει ο καθένας, αποκαλύπτει ότι στο μισθολόγιο της εφημερίδας βρίσκονται άτομα που δεν τα γνωρίζει ούτε τα έχει δει κανείς. Ένας απολυμένος σκιτσογράφος συνεχίζει να πληρώνεται επί 14 μήνες, διότι κανείς δεν ενημέρωσε το λογιστήριο για την αποχώρησή του.
Συντάκτρια μιας κάποιας ηλικίας που καλύπτει ρεπορτάζ χορού (!) φέρνει ως έξοδα κίνησης από το Φεστιβάλ της Επιδαύρου ακόμη και αποδείξεις παιδικών γευμάτων Jounior από τα Goody’s (προφανώς είχε πάει με το εγγονάκι της διακοπές). Ρεπόρτερ του αθλητικού τμήματος φεύγει για έναν μήνα το καλοκαίρι με επίσημη αιτιολογία ότι καλύπτει το Μουντιάλ στη Νότια Αφρική. Επιστρέφει και ζητάει την κανονική του άδεια. Μια μικρή έρευνα στα φύλλα του Ιουνίου και του Ιουλίου του 2010 δείχνει ότι όλο αυτό το διάστημα δεν έχει στείλει ούτε μισή ανταπόκριση.
ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
Η Μάνια Τεγοπούλου αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι το να πάρει δάνειο στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία ώστε να συνεχίσει την έκδοση της «Ελευθεροτυπίας» είναι πάρα πολύ δύσκολο. Οι εργαζόμενοι αρχίζουν να ζουν στους ρυθμούς των ραντεβού της Μάνιας με τους αρμόδιους της Alpha Bank και της Εθνικής. Λόγω της αδυναμίας της να συνεννοηθεί μαζί τους, διότι απλώς μιλάνε μια τελείως διαφορετική γλώσσα, ξέρουν ότι κάθε συνάντησή της μαζί τους απομακρύνει το ενδεχόμενο νέας χρηματοδότησης της εταιρείας.
Δεν είναι μόνο ότι οι τράπεζες απαιτούν σχέδιο εξυγίανσης και εγγυήσεις ότι θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω, ενώ εκείνη έχει να παρουσιάσει μόνο μια κατάσταση 870 μισθολογίων –σύμφωνα με την τελευταία καταμέτρηση–που στοιχίζει στην εταιρεία 25 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Είναι και ότι οι δύο πλευρές είναι από άλλο πλανήτη. Παράλληλα με τις αδιέξοδες διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες, η Μάνια έχει κηρύξει τον πόλεμο και στα media shops, με αποτέλεσμα τα έσοδα της εφημερίδας από τις διαφημίσεις να πέφτουν με ρυθμό τετραπλάσιο από των υπολοίπων. Διακατέχεται από ένα πνεύμα κακώς εννοούμενης επαναστατικότητας και βλέπει συνωμοσίες τραπεζιτών με την κυβέρνηση ΓΑΠ πίσω από την άρνηση των πρώτων να τη χρηματοδοτήσουν. Όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά μια πρώην δημοσιογράφος της «Κυριακάτικης»:
«Η Μάνια ξαφνικά ανακάλυψε ότι έχουμε καπιταλισμό. Χαίρω πολύ!». Πάντως, όσοι τάσσονται στο πλευρό της δείχνουν να συμφωνούν με τα σενάρια συνωμοσίας. Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι η «Ελευθεροτυπία» έχει χρέη γύρω στα 70 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που ο ΔΟΛ και ο Πήγασος έχουν πάνω από 200. Το γεγονός ότι η εφημερίδα έχει 2 εκατ. τον μήνα κόστος μισθοδοσίας φαίνεται να το αγνοούν επιδεικτικά.
Μετά την πρώτη καθυστέρηση στο 2ο 15ήμερο τον Ιούλιο του 2011, έρχεται και η δεύτερη και η τρίτη. Το τελειωτικό χτύπημα έρχεται τον Νοέμβριο, όταν η Alpha Bank καταγγέλλει τη δανειακή σύμβαση με τη Χ.Κ. Τεγόπουλος και ανακοινώνει ότι δεν θα δώσει δάνειο στην «Ελευθεροτυπία», ώστε να μπορέσει η ιδιοκτήτρια να καλύψει τις μισθολογικές υποχρεώσεις της.
Είναι πλέον σαφές ότι η εφημερίδα σέρνεται σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Σε μία από τις συσκέψεις που γίνονται εκείνη την εποχή για να αποφασίσουν οι εργαζόμενοι πώς θα αντιδράσουν, σύμφωνα με μαρτυρίες απολυμένων πλέον της Ελευθεροτυπίας», το λόγο παίρνει ο Στάθης Σταυρόπουλος και τους προτρέπει να «βάλουν πλάτη για να μην κλείσει αυτή η ιστορική εφημερίδα». Όπως ισχυρίζονται, Στάθης Σταυρόπουλος, Κύρα Αδάμ και Γιώργος Παπαδόπουλος-Τετράδης τους διαβεβαιώνουν ότι με τη νέα κυβέρνηση η «Ελευθεροτυπία» θα έπαιρνε το δάνειο που χρειαζόταν. Για την ιστορία, ο Στάθης Σταυρόπουλος ήταν ο πρώτος που αποχώρησε από την «Ελευθεροτυπία», για να εργαστεί στη «Real News».
ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ ΚΑΙ ΙΜΑΤΙΑ
Οι απεργίες, το κλείσιμο, η επίσχεση, είναι λίγο πολύ γνωστά. Το καλοκαίρι που μας πέρασε οι εκδόσεις Φιλιππόπουλου, στις οποίες συμμετέχει με ποσοστό και ο όμιλος Βαρδινογιάννη, εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την απόκτηση του ιστορικού οργανισμού. Οι μακροχρόνιοι δεσμοί της οικογένειας Βαρδινογιάννη με την οικογένεια Τεγόπουλου διέπονται από έναν άγραφο κανόνα: ο όμιλος Βαρδινογιάννη θα έχει πάντα μια άτυπη προτεραιότητα όσον αφορά την αγορά της «Ελευθεροτυπίας», αν και εφόσον αυτή πουληθεί. Όσοι γνωρίζουν τους λόγους αυτής της συμφωνίας δεν μιλούν. Είναι πιθανό το ενδεχόμενο, πάντως, να έχει τις ρίζες της στην εποχή που χτιζόταν το συγκρότημα στη Μίνωος και –σύμφωνα με μια ανέκδοτη ιστορία– ο Θοδωρής Βαρδινογιάννης είχε δανείσει, με προφορική συμφωνία, χρήματα στον Κίτσο Τεγόπουλο για τις εργασίες. Μετά ο Θοδωρής Βαρδινογιάννης πέθανε ξαφνικά και η οικογένειά του δεν ζήτησε ποτέ πίσω αυτά τα χρήματα.
Οι όροι, λοιπόν, που συζητήθηκαν για την εξαγορά της εταιρείας από τον Θεοχάρη Φιλιππόπουλο περιλάμβαναν την απόλυση όλων των εργαζομένων με ταυτόχρονη αποζημίωση από πλευράς του και την επαναπρόσληψη 291 εξ αυτών. Το θέμα της ανάληψης των χρεών της Τεγόπουλος από τον νέο της εκδότη, όπως φημολογούνταν, δεν επιβεβαιώθηκε τελικά. Ακόμα κι αν ίσχυε, πάντως, οι δύο πλευρές δεν κατάφεραν να έρθουν σε μια συμφωνία το καλοκαίρι.
ΕΠΙΓΟΝΟΙ
Σήμερα, μια ομάδα απολυμένων ετοιμάζει την έκδοση της «Εφημερίδας των Συντακτών», βασισμένη σε έναν ιδιότυπο συνεταιρισμό των συμμετεχόντων, που ευελπιστεί να καλύψει το κενό που άφησε η «Ελευθεροτυπία». Ωστόσο, κι εκεί έχουν προκύψει ήδη οι πρώτες διαφωνίες. Έχουν μείνει λιγότερα από 100 άτομα, αρκετοί από εκείνους που ήταν αρχικά έχουν αποχωρήσει και οι υπεύθυνοι αναζητούν συνεργάτες και εκτός της πρώην «Ελευθεροτυπίας». Μέχρι τη στιγμή που γράφεται αυτό το κομμάτι είναι άγνωστη η ημερομηνία κυκλοφορίας του φύλλου.
Η πλευρά της Μάνιας Τεγοπούλου, πάλι, αφήνει να διαρρεύσει ότι θέλει να επανεκδώσει μόνη της την «Ελευθεροτυπία», προχωρώντας στο σχέδιο εξυγίανσης που συζητούσε με τον Φιλιππόπουλο. Ζητήσαμε από εκείνη ναμιλήσει σχετικά με την πορεία της εφημερίδας και τον ρόλο της σε αυτήν, αλλά η ευγενέστατη γραμματέας της, με την ελαφρώς ξενική προφορά (σλαβικής προέλευσης;), αφού τη ρώτησε, μας είπε ότι «η κ. Τεγοπούλου δεν δίνει συνεντεύξεις, ούτε θέλει να σχολιάσει αυτά που γίνονται».
Θα μπορούσε να έχει σωθεί η «Ελευθεροτυπία»; Ίσως με άλλη διοίκηση. Ίσως με άλλη νοοτροπία. Ίσως με την αποδοχή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι τίποτα δεν μπορεί να μείνει το ίδιο. Το κενό μετά το «αν πεθάνει ο Κίτσος…» είναι πιο χαώδες από ποτέ. Οk, αθανασία δεν υπάρχει. Αλλά μήπως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε εκείνο το «ουδείς αναντικατάστατος»;
Ποιός πάει που;
Οι δύο «Ελευθεροτυπίες» που αναμένονται και ποιοι συμμετέχουν.
1. Εφημερίδα των Συντακτών
Η εταιρεία ονομάζεται Ανεξάρτητα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης Α.Ε., με πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τον Θοδωρή Μαργαρίτη και μέλη τους Φώτη Κρεμμύδα, Αριστείδη Μανωλάκο και Σωτήρη Μανιάτη, πρόεδρο του Δ.Σ. του Συνεταιρισμού, που κατέχει το 51% των μετοχών.
Συμμετέχουν περίπου 100 εργαζόμενοι, οι οποίοι έχουν συμβάλει στο ταμείο της εταιρείας με 1.000 ευρώ έκαστος και δεν θα πληρωθούν για τους πρώτους δύο-τρεις μήνες. Ήταν να κυκλοφορήσει αρχές Οκτωβρίου, αλλά η ημερομηνία έκδοσης μετατέθηκε για το αμέσως προσεχές διάστημα, μόλις στελεχωθεί και το πολιτικό τμήμα.
Διευθυντής: Νικόλας Βουλέλης
Σύμβουλος έκδοσης: Κων/νος Τσουκαλάς
Διευθυντής Σύνταξης: Σταμάτης Νικολόπουλος
Οικονομικός Διευθυντής: Βαγγέλης Τάτσης
Αρχισυντάκτες
Οικονομικό: Ελένη Κωσταρέλου
Πολιτιστικό: Βένα Γεωργακοπούλου
Ελεύθερο/Υπουργεία: Μπάμπης Αγρόλαμπος
Αθλητικό: Νίκος Ασημακόπουλος
Υπεύθυνος ύλης: Στέλιος Ράπτης
2. Ελευθεροτυπία
Αν και όποτε κυκλοφορήσει ξανά η εφημερίδα, πιθανή θεωρείται η συμμετοχή των Βαγγέλη Παναγόπουλου, Σίσσυς Αλωνιστιώτου, Βαγγέλη Δεληπέτρου, Βασιλικής Σιούτη, Χρήστου Ζέρβα, Ντίνας Καράτζιου και Φίλιππου Συρίγου, που ήταν και οι δημοσιογράφοι που στήριξαν τη Μάνια Τεγοπούλου όλο το προηγούμενο διάστημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.