Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, Μεταρρύθμιση, 3.1ο.12
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2012, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Πάνος Παναγιωτόπουλος μιλώντας στην ελληνική Βουλή, είπε τα ακόλουθα:
«Οι Ένοπλες Δυνάμεις, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ ότι πρέπει να είναι ο χώρος που μας ενώνει, όχι ο χώρος που μας χωρίζει. Είναι ο κεντρικός πυρήνας της εθνικής κυριαρχίας και της κρατικής οντότητας. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, και ανατρέχω στην ιστορία του τόπου μας, ότι οΓερμανός κατακτητής, όταν πάτησε πόδι στη χώρα, το πρώτο που φρόντισε να κάνει ήταν να διαλύσει τις Ένοπλες Δυνάμεις(υπογράμμιση δική μας) γιατί ακριβώς αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα της κρατικής οντότητας, τον κεντρικό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας. Μας διασφαλίζουν ένα μείζον αγαθό, την εθνική ασφάλεια της χώρας, που, ξέρετε, σε πάρα πολλά στάδια της διαχρονικής πορείας αυτού του λαού δεν ήταν ποτέ αυτονόητη.» Έχουν περάσει 90 χρόνια από τότε που ο Walter Lippman πρότεινε την έννοια του στερεοτύπου [1] προκειμένου να εξηγήσει τη διαδικασία διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Τα στερεότυπα έχουν στις περισσότερες περιπτώσεις κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Το πρόβλημα είναι ότι η γενίκευση ή η σύνταξη σε διαφορετικά συμφραζόμενα, δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, ανεξάρτητη από το περιεχόμενο του στερεοτύπου.
Με αυτή την έννοια, ο Πάνος Παναγιωτόπουλος, μέσα σε μία πρόταση συμπύκνωσε έμπρακτα τον ορισμό τού τι σημαίνει πολιτικό στερεότυπο. Η φράση που υπογραμμίσαμε δεν είναι ψεύδος. Όντως, όπως ήταν απολύτως αναμενόμενο, οι Γερμανοί το 1940 κατακτώντας την Ελλάδα, διέλυσαν τον ελληνικό στρατό. Το να αναφέρεται το γεγονός αυτό σε μια συζήτηση στη Βουλή, όπου θίγεται και το θέμα των περικοπών των δαπανών των ενόπλων δυνάμεων, που ζητεί η τρόικα, τότε το στερεοτυπικό μήνυμα είναι πολύ απλό: Οι γερμανοί κατακτητές, δηλαδή η τρόικα, θέλουν σήμερα να διαλύσουν τις ένοπλες δυνάμεις, να καταλύσουν την εθνική μας κυριαρχία και να θέσουν σε κίνδυνο την εθνική μας ασφάλεια.
Φυσικά, ο ηρωικός υπουργός αντιστέκεται μέχρι εσχάτων. Έτοιμος να δώσει ακόμα και τη ζωή του, όπως υπονοεί στο τέλος της ομιλίας του:
«Ας αντλήσουμε εμπειρία και κουράγιο από την ιστορία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων γιατί και τώρα η χώρα διεξάγει έναν ακήρυχτο οικονομικό πόλεμο που της επιβλήθηκε από τις αγορές (υπογράμμιση δική μας). Ελάτε, λοιπόν, να βγούμε όλοι μπροστά, να αντλήσουμε πρότυπα και παραδείγματα από αυτά που έγιναν στο ένδοξο παρελθόν της χώρας μας, γιατί είμαστε ο ίδιος λαός που κατήγαγε εκείνες τις νίκες και μπορούμε και τώρα να τις επαναλάβουμε σε ένα διαφορετικό θέατρο και πεδίο πολεμικής αναμέτρησης, όπως είναι αυτός ο οικονομικός πόλεμος, ο οποίος κορυφώνεται αυτή την περίοδο.»
Ένα ακόμα στερεότυπο κάνει εδώ την εμφάνισή του. Για τα δεινά της χώρας δεν ευθύνεται το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Δεν ευθύνεται το ότι επί δεκαετίες αυτή η χώρα κατανάλωνε πολύ περισσότερα από όσα παρήγαγε. Ο υπουργός, μας λέει ότι είμαστε σε πόλεμο που επιβλήθηκε από εξωγενείς δυνάμεις, τις αγορές αλλά και την τρόικα. Δηλαδή από άλλους, έξω από εμάς. Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των εχθρών[2] είναι να θυμηθούμε το ένδοξο πολεμικό μας παρελθόν. Φρόντισε να το κάνει και αυτό ο υπουργός:
«Θέλω να σας θυμίσω ότι φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του ’12-’13. Σε αυτούς τους πολέμους η Ελλάδα διπλασίασε την επικράτειά της βασιζόμενη στον ελληνικό λαό και στις Ένοπλες Δυνάμεις, που αποτελούν ένα εκλεκτό κομμάτι του.»
Πράγματι, ο λόγος του Πάνου Παναγιωτόπουλου μπορεί να διδάσκεται σε πανεπιστημιακές σχολές ως υπόδειγμα κατασκευής πολιτικών στερεοτύπων, ωςcasestudy.
Στο ίδιο μήκος κύματος, κλιμακώνοντας την ένταση ένα σκαλί παραπάνω, ένας άλλος υπουργός της κυβέρνησης, ο υπουργός Δικαιοσύνης Αντώνης Ρουπακιώτης, μιλώντας στις 14 Σεπτεμβρίου ενώπιον της ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της χώρας στα Χανιά, είπε:
«Σήμερα μιλάμε για δανειστές, οι οποίοι δανειστές απαιτούν πολλά. Απαιτούν μεγάλες θυσίες από τον ελληνικό λαό. Μας βλέπουν ως οφειλέτες, όχι ως εταίρους. Οι δανειστές μας σήμερα απαιτούν πολλές θυσίες και με την έννοια των πολλών και μεγάλων θυσιών απαιτούν αίμα, κυρίες και κύριοι.»(υπογράμμιση δική μας).
Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να κατανοήσουμε το πώς οι δηλώσεις αυτών των δύο κυβερνητικών αξιωματούχων μετασχηματίζονται στον «απλό νου», στο μέσο πολίτη που παρακολουθεί με απόγνωση τα τεκταινόμενα, με τη διαμεσολάβηση των λαϊκιστικών μέσων ενημέρωσης. Το συλλογικό φαντασιακό δεν χρειάζεται περισσότερα για να πειστεί ότι το πρόβλημα της χώρας το έχουν προκαλέσει οι εχθροί της. Οι εχθροί που θέλουν να πιουν το αίμα της, να καταλύσουν την κυριαρχία της και να την κατακτήσουν. Στο τέλος, αυτά δεν τα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ και η Χρυσή Αυγή. Τα λένε υπουργοί της παρούσας κυβέρνησης. Υπάρχει άραγε μεγάλη απόσταση από τις απεχθείς δηλώσεις του προέδρου της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, ότι «τη μπουλντόζα της τρόικας δεν τη σταματάς με παρακάλια και γαρύφαλλα, αλλά με ρουκέτες στις ερπύστριες...»;
Παρατηρούμε, δυστυχώς και πάλι, ένα φαινόμενο που σφράγισε τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Γιώργο Παπανδρέου και συνεχίζεται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα: Οι ίδιοι οι πολιτικοί που έχουν πάρει, ή έχουν αναγκαστεί να πάρουν, ορθές πολιτικές αποφάσεις, τις υπονομεύουν ιδεολογικά, ελπίζοντας ότι θα θεωρηθούν «φίλοι του λαού». Πρόκειται για σχιζοφρενική κατάσταση. Την ίδια στιγμή που κάποιοι συμμετέχουν με κυβερνητικές ευθύνες σε μια προσπάθεια διάσωσης της χώρας, σε συμφωνία με τους δανειστές μας, παραλλήλως απονομιμοποιούν και καταγγέλλουν ιδεολογικά την ίδια την προσπάθειά τους. Δεν αντιλαμβάνονται άραγε ότι με τον τρόπο αυτό στέλνουν, με συστημένη επιστολή, χιλιάδες ψηφοφόρους των κομμάτων τους στις «αντιμνημονιακές» δυνάμεις; Δεν προβληματίζονται από το ότι, σε πρόσφατη δημοσκόπηση, όσον αφορά στο μνημόνιο, το 68% τάσσεται κατά του μνημονίου και το 21% υπέρ, ενώ αυξάνεται και ο ευρωσκεπτικισμός, δεδομένου ότι την Ευρωπαϊκή Ένωση, το 52% την κρίνει θετικά και το 44% αρνητικά [3];
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πάνος Παναγιωτόπουλος, πολιτογραφημένος στη λαϊκή δεξιά, αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό από την άκρα αριστερά. Ο Γιώργος Δελαστίκ σε άρθρο του με τίτλο «Ο Γερμανός κατακτητής» [4], αναφέρει:«Θαρσείν χρη. Ομολογουμένως απαιτείται ασυνήθιστο πολιτικό θάρρος για να τολμήσει να πει κανείς από το βήμα της Βουλής αυτά που είπε την Πέμπτη ο υπουργός Άμυνας Πάνος Παναγιωτόπουλος, ανεξαρτήτως του αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με το περιεχόμενο των λόγων του.»
Δυστυχώς τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, αποδεικνύουν ότι και η παρούσα κυβέρνηση αρνείται να δώσει τη μάχη της ιδεολογίας και της ηγεμονίας. Έμφοβη και ηττοπαθής, προσπαθεί να διαπραγματευτεί πολιτικά, ενώ αυτοκτονεί ιδεολογικά. Επί τρεις και πλέον μήνες διαπραγματεύεται για το πακέτο τον 11,5 δισ., ενώ η κοινωνία δηλητηριάζεται ιδεολογικά, όχι μόνο από την αντιπολίτευση, αλλά και από τα ίδια τα μέλη της κυβέρνησης. Έχοντας επικεντρώσει όλη της την ενέργεια στην οικονομική διαπραγμάτευση, αγνοεί αυτό που τόσο εύστοχα είχε επισημάνει ο Τζον Στιούαρτ Μιλ: «Είναι βαθιά απωθητική η ιδέα μιας κοινωνίας που το μόνο που την κρατά ενωμένη, είναι οι σχέσεις και τα αισθήματα που προκύπτουν από το οικονομικό συμφέρον.»
Οι εξηγήσεις του φαινομένου είναι πολλές. Φαίνεται να έχει βάση η άποψη Βουρλούμη [5] για «… το φόβο της σύγκρουσης ενός ανύπαρκτου κράτους με τους καλά οργανωμένους στρατούς των συντεχνιών που διαφεντεύουν τα κεκτημένα τους. Στρατούς μέσα στους οποίους εντάσσεται πια και αυξανόμενος αριθμός κρατικών οργάνων που υποτίθεται ότι έχουν καθήκον να τηρούν την τάξη. Η γραμμή που ακολουθεί η κυβέρνηση σ’ αυτήν τη συγκυρία, είναι συνεπής με τη στάση όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών. Η δειλία και φυγομαχία του κράτους, όταν ακόμη μπορούσε να επιβληθεί, δημιούργησε τα τέρατα που τώρα το προκαλούν να αναμετρηθεί μαζί τους.»
Με τον τρόπο αυτό, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε ομαδική κατάθλιψη και αφασία. Η μειοψηφία της διαπιστώνει τα αδιέξοδα μιας οικονομιστικής προσέγγισης που δεν παράγει κανένα συλλογικό όραμα, που δεν αρθρώνει κανένα λόγο περί δημόσιου συμφέροντος και η πλειοψηφία της φαντασιώνεται ότι με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούμε να επιστρέψουμε στην πρότερη κατάσταση των δανεικών και της σπατάλης.
Μικρό φως στο βάθος του τούνελ
Σε αυτά τα πλαίσια, μοιάζει σαν σωσίβιο στο πέλαγο, όταν εμφανίζονται δηλώσεις πολιτικών που δείχνουν διάθεση ιδεολογικής αντιπαράθεσης και ρήξεων με τον τρέχοντα διαχειριστικό λόγο.
Πρόσφατα, ο Γεράσιμος Γεωργάτος, ηγετικό στέλεχος της ΔΗΜΑΡ, δεν δίστασε να γράψει ότι «Για σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και για κομμάτι του κόσμου και των στελεχών της Αριστεράς, συνεχίζουν να είναι εμπεδωμένα στερεότυπα που καθορίζουν αποφασιστικά τις απόψεις, την πολιτική στάση τους και τη δράση τους. Έτσι, στις συνθήκες της πολύπλευρης ευρωπαϊκής κρίσης που βιώνει πολλαπλάσια η χώρα μας και οι πολίτες της, η τρόικα, συντιθέμενη από εκπροσώπους του ΔΝΤ και της Ε.Ε., παραπέμπει στη συνείδησή τους, ή μπορεί και ασυνείδητα, στο “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο” και η τρικομματική κυβέρνηση με πλειοψηφία της ΝΔ και πρωθυπουργό τον Α. Σαμαρά, στο “Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά”. Οι ξένοι, μετά βεβαιότητας επιβουλεύονται την εξαίσια χώρα μας, τον επίγειο και υπόγειο πλούτο της και τον περιούσιο λαό της, η δε δεξιοκρατούμενη κυβέρνηση απεργάζεται μετά βεβαιότητας την εξόντωση των εργαζομένων και του λαού. Τα περί χρέους, ελλειμμάτων, δανείων, παγκοσμιοποιημένης αλληλοσύνδεσης των οικονομιών και σημασίας της συμμετοχής μας στην Ε.Ε, αποτελούν ψιλά γράμματα. Αυτά ξέραμε, αυτά συνεχίζουμε στο βάθος να πιστεύουμε.» [6]
Ως ευχάριστη έκπληξη πρέπει επίσης να θεωρηθεί το ότι παρόμοιες ανησυχίες, ενδεχομένως στα πλαίσια αναπροσδιορισμού τής μέχρι σήμερα πολιτικής αυτού του κόμματος, εξέφρασε και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος σε πρόσφατη ομιλία του [7], όπου υποστήριξε ότι: «Μέσα σε αυτό το κλίμα της γενικευμένης ανασφάλειας, της απαισιοδοξίας, της δυσπιστίας, της απόγνωσης, δυστυχώς, για πολλούς συμπολίτες μας, εξακολουθούν ναβρίσκουν πρόσφορο έδαφος κάθε είδους απλουστεύσεις, δημαγωγίες, λαϊκισμοί, εύκολες και απατηλές υποσχέσεις και επιπλέον συνωμοσιολογικές θεωρίεςγια το τι έγινε, τι γίνεται και τι πρέπει να γίνει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κοινός παρονομαστής όλων ανεξαιρέτως των δυνάμεων της σημερινής αντιπολίτευσης, είναι η ενασχόληση όχι με τα αίτια της κρίσης, με το τι προκάλεσε το υπέρμετρο έλλειμμα, το δυσθεώρητο χρέος, το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τον υπερδανεισμό, την εξάρτηση από τις εξαγωγές, τη μείωση της ανταγωνιστικότητας, αλλά μόνο με το μνημόνιο. Χωρίς κανείς να σκέφτεται τι θα είχε συμβεί εάν δεν υπήρχε το μνημόνιο, το πρόγραμμα στήριξης, η δανειακή σύμβαση.»
Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο δηλώσεις πέρασαν μάλλον απαρατήρητες από τα μέσα ενημέρωσης. Παντού επικρατεί ο ισοπεδωτικός λόγος περί των οικονομικών μέτρων, με τη δοσολογία του λαϊκισμού απλώς να ποικίλει από μέσο σε μέσο. Οι δηλώσεις αυτές δεν είναι εύκολες, δεν είναι εύπεπτες, δεν χαϊδεύουν αυτιά. Βρίσκονται ίσως και σε αναντιστοιχία με την τρέχουσα πρακτική των πολιτικών φορέων. Δεν αξίζει να μεταδοθούν και να σχολιαστούν. Ένας είναι ο εχθρός, ο ιμπεριαλισμός, όπως ήταν το σύνθημα που δονούσε τα φοιτητικά αμφιθέατρα της μεταπολίτευσης.
Κόντρα στο ρεύμα
Εάν κάτι χρειάζεται ο τόπος μας στις δύσκολες ημέρες που περνάει και στις ακόμα πιο δύσκολες που θα έλθουν, είναι πολιτικοί, διανοούμενοι και διαμορφωτές της κοινής γνώμης που θα τολμήσουν να πάνε κόντρα στο Zeitgeist, στο κυρίαρχο ρεύμα της «αντιμνημονιακής» ηγεμονίας.
Με τα λόγια του Tony Judt [8]«Χρειαζόμαστε ανθρώπους που να το θεωρούν τιμή τους ότι πηγαίνουν κόντρα στο κύριο ρεύμα της κοινής γνώμης… Το ηθικό σθένος που χρειάζεται για να πρεσβεύσεις μια διαφορετική άποψη και να τη διακηρύξεις σε εξερεθισμένους αναγνώστες ή σε εχθρικά διακείμενους ακροατές, παραμένει παντού είδος εν ανεπαρκεία... Όσον αφορά την πολιτική, η εποχή μας είναι εποχή πυγμαίων…».
Ή, για να πάμε πίσω στους κλασικούς, ας θυμηθούμε και πάλι τον Τζον Στιούαρτ Μιλ και την εκπληκτική διαπίστωσή του:
«Καμία μεγάλη βελτίωση στην τύχη των ανθρώπων δεν είναι δυνατή, προτού επέλθει μια μεγάλη αλλαγή στη θεμελιακή συγκρότηση των τρόπων σκέψης τους.»
[1]Walter Lippman, Public Opinion, πρώτη έκδοση 1922, τελευταία επανέκδοση Free Press 1997.
[2] Για τη Μυθολογία περί εχθρών, δες Πέτρος Παπασαραντόπουλος, « Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί, φωτιά μας ρίξαν οι οχτροί», Μεταρρύθμιση 27 Απριλίου 2012, http://www.metarithmisi.gr/el/readArchives.asp?catID=2&subCatID=8&textID=6808
[3] Πολιτικό Βαρόμετρο Σεπτεμβρίου της Public Issue για τον ΣΚΑΪ και τηνΚαθημερινή. Ενδεικτικό είναι ότι από τους ψηφοφόρους των τριών πρώτων κομμάτων, το 67% των ψηφοφόρων της ΝΔ κρίνει την ΕΕ θετικά. Το αντίστοιχο ποσοστό για το ΠΑΣΟΚ είναι 63% και για τον ΣΥΡΙΖΑ 39%.
[4] Γιώργος Δελαστίκ «Ο Γερμανός κατακτητής», Έθνος, 15 Σεπτεμβρίου 2012.
[5] Παναγής Bουρλούμης, «Οι άνεργοι και οι άλλοι», Καθημερινή, 16 Σεπτεμβρίου 2012.
[6] Γεράσιμος Γεωργάτος, «Μεταμορφώσεις αντιευρωπαϊκών και αντιδεξιών στερεοτύπων», Μεταρρύθμιση, 25 Σεπτεμβρίου 2012, http://www.metarithmisi.gr/el/readArchives.asp?catID=2&subCatID=8&textID=12322
[7] Ομιλία στην κοινή συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας, της πολιτικής γραμματείας και της οργανωτικής γραμματείας του ΠΑΣΟΚ στις 18 Σεπτεμβρίου 2012.
[8]Tony Judt τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.