Από τον ΤΖΟΝ ΓΚΡΕΪ, New York Review Of Books, Athens Review of Books, Σεπτέμβριος 2012
Slavoj Zizek, Less Than Nothing: Hegel and the Shadow of Dialectical Materialism (Λιγότερο από τίποτα: ΟΧέγκελ και η σκιά του διαλεκτικού υλισμού), Verso, σελ. 1.038 Slavoj Zizek, Living in the End Times (Ζώντας στο τέλος εποχής), Verso, σελ. 504
Ελάχιστοι στοχαστές αποτυπώνουν τις αντιφάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού καλύτερα από τον σλοβένο φιλόσοφο και θεωρητικό του πολιτισμού,Σλάβοϊ Ζίζεκ. Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση κατέδειξε πόσο εύθραυστο είναι το σύστημα ελεύθερης αγοράς που οι υπέρμαχοί του θεωρούσαν ότι είχε θριαμβεύσει κατά τον Ψυχρό Πόλεμο? δεν υπάρχει εντούτοις ούτε ίχνος από οτιδήποτε που να μοιάζει με το σοσιαλιστικό σχέδιο που πολλοί στο παρελθόν είχαν θεωρήσει ότι ενσάρκωνε τον διάδοχο του καπιταλισμού. Το έργο του Ζίζεκ, το οποίο αντανακλά ποικιλοτρόπως αυτή την παράδοξη κατάσταση, τον έχει καταστήσει έναν από τους παγκοσμίως γνωστότερους διανοούμενους με δημόσια παρουσία. Γεννημένος στη Λιουμπλιάνα, πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Σλοβενίας στην πρώην Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία μέχρι το 1990, όταν το ομοσπονδιακό κράτος άρχισε να διαλύεται και η Σλοβενία διακήρυξε την ανεξαρτησία της, και με σπουδές εκεί, ο Ζίζεκ έχει περάσει από ακαδημαϊκές θέσεις σε πανεπιστήμια της Βρετανίας, της Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και της Σλοβενίας.
Το ογκωδέστατο έργο του –πάνω από εξήντα τόμοι από την έκδοση του πρώτου βιβλίου του στα Αγγλικά, με τίτλο Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας (The Sublime Object of Ideology, 1989)–,
αμέτρητα άρθρα και συνεντεύξεις, καθώς επίσης ταινίες όπως Ζίζεκ (2005) και Ο οδηγός ενός διεστραμμένου για το σινεμά (The Pervert’s Guide to Cinema, 2006), έχουν διευρύνει την παρουσία του πολύ πέρα από τα όρια του ακαδημαϊκού τομέα. Σε στενή επαφή με τη μαζική κουλτούρα, και ιδιαίτερα τον κινηματογράφο, παρακολουθείται από ένα αρκετά μεγάλο κοινό νεαρής ηλικίας σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων κι εκείνες της μετακομμουνιστικής Ευρώπης. Έχει ένα περιοδικό αφιερωμένο στο έργο του –Διεθνής επιθεώρηση σπουδών γύρω από τον Ζίζεκ (International Journal of Zizek Studies)– το οποίο ξεκίνησε την έκδοσή του το 2007 και στο οποίο το αναγνωστικό κοινό καταγράφεται μέσω facebook, ενώ τον Οκτώβριο του 2011 απηύθυνε ομιλία στα μέλη του κινήματος των Αγανακτισμένων της Νέας Υόρκης (Occupy movement) στο Πάρκο Ζουκότι, ένα γεγονός που πήρε μεγάλη δημοσιότητα και που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στο YouTube.
Η μεγάλη επιρροή του Ζίζεκ δεν σημαίνει ότι η φιλοσοφική και πολιτική θέσητου μπορεί εύκολα να προσδιοριστεί. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σλοβενίας, μέχρι την παραίτησή του το 1988, ο Ζίζεκ είχε επί σειρά ετών δύσκολες σχέσεις με τους ιθύνοντες του Κόμματος, εξαιτίας του ενδιαφέροντός του για ιδέες που θεωρούσαν ανορθόδοξες. Το 1990 κατέβηκε στις εκλογές ως υποψήφιος για την Προεδρία με τη Φιλελεύθερη Δημοκρατία της Σλοβενίας, ένα κόμμα της κεντροαριστεράς το οποίο αποτέλεσε την κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη χώρα για την υπόλοιπη δεκαετία? οι φιλελεύθερες ιδέες όμως, πέρα από το να λειτουργούν ως σημείο αναφοράς για τις θέσεις που ο ίδιος απορρίπτει, δεν διαμόρφωσαν ποτέ τη σκέψη του.
Ο Ζίζεκ απολύθηκε από την πρώτη θέση του ως διδάσκων στο πανεπιστήμιο, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70, όταν οι αρχές της Σλοβενίας έκριναν μια διατριβή του με θέμα τον γαλλικό στρουκτουραλισμό –ένα κίνημα με μεγάλη επιρροή τότε στην ανθρωπολογία, τη γλωσσολογία, την ψυχανάλυση και τη φιλοσοφία, το οποίο υποστήριζε ότι στην ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά εκδηλώνεται παραδειγματικά ένα καθολικό σύστημα αλληλοσχετιζόμενων αρχών– ως «μη μαρξιστική». Το επεισόδιο αυτό έδειξε πόσο περιορισμένη ήταν η πνευματική φιλελευθεροποίηση που προωθούνταν εκείνη την εποχή στη χώρα, όμως το μετέπειτα έργο του Ζίζεκ δείχνει ότι οι αρχές δικαίως έκριναν τον ιδεολογικό προσανατολισμό του ως μη μαρξιστικό.Μέσα από το τεράστιο σώμα κειμένων που έχει παραγάγει από τότε, ο Ζίζεκ ασκεί κριτική στον Μαρξ για το γεγονός ότι δεν υπήρξε αρκούντως ριζοσπαστικός ως προς την απόρριψη των υφιστάμενων τρόπων σκέψης, ενώ εγκωμιάζει τον Χέγκελ –από τον οποίο έχει επηρεαστεί πολύ περισσότερο– για την πρόθεσή του να παραμερίσει την κλασική λογική προκειμένου να αναπτύξει έναν πιο διαλεκτικό τρόπο σκέψης. Όμως τον Χέγκελ τον επικρίνει επίσης για το ότι προσκολλάται υπερβολικά σε παραδοσιακούς τρόπους σκέψης. Ένα κεντρικό θέμα στα γραπτά του Ζίζεκ είναι η ανάγκη του να απαλλαγεί από την υποχρέωση για ιδεολογική αντικειμενικότητα η οποία στο παρελθόν καθοδηγούσε τους ριζοσπάστες στοχαστές.
Το έργο του Ζίζεκ τοποθετείται απέναντι στον Μαρξ σε πολλά ζητήματα. Παρ’ όλο που όφειλε πολλά στην εγελιανή μεταφυσική, ο Μαρξ υπήρξε επίσης ένας εμπειριστής στοχαστής ο οποίος προσπάθησε να διαμορφώσει θεωρίες για την πραγματική πορεία της ιστορικής εξέλιξης. Αυτό που τον απασχολούσε πρωταρχικά δεν ήταν η αφηρημένη ιδέα της επανάστασης, αλλά ένα επαναστατικό σχέδιο που περιλάμβανε συγκεκριμένες και ριζοσπαστικές μεταβολές στους οικονομικούς θεσμούς και τις σχέσεις εξουσίας.
Ο Ζίζεκ δείχνει ελάχιστο ενδιαφέρον για αυτές τις πλευρές της σκέψης του Μαρξ. Έχοντας ως στόχο «να επαναλάβει τη μαρξιστική “κριτική της πολιτικής οικονομίας” χωρίς την ουτοπική-ιδεολογική θεώρηση του κομμουνισμού ως εγγενούςπροτύπου της», πιστεύει πως το «κομμουνιστικό σχέδιο του εικοστού αιώνα ήταν ουτοπικό στο βαθμό ακριβώς που δεν ήταν αρκετά ριζοσπαστικό». Όπως το βλέπει ο Ζίζεκ, υπεύθυνη εν μέρει γι’ αυτήν την αποτυχία ήτανη αντίληψη του Μαρξ για τον κομμουνισμό: «Η έννοια της κομμουνιστικής κοινωνίας στον Μαρξ είναι αυτή ακριβώς η εγγενής καπιταλιστική φαντασίωση? ένα φαντασιακό σενάριο, δηλαδή, για την επίλυση των έντονων αντιθέσεων του καπιταλισμού, τις οποίες περιέγραψε τόσο επιδέξια».
Ενώ απορρίπτει την αντίληψη του Μαρξ για τον κομμουνισμό, ο Ζίζεκ δεν αφιερώνει ούτε μία από τις πάνω από χίλιες σελίδες τού Λιγότερο από τίποτα στον προσδιορισμό του οικονομικού συστήματος ή των κρατικών θεσμών που θα συναντούσαμε σε μία κομμουνιστική κοινωνία του είδους που εκείνος υποστηρίζει. Αντίθετα, καθώς το Λιγότερο από τίποτα αποτελεί στην πράξη ένα συμπίλημα του έως τώρα έργου του, ο Ζίζεκ στρέφεται προς μία επανερμηνεία του Μαρξ διαμέσου του Χέγκελ –ένα από τα μέρη του βιβλίου ονομάζεται «ο Μαρξ ως αναγνώστης του Χέγκελ, ο Χέγκελ ως αναγνώστης του Μαρξ»– και μία επαναδιατύπωση της εγελιανής φιλοσοφίας μέσα από τις ιδέες του γάλλου ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν.
Ως «μεταστρουκτουραλιστής» ο οποίος απέρριπτε την πεποίθηση ότι η πραγματικότητα μπορεί να συλληφθεί στη γλώσσα, ο Λακάν απέρριπτε επίσης την καθιερωμένη ερμηνεία της θεωρίας του Χέγκελ για την «πανουργία του Λόγου», σύμφωνα με την οποία η παγκόσμια ιστορία είναι η πραγμάτωση, με πλάγιους και έμμεσους τρόπους, του Λόγου στην ανθρώπινη ζωή. Για τον Λακάν, όπως τον συνοψίζει ο Ζίζεκ, «η Πανουργία του Λόγου [...] σε καμία περίπτωση δεν ενέχει την πίστη σε κάποιο κρυφό καθοδηγητικό χέρι το οποίο εγγυάται ότι η φαινομενική ενδεχομενικότητα του μη Λόγου θα συμβάλει κατά κάποιον τρόπο στην αρμονία της Ολότητας του Λόγου: αν μη τι άλλο, ενέχει την πίστη στον μη Λόγο». Με βάση αυτήν την ανάγνωση του Λακάν, το μήνυμα της φιλοσοφίας του Χέγκελ δεν είναι η προοδευτική εκδίπλωση της ορθολογικότητας στην Ιστορία, αλλά αντίθετα η ανικανότητα του Λόγου.
Ο Χέγκελ που προκύπτει από τα κείμενα του Ζίζεκ, έχει ως εκ τούτου ελάχιστες ομοιότητες με τον ιδεαλιστή φιλόσοφο που παρουσιάζουν οι καθιερωμένες ιστορίες της σκέψης. Ο Χέγκελ συνδέεται συνήθως με την ιδέα πως η ιστορία έχει μια εγγενή λογική, όπου οι ιδέες ενσαρκώνονται στην πράξη και μετά εγκαταλείπονται, σε μια διαλεκτική διαδικασία κατά την οποία υπερβαίνονται από τις αντίθετές τους. Αντλώντας επιχειρήματααπό τον σύγχρονο γάλλο φιλόσοφο Αλαίν Μπαντιού, ο Ζίζεκ ριζοσπαστικοποιεί αυτή την θεώρηση της διαλεκτικής και την ερμηνεύει έτσι ώστε να σημαίνει την απόρριψη της λογικής αρχής της μη-αντίφασης, με αποτέλεσμα ο Χέγκελ αντί να βλέπει την ορθολογικότητα εν δράσειστην Ιστορία, να απορρίπτει τον ίδιο τον Λόγο, όπως αυτός είχε εννοηθεί κατά το παρελθόν. Στον Χέγκελ ενυπάρχει, σύμφωνα με τον Ζίζεκ, ένα νέο είδος «παρασυνεπούς λογικής» (paraconsistent logic) στην οποία μία πρόταση «δεν καταβάλλεται πραγματικά από την άρνησή της». Αυτή η νέα λογική, υποστηρίζει ο Ζίζεκ, είναι εξόχως κατάλληλη για να κατανοήσουμε τον καπιταλισμό σήμερα. «Δεν είναι άραγε ο “μεταμοντέρνος” καπιταλισμός ένα ολοένα και περισσότερο παρασυνεπές σύστημα;» ερωτά ρητορικά, «στο οποίο, με ποικίλους τρόπους, το Ρ είναι μη-Ρ: η τάξη πραγμάτων είναι η ίδια η παραβίασή της, ο καπιταλισμός μπορεί να ανθίσει σε κομμουνιστικό καθεστώς, και ούτω καθεξής;».
Ο Ζίζεκ παρουσιάζει το Ζώντας στο τέλος εποχής σαν να ασχολείται με αυτήν την κατάσταση. Συνοψίζοντας το κεντρικό θέμα του βιβλίου, ο Ζίζεκ γράφει:
Η βασική προκείμενη του παρόντος βιβλίου είναι απλή: το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα πλησιάζει ένα αποκαλυψιακό σημείο-μηδέν. Οι «τέσσερις ιππότες της Αποκαλύψεως» είναι η οικολογική κρίση, οι συνέπειες της βιογενετικής επανάστασης, οι ανισορροπίες μέσα στο ίδιο το σύστημα (τα προβλήματα πνευματικής ιδιοκτησίας? οι επικείμενοι αγώνες για τις πρώτες ύλες, την τροφή και το νερό), και η εκρηκτική ανάπτυξη των κοινωνικών διαιρέσεων και αποκλεισμών.
Με τους σαρωτικούς ισχυρισμούς του και την πομπώδη ρητορική του, το απόσπασμα αυτό είναι αντιπροσωπευτικό του μεγαλύτερου μέρους του έργου του Ζίζεκ. Αυτό που περιγράφει ως βασική προκείμενη του βιβλίου είναι απλό, μόνο και μόνο επειδή παραβλέπει τα ιστορικά γεγονότα. Διαβάζοντάς το δεν θα υποπτευόταν κανείς πως, αφήνοντας κατά μέρος τις δολοφονίες πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων για ιδεολογικούς λόγους, κάποιες από τις χειρότερες οικολογικές καταστροφές του τελευταίου αιώνα –η καταστροφή της φύσης στην πρώην Σοβιετική Ένωση και η ερήμωση της υπαίθρου κατά την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο, για παράδειγμα– συνέβησαν σε οικονομίες κεντρικού σχεδιασμού. Ο οικολογικός όλεθρος δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του οικονομικού συστήματος που επικρατεί σε μεγάλο μέρος του πλανήτη στην εποχή μας? ενώ ίσως αληθεύει ότι η κυρίαρχη εκδοχή του καπιταλισμού είναι μη βιώσιμη ως προς το περιβάλλον, δεν υπάρχει τίποτα στην ιστορία του περασμένου αιώνα το οποίο να υποδεικνύει ότι το περιβάλλον θα ήταν πιο προστατευμένο εάν εφαρμοζόταν ένα σοσιαλιστικό σύστημα.
Το να ασκούμε όμως κριτική στον Ζίζεκ για το ότι παρέβλεψε αυτά τα γεγονότα είναι σαν να παρερμηνεύουμε τις προθέσεις του, διότι, σε αντίθεση με τον Μαρξ, δεν επιδιώκει να στηρίξει τη θεωρητικολογία του σε μια ανάγνωση της ιστορίας βασισμένη σε γεγονότα. «Η σημερινή ιστορική συγκυρία δεν μας επιβάλλει να καταργήσουμε την έννοια του προλεταριάτου ή τη θέση του προλεταριάτου – αντίθετα, μας επιβάλλει να το ριζοσπαστικοποιήσουμε σε ένα υπαρξιακό επίπεδο που ξεπερνά ακόμα και τη φαντασία του Μαρξ», γράφει. «Χρειαζόμαστε μια πιο ριζοσπαστική έννοια για το προλεταριακό υποκείμενο [ήτοι: το σκεπτόμενο και δρων ανθρώπινο ον], ένα υποκειμένο που έχει αναχθεί στο φευγαλέο σημείο του καρτεσιανού cogito, στερημένο από το ουσιαστικό του περιεχόμενο». Στα χέρια του Ζίζεκ, οι μαρξιστικές ιδέες –οι οποίες στην υλιστική θεώρηση του Μαρξ είχαν ως στόχο να υποδείξουν αντικειμενικά κοινωνικά γεγονότα– γίνονται υποκειμενικές εκφράσεις μιας επαναστατικής δέσμευσης. Το εάν τέτοιες ιδέες αντιστοιχούν σε οτιδήποτε στον κόσμο δεν έχει σημασία.
Υπάρχει εντούτοις ένα πρόβλημα στο σημείο αυτό. Γιατί να υιοθετήσει κανείς τις ιδέες του Ζίζεκ κι όχι κάποιου άλλου; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι πως του Ζίζεκ αληθεύουν με οποιαδήποτε καθιερωμένη έννοια. «Η αλήθεια με την οποία έχουμε να κάνουμε εδώ δεν είναι “αντικειμενική” αλήθεια», γράφει ο Ζίζεκ, «αλλά η αυτοαναφορική αλήθεια για την υποκειμενική θέση του καθενός? ως τέτοια, πρόκειται για μια μεροληπτική αλήθεια, η οποία σταθμίζεται όχι με βάση το αν ανταποκρίνεται στα γεγονότα με ακρίβεια, αλλά με βάση το πώς επηρεάζει την υποκειμενική θέση της εκφοράς».
Αν αυτό σημαίνει κάτι, είναι ότι η αλήθεια καθορίζεται σε σχέση με το πώς μία ιδέα συμφωνεί με τα σχέδια που υπηρετεί ο ομιλητής – στην περίπτωση του Ζίζεκ, με ένα σχέδιο επανάστασης. Αυτό όμως απλώς θέτει το ερώτημα σε ένα άλλο επίπεδο: Γιατί κανείς να υιοθετήσει το σχέδιο του Ζίζεκ; Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με απλό τρόπο, καθώς δεν είναι καθόλου σαφές σε τι ακριβώς συνίσταται αυτό το επαναστατικό σχέδιο. Ο Ζίζεκ δεν δείχνει να αμφισβητεί το ότι μια κοινωνία στην οποία έχει πραγματωθεί ο κομμουνισμός θα ήταν καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη έχει υπάρξει ποτέ. Από την άλλη μεριά, δεν μπορεί να δει οποιεσδήποτε συνθήκες κάτω από τις οποίες ο κομμουνισμός θα μπορούσε να πραγματωθεί. «Ο καπιταλισμός δεν είναι απλώς μια ιστορική περίοδος ανάμεσα στις άλλες. [...] Ο Φράνσις Φουκουγιάμα είχε δίκιο: ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι το “τέλος της ιστορίας”.»[1] Ο κομμουνισμός δεν είναι για τον Ζίζεκ –όπως ήταν για τον Μαρξ– μια πραγματοποιήσιμη κατάσταση, αλλά αυτό που ο Μπαντιού περιγράφει ως μια «υπόθεση», μια αντίληψη με μικρό θετικό περιεχόμενο, η οποία όμως επιτρέπει τη ριζοσπαστική αντίσταση ενάντια στους κυρίαρχους θεσμούς. Ο Ζίζεκ επιμένει ότι μια τέτοια αντίσταση πρέπει να περιλαμβάνει τη χρήση του τρόμου:
Η προκλητική ιδέα του Μπαντιού, ότι θα έπρεπε σήμερα να επανεφεύρουμε τον τρόμο ως μέσο χειραφέτησης, είναι μια από τις πιο βαθυστόχαστες ενοράσεις του. [...] Ανακαλέστε στη μνήμη σας την εκθειαστική υπεράσπιση της Τρομοκρατίας στη Γαλλική Επανάσταση από τον Μπαντιού, στην οποία παραθέτει τη δικαιολόγηση της γκιλοτίνας για τον Λαβουαζιέ: «Η Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη από επιστήμονες».[2]
Μαζί με τον Μπαντιού, ο Ζίζεκ υμνεί κι αυτός την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο αναφέροντάς την ως «την τελευταία πραγματικά σημαντική επαναστατική έκρηξη του εικοστού αιώνα». Ταυτόχρονα όμως θεωρεί την Πολιτιστική Επανάσταση αποτυχία, αναφέροντας το συμπέρασμα του Μπαντιού ότι «η Πολιτιστική Επανάσταση, ακόμα και μέσα στο ίδιο της το αδιέξοδο, αποτελεί μάρτυρα της αδυναμίας να απελευθερωθεί η πολιτική, πραγματικά και σε παγκόσμια κλίμακα, από το πλαίσιο του κόμματος-κράτους».[3] Προφανώς ο Μάο, για ναπροωθήσει την Πολιτιστική Επανάσταση, θα έπρεπε να είχε βρει κάποιον τρόπο να σπάσει τη δύναμη του κόμματος-κράτους. Και πάλι, ο Ζίζεκ εγκωμιάζει τους Κόκκινους Χμερ για το ότι προσπάθησαν να πετύχουν μια πλήρη ρήξη με το παρελθόν. Η προσπάθεια αυτή περιλάμβανε μαζικές δολοφονίες και βασανιστήρια σε κολοσσιαίο μέγεθος? κατά την άποψή του όμως δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο απέτυχε. «Οι Κόκκινοι Χμερ ήταν, κατά κάποιο τρόπο, όχι αρκετά ριζοσπαστικοί: ενώ έφεραντην αφηρημένη άρνηση του παρελθόντος στο όριο, δεν επινόησαν κάποια νέα μορφή συλλογικότητας». (Εδώ, όπως και σε άλλα σημεία, η πλάγια γραφή των λέξεων είναι του Ζίζεκ.) Μια γνήσια επανάσταση ίσως είναι αδύνατη στις παρούσες συνθήκες ή σε οποιεσδήποτε άλλες μπορούμε αυτήν τη στιγμή να φανταστούμε. Ακόμα και έτσι, η επαναστατική βία θα έπρεπε να εξυμνείται ως «απολυτρωτική» ή ακόμα και «θεϊκή».
Ενώ ο Ζίζεκ έχει περιγράψει τον εαυτό του ως Λενινιστή,[4] δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η τοποθέτηση θα ήταν ανάθεμα για τον ηγέτη των Μπολσεβίκων. Ο Λένιν δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να χρησιμοποιήσει τον τρόμο για να προωθήσει την υπόθεση του κομμουνισμού (ενός πρακτικά εφικτού στόχου κατ’ αυτόν). Υπηρετώντας πάντα κάποια πολιτική στρατηγική, η βία ήταν από τη φύση της εργαλειακή. Αντιθέτως, ο Ζίζεκ, παρ’ όλο που δέχεται ότι η βία δεν έχει καταφέρει να πετύχει τους κομμουνιστικούς της στόχους και ούτε έχει καμία τέτοια προοπτική για το μέλλον, επιμένει ότι η επαναστατική βία έχει εγγενή αξία ως συμβολική έκφραση της εξέγερσης – μια θέση που όμοιά της δεν υπάρχει ούτε στον Μαρξ ούτε στον Λένιν. Μια προηγούμενη έκφραση της ιδέας αυτής μπορεί κανείς να δει στο έργο του γάλλου ψυχολόγου Φραντς Φανόν, ο οποίος υπερασπίστηκε τη χρήση βίας ενάντια στην αποικιοκρατία ως διεκδίκηση της ταυτότητας των υποκειμένων στην αποικιοκρατική εξουσία? όμως ο Φανόν έβλεπε αυτή τη βία ως μέρος μιας πάλης για εθνική ανεξαρτησία, ενός στόχου ο οποίος τελικά επιτεύχθηκε.
Μια πιο ξεκάθαρη προηγούμενη έκφρασή της μπορεί να βρεθεί στο έργο του γάλλου θεωρητικού του συνδικαλισμού των αρχών του εικοστού αιώνα, Ζορζ Σορέλ. Στο Στοχασμοί για τη βία (Reflexions sur la Violence, 1908) ο Σορέλ υποστήριξε ότι ο κομμουνισμός ήταν ένας ουτοπικός μύθος – ένας μύθος όμως ο οποίος είχε αξία ως προς το ότι ενέπνεε μια ηθικά αναγεννητική εξέγερση ενάντια στη διαφθορά της αστικής κοινωνίας. Οι ομοιότητες ανάμεσα σε αυτήν την άποψη και την περιγραφή του Ζίζεκ για τη «λυτρωτική βία» η οποία εμπνέεται από την «κομμουνιστική υπόθεση» λένε πολλά.
Η εξύμνηση της βίας είναι ένα από τα κυρίαρχα νήματα στο έργο του Ζίζεκ. Ο Ζίζεκ ψέγει τον Μαρξ για το ότι θεωρεί πως η βία μπορεί να δικαιολογηθεί ως μέρος της σύγκρουσης ανάμεσα σε αντικειμενικά προσδιορισμένες κοινωνικές τάξεις. Ο ταξικός πόλεμος δεν πρέπει να κατανοείται ως «μια σύγκρουση μεταξύ συγκεκριμένων υποκειμένωνμέσα στην κοινωνική πραγματικότητα: δεν πρόκειται για μια διαφορά ανάμεσα στα υποκείμενα (η οποία μπορεί να περιγραφεί μέσα από μια λεπτομερή κοινωνική ανάλυση), αλλά για μια αντιπαλότητα («μια πάλη») η οποία συγκροτεί τα υποκείμενα αυτά». Εφαρμόζοντας τη θεώρηση αυτή, ο Ζίζεκ αναλύει την επίθεση του Στάλιν στους αγρότες και περιγράφει το πώς η διάκριση ανάμεσα στους κουλάκους (τους πλούσιους αγρότες) και τους άλλους έγινε «θολή και ανεφάρμοστη: σε μια κατάσταση γενικευμένης φτώχειας, δεν ίσχυαν πλέον σαφή κριτήρια, και οι άλλες δύο τάξεις των αγροτών συχνά συνεργάζονταν με τους κουλάκους στην αντίστασή τους ενάντια στην διά της βίας κολλεκτιβoποίηση». Ως αντίδραση σε αυτήν την κατάσταση οι σοβιετικές αρχές εισήγαγαν μια νέα κατηγορία, τον υπο-κουλάκο, έναν αγρότη πολύ φτωχό για να υπαχθεί στην κατηγορία των κουλάκων, ο οποίος όμως συμμεριζόταν τις αρχές τους.
Επομένως, η τέχνη της αναγνώρισης ενός κουλάκου, δεν ήταν πλέον θέμα αντικειμενικής κοινωνικής ανάλυσης? έγινε ένα είδος σύνθετης «ερμηνευτικής της υποψίας», για την ταυτοποίηση των «πραγματικών πολιτικών στάσεων» ενός ατόμου που κρύβονται κάτω από τις παραπλανητικές δημόσιες διακηρύξεις του/της.
To να περιγράφει κανείς τις μαζικές δολοφονίες με έναν τέτοιο τρόπο, ως μια άσκηση ερμηνευτικής, είναι αποτρόπαιο και τερατώδες? είναι επίσης χαρακτηριστικό του έργου του Ζίζεκ. Ο Ζίζεκ κατακρίνει την πολιτική κολεκτιβοποίησης του Στάλιν, όχι όμως εξαιτίας των εκατομμυρίων ανθρώπινων ζωών οι οποίες τερματίστηκαν βίαια ή καταστράφηκαν στην πορεία της. Αυτό που κατακρίνει ο Ζίζεκ είναι η επίμονη προσκόλληση του Στάλιν (όσο ασυνεπής ή υποκριτική κι αν ήταν αυτή) σε «“επιστημονικούς” μαρξιστικούς όρους». Το να χρησιμοποιεί κανείς την «αντικειμενική κοινωνική ανάλυση» ως οδηγό του σε συνθήκες επανάστασης είναι σφάλμα: «σε κάποιο σημείο, η διαδικασία πρέπει να διακοπεί απότομα με μια μαζική και βίαιη παρέμβαση του υποκειμενισμού: το να ανήκει κανείς σε μια κοινωνική τάξη δεν είναι ποτέ ένα καθαρά αντικειμενικό κοινωνικό γεγονός, αλλά είναι επίσης πάντα το αποτέλεσμα της πάλης και της κοινωνικής δράσης». Δεν είναι τόσο η αμείλικτη χρήση των βασανιστηρίων και της φονικής βίας από τον Στάλιν, αυτά τα οποία καταδικάζει ο Ζίζεκ, αλλά το γεγονός ότι προσπάθησε να δικαιολογήσει τη συστηματική χρήση της βίας μέσα από αναφορές στη μαρξιστική θεωρία.
Η απόρριψη του Ζίζεκ για οτιδήποτε μπορεί να περιγραφεί ως κοινωνικό γεγονός συνάδει με τον θαυμασμό προς τη βία, τον οποίο εκφράζει στην ερμηνεία του για τον Ναζισμό.Σχολιάζοντας την πολυσυζητημένη σύνδεση του γερμανού φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ με το ναζιστικό καθεστώς, ο Ζίζεκ γράφει: «Η σχέση του με τους Ναζί δεν ήταν ένα απλό λάθος, αλλά μάλλον ένα “σωστό βήμα προς τη λάθος κατεύθυνση”». Αντίθετα με πολλές ερμηνείες του, ο Χάιντεγκερ δεν ήταν ριζοσπαστικά αντιδραστικός. «Διαβάζοντας τον Χάιντεγκερ κόντρα στα καθιερωμένα, ανακαλύπτει κανείς έναν διανοητή ο οποίος ήταν, σε ορισμένα σημεία, παράξενα κοντά στον κομμουνισμό» – μάλιστα, κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Χάιντεγκερ θα μπορούσε να περιγραφεί ως «ένας δυνάμει κομμουνιστής».
Αν η επιλογή του Χάιντεγκερ να υποστηρίξει τον Χίτλερ ήταν λανθασμένη, το λάθος δεν ήταν στο ότι υποτίμησε τη βία που ο Χίτλερ θα εξαπέλυε:
Το πρόβλημα με τον Χίτλερ ήταν ότι δεν ήταν «αρκετά βίαιος», η βία του δεν ήταν αρκετά «ουσιαστική». Ο Χίτλερ, στην πραγματικότητα, δεν έδρασε? όλες οι δράσεις του ήταν στην ουσία αντιδράσεις, διότι δρούσε με τέτοιον τρόπο ώστε να μην αλλάξει πραγματικά τίποτα, σκηνοθετώντας ένα γιγαντιαίων διαστάσεων θέαμα μιας ψευδοεπανάστασης έτσι ώστε να επιβιώσει η καπιταλιστική τάξη. [...] Το αληθινό πρόβλημα του ναζισμού δεν είναι ότι «πήγε πολύ μακριά» στην υποκειμενιστική-μηδενιστική ύβρη της άσκησης απόλυτης εξουσίας, αλλά ότι δεν πήγε αρκετά μακριά, ότι η βία του ήταν μία ανίκανη προσποίηση, η οποία εντέλει παρέμεινε στην υπηρεσία της ίδιας της τάξης την οποία περιφρονούσε.
Φαίνεται ότι το λάθος του Ναζισμού ήταν ότι απέτυχε –όπως και το μεταγενέστερο πείραμα των Κόκκινων Χμερ για μια καθολική επανάσταση– να δημιουργήσει οποιοδήποτε νέο είδος συλλογικής ζωής. Ο Ζίζεκ λέει ελάχιστα ως προς τη φύση της μορφής ζωής που θα είχε ενδεχομένως προκύψει αν η Γερμανία είχε κυβερνηθεί από ένα καθεστώς λιγότερο αντιδραστικό και ανίσχυρο απ’ ό,τι εκείνος κρίνει ότι είχε υπάρξει το καθεστώς του Χίτλερ. Και καθιστά σαφές ότι σε αυτή την καινούργια ζωή δεν θα υπήρχε χώρος για μια συγκεκριμένη μορφή ανθρώπινης ταυτότητας:
Το φαντασιακό status του αντισημιτισμού φανερώνεται ξεκάθαρα σε μια δήλωση που αποδίδεται στον Χίτλερ: «Πρέπει να σκοτώσουμε τον Εβραίο μέσα μας» [...] Η δήλωση του Χίτλερ λέει περισσότερα απ’ όσα θέλει να πει: ενάντια στις προθέσεις του, επιβεβαιώνει ότι οι μη-Εβραίοι χρειάζονται την αντισημιτική φιγούρα του «Εβραίου» προκειμένου να διατηρήσουν την ταυτότητά τους. Έτσι, δεν ισχύει μόνο ότι «ο Εβραίος είναι μέσα μας» – αυτό που ο Χίτλερ μοιραία ξέχασε να προσθέσει είναι ότι αυτός, ο αντισημίτης, είναι επίσης μέσα στον Εβραίο. Τι σημαίνει άραγε αυτή η παράδοξη περιπλοκή για τη μοίρα του αντισημιτισμού;
Ο Ζίζεκ καταδικάζει ρητά «ορισμένα στοιχεία της ριζοσπαστικής Αριστεράς» για την «δυσκολία τους να καταδικάσουν απερίφραστα τον αντισημιτισμό». Είναι δύσκολο όμως να γίνει κατανοητός ο ισχυρισμός ότι οι ταυτότητες των αντισημιτών και των Εβραίων κατά κάποιο τρόπο αλληλοενισχύονται –κάτι το οποίο επαναλαμβάνεται κατά λέξη στο Λιγότερο από τίποτα– εκτός εάν υπονοείται ότι ο μόνος κόσμος όπου ο αντισημιτισμός μπορεί να σταματήσει να υπάρχει είναι εκείνος στον οποίο δεν υπάρχουν πια καθόλου Εβραίοι.
Το να ερμηνεύσει κανείς τον Ζίζεκ ως προς αυτό ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα δεν στερείται δυσκολίας. Υπάρχει καταρχάς η υπέρμετρη πολυλογία του, ένας ποταμός κειμένων τα οποία δεν θα μπορούσε κανένας να διαβάσει στην πλήρη έκτασή τους, αν μη τι άλλο διότι η ροή του χειμάρρου δεν σταματά ποτέ. Υπάρχει επίσης το γεγονός ότι χρησιμοποιεί ένα είδος ακαδημαϊκής ιδιολέκτου με υπαινικτικές αναφορές σε άλλους στοχαστές, η οποία του επιτρέπει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα με έναν έντεχνο και ερμητικά εσωτερικό τρόπο. Όπως αναγνωρίζει και μόνος του, ο Ζίζεκ δανείζεται τον όρο «θεϊκή βία» από το δοκίμιο του Βάλτερ Μπένγιαμιν Για μια κριτική της βίας (ZurKritikderGewalt, 1921). Είναι αμφίβολο αν ο Μπένγιαμιν –ένας στοχαστής με σημαντικές συγγένειες με τη Σχολή της Φρανκφούρτης του ουμανιστικού Μαρξισμού– θα είχε περιγράψει την καταστροφική μανία της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο ή των Κόκκινων Χμερ ως «θεϊκή».
Όμως το θέμα δεν είναι αυτό, διότι χρησιμοποιώντας τη θεώρηση του Μπένγιαμιν, ο Ζίζεκ είναι σε θέση να εγκωμιάσει τη βία και την ίδια στιγμή να ισχυριστεί ότι μιλάει για αυτήν με μία ιδιαίτερη, απόκρυφη έννοια – μια έννοια κατά την οποία ο Γκάντι μπορεί να περιγραφεί ως βιαιότερος από τον Χίτλερ.[5] Και βέβαια, υπάρχει η συνήθης καταφυγή του Ζίζεκ σε ένα εξεζητημένο, κλοουνίστικο παιχνίδι με τις λέξεις:
Η εικονικοποίηση του καπιταλισμού είναι εντέλει η ίδια όπως αυτή του ηλεκτρονίου στη σωματιδιακή φυσική. Η μάζα κάθε στοιχειώδους σωματιδίου αποτελείται από τη μάζα του σε ηρεμία συν τοπλεόνασμαπου του προσδίδει η επιτάχυνση της κίνησής του? εντούτοις όμως, η μάζα ηρεμίας του ηλεκτρονίου είναι ίση με μηδέν, η μάζα του αποτελείται μόνο από το πλεόνασμα που δημιουργείται από την επιτάχυνση, σαν να έχουμε να κάνουμε με ένα τίποτα το οποίο αποκτά κάποια απατηλή ουσία μόνο και μόνο δημιουργώντας μαγικά μια περίσσεια του εαυτού του μέσω της περιστροφής του.
Είναι αδύνατον να διαβάσει κανείς αυτό χωρίς να ανακαλέσει στη μνήμη του την υπόθεση Σόκαλ, στην οποία ο καθηγητής φυσικής Άλαν Σόκαλ υπέβαλε ένα άρθρο-φάρσα, με τίτλο «Υπερβαίνοντας τα όρια: Προς μία μετασχηματιστική ερμηνευτική της κβαντικής βαρύτητας», σε ένα επιστημονικό περιοδικό μεταμοντέρνων πολιτιστικών σπουδών. Ομοίως, είναι δύσκολο για κάποιον να διαβάσει αυτό και πολλά παρόμοια αποσπάσματα στον Ζίζεκ, χωρίς να υποπτευθεί ότι συμμετέχει κι ο ίδιος –συνειδητά ή μη– σε κάποιο είδος αυτοπαρωδίας.
Μπορεί ορισμένοι να μπαίνουν στον πειρασμό να καταδικάσουν τον Ζίζεκ ως φιλόσοφο του ανορθολογισμού, τα εγκώμια του οποίου ως προς τη βία θυμίζουν περισσότερο άκρα δεξιά παρά ριζοσπαστική αριστερά. Τα κείμενά του είναι συχνά προσβλητικά και κατά καιρούς αποτρόπαια (όπως όταν γράφει για τον Χίτλερ ότι είναι παρών «μέσα στον Εβραίο»). Υπάρχει μια περιπαικτική ελαφρότητα στους παιάνες του Ζίζεκ για τον τρόμο, η οποία μάλλον φέρνει στον νου τον ιταλό φουτουριστή και υπερεθνικιστή Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο και τον φασίστα (και μετέπειτα μαοϊστή) συνοδοιπόρο του, Κούρτσιο Μαλαπάρτε, παρά κάποιον στοχαστή της μαρξιστικής παράδοσης. Υπάρχει όμως μια άλλη ανάγνωση του Ζίζεκ, η οποία ίσως φαίνεται πιο εύλογη, βάσει της οποίας δεν είναι περισσότερο επίγονος της δεξιάς απ’ ό,τι είναι μαθητής του Μαρξ ή του Λένιν.
Είτε το όραμα του Μαρξ για τον κομμουνισμό είναι «η εγγενής καπιταλιστική φαντασίωση» είτε όχι, το όραμα του Ζίζεκ –το οποίο πέρα από το να απορρίπτει προγενέστερες ιδέες, δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο– είναι καλά προσαρμοσμένο σε μια οικονομία που βασίζεται στη συνεχή παραγωγή νέων αγαθών και εμπειριών, το καθένα από τα οποία υποτίθεται πως διαφέρει από ό,τι προηγούμενο έχει υπάρξει. Με την κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη να συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση όμως σε αδυναμία να συλλάβει εφαρμόσιμες εναλλακτικές λύσεις, ο άμορφος ριζοσπαστισμός του Ζίζεκ ταιριάζει ιδανικά στον τρόπο σκέψης μιας κοινωνίας που παρακολουθεί καθηλωμένη το θέαμα της ίδιας της ευθραυστότητάς της. Το ότι υπάρχει αυτός ο ισομορφισμός ανάμεσα στη σκέψη του Ζίζεκ και τον σύγχρονο καπιταλισμό δεν αποτελεί έκπληξη. Στο κάτω κάτω, μόνο μια οικονομία σαν αυτή που υφίσταται σήμερα θα μπορούσε να παραγάγει έναν διανοητή σαν τον Ζίζεκ. Ο ρόλος που παίζει ο Ζίζεκ ως διανοούμενος με δημόσια παρουσία και παγκόσμια απήχηση, έχει προκύψει στο πλαίσιο ενός μιντιακού συστήματος και μιας κουλτούρας διασημότητας τα οποία είναι αναπόσπαστα μέρη του μοντέλου καπιταλιστικής επέκτασης που επικρατεί σήμερα.
Σε έναν εκπληκτικό άθλο διανοητικής υπερπαραγωγής, ο Ζίζεκ έχει δημιουργήσει μια φαντασιακή κριτική της σημερινής τάξης πραγμάτων, μια κριτική η οποία υπόσχεταινα απορρίψει σχεδόν οτιδήποτε υπάρχει σήμερα, και με μια έννοια όντως το κάνει αυτό, όμως την ίδια στιγμή αναπαράγει τον παθολογικό, χωρίς στόχο δυναμισμό που παρατηρεί στις λειτουργίες του καπιταλισμού. Επιτυγχάνοντας μια απατηλή ουσία διά της αέναης επανάληψης ενός κατ’ ουσίαν άδειου οράματος, το έργο του Ζίζεκ –το οποίο αποτυπώνει ωραιότατα τις αρχές της παρασυνεπούς λογικής– ισοδυναμεί στο τέλος με λιγότερο από τίποτα.
[Από την New York Review Of Books]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.