Του Πάνου Τσορμπατζόγλου, 14.9.2012
"Δεν είναι ο χρόνος που ξεφτάει ότι καλό ζήσαμε.
Ούτε και η πραγματικότητα με τα κορεσμένα της χρώματα.
Μάλλον η παρθενογένεσή μας φταίει.
Το ό,τι δε γνωρίσαμε ποτέ το πώς και γιατί."
Η αγωνία της προσδοκία έκανε την καρδιά μου , θυμάμαι, να χτυπά τρελαμένη σε δυο περιπτώσεις. Όταν τις Κυριακές το βράδυ, η γειτονιά απέλαυνε-συν γυναιξί και τέκνοις- στο θερινό «Άλσος», στις παρυφές τότε της πόλης, για να απολαύσει, συνήθως, μια ελληνική ταινία μαζί με τα απαραίτητα ροξ και μπυράλ, και όταν ξεκινούσε η ιεροτελεστία της αναχώρησης για το γήπεδο, παρέες ολόκληρες με τις σημαιούλες και τα καπελάκια. Η παρακολούθηση του Κυριακάτικου ποδοσφαιρικού αγώνα ήταν καθαρά αντρική υπόθεση κι εμείς, ακόμη και έφηβοι, απαξιούσαμε να μοιραστούμε τη μυσταγωγία με τα θηλυκά του περίγυρου μια και πιστεύαμε ότι τα χοντρά πειράγματα και καλαμπούρια που ανταλλάζαμε δεν ταίριαζαν με τις δεδομένες(;) ευαισθησίες τους. Σε όλες τις περιπτώσεις πρωταγωνιστούσε η διάχυτη ανάγκη του «μαζί». Η γλύκα του αγγίγματος του δικού σου «άλλου», αυτή που στερούσουν στην καθημερινή μάχη της επιβίωσης και σου προσφέρονταν απλόχερα τις Κυριακές. Βάλσαμο και κουράγιο να συνεχίσεις μέχρις όπου φθάσεις…
Στην πορεία των χρόνων οι θερινοί κινηματογράφοι χάσανε τον πόλεμο σ’ ένα πεδίο ξένο και άγνωστο γι αυτούς. Η «ανάπτυξη» και η αντιπαροχή, όπλα της τεχνολογίας των εργολάβων την οποία δε γνώριζαν, τους αποδεκάτισε. Όπως τους ινδιάνους που μάταια πάλευαν τα «χλωμά» πρόσωπα» με τα όπλα και την απληστία. Ήταν μια νομοτέλεια που όμως είχε την πορεία κύκλου. Όταν ο κορεσμός του άψογου ήχου και της τρισδιάστατης οθόνης παρήλθε και η παρακολούθηση μιας ταινίας έγινε κάτι περισσότερο από καθαρός κινηματογράφος στρεφόμενος ξανά σε «διασκέδαση», τότε οι θερινοί κινηματογράφοι επανέκαμψαν. Με τα τραπεζάκια, τα σάντουιτς και τα αναψυκτικά. Την κουβεντούλα και το χαβαλέ.
Όμως η τύχη του ποδοσφαίρου ήταν αλλιώτικη. Ατυχώς απέδειξε ότι η κοινωνική αποδοχή του ήταν πέρα από κάθε προσδοκία με αποτέλεσμα να κεντρίσει το ενδιαφέρον του κράτους και των ανθρώπων που το χειραγωγούσαν. Οι πολιτικοί της διαπλοκής και των αντιπαροχών ανακάλυψαν μια νέα και τεράστια «αγορά» με «πελάτες» που ήταν πρόθυμοι να αγοράσουν εκδουλεύσεις και προνόμια. Από ‘κει και πέρα η χειραγώγηση τους ήταν εύκολη υπόθεση. Η τακτοποίηση του χώρου αυτού με όρους και προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν την συναλλαγή και, αναπόφευκτα, θα γεννούσαν την απροκάλυπτη διαφθορά, ήταν μονόδρομος. Έτσι οι διοικήσεις των ποδοσφαιρικών συλλόγων που είχαν την αποδοχή των κυβερνόντων,-όταν δεν ήταν των δικών τους επιλογών-κλήθηκαν να λειτουργήσουν σαν ιμάντες των επιθυμιών και των πολιτικών σκοπιμοτήτων των πατρόνων τους. Και ο χορός καλά κρατούσε ώσπου…
Ώσπου το τέρας, ένα ακόμη, που η διαφθορά του πελατειακού κράτους και της ρεμούλας γέννησε, αυτονομήθηκε! Οι πελάτες-οπαδοί των ομάδων πίστεψαν ότι η ασυδοσία και η ανοχή αυτών που ελέγχαν τις ομάδες τους και το κράτος, τους επέτρεπε από κυβερνώμενοι να γίνουν κυβερνήτες! Και να επιβάλλουν ετσιθελικά τις απόψεις και τις επιθυμίες τους μη σεβόμενοι ούτε κατ ελάχιστο τις όποιες, έστω και λίγες, συνθήκες και κανόνες που επιβίωναν στο ποδόσφαιρο. Και τότε η καταστροφή σάρωσε το άθλημα σαν τσουνάμι. Τίποτε δεν έμεινε όρθιο. Οι πολιτικοί καθοδηγητές των συλλόγων προπηλακίστηκαν, οι παράγοντες εκδιώχτηκαν, κάποτε, ξυλοκοπήθηκαν, τα σωματεία ισοπεδώθηκαν και οι οπαδοί, μεταβλήθηκαν σε όχλο βαρβάρων που χόρευε στα συντρίμμια που δημιούργησε.
Στην συγκυρία των ημερών η καταστροφή που επήλθε μοιάζει μη αναστρέψιμη. Ιερά και όσια κατακρημνίστηκαν. Οι μέχρι χθες «ήρωες» παραπέμπονται για υπεξαίρεση της περιουσίας των ομάδων τους σε βαθμό κακουργήματος, οι διορισμένοι από την «κερκίδα» πρόεδροι εκδιώκονται ως διεφθαρμένοι, όσοι δε από τους παράγοντες επένδυσαν ανιδιοτελώς στο αγαπημένο τους χόμπι είδαν την αξιοπρέπεια και, συχνά, την περιουσία τους να εξαφανίζεται). Τίποτε, αλλοίμονο, δεν έμεινε όπως παλιά.
Ούτε τα απογεύματα της Κυριακής. Γιατί να πάω και τι να δω; την πολυχρωμία της κερκίδας τη σκέπασε το γκρίζο του άλογου πάθους που ερωτοτροπεί με το μίσος. Που κυριαρχεί χωρίς εμπόδια και παγώνει τη διάθεση για τα τεκταινόμενα στον αγωνιστικό χώρο. Μετά από μισό αιώνα συνεχούς συν-μετοχής στο θέαμα η όραση μου αδυνατεί να ξεπεράσει την καταχνιά του αδιέξοδου και της θλίψης που απλώθηκε πάνω από τα γήπεδα.
Καλύτερα να μείνω στο σπίτι για ένα μεσημεριανό υπνάκο. Τελειώσαμε.
"Δεν είναι ο χρόνος που ξεφτάει ότι καλό ζήσαμε.
Ούτε και η πραγματικότητα με τα κορεσμένα της χρώματα.
Μάλλον η παρθενογένεσή μας φταίει.
Το ό,τι δε γνωρίσαμε ποτέ το πώς και γιατί."
Η αγωνία της προσδοκία έκανε την καρδιά μου , θυμάμαι, να χτυπά τρελαμένη σε δυο περιπτώσεις. Όταν τις Κυριακές το βράδυ, η γειτονιά απέλαυνε-συν γυναιξί και τέκνοις- στο θερινό «Άλσος», στις παρυφές τότε της πόλης, για να απολαύσει, συνήθως, μια ελληνική ταινία μαζί με τα απαραίτητα ροξ και μπυράλ, και όταν ξεκινούσε η ιεροτελεστία της αναχώρησης για το γήπεδο, παρέες ολόκληρες με τις σημαιούλες και τα καπελάκια. Η παρακολούθηση του Κυριακάτικου ποδοσφαιρικού αγώνα ήταν καθαρά αντρική υπόθεση κι εμείς, ακόμη και έφηβοι, απαξιούσαμε να μοιραστούμε τη μυσταγωγία με τα θηλυκά του περίγυρου μια και πιστεύαμε ότι τα χοντρά πειράγματα και καλαμπούρια που ανταλλάζαμε δεν ταίριαζαν με τις δεδομένες(;) ευαισθησίες τους. Σε όλες τις περιπτώσεις πρωταγωνιστούσε η διάχυτη ανάγκη του «μαζί». Η γλύκα του αγγίγματος του δικού σου «άλλου», αυτή που στερούσουν στην καθημερινή μάχη της επιβίωσης και σου προσφέρονταν απλόχερα τις Κυριακές. Βάλσαμο και κουράγιο να συνεχίσεις μέχρις όπου φθάσεις…
Στην πορεία των χρόνων οι θερινοί κινηματογράφοι χάσανε τον πόλεμο σ’ ένα πεδίο ξένο και άγνωστο γι αυτούς. Η «ανάπτυξη» και η αντιπαροχή, όπλα της τεχνολογίας των εργολάβων την οποία δε γνώριζαν, τους αποδεκάτισε. Όπως τους ινδιάνους που μάταια πάλευαν τα «χλωμά» πρόσωπα» με τα όπλα και την απληστία. Ήταν μια νομοτέλεια που όμως είχε την πορεία κύκλου. Όταν ο κορεσμός του άψογου ήχου και της τρισδιάστατης οθόνης παρήλθε και η παρακολούθηση μιας ταινίας έγινε κάτι περισσότερο από καθαρός κινηματογράφος στρεφόμενος ξανά σε «διασκέδαση», τότε οι θερινοί κινηματογράφοι επανέκαμψαν. Με τα τραπεζάκια, τα σάντουιτς και τα αναψυκτικά. Την κουβεντούλα και το χαβαλέ.
Όμως η τύχη του ποδοσφαίρου ήταν αλλιώτικη. Ατυχώς απέδειξε ότι η κοινωνική αποδοχή του ήταν πέρα από κάθε προσδοκία με αποτέλεσμα να κεντρίσει το ενδιαφέρον του κράτους και των ανθρώπων που το χειραγωγούσαν. Οι πολιτικοί της διαπλοκής και των αντιπαροχών ανακάλυψαν μια νέα και τεράστια «αγορά» με «πελάτες» που ήταν πρόθυμοι να αγοράσουν εκδουλεύσεις και προνόμια. Από ‘κει και πέρα η χειραγώγηση τους ήταν εύκολη υπόθεση. Η τακτοποίηση του χώρου αυτού με όρους και προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν την συναλλαγή και, αναπόφευκτα, θα γεννούσαν την απροκάλυπτη διαφθορά, ήταν μονόδρομος. Έτσι οι διοικήσεις των ποδοσφαιρικών συλλόγων που είχαν την αποδοχή των κυβερνόντων,-όταν δεν ήταν των δικών τους επιλογών-κλήθηκαν να λειτουργήσουν σαν ιμάντες των επιθυμιών και των πολιτικών σκοπιμοτήτων των πατρόνων τους. Και ο χορός καλά κρατούσε ώσπου…
Ώσπου το τέρας, ένα ακόμη, που η διαφθορά του πελατειακού κράτους και της ρεμούλας γέννησε, αυτονομήθηκε! Οι πελάτες-οπαδοί των ομάδων πίστεψαν ότι η ασυδοσία και η ανοχή αυτών που ελέγχαν τις ομάδες τους και το κράτος, τους επέτρεπε από κυβερνώμενοι να γίνουν κυβερνήτες! Και να επιβάλλουν ετσιθελικά τις απόψεις και τις επιθυμίες τους μη σεβόμενοι ούτε κατ ελάχιστο τις όποιες, έστω και λίγες, συνθήκες και κανόνες που επιβίωναν στο ποδόσφαιρο. Και τότε η καταστροφή σάρωσε το άθλημα σαν τσουνάμι. Τίποτε δεν έμεινε όρθιο. Οι πολιτικοί καθοδηγητές των συλλόγων προπηλακίστηκαν, οι παράγοντες εκδιώχτηκαν, κάποτε, ξυλοκοπήθηκαν, τα σωματεία ισοπεδώθηκαν και οι οπαδοί, μεταβλήθηκαν σε όχλο βαρβάρων που χόρευε στα συντρίμμια που δημιούργησε.
Στην συγκυρία των ημερών η καταστροφή που επήλθε μοιάζει μη αναστρέψιμη. Ιερά και όσια κατακρημνίστηκαν. Οι μέχρι χθες «ήρωες» παραπέμπονται για υπεξαίρεση της περιουσίας των ομάδων τους σε βαθμό κακουργήματος, οι διορισμένοι από την «κερκίδα» πρόεδροι εκδιώκονται ως διεφθαρμένοι, όσοι δε από τους παράγοντες επένδυσαν ανιδιοτελώς στο αγαπημένο τους χόμπι είδαν την αξιοπρέπεια και, συχνά, την περιουσία τους να εξαφανίζεται). Τίποτε, αλλοίμονο, δεν έμεινε όπως παλιά.
Ούτε τα απογεύματα της Κυριακής. Γιατί να πάω και τι να δω; την πολυχρωμία της κερκίδας τη σκέπασε το γκρίζο του άλογου πάθους που ερωτοτροπεί με το μίσος. Που κυριαρχεί χωρίς εμπόδια και παγώνει τη διάθεση για τα τεκταινόμενα στον αγωνιστικό χώρο. Μετά από μισό αιώνα συνεχούς συν-μετοχής στο θέαμα η όραση μου αδυνατεί να ξεπεράσει την καταχνιά του αδιέξοδου και της θλίψης που απλώθηκε πάνω από τα γήπεδα.
Καλύτερα να μείνω στο σπίτι για ένα μεσημεριανό υπνάκο. Τελειώσαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.