Ο πρόσφατος προεκλογικός δημόσιος λόγος των κομμάτων ήταν κατά βάση αντιμνημονιακός. Ολα σχεδόν τα κόμματα, στραμμένα κυρίως στο εσωτερικό της χώρας και στους δυνητικούς ψηφοφόρους τους, χρησιμοποίησαν πολλούς και διάφορους λεκτικούς όρους για να καταδείξουν την αντίθεσή τους στο Μνημόνιο. Το ίδιο όμως συμβαίνει και μετεκλογικά. Ξανά διακηρύσσουν την καταγγελία ή την επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. Η ρητορική όμως αυτή εκφέρεται σε μια παράλληλη εικονική πραγματικότητα σε σχέση με την πραγματικότητα της δεινής θέσης της χώρας και των διεθνών υποχρεώσεών της. Η κομματική ρητορική είναι τελείως ασύμβατη με όσα δηλώνουν, απαιτούν και εν τέλει επιβάλλουν οι δανειστές και χρηματοδότες του ελληνικού κράτους. Οι θεσμικοί εκπρόσωποι των δανειστών μας, επίμονα και μονότονα, επαναλαμβάνουν ότι η τήρηση των συμφωνηθέντων είναι η βασική προϋπόθεση για την εξακολούθηση της χρηματοδότησης της Ελλάδας. Και όμως το πολιτικό σύστημα επιμένει στην ανεδαφική και ανέφικτη ρητορική του. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Στην ιδεολογική αυτή κατασκευή, δηλαδή στη φανταστική σχέση των ανθρώπων με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής τους, σύμφωνα με τον ορισμό της ιδεολογίας του γάλλου μαρξιστή φιλοσόφου Λουί Αλτουσέρ, επένδυσαν πολλοί. Ανάμεσά τους βρίσκονται λαϊκοί άνθρωποι που χτυπήθηκαν πολλαπλά από την κρίση, άλλοι που απολάμβαναν τα ποικίλα προνόμια του δημόσιου τομέα και ονειρεύονται την επαναφορά τους και αρκετοί που εκμεταλλεύονται τον πολλαπλό εγχώριο παρασιτισμό.
Επένδυσαν και πολιτικές δυνάμεις όμως. Η Νέα Δημοκρατία των πρώτων δύο χρόνων του Μνημονίου που, αν και υποτίθεται εκφράζει τον αστικό κόσμο της χώρας, εξέφερε έναν απίστευτο καταγγελτικό και πληβειακό λόγο χωρίς να προτείνει καμία εναλλακτική λύση. Η Αριστερά, όπως εκφράζεται κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ, διογκώθηκε απότομα με τη συνειδητά ακραία λαϊκίστικη καταγγελία του Μνημονίου και τη δημαγωγική πλειοδοσία. Η ιδεολογική όμως κατασκευή ότι το Μνημόνιο ευθύνεται για την κρίση και όχι το αντίθετο εγχαράχθηκε στην πλειοψηφία, απ' ό,τι φαίνεται, του ελληνικού λαού και έγινε υλική πολιτική δύναμη. Αυτό συνέβη γιατί συναντήθηκε και με διάφορες άλλες τάσεις που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια στην παραλογισμένη ελληνική κοινωνία και κυρίως με την πεισματική άρνησή της να κοιτάξει κατάματα τον εαυτό της στον καθρέφτη, να εντοπίσει και να καταπολεμήσει τις πολλαπλές παθογένειές της και να αποδεχθεί ότι δεν μπορεί πλέον να αναπαράγεται με τους ίδιους τρόπους όπως στο παρελθόν.
Η φανταστική σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την πραγματικότητα ωφέλησε πολιτικά και εκλογικά τη λαϊκίστικη Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, το πολιτισμικά ανορθολογικό μόρφωμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων και τη ναζιστική Χρυσή Αυγή. Η Νέα Δημοκρατία, παρά την εκλογική της πρωτιά, απώλεσε όλες εκείνες τις δυνάμεις που η ίδια είχε εκπαιδεύσει στον ανορθολογικό λόγο.
Το ΠΑΣΟΚ, παρότι προσπάθησε να κρατήσει τη χώρα υποτυπωδώς όρθια, πλήρωσε βαρύτατο τίμημα για τη σπασμωδική και αντιφατική πολιτική του.
Η ΔΗΜΑΡ, παρά την αμφισημία των θέσεών της για πολλά κρίσιμα ζητήματα, επιβραβεύτηκε εκλογικά κυρίως για τη μετριοπάθειά της και τον διαφαινόμενο ρεαλισμό της, ενώ το ΚΚΕ υπέστη μια στρατηγικού χαρακτήρα ήττα λόγω του ακατάληπτου δογματισμού του.
Εκείνο που προέχει όμως τώρα είναι η διαμόρφωση μιας «πραγματικής» σχέσης με την πολύμορφη εσωτερική και διεθνή πραγματικότητα. Αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για τη διαμόρφωση αυτής της σχέσης είναι η εκτύλιξη μιας διπλής και συμπληρωματικής διαδικασίας, με στόχο αφενός την αποδόμηση όλων εκείνων των ιδεολογημάτων και των παθογενειών που περισφίγγουν την ελληνική κοινωνία και δεν την αφήνουν να αναπνεύσει, και αφετέρου τη συγκρότηση ενός νέου παραδείγματος για τη λειτουργία και την ανάπτυξή της με την εκ νέου εγγραφή αξιών, όπως η εργασία, η δημιουργική παραγωγή, η ουσιαστική Παιδεία, το άνοιγμα στον κόσμο, το κράτος δικαίου, το δημόσιο συμφέρον.
Για το εγχείρημα όμως αυτό και το ιδεολογικό του πρόσημο απαιτούνται και οι ανάλογες πολιτικές δυνάμεις. Οσο δεν απαντάται δε το κρίσιμο ερώτημα, αν υπάρχουν οι δυνάμεις αυτές, η κρίση, με ή χωρίς Μνημόνιο, θα κατατρώει ακατάπαυστα τα σωθικά της χώρας.
Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός και κριτικός βιβλίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.