Η απόφαση των πολιτικών ηγεσιών της χώρας να διεξαχθούν και πάλι εκλογές στις 17 Ιουνίου συνεπαγόταν σημαντικό πρόσθετο κόστος για την ελληνική οικονομία, αστάθεια στην ευρωπαϊκή μας προοπτική, ακόμη και αυξημένους κινδύνους να συνέβαινε κάποιο ολέθριο χρηματοπιστωτικό «ατύχημα». Διότι στο μεσοδιάστημα η αβεβαιότητα εντείνεται, γενικεύεται. Τρόμαξαν οι πρώτες επιπτώσεις: ανησυχητική νέα επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών, τάσεις φυγής κεφαλαίων, απειλητικές για τον τουρισμό ειδοποιήσεις μεγάλων ξένων πρακτορείων. Και συνάμα διεθνής καταιγισμός από δημοσιεύματα και δηλώσεις υπεύθυνων παραγόντων που παρουσιάζουν πλέον την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ σαν απολύτως υπαρκτό ενδεχόμενο, προετοιμάζουν τις υπόλοιπες χώρες της ζώνης, τράπεζες και επιχειρήσεις για το ενδεχόμενο αυτό. Παράλληλα, είναι αλήθεια, από αξιόλογους ανθρώπους και φορείς εκπέμπονται και κάποια καλά μηνύματα, κατανόησης και αλληλεγγύης. Αλλά δεν βαραίνουν τόσο στην πολιτική ζυγαριά της σημερινής Ευρώπης ώστε να αντισταθμίσουν τα δυσμενή.
Παρ' όλα αυτά η επανάληψη των εκλογών ήταν δικαιολογημένη: Με τα αποτελέσματα που έφερε η λαϊκή ψήφος στις 6 Μαΐου, και με τα όσα έλεγαν προηγουμένως τα κόμματα που τη μοιράστηκαν, στάθηκε αδύνατο να σχηματιστεί μια σταθερή κυβέρνηση συνεργασίας. Αν το είχαν επιχειρήσει τα τρία, ή καν τέσσερα, ευρωπαϊστικά στις διακηρύξεις τους κόμματα, τα οποία αριθμητικά άθροιζαν επαρκή κοινοβουλευτική δύναμη, θα ήσαν εκτεθειμένα στην κατηγορία ότι παραβίασαν την «εντολή της κάλπης». Ο κοινός τους παρονομαστής - μένουμε στο ευρώ, αλλάζουμε το Μνημόνιο - παραήταν ισχνός για να διαμορφώσουν αποτελεσματικές πολιτικές, για να πάρουν αποφάσεις δύσκολες, σε κάθε περίπτωση οδυνηρές. Στην κοινωνία αλλά και εσωτερικά, στις κοινοβουλευτικές τους ομάδες, σφοδρή θα ήταν η αμφισβήτηση ότι διέθεταν τη δημοκρατική νομιμοποίηση για να συμφωνήσουν σε μέτρα διιστάμενα, έως και αντίθετα, με όσα επαγγέλλονταν προεκλογικά, λίγες μόλις ημέρες νωρίτερα. Πώς θα τα υλοποιούσαν; Χρειαζόταν επομένως η ευκαιρία να αναδιατυπώσουν τις θέσεις τους με δεδομένη την ανάγκη να συνεργαστούν κατόπιν, σε αυτή τη βάση να απευθυνθούν ξανά στο εκλογικό σώμα.
Ενώ όμως ήδη διανύσαμε το μισό της νέας προεκλογικής περιόδου, αυτό που εξακολουθεί να κυριαρχεί στον λόγο των κομμάτων που ομνύουν στην παραμονή της χώρας στο ευρώ, από κοντά και στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, είναι η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. Εδώ πολώνονται οι δύο πρώτοι της πρόσφατης αναμέτρησης. Η αναστολή εφαρμογής όλων των μέτρων που ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ μας οδηγεί εκτός ευρώ, διατείνεται η Νέα Δημοκρατία, αντλεί μάλιστα οφέλη, αν κρίνουμε από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Και η ίδια, άλλωστε, δεν υπόσχεται λίγα στη λίστα της για αναδιαπραγμάτευση: από τερματισμό της λιτότητας που βαθαίνει την ύφεση, αποκατάσταση αδικιών για χαμηλοσυνταξιούχους και νέους, επίσης των εργασιακών δικαιωμάτων, μέχρι φορολογικές ελαφρύνσεις, όπου αόριστα προσθέτει κάποια «ισοδύναμα» μέτρα, χωρίς να αποκαλύπτει ποιους θα έθιγαν. Δυσπιστώντας ο ΣΥΡΙΖΑ πολεμά συνολικά το Μνημόνιο διατυμπανίζοντας ότι καταστρέφει την οικονομία, οπότε η εφαρμογή του είναι που θα οδηγούσε τη χώρα εκτός ευρώ.
Αυτή η πολιτική αντιπαράθεση πάσχει. Οχι μόνον επειδή θέλει να αγνοεί πόσο περιορισμένα πραγματικά περιθώρια υπάρχουν για αναδιαπραγμάτευση, μολονότι φρόντισαν να το εξηγήσουν εξαιρετικά καθαρά όλοι οι εκπρόσωποι των εταίρων της Ελλάδας. Ξέχασε άραγε ο κ. Σαμαράς πόσο δύσκολη διαπραγμάτευση διεξήγαγε τον χειμώνα η κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου για να αποτρέψει τη χρεοκοπία, να μειώσει δραστικά το χρέος, αλλά και το κόστος εξυπηρέτησης του μεγάλου χρέους που απέμενε, να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της χώρας για τρία χρόνια; Παρών δεν ήταν σε κάθε φάση; Ο κ. Βενιζέλος τακτικά το αναγνωρίζει, υπενθυμίζει οφέλη που κερδήθηκαν τότε, μεταρρυθμίσεις που δρομολογήθηκαν, στη δημόσια διοίκηση για παράδειγμα, για να συνεχιστούν. Τέτοιες αναφορές χάνονται όμως όπως έχει διαμορφωθεί η ημερήσια διάταξη.
Και αυτή πάσχει προπάντων επειδή μεταθέτει σε ξένο γήπεδο τη συζήτηση, παρακάμπτοντας όλα τα κρίσιμα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε μέσα στη χώρα για να καταστήσουμε την οικονομία μας βιώσιμη, ικανή να παράγει εισοδήματα και απασχόληση, να καταλήξει να αυτοχρηματοδοτείται. Ακόμη και αν εξωπραγματικά υποθέταμε ότι Ευρώπη και ΔΝΤ θα δέχονταν μορατόριουμ στις πολιτικές του Μνημονίου συνεχίζοντας έως το 2014 απρόσκοπτα όση χρηματοδότηση συνομολόγησαν με τη δανειακή σύμβαση, τα ίδια προβλήματα θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε: να μηδενίσουμε το δημόσιο έλλειμμα συντηρώντας ταυτόχρονα βασικές κοινωνικές δαπάνες, να παράγουμε ανταγωνιστικά περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες, να φτιάξουμε συνθήκες για να έρθουν ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια. Ανώδυνα αυτά δεν γίνονται, έχουν κόστος που πρέπει να επιμεριστεί. Εδώ θα έπρεπε να απαντήσουν ξεκάθαρα, συγκεκριμένα τα κόμματα, αντί να κρύβονται πίσω από το Μνημόνιο∙ να αντιπαραθέσουν δημόσια τις προτάσεις τους, υποβάλλοντάς τες σε έλεγχο πραγματικότητας και πιθανών συνεπειών∙ έτσι να κρίνουν οι πολίτες τι θα ψηφίσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.