The Athens Review of Books, Editorial, tx. 29, Μάιος 2012
Υπάρχει κανείς ακόμη που να αμφιβάλλει πότε και πώς ξεκίνησε η περιπέτεια των ελλειμμάτων του δημόσιου προϋπολογισμού και οι συνέπειές τους στη διόγκωση του δημόσιου χρέους; Οι αμυντικές δαπάνες και οι αναδιανεμητικές πολιτικές μετά το 1974 αύξησαν κάπως τα δημόσια ελλείμματα, αλλά η κατάσταση ξέφυγε μετά την κατά κράτος (κυριολεκτικά) κυριαρχία της «Αλλαγής» στην τρομερή δεκαετία του 1980 του ασυγκράτητου λαϊκισμού, με συμβολικό αποκορύφωμα το περιβόητο «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα!». Έκτοτε, και σε πλήρη αντιστοιχία με τον εκλογικό κύκλο, το δημοσιονομικό «άνοιγμα» διευρυνόταν συνεχώς, με κάποια βραχυχρόνια διαλείμματα προσπαθειών ελέγχου (επί υπουργίας Σημίτη το 1985, πρωθυπουργίας Μητσοτάκη το 1990 και ξανά του Σημίτη το 1998, ως πρωθυπουργού αυτή τη φορά, προσπάθειες που εγκαταλείφθηκαν οριστικώς με την απόρριψη του ασφαλιστικού Γιαννίτση). Κάθε πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας δεν άντεχε πάνω από δύο-τρία χρόνια πριν πέσει βορά του αδηφάγου Μινώταυρου των δανεικών και αγύριστων προς όφελος των διαπλεκόμενων συμφερόντων, των κομματικών δικτύων πελατείας και της κρατικοδίαιτης δημοσιοϋπαλληλίας.
Μετά το 2000, και καθώς προετοιμαζόταν ο χαυνωτικός ρωμαϊκός θρίαμβος των Ολυμπιακών Αγώνων, κάθε απόπειρα μακροχρόνιου αναπτυξιακού σχεδιασμού, ορθολογικής οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, του κράτους δικαίου και πρόνοιας τινάχτηκε στον αέρα. Μετά μάλιστα το 2004, επί Καραμανλή Β΄ του Ράθυμου, συνεχίστηκε το ίδιο σάπιο σύστημα εξουσίας, ενσωματώνοντας πλήρως και τον άλλο πόλο του κυβερνώντος δικομματισμού. Επισπεύδοντας, μέσα στον ελάχιστο χρόνο που απέμενε μέχρι το 2009, γενέθλιο έτος της μεγαλύτερης μεταπολεμικής κρίσης του ελληνικού κράτους, την οικονομική και πολιτική χρεοκοπία της χώρας.
Αν δεν ίσχυε το συμπέρασμα των ιστορικών ότι οι νοοτροπίες και οι συμπεριφορές αλλάζουν με απείρως βραδύτερους ρυθμούς από τις οικονομικές και κοινωνικές δομές, θα ήταν, ίσως, αναμενόμενο όλη αυτή η μακρά εμπειρία διά πυρός, σιδήρου, και άφθονης λάσπης κατά των αντιφρονούντων, κάτι να είχε διδάξει όσους φιλοδοξούν να διαχειριστούν τα κοινά και να κατευθύνουν τον δημόσιο βίο προς όφελος του συνόλου και όχι μόνο προς όφελος των οπαδών τους.
Όμως, αλίμονο, το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος, και ιδίως των δύο μεγάλων κομμάτων, είναι ότι συνέβη η πυρηνική έκρηξη της χρεοκοπίας και αυτά ούτε καν την αντελήφθησαν. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση δίνει ο εν μέσω κρίσης δημόσιος λόγος τους, πάντοτε αντιφατικός, άλλοτε έμπλεος υποκριτικής μετάνοιας και άλλοτε ανελέητα επικριτικός των αντιπάλων. Συνυπάρχει και η χειρότερη εκδοχή, εκείνη όπου το μανιτάρι της πυρηνικής έκρηξης, απειλητικά ορατό πλέον διά γυμνού οφθαλμού, επιχειρείται να εκληφθεί ως τα πυροτεχνήματα ενός εφιαλτικού μεν αλλά πρόσκαιρου μεθεόρτιου της αμετροέπειας και ανευθυνότητας όχι των ίδιων και των αντιπάλων τους αλλά του ελληνικού λαού συλλήβδην, κατά το κυνικότατο «μαζί τα φάγαμε».
Το αποτέλεσμα αυτής της έμμονης προσκόλλησης στην ανέμελη απεμπόληση των ευθυνών του πολιτικού συστήματος είναι και η διεύρυνση του χάσματος, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, μεταξύ της καταστροφής και των αιτίων που την προκάλεσαν. Δεν είναι εύκολο, υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες να κατανοήσουν την απόγνωση και τα αδιέξοδα διλήμματα μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού ενώπιον της κάλπης. Οι Έλληνες θεσμικοί συνομιλητές που γνώρισαν και με τους οποίους διαπραγματεύθηκαν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν αντέχουν σε καμία σοβαρή αξιολόγηση, έστω και με τα πιο ανεκτικά κριτήρια.
Αυτή δε την αίσθηση τού «με ποιους έχουν να κάνουν», άλλοτε διακριτικά και άλλοτε χωρίς περιστροφές, μεταφέρουν στην κοινή γνώμη των λαών τους. Μοιραία, η όποια συμπάθεια για την Ελλάδα, εφόσον υπάρχει και όταν παρακινείται –συνήθως χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση στο ελληνικό πρόβλημα, αλλά λόγω των εγκατεστημένων σε άλλες ευνοϊκότερες συγκυρίες εκλεκτικών ιστορικών ή ιδεολογικών συγγενειών– εξανεμίζεται μόλις σκέπτονται ότι την επίλυσή του διαχειρίζεται το συγκεκριμένο πολιτικό προσωπικό. Και δεν γνωρίζουν μόνο παρά τα ελάσσονα αλλά αθροιστικώς ευμεγέθη παρακολουθήματά τους στις ακραία αντιευρωπαϊκές τους διακηρύξεις, διασκεδασμένες με τις φαντασιώσεις περί ανέξοδων λύσεων τύπου «αναδιαπραγματεύσεων», «ισοδυνάμων» ή και «δραχμής».
Πρέπει λοιπόν, καταρχήν, να αποκατασταθούν οι σχέσεις μας με την Ευρώπη, τουλάχιστον από αυτούς που δεν τις αμφισβητούν ευθέως. Οι συμπεριφορές του τελευταίου διαστήματος είναι χαρακτηριστικές: Ο ένας ήταν «αδιάβαστος» σχετικά με τους όρους του πρώτου δανεισμού. Ο άλλος (ο αλυσοδεμένος του Καυκάσου) θέλει να του λύσουμε τα χέρια να κυβερνήσει αυτοδύναμος, αυτός με τον καταδικό του Λαό, ανθρωπομορφικά προσλαμβανόμενο ως ενιαίο υποκείμενο. Δεν παραπέμπουν απλώς αλλά κραυγάζουν την τριτοκοσμική καταγωγή μιας αυταρχικής, αυτιστικής και λαϊκιστικής νοοτροπίας.
Και δεν είναι μόνο τα «μεγάλα» ζητήματα? είναι που επιμένουν και τα αδιανόητα για το ευρωπαϊκό πολιτικό κεκτημένο «μικρά». Μεταξύ αυτών, ενδεικτικά από την εντελώς πρόσφατη συγκομιδή, η εκτός τόπου και χρόνου συνέχεια του σκανδάλου της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων και η σκανδαλώδης ρύθμιση των δανείων τους, ο χείμαρρος των κάθε λογής τροπολογιών της τελευταίας στιγμής σε άσχετα νομοσχέδια, οι ακροδεξιοί που σαν έτοιμοι από καιρό εγκλιματίστηκαν εντυπωσιακά γρήγορα στο πνεύμα της «διαπλοκής». Όλος αυτός ο οίκος ενοχής είναι η παθογένεια που εμποδίζει την ουσιαστική αποκατάσταση των σχέσεων της χώρας με την Ευρώπη.
Στο εσωτερικό μέτωπο προβάλλει μιας άλλης τάξεως διπλή απειλή. Είτε να υπερψηφισθούν οι πρωταγωνιστές του υπαρκτού πολιτικού συστήματος, απογοητεύοντας –με βάση όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τη διεθνή αποτίμηση της ποιότητάς του– και τους τελευταίους περισσότερο ή λιγότερο ένθερμους υποστηρικτές της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρώπη. Είτε να καταψηφιστεί στις προσεχείς εκλογές η Ευρώπη εκλαμβανόμενη ως η δήθεν πρωταρχική αιτία της εσωτερικής παθογένειας. Έστω και αν η μεγάλη πλειονοψηφία των Ελλήνων, όπως δείχνουν όλες οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, συνεχίζει να θέλει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας? είτε από συνειδητή επιλογή είτε από ανασφάλεια και επιθυμία κάποιου ισχυρού ερείσματος. Έχει συμβεί να καταψηφιστεί και αλλού η Ευρώπη και υπό συνθήκες σχετικής ευημερίας. Αν εκεί το κόστος αυτής της ψήφου ανέκοψε προσωρινά ή απλώς επιβράδυνε την πορεία της Ευρωπαϊκής συνεργασίας, εδώ, στις δικές μας συνθήκες, θα αποτελέσει εθνική τραγωδία.
Θα πρόκειται ασφαλώς για μια τεράστια παρεξήγηση, αφού η Ευρώπη δεν θέλει τους Αφερέγγυους αλλά θέλει την Ελλάδα? ο κόσμος, πάλι, δεν θέλει τους Αφερέγγυους αλλά θέλει την Ευρώπη. Κι όμως είναι πιθανόν να βρεθούμε τελικά να καταψηφίζει ο κόσμος τους Αμετανόητους και να φεύγει απ’ την Ευρώπη ή να τους υπερψηφίζει και η Ευρώπη να φεύγει από την Ελλάδα.
Το σχήμα διακυβέρνησης την επόμενη μέρα είναι λοιπόν κρίσιμο για το μέλλον. Κι εκεί βρίσκεται η δυσκολία της επιλογής των πολιτών. Πώς δηλαδή, χωρίς να ανταμείβει τους Αμετανόητους, η ψήφος τους θα οδηγήσει σε μια φιλική προς την Ευρώπη και, κατά το δυνατόν, αποτελεσματική κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας.
Μια κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας ικανή να υπερβεί τις εδραιωμένες στην ατιμωρησία και την κοντή μνήμη συμπεριφορές ενός απαξιωμένου, ακόμη και εντός των παραδοσιακών κομματικών του ερεισμάτων, πολιτικού συστήματος ώστε να οικοδομήσει μια νέα σχέση εμπιστοσύνης με την Ευρώπη. Αν αυτό συμβεί θα είναι μια έκπληξη στα όρια της παραδοξολογίας, αλλά ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας: εκεί που φτάσαμε τίποτε λιγότερο δεν αρκεί.
— The Athens Review of Books
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.