Του Δημοσθένη Κούρτοβικ, NEA, 13.4.12
Πώς και γιατί, αντί για μια κουλτούρα της δημιουργίας, κυριάρχησαν η διαμαρτυρία και η γκρίνια
Φίλη μου που πηγαινοέρχεται στη Ρουμανία, για οικογενειακούς λόγους, μου έλεγε τις προάλλες ότι ο κόσμος εκεί δεν ασχολείται τόσο εμμονικά με το Μνημόνιό τους όσο εμείς με το δικό μας, ότι έχει γενικά θετικότερη διάθεση και ότι η ίδια έχει απαυδήσει από το μίζερο κλίμα που επικρατεί στη χώρα μας εδώ και δύο χρόνια. Οι λίγες μέρες που πέρασα πρόσφατα στη ρουμανική πρωτεύουσα θα έλεγα ότι επιβεβαιώνουν τα λόγια της. Το Βουκουρέστι δίνει την εντύπωση μιας πόλης πιο χαρούμενης από τη σημερινή Αθήνα - ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί αυτό πριν από λίγα χρόνια! Ίσως βέβαια παρατηρήσει κανείς ότι οι Ρουμάνοι, όπως και οι άλλοι λαοί που έζησαν υπό κομμουνιστικό καθεστώς, είναι μαθημένοι στη στέρηση ή τέλος πάντων στη λιτότητα και ότι μια μνημονιακή πολιτική δεν τους πέφτει τόσο βαριά όσο σ' εμάς. Αλλά και αυτό κάτι λέει για τα μεταπολιτευτικά ήθη μας.
Φτωχός σε υλικά αγαθά και ανέσεις ήταν παραδοσιακά και ο ελληνικός λαός. Αν δυο-τρεις δεκαετίες ευμάρειας στάθηκαν αρκετές για να αλλοιώσουν το DNA μας, να σβήσουν τη συλλογική μνήμη αιώνων και να μηδενίσουν την παροιμιώδη προσαρμοστικότητα του Έλληνα, οφείλουμε να αναρωτηθούμε πόση ποιότητα είχε αυτή η ευμάρεια, πώς την αξιοποιήσαμε και πόσο καλό μας έκανε τελικά.
Είμαι ο τελευταίος που θα υποστήριζε ότι η φτώχεια είναι αρετή και πρέπει να διαιωνίζεται. Εδώ όμως δεν πρόκειται για επιλογή ανάμεσα στη φτώχεια και την ευημερία, αλλά για το αν μια κουλτούρα, ένας τρόπος ζωής καλλιεργεί σε μια κοινότητα την ικανότητα να αντεπεξέρχεται δημιουργικά σε αντίξοες συνθήκες. Όχι απλώς να επιβιώνει αλλά να απαντάει στην πρόκληση διευρύνοντας τους ορίζοντές της και ανακαλύπτοντας καινούργιες δυνατότητες προόδου.
Σ' αυτό η μεταπολιτευτική κουλτούρα απέτυχε τελείως. Το πιστοποιεί το ίδιο το γεγονός ότι δύο χρόνια τώρα δεν κάνουμε άλλο από το να συζητάμε για την κρίση και το Μνημόνιο και παρόλα αυτά δεν έχει ακουστεί καμία ρεαλιστική πρόταση για την περίφημη «επανεκκίνηση» της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας. Ούτε από τα κόμματα εξουσίας (καμία έκπληξη ως προς αυτό) ούτε από τις διάφορες εκδοχές της Αριστεράς (που έτσι κι αλλιώς έχει πάρει από πολλού διαζύγιο από τον ρεαλισμό) ούτε από τα νέα πολιτικά σχήματα που εμφανίστηκαν ούτε από το ήδη σχεδόν λησμονημένο κίνημα των Αγανακτισμένων. Η ανομολόγητη επιθυμία όλων αυτών φαίνεται να είναι η επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς κρατικοδίαιτης οικονομίας, αλόγιστης σπατάλης και συντεχνιακών προνομίων, ίσως με κάποιες τροποποιήσεις που θα βόλευαν τα ιδεολογήματα της μιας ή της άλλης πλευράς - και γι' αυτό θα το έκαναν ακόμη χειρότερο.
Μια μικρή παρένθεση εδώ, που μου την επιβάλλει το αίσθημα δικαιοσύνης: πρέπει να εξαιρέσω από όσα μόλις είπα τη «Δράση» του Στέφανου Μάνου. Δεν μπορώ όμως να μη προσθέσω ότι, παρόλο που εκτιμώ τον πολιτικό ορθολογισμό του Μάνου, όπως και την εντιμότητά του, με κάνει δύσπιστο η μεγάλη βιωματική απόσταση που χωρίζει αυτό τον πολιτικό από κοινωνικά στρώματα πιο αδύναμα από εκείνο στο οποίο ανήκει ο ίδιος. Πιστεύω ότι και στην πολιτική επίσης υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να κατανοηθούν επαρκώς μόνο με τη λογική. Χρειάζεται και η ενσυναίσθηση, που όπως και να το κάνουμε δεν είναι άσχετη με το βιογραφικό ενός ανθρώπου.
Η περίοδος της Μεταπολίτευσης καλλιέργησε, αν δεν παρήγαγε κιόλας, μια κουλτούρα αντίστασης, όχι μια κουλτούρα δημιουργίας. Για το φαινόμενο αυτό ευθύνεται κυρίως η ετεροχρονισμένη, ενισχυμένη από το σύνδρομο της ρεβάνς για τη «χαμένη επανάσταση» ιδεολογική ηγεμονία μιας παλαιικής Αριστεράς σε έναν κόσμο που είχε αλλάξει πολύ για να μπορούν να τον αναλύσουν τα θεωρητικά εργαλεία της και πολύ περισσότερο για να τον αφομοιώσει η ψυχοσύνθεσή της. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κάθε λογής συντεχνιακά αιτήματα και οπισθοδρομικές αντιλήψεις έβρισκαν έτοιμο ιδεολογικό μανδύα, επικαλούμενα την αντίσταση στον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό, τα «μεγάλα συμφέροντα», το «ξεπούλημα της χώρας» κ.λπ., ώστε να κρύβουν τον αληθινό σκοπό τους, που ήταν να μην αλλάξει τίποτα στο μεταπολιτευτικό status quo.
Έτσι η ανάπτυξη, που βρίσκεται σήμερα στα χείλη όλων, δεν φαίνεται να απασχολεί στην πραγματικότητα κανέναν από εκείνους που την ευαγγελίζονται. Υπάρχουν μάλιστα πολλοί για τους οποίους οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις της είναι ανεπιθύμητες. Και όμως, η χώρα διαθέτει πλήθος ανθρώπων, ιδίως νέων, που αποδεικνύουν έμπρακτα εν μέσω κρίσης τη θέλησή τους να προσφέρουν, την ικανότητά τους να δημιουργούν, την παραγωγικότητά τους σε καινοτόμες, χρήσιμες ιδέες. Μόνο που οι δυνάμεις αυτές δεν μπορούν ακόμη να βρουν πολιτική έκφραση και οι πρωτοβουλίες τους στην κοινωνική και την επιχειρηματική ζωή συναντούν την εχθρότητα ή, στην καλύτερη περίπτωση, την αδιαφορία των κατεστημένων μηχανισμών που οδήγησαν την Ελλάδα στην καθολική χρεοκοπία.
Αναστάσιμη ημέρα που είναι η σημερινή, ας ευχηθούμε να σηκωθεί και η πατρίδα μας σύντομα από τον λάκκο όπου τη ρίξαμε οι ίδιοι. Καλή Ανάπτυξη - καλή Ανάσταση, ήθελα να πω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.