Σελίδες

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Η επαγγελία της αδύνατης μεταρρύθμισης


Του Ορέστη Καλογήρου, Μεταρρύθμιση, 5.3.12
Η συζήτηση που διεξάγεται τελευταία για τη μεταρρύθμιση, όλο και περισσότερο θυμίζει τη συζήτηση που γινόταν πριν από 10-15 χρόνια, για τον εκσυγχρονισμό. Το εύρημα του «αριστερού προσήμου», ως απαραίτητου συστατικού για την αποδοχή μιας μεταρρύθμισης, επαναφέρει τη θεολογική διαμάχη για το αν υπάρχει «δεξιός» και «αριστερός» εκσυγχρονισμός. Είναι τόσα πολλά τα προαπαιτούμενα που ζητούνται, ώστε ένα είναι βέβαιο, ότι οι μεταρρυθμίσεις δε θα γίνουν ποτέ. Τα πιο πρόσφατα, η διεύθυνση και η φορά της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι. Ακούγεται συχνά το επιχείρημα «και η Θάτσερ έκανε μεταρρυθμίσεις». Άλλες φορές, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες βαφτίζονται «νεοφιλελευθερισμός». Σκληρά και άδικα δημοσιονομικά μέτρα συγχέονται, συνήθως όχι αθώα, με τη μεταρρύθμιση, με προφανή στόχο τη συκοφάντησή της. Πολλές φορές εγείρεται η απαίτηση, η μεταρρύθμιση να υποκαταστήσει τα μέτρα προστασίας των αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Άλλες φορές πάλι, κατακεραυνώνεται, γιατί δήθεν συσκοτίζει τη διάκριση μεταξύ δεξιάς και αριστερής πολιτικής.
Αλλά και οι μεταρρυθμιστές εγκαλούνται για το ότι «όλο για μεταρρύθμιση μιλάνε». Έτσι, μπορεί να προβλέψει κανείς με ασφάλεια, ότι, όπως η λέξη «εκσυγχρονισμός», έτσι και η λέξη «μεταρρύθμιση» θα συγκαταλέγεται σε λίγα χρόνια στις απαγορευμένες.
Κατά τη γνώμη του γράφοντος, η μεταρρύθμιση είναι εκσυγχρονισμός και ο εκσυγχρονισμός είναι μεταρρύθμιση και έχουν πάντοτε θετικό πρόσημο. Αρνητικό πρόσημο έχει μόνον η απορρύθμιση και αυτή είναι όντως νεοφιλελεύθερης έμπνευσης. Εξ άλλου, η έννοια «μεταρρύθμιση» ανάγεται τουλάχιστον στο 1517, όταν ο Λούθηρος δημοσίευσε τις περίφημες θέσεις του, ενώ η έννοια «νεοφιλελευθερισμός» έχει ζωή λίγες μόλις δεκαετίες. Από τον Κλεισθένη μέχρι τον Ιουστινιανό και από τον Κάουτσκι μέχρι τον Βίλι Μπραντ και τον Μπερλινγκουέρ, η μεταρρύθμιση ήταν πάντοτε κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Ο ρεφορμισμός είναι το ρεύμα-μήτρα της σοσιαλδημοκρατίας και αποτέλεσε ιστορικά τον «άλλο δρόμο» της αριστεράς, σε αντίστιξη με τον λεγόμενο επαναστατικό.  Στη χώρα μας, όμως, η ρεφορμιστική παράδοση ήταν πάντα ισχνή, καθώς συγκροτήθηκε από μικρές δυνάμεις, που κι αυτές προέρχονταν είτε από την τριτοδιεθνιστική-κομμουνιστική παράδοση, είτε από την τριτοκοσμική-λαϊκιστική (ανδρεοπαπανδρεϊκή για να συνεννοούμαστε). Όλα αυτά, σημαίνουν ότι μεταρρυθμίσεις κάνει μόνον η αριστερά; Αν είναι έτσι, πού θα κατατάξουμε, π.χ., την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ράλλη, το 1976;  Να τελειώνουμε λοιπόν με τα «πρόσημα».
Στη χώρα μας, πολλοί ομνύουν στη μεταρρύθμιση. Άλλοτε την επικαλούνται ως ένα αφηρημένο πολιτικό σχέδιο, άλλοτε ως πρόσχημα, άλλοτε ως διαπιστευτήριο. Όταν όμως τη δουν μπροστά τους, την απορρίπτουν μετ’ επαίνων. Μια προσφιλής αποστροφή των οιονεί μεταρρυθμιστών είναι «δεν θέλουμε αυτή τη μεταρρύθμιση, θέλουμε μια άλλη». Και σχεδόν πάντα υπονοούν «δεν θέλουμε καμία». Η πραγματικότητα είναι ότι το λεγόμενο μεταρρυθμιστικό μπλοκ, ήταν και είναι μειοψηφικό. Υπήρξαν ιστορικές περίοδοι που κατόρθωσε να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις, συμμαχώντας με στρώματα που ευνοούνταν από αυτές, αλλά και που ταυτόχρονα έθεταν τους όρους τους, ώστε να την υπονομεύσουν. Τότε είναι που οι μεταρρυθμίσεις αποκτούν πράγματι ένα πρόσημο, αυτό του λαϊκισμού. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, μια τέτοια μεταρρύθμιση ήταν ο νόμος 1268/1982 για τα πανεπιστήμια, όπως και η διοικητική μεταρρύθμιση του 1981.
Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι πρόσκληση σε πάρτι και δεν μπορεί να είναι για όλους ευχάριστες. Συνήθως αντανακλούν μεταβολές στο συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες που έχουν συσσωρεύσει προνόμια και έχουν δημιουργήσει αγκυλώσεις σε τέτοιο βαθμό, που από τη μια αποτελούν τροχοπέδη για υγιείς κοινωνικές ομάδες που αναζητούν διέξοδο και ζωτικό χώρο, από την άλλη σπρώχνουν ακόμη περισσότερο αδύναμες κοινωνικές ομάδες στο περιθώριο. Όταν, μάλιστα, οι δυνάμεις της αδράνειας έχουν προσεταιριστεί σημαντικά τμήματα του πολιτικού και του μιντιακού συστήματος, η αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις προσλαμβάνει διαστάσεις πολέμου.
Όμως οι μεταρρυθμίσεις δεν επιβάλλονται από τα πάνω. Οι πολιτικές δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως μεταρρυθμιστικές, οφείλουν να επεξεργαστούν ένα καθαρό πολιτικό σχέδιο συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων, με βάση το οποίο θα ζητήσουν την ψήφο του ελληνικού λαού. Αν είναι ειλικρινείς, οφείλουν να επιδιώξουν το σχηματισμό μιας καθαρής μεταρρυθμιστικής κοινωνικής πλειοψηφίας. Πρέπει δηλαδή να διαλέξουν «με ποιους θα παν και ποιους θ’ αφήσουν». Με τις ζωντανές, αλλά και με τις αδύναμες ομάδες αυτού του τόπου, ή με τις ευνοημένες και παρασιτικές; Η ασάφεια, η γενικολογία και η αμφισημία, δεν αποτελούν μεταρρυθμιστικό σχέδιο.
Ανήκω σε εκείνους που είδαν την κρίση ως ευκαιρία για τον προσεταιρισμό του μεταρρυθμιστικού αιτήματος από ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Και που κατηγορήθηκαν γι’ αυτό. Ομολογώ ότι δύο χρόνια μετά, δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος για το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα. Οι δυνάμεις είναι ολιγάριθμες, οι αντιστάσεις πανίσχυρες και το κοινωνικό απόθεμα μικρό. Εξ ου και *«Η επαγγελία της αδύνατης μεταρρύθμισης». Δεν το κρύβω ότι σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της απαισιοδοξίας μου έπαιξε το πούλημα της πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης από τις αυτοπροσδιοριζόμενες ως «μεταρρυθμιστικές δυνάμεις». Σε μια καθαρή μεταρρύθμιση, ίσως τη μόνη που δεν «υπαγορεύτηκε από την τρόικα», ούτε δημιούργησε οικονομικά βάρη στους πολίτες, εμετρήθησαν και ευρέθησαν ελλιποβαρείς. Αν επιμένουν να αυτοπροσδιορίζονται ως  μεταρρυθμιστικές, οφείλουν έμπρακτα να το αποδείξουν. Ελάχιστη σημασία έχει το ότι έτσι, θα ξανασυναντηθούμε. Τεράστια σημασία έχει, όμως, ότι έτσι θα προσφέρουν μια σημαντική υπηρεσία στον τόπο.
*Τίτλος ενός πρόσφατου άρθρου μου στην εφημερίδα «Αγγελιοφόρος» με αφορμή την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση (http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=10&artid=129054).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.