Του Αντώνη Mανιτάκη*, Καθημερινή, 7.2.12
Ο τόπος έχει ανάγκη -αποτελεί κοινό τόπο- από αλλαγές, από ριζικές αλλαγές, και κατά πρώτο και κύριο λόγο στις βασικές λειτουργίες του κράτους: στη Διοίκηση και στη Δικαιοσύνη. Απαιτούνται, ακόμη, επειγόντως, και ορισμένες καίριες, άμεσες, ενδεικτικές έστω, βαθιές τομές στο πολιτικό σύστημα, που δεν θα αγγίξουν όμως το πολίτευμα. Για να φανεί, έμπρακτα, ότι οι τωρινές πολιτικές δυνάμεις έχουν συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα των περιστάσεων, καθώς και την επιτακτική ανάγκη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Και ότι είναι έτοιμες να ταπεινωθούν πολιτικά, να θυσιαστούν, προκειμένου να ανακτήσει το πολιτικό σύστημα ένα μέρος της χαμένης αξιοπιστίας του. Δεν είναι δυνατόν ο ελληνικός λαός να υφίσταται εξαιτίας της κακοδιαχείρισης των δημόσιων οικονομικών τόσες και τέτοιες θυσίες, πρωτοφανείς σε ένταση και έκταση, που ωθούν εκατομμύρια ατόμων κάτω από τα όρια της φτώχειας, με μοναδικό αντάλλαγμα και δέλεαρ την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών, και το κομματικό κατεστημένο να μη δέχεται να θυσιάσει δεσμούς και αρμούς, αιωνόβιους, του πελατειακού συστήματος, που το στηρίζουν. Χωρίς έμπρακτη και εύγλωττη πολιτική ταπείνωση δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικός εξαγνισμός ούτε εξιλέωση.
Σε κάθε περίπτωση η ανάγκη των διαρθρωτικών αλλαγών, στο κράτος και στο πολιτικό σύστημα είναι και επιτακτική και άμεση. Δεν επιδέχεται αναβολή. Εχει άλλωστε, ούτως ή άλλως, ξεκινήσει η σχετική διαδικασία για τη Διοίκηση και τη Δικαιοσύνη, με νομοσχέδια που είναι έτοιμα, ορισμένα από καιρό ή είναι υπό ετοιμασία με τη συνδρομή της ομάδας ειδικών που συνέστησε ο Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η δυναμική των μεταρρυθμίσεων δεν μπορεί, πάντως, να περιμένει την όποια συνταγματική αναθεώρηση ούτε μπορεί να εξαρτά το περιεχόμενο ή την έκβασή της από αυτήν. Για πολλούς, προφανείς λόγους. Πρώτον, διότι η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης είναι χρονοβόρα και δυσκίνητη. Απαιτεί πολλούς τύπους, ειδικές πλειοψηφίες, αρκετές ψηφοφορίες, δύο φάσεις και επίπονες συναινέσεις. Και το σημαντικότερο δεν μπορεί, τυπικά, να ξεκινήσει πριν από το 2013 ούτε μπορεί να ολοκληρωθεί πριν μεσολαβήσουν εκλογές και αναδειχθεί, λίγα χρόνια αργότερα, Αναθεωρητική Βουλή. Εν των μεταξύ, μέχρι τότε, η χώρα ίσως και να έχει χρεοκοπήσει ή μόλις θα βγαίνει ασθμαίνοντας από την κρίση. Ποιος θα ενδιαφέρεται τότε για την Αναθεώρηση και τι να περιμένει από αυτήν;
Δεν έφταιγε πάντως το Σύνταγμα για τα σκάνδαλα και τη διαφθορά ή για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Δεν χρειάζεται εξάλλου να γίνει συνταγματική αναθεώρηση για να παταχθεί η γραφειοκρατία και η φοροδιαφυγή, να επιταχυνθεί η απόδοση της Δικαιοσύνης και να αποκτήσουμε Διοίκηση αποτελεσματική, σεβαστή από τον πολίτη, που δεν θα χαρίζεται ούτε θα λαδώνεται; Ούτε είναι αλήθεια ότι το Σύνταγμα αποτελεί εμπόδιο ή κώλυμα στις μεγάλες αλλαγές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται ο τόπος. Ας μην χρησιμοποιείται το Σύνταγμα ως άλλοθι της πολιτικής απραξίας και αβουλίας ή ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Δεν διαθέτει το Σύνταγμα μαγικές ούτε θεραπευτικές ιδιότητες. Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που με κάνει επιφυλακτικό απέναντι σε κάθε εξαγγελία αναθεώρησης.
Υπάρχει και ένας τρίτος πιο σημαντικός: έχει να κάνει με την πικρή εμπειρία των προηγούμενων αναθεωρήσεων. Η Μεταπολίτευση γνώρισε δύο μεγάλες συνταγματικές αναθεωρήσεις, το 1986 και το 2001, που έγιναν με τυμπανοκρουσίες και μεγαλόστομες εξαγγελίες. Πολιτικό χαΐρι δεν είδαμε από αυτές, γιατί θα δούμε τώρα; Αρκεί να θυμηθούμε το φιάσκο του βασικού μετόχου, που προοριζόταν να πατάξει την διαπλοκή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας με τα ΜΜΕ και άρκεσε μια απειλή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διά του επιτρόπου του ανταγωνισμού για το καταστεί το άρθρο 14 παρ. 9Σ ανενεργό. Να θυμηθούμε ακόμη την ατυχή ρύθμιση του Μισθοδικείου και βέβαια τη σκανδαλώδη ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των υπουργών, που κατοχύρωσε στην πράξη, τελικά, το ποινικά ακαταδίωκτό τους.
Εκείνο που χρειάζεται να γίνει τώρα είναι η τροποποίηση του ουσιαστικού και πραγματικού Συντάγματος, η σημασία του οποίου στον τόπο μας αγνοείται ή υποβαθμίζεται για χάριν του τυπικού, προσηλωμένοι καθώς είμαστε στους τύπους και στο θετό δίκαιο και όχι στην ουσία των πραγμάτων. Και το ουσιαστικό Σύνταγμα μπορεί να αλλάξει μέσα από τη νομοθετική και νομολογιακή πρακτική, με εκτελεστικούς ή οργανικούς του Συντάγματος νόμους, που μπορούν να λειτουργήσουν ως πολιορκητικός κριός, χωρίς να θιγούν διατάξεις του τυπικού Συντάγματος.
Ετσι για παράδειγμα θα μπορούσε με νόμο, που θα ψηφιστεί με αυξημένη πλειοψηφία, να μειωθεί π.χ. ο αριθμός των βουλευτών, να επανακαθοριστούν οι εκλογικές περιφέρειες, να τροποποιηθεί ο νόμος για τη χρηματοδότηση των κομμάτων και τις εκλογικές δαπάνες των βουλευτών και των κομμάτων, να καθιερωθεί ως συνθήκη του πολιτεύματος, ενδεχομένως, ακόμη και το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του υπουργού με εκείνη του βουλευτή ή να θεσπιστούν διαδικασίες ευέλικτες κωδικοποίησης των νόμων και απλοποίησης της νομοθεσίας, να οριστούν οι τεχνικές προδιαγραφές της καλής νομοθέτησης και να αντιμετωπιστεί η πολυνομία και κακονομία... και μερικά άλλα απλά, αλλά ουσιαστικά, συνταγματικής σημασίας.
Διαρθρωτικές αλλαγές, που μπορούν να ονομαστούν συνταγματικές στιγμές, αν καταφέρουν να πραγματώσουν ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα μιας ευρείας, ισχυρής και αποφασισμένης κυβερνητικής πλειοψηφίας, που να συναντά τη λαϊκή συναίνεση. Η αναθεώρηση περιττεύει.
* Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.