Του Γιώργου Γιαννουλόπουλου, Ελευθεροτυπία, 17.12.11
Η εντυπωσιακή άνοδος της Αριστεράς στις τελευταίες δημοσκοπήσεις ήταν η αφορμή για να ανεβεί ξανά ένα πολυπαιγμένο έργο: η έκκληση για μια αριστερή πανστρατιά, τη φορά αυτή υπό τη σημαία του αντιμνημονιακού αγώνα. Κι επειδή το έχουμε ξαναδεί, ξέρουμε και πώς τελειώνει: το ΚΚΕ θα την απορρίψει και ο ΣΥΡΙΖΑ θα διεκδικήσει το φωτοστέφανο του αγωνιστή, που μάχεται, όχι μόνο για να κατατροπώσει το Κακό, αλλά και για την ενότητα των δυνάμεων του Καλού.Μολονότι οι διχογνωμίες υποβάλλουν την αίσθηση ότι η αλήθεια βρίσκεται σε μία από τις δύο εκδοχές, στη συγκεκριμένη περίπτωση νομίζω ότι αμφότερες είναι λανθασμένες για διαφορετικούς λόγους. Ετσι η πανστρατιά, για άλλη μια φορά, θα ματαιωθεί. Ο λόγος για το ανέφικτο και ταυτόχρονα το ανεπιθύμητο του εγχειρήματος έχει να κάνει με μια θεμελιακή στάση, η οποία ουδέποτε δηλώνεται ρητά, αλλά καθοδηγεί εκ βαθέων τις αντιδράσεις πολλών αριστερών, ιδίως από τη μεταπολίτευση και μετά: ότι όποιος βρίσκεται στα δεξιά μου δεν είναι αριστερός.
Για παράδειγμα, το ΚΚΕ
Για παράδειγμα, το ΚΚΕ
κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για δεξιά παρέκκλιση -διαλέγω την πιο ήπια έκφραση-, ο ΣΥΡΙΖΑ σχίζει τα ιμάτιά του, ενώ εκτοξεύει την ίδια μομφή κατά της Δημοκρατικής Αριστεράς, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι δεν κρατάει αριστερόμετρο, κατά τη φράση του Α. Τσίπρα. Το οποίο, ωστόσο, αν κρίνουμε από πρόσφατο άρθρο στην «Αυγή» του Τάσου Κουράκη και της Ελευθερίας Χατζηγεωργίου, έχει περάσει σε άλλα χέρια μέσα στο Κίνημα.
Η αντίδραση αυτή έχει τη λογική της. Μέσα στο συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, η αριστεροσύνη είναι κάτι εξ ορισμού καλό. Επεται, λοιπόν, ότι όποιος διαθέτει μεγαλύτερη ποσότητα της εν λόγω αρετής, σε σύγκριση με κάποιον άλλο, θα πρέπει να θεωρηθεί πιο αριστερός. Δηλαδή ανώτερος. Ο συλλογισμός φαίνεται πειστικός. Στηρίζεται, όμως, στην εξής αρχική υπόθεση, η οποία δεν ευσταθεί: ότι η έννοια της αριστεροσύνης είναι δεδομένη και ότι μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά και με ακρίβεια, όπως συμβαίνει με το ύψος ή το βάρος μας. Ετσι, όμως, παραβλέπουμε την εξής καίρια διάκριση: οι μετρήσεις του ύψους και του βάρους δεν αμφισβητούνται επειδή όλοι αποδεχόμαστε τη μεζούρα και τη ζυγαριά. Κάτι που δεν συμβαίνει στην πολιτική, όπου δεν έχει βρεθεί το εργαλείο που θα καταγράφει την αριστεροσύνη, με ποσοτικούς όρους, ώστε να ξέρουμε ποιος είναι περισσότερο και ποιος λιγότερο αριστερός. Εξ ου και κάποια ερωτήματα, τα οποία δεν επιδέχονται εύκολη απάντηση: η αποκατάσταση του Στάλιν κάνει το ΚΚΕ πιο αριστερό; (Επί τη ευκαιρία: με τον Μπέρια τι γίνεται;) Πόσο αριστερός ήταν ο Πολ Ποτ; Ή, για να έρθουμε στα καθ' ημάς, γιατί οι πολύ αριστεροί δεν έχουν κάνει ούτε μια εκδήλωση συμβολικής διαμαρτυρίας έξω από μια εφορία;
Με όλα τούτα, θέλω να πω ότι η έννοια της αριστεροσύνης είναι πολιτική και συνεπώς επίμαχη. Αρα, δεν φυλάσσεται στην κιβωτό της διαθήκης, η οποία, ως γνωστόν, βρίσκεται στον Περισσό ή στην Κουμουνδούρου. Πράγμα που δεν ισχύει μόνο στην πολιτική, εφ' όσον θεωρείται επίσης αυτονόητο -και είναι- ότι οι ιδιότητες που αποδίδουμε στα πράγματα δεν καθορίζονται μόνο από αυτά, αλλά και από τα σχήματα, μέσα από τα οποία επιλέγουμε να τα διαβάσουμε. Συνεπώς, η πανστρατιά της Αριστεράς θα παραμείνει, και ευτυχώς, ξανά στα λόγια. Γιατί το ΚΚΕ εκλαμβάνει την αριστεροσύνη ως αναλλοίωτη ουσία, την οποία της παρέδωσε με τα χέρια του ο Καρλ Μαρξ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, με καθοδηγητή τον Λάκη Λαζόπουλο, πιστεύει στην Αντίσταση, χωρίς άβολες ερωτήσεις και, με την αισιοδοξία του τεμπέλη μαθητή, ελπίζει να ανακαλύψει στην τύχη την απάντηση. Οπως διάβασα προ καιρού στην «Αυγή»: «Ας συμφωνήσουμε στο "Οχι" και τα "Ναι" τα βρίσκουμε μετά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.