Της Μάρης Θεοδοσοπούλου, Ελευθεροτυπία, 19.11.11
Πριν από τέσσερα χρόνια, ο Μάκης Καραγιάννης είχε κάνει μια θριαμβική πρώτη εμφάνιση στην πεζογραφία με τη συλλογή διηγημάτων, Ο καθρέφτης και το πρίσμα. Θριαμβική, βεβαίως, με τα μέτρα και σταθμά της λογοτεχνικής κοινότητας και όχι του μεγάλου πλήθους των αναγνωστών. Εφέτος, επανέρχεται με ένα επίκαιρο μυθιστόρημα γύρω από τη γενιά της Μεταπολίτευσης, καθώς αποκαλείται η γενιά του Πολυτεχνείου διευρυμένη με τους κάπως νεότερους. Όπως συμβαίνει σε όλες τις γενιές, έτσι και σε αυτήν υπάρχουν οι πρωταγωνιστές και ο βουβός θίασος. Από τη μια, όσοι αναμείχθηκαν με τα κοινά και κατέλαβαν υψηλές θέσεις, όπου κάποιοι από αυτούς μπορεί και να ενέδωσαν σε δελεαστικές προτάσεις, γιατί υπόσχονταν, εδώ και τώρα, επαγγελματική ευδοκίμηση και πλουτισμό. Και από την άλλη, εκείνοι που δεν ενέδωσαν ή ίσως, μη διαθέτοντας ένα πρόσφορο προφίλ, δεν τους έγιναν καν αντίστοιχες, παράτυπες προσεγγίσεις. Δηλαδή, άνθρωποι, που είχαν τα προσόντα, αλλά παρέμειναν ένας βουβός θίασος.
Ο Καραγιάννης τοποθετεί τη δράση του μυθιστορήματος στο γύρισμα του αιώνα. Οπως και στα διηγήματά του, πλάθει ένα συμπληρωματικό δίδυμο, αυτό του ήρωα και του αφηγητή. Εδώ, πρόκειται για δύο φίλους από τα φοιτητικά τους χρόνια, που αργότερα απομακρύνθηκαν, καθώς ο ένας βρέθηκε στους πρωταγωνιστές, γνωρίζοντας την άνοδο και την πτώση του άστρου του, ενώ ο άλλος κινείται στον βουβό θίασο των ασυμβίβαστων, που έμειναν στο περιθώριο. Εν έτει 2000, όμως, τον τρώει το σαράκι και αναρωτιέται: «Υπάρχει τρόπος να προκόψεις σ' αυτήν τη διεφθαρμένη κοινωνία χωρίς να συμβιβαστείς;». Μπορείς να είσαι πετυχημένος, επώνυμος, πλούσιος, «χωρίς την εκπόρνευσή σου και κρατώντας τις αρχές σου;» Για να απαντήσει σε αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα, αρχίζει να συνθέτει τη βιογραφία του φίλου του. Κατά κάποιον τρόπο, ζητεί να υποκαταστήσει το βιβλίο, που εκείνος ήθελε να γράψει, μήπως και καταλάβει τι έγινε λάθος, αλλά δεν πρόλαβε.
Ως πρωταγωνιστή, ο Καραγιάννης επιλέγει έναν καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος, καλλιεργώντας γνωριμίες, ανέβηκε πρώτα στη θέση του κοσμήτορα και μετά, σε εκείνη του αντιπρύτανη. Η υπόθεση επικεντρώνεται σε ένα σκάνδαλο «υπεξαίρεσης εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών», που αφορά την ψηφιοποίηση των βιβλιοθηκών του Πανεπιστημίου. Χρηματοδοτούμενο το έργο από την Ευρωπαϊκή Ενωση, τοποθετείται το 1994, ενώ το σκάνδαλο ξεσπάει πέντε χρόνια αργότερα, όταν μία από τις συμμετέχουσες στο διαγωνισμό εταιρείες προσέφυγε στη Δικαιοσύνη. Κατηγορούμενος βρίσκεται μέχρι και ο αντιπρύτανης. Σε αυτό συμβάλλει, εκτός από τους πανεπιστημιακούς αντιπάλους του, που υποκίνησαν τους δυσαρεστημένους, ο προκλητικά πολυτελής τρόπος διαβίωσής του. Γνώριμο το σενάριο, αντανακλά πιστά την πραγματικότητα. Εμπνευσμένο από τα ουκ ολίγα σκάνδαλα, που συντάραξαν τα πανεπιστήμια κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, όπου, στο πιο πολύκροτο, εμπλεκόταν πρύτανης και η ποινή ήταν ισόβια. Αντιθέτως, ο ήρωας τη γλιτώνει με την προφυλάκιση. Εδώ, το σημαντικό είναι το μέρος και η διάρκεια. Κρατείται στις φυλακές του Γεντί Κουλέ για 27 ημέρες, όσες ήταν και οι ημέρες κράτησής του εκεί επί χούντας. Τότε, ως αντιστασιακός, ενώ, τώρα, ως καταχραστής του δημόσιου χρήματος. Αυτήν, ακριβώς, την αντίθεση πολιορκεί η αφήγηση. Κατά τα άλλα, παρά την αθώωσή του, το όνομά του έχει αμαυρωθεί και αναγκάζεται να παραιτηθεί. Λίγους μήνες αργότερα δολοφονείται.
Τον ρόλο του αφηγητή τον αναλαμβάνει ένας δημοσιογράφος από τους λιγοστούς που τολμούν αποκαλυπτικά ρεπορτάζ και ανταμείβονται με απόλυση. Ο συγγραφέας, μοιράζοντας έτσι τους ρόλους, επιλέγει αντί της συνηθισμένης αναδρομικής αυτοανάλυσης, μια αφήγηση με την οπτική ενός συνομήλικου, που βρίσκεται ταυτόχρονα στη θέση του συμπαθούντος και του κριτή. Αυτός ερευνά το παρελθόν του φίλου του, μιλάει με πρόσωπα του περίγυρού του, προσπαθώντας να συναρμόσει σωστά τις ψηφίδες. Παραθέτει διαφορετικές εκδοχές, συμπληρώνοντας τα κενά με τη φαντασία του. Ουσιαστικά, ο Καραγιάννης καταφεύγει στην τεχνική, που είχε με δεξιοτεχνία εκμεταλλευτεί στα διηγήματά του. Δανείζεται από την καθημερινότητα καταστάσεις, επίκαιρες συζητήσεις και ιδεολογικές ανησυχίες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μυθιστορηματικοί ήρωες φαίνεται να καθρεφτίζουν υπαρκτά πρόσωπα ή και μείξεις περισσότερων του ενός προσώπων.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο, με πρότυπο έναν εκπρόσωπο της γενιάς του Πολυτεχνείου, από εκείνους με ταπεινή καταγωγή και αριστερές καταβολές, πλάθει έναν ήρωα, που δεν είναι βαθιά πολιτικοποιημένος ούτε έχει ισχυρά ιδεολογικά ερείσματα. Η συμμετοχή του στην αντιδικτατορική αντίσταση οφείλεται στον νεανικό ενθουσιασμό, υποδαυλισμένο από έναν πρώτο έρωτα. Ο αφηγητής ιχνηλατεί πειστικά τις μικρές παραχωρήσεις σε θέματα ηθικής τάξης, όπως τα δωράκια και το ρουσφέτι σε προσφιλή πρόσωπα, που, εν συνεχεία, έφεραν τους μεγάλους συμβιβασμούς, με τις μίζες εκατομμυρίων. Ωστόσο, σχηματοποιεί αυτό το πέρασμα, όταν θέλει τον ήρωά του να κατεβάζει την αφίσα τού Τσε και να τον συνεπαίρνει το είδωλο του Μπάιρον, «που αμφισβητούσε όλους τους ηθικούς κώδικες», όπως σπεύδει να εξηγήσει. Ο ατομικισμός κυρίως, όσο και ο χαλαρός πατριωτισμός, που επέδειξε η γενιά της Μεταπολίτευσης και μαζί ο ήρωας, ως ένας πειστικός πρωταγωνιστής, που ανήκει στην ελίτ της διανόησης, ουδόλως ταιριάζουν με τους βυρωνικούς ρομαντισμούς. Ρομαντική, ωστόσο, θα χαρακτηριζόταν η διάθεση του αφηγητή, έτσι όπως συνθέτει τον βίο του ήρωα, όχι σαν να τον βλέπει στον καθρέφτη, αλλά μέσα από το δικό του πρίσμα. Είναι εμφανής η αγωνία του να δικαιώσει στο πρόσωπό του τη χαμένη γενιά του, όπως κάπως δραματικά την αποκαλεί. Ισως, εν τέλει, αυτό να είναι «το όνειρο του Οδυσσέα», όπως είναι και το όνομά του.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, η αντιπαλότητα του ήρωα με έναν συνάδελφό του, που, αρχικά, περιορίζεται στον ερωτικό και επαγγελματικό τομέα, αποκαλύπτεται ότι έχει και ιδεολογικές καταβολές, οδηγώντας τον επίδοξο βιογράφο του στις εμφύλιες συγκρούσεις των παππούδων τους. Αυτό δίνει την ευκαιρία για μακριές αναφορές, πρώτα, στον Μάη του '36 και τις μεγάλες απεργίες των καπνεργατών και μετά, στις οργανώσεις, που δρούσαν κατά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Και καθώς όλα αυτά συμβαίνουν στη Θεσσαλονίκη, στις παράπλευρες ιστορίες αναμειγνύονται οι Εβραίοι της πόλης. Ετσι, ο συγγραφέας προβάλλει ως προγόνους της χαμένης γενιάς αριστερούς με αντιστασιακές περγαμηνές, για να επανέλθει στο τρίτο κεφάλαιο και να σκιαγραφήσει το σημερινό ιδεολογικό της στίγμα. Σε αυτό το κεφάλαιο εμπλέκονται μια αλλοδαπή πόρνη και ο έλληνας προαγωγός της. Αυτός έχει το καθόλου τυχαίο ψευδώνυμο Τίγρης και επαίρεται ότι ύψωσε στη Σρεμπρένιτσα «την ελληνική σημαία δίπλα στη σερβική και στον δικέφαλο του Βυζαντίου». Τα δύο καινούρια πρόσωπα φέρνουν νέα μυθοπλαστικά μπλεξίματα, που ωθούν τον αφηγητή σε σκέψεις γύρω από τη λέξη πατρίδα, τη μοίρα των απανταχού προσφύγων αλλά και των «σφαγέων» της Ιστορίας. Παρ' ότι ο αφηγητής υπεραμύνεται μιας καλειδοσκοπικής οπτικής, μένει σταθερά προσηλωμένος στην αλήθεια της μιας πλευράς.
Σε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο, ο συγγραφέας προσπαθεί να αναδείξει μία επιπλέον πλευρά της διαφθοράς, εστιάζοντας στην αρχαιοκαπηλία των θησαυρών που φυλάσσονται στις παλαιές βιβλιοθήκες. Δεν επιλέγει κάποια τυχαία βιβλιοθήκη, αλλά εκείνη της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Ορους. Αυτή η τροπή του αστυνομικού γρίφου προσδίδει στο μυθιστόρημα το άρωμα ενός αστυνομικού τύπου Ουμπέρτο Εκο. Απαιτεί, ωστόσο, ο αφηγητής, εκτός από δημοσιογράφος, να είναι μαθηματικός, με ημιτελές διδακτορικό στην ιστορία των Μαθηματικών, καλός γνώστης της ιστορίας της Τέχνης και να διαβάζει μετά μανίας λογοτεχνία. Δηλαδή, ένα πιστό alter ego του συγγραφέα, που κινείται στο γνώριμο έδαφος των διηγημάτων του. Πλασματικά ιστορικά πρόσωπα αναμειγνύονται με υπαρκτά, ονόματα και ημερομηνίες παραλλάσσουν, το ίδιο οι τίτλοι έργων και οι συγγραφείς τους, φροντίζοντας να διατηρείται η εντύπωση του ήδη γνωστού. Λ.χ., ο αφηγητής, για να επιλύσει το μυστήριο ενός απολεσθέντος Κώδικα, καταφεύγει στο βιβλίο Μνημεία ελληνικής ιστορίας. Ως συγγραφέα του αναφέρει έναν Κ. Πολίτη, αντί του πραγματικού, που είναι ο Κ. Σάθας, ώστε το πεδίο να μένει ελεύθερο σε μυθοπλαστικές παραλλαγές, που φτάνουν μέχρι ένα χαμένο έργο του Αριστοτέλη.
Ως επιμύθιο αυτής της πολυεστιακής αφήγησης δεν βγαίνει άλλο από την πλήρη χρεοκοπία τής εν λόγω γενιάς. Στο γιατί, δεν δίνεται καμιά σαφής απάντηση και μάλλον δεν μπορεί να δοθεί εύκολα. Ισως επειδή επιθυμούσε ανατροπή των πάντων ή, επειδή εμφορείτο από ανεδαφικά οράματα ή, ακόμη, επειδή κουβαλούσε σύγχυση, που κατέληξε σε ιδιοτελείς επιδιώξεις ή, τέλος, επειδή αφέθηκε στον κακό εαυτό της. Πάντως το βιβλίο θέτει τέτοιου τύπου ερωτήματα, αφού πλησίασε πλέον η ώρα να μπει και αυτή η γενιά σε μικροσκοπική εξέταση, μήπως έτσι αποσαφηνιστούν και ορισμένα μυθεύματα. Μόνον αυτό μην καταλήξει μόδα και εκφυλιστεί. *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.