Μαρία Ψαρρού, 17 Νοεμβρίου 2011
Είναι γεγονός ότι οι
γενιές, τα διακριτά υποσύνολα δηλαδή του πληθυσμού με κοινή καταγωγή
και ηλικία αλλά και ακμή και δράση που συμπίπτουν χρονικά, διαφέρουν
μεταξύ τους. Ενίοτε, μάλιστα, οι διαφορές τους είναι τόσο έντονες ώστε
ανάμεσά τους να αναπτύσσονται αγεφύρωτα χάσματα στην επικοινωνία, που
αποδίδονται με τον όρο χάσμα γενεών.
Ένα τέτοιο χάσμα υφίσταται μεταξύ της γενιάς μας, που ορισμένοι την σήμερα χαρακτηρίζουν «γενιά των 500 ευρώ» (συν – πλην, με το πλην επικρατέστερο) ή και χαμένη, ενώ μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα τη θεωρούσαν «γενιά του καναπέ», σε σχέση πάντα με προγενέστερες γενιές, όπως η γενιά του Πολυτεχνείου.
Ένα τέτοιο χάσμα υφίσταται μεταξύ της γενιάς μας, που ορισμένοι την σήμερα χαρακτηρίζουν «γενιά των 500 ευρώ» (συν – πλην, με το πλην επικρατέστερο) ή και χαμένη, ενώ μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα τη θεωρούσαν «γενιά του καναπέ», σε σχέση πάντα με προγενέστερες γενιές, όπως η γενιά του Πολυτεχνείου.
Ειδοποιό
διαφορά μεταξύ της δικής μας γενιάς και της γενιάς του Πολυτεχνείου
συνιστά το γεγονός ότι εμείς γαλουχηθήκαμε ως καριερίστες μα σύντομα
εγκαταλείψαμε την «ουτοπία της καριέρας» για την επανάσταση που ξεκινά
πρωτίστως ως υπόθεση προσωπική, ενώ εκείνοι που ανδρώθηκαν ως
επαναστάτες σύντομα απομακρύνθηκαν ψυχικά από την «ουτοπία της λαϊκής
επανάστασης» για να διεκδικήσουν καριέρα και ατομική πρόοδο.
Εκείνοι όσο πιο πολύ σπούδαζαν τόσο περισσότερο μπορούσαν να διεκδικήσουν καλύτερες αποδοχές και θέσεις εργασίας, ενώ για εμάς τα εν λόγω μεγέθη είναι αντιστρόφως ανάλογα.
Εκείνοι
ήταν πεπεισμένοι ότι θα ζήσουν καλύτερα από τους δικούς τους, ενώ εμάς
όλοι μας διαβεβαιώνουν για το αντίθετο. Στην πλειοψηφία τους τέκνα
εργατικής και αγροτικής τάξης έγιναν αστοί, ενώ εμείς στην πλειοψηφία
μας γόνοι μεσοαστών έχουμε αντίστροφη πορεία.
Εκείνοι
υποδέχθηκαν με τα τραγούδια της φωτιάς τη δημοκρατία και τον Καραμανλή
στην εξουσία, εμείς είδαμε τον Καραμανλή με τις φωτιές να την
εγκαταλείπει. Εκείνοι θεωρούσαν το Γεώργιο Παπανδρέου «Γέρο της
Δημοκρατίας», και τον συνόδεψαν παλλαϊκά στην τελευταία του κατοικία,
ενώ εμείς ακόμη και μεμονωμένα θα κατεδαφίζαμε με χαρά την κύρια
κατοικία του «Νέου της Τεχνοκρατίας» και ομώνυμου εγγονού του
προαναφερθέντος.
Εκείνοι είδαν τα κολαστήρια να γίνονται υπουργεία, εμείς τα υπουργεία να μετατρέπονται σε κολαστήρια.
Κάθε
χρόνο στην επέτειο του Πολυτεχνείου, ένιωθα δέος για τη γενιά τους και
με κατέτρεχε ένα σύνδρομο κατωτερότητας για τη δική μου «βολεμένη
γενιά». Φέτος, όμως, απελευθερώθηκα. Δεν χρειάζεται να απολογηθώ
ιστορικά. Δεν ανήκω, βλέπετε, πια στους βολεμένους και οι «ήρωές» μου
απομυθοποιήθηκαν αρκετά. Ξαφνικά νιώθω πολύ περήφανη για τη δική μου
γενιά που τραβά τη δική της ανηφόρα και βλέπω πια τη γενιά τους με
συμπάθεια ίσως και συμπόνια που η αίγλη τους φθίνει.
Εύχομαι
ο ιστορικός του μέλλοντος να μην είναι τόσο επικριτικός με τη δική μας
γενιά όσο αρνητικές είναι οι κρίσεις για τα δικά τους πεπραγμένα σήμερα
που κλείνει ο κύκλος της μεταπολίτευσης, και ο δικός μας απολογισμός 40
χρόνια μετά να έχει εμφανώς θετικό πρόσημο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.