Της Ελίζας Παπαδάκη, ΝΕΑ, 16.11.11
Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Λουκά Παπαδήμο στην Ελλάδα, η ταυτόχρονη εντολή που έλαβε ο Μάριο Μόντι να σχηματίσει κυβέρνηση στην Ιταλία, στάθηκαν αφορμή για εκτεταμένα σχόλια, κατά πόσον «τεχνοκράτες» είναι δυνατόν να αντεπεξέλθουν εκεί όπου οι προκάτοχοί τους πολιτικοί απέτυχαν. Δίπλα σε επαίνους και ευχές, διακρίναμε άφθονη δυσπιστία σε μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες. Η αντιδιαστολή της πολιτικής στην «τεχνοκρατική» προσέγγιση είναι ωστόσο παραπλανητική, όσον αφορά τουλάχιστον τα συγκεκριμένα πρόσωπα: διότι τόσο ο Μόντι όσο και ο Παπαδήμος, έχουν ασκήσει για μακρύ χρονικό διάστημα πολιτική από τα δημόσια αξιώματα που κατείχαν∙ και μάλιστα πολιτική πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας, με πολύ ευρύτερες επιπτώσεις για την ευημερία των πολιτών, παρ' όσο αν τα ίδια χρόνια είχαν διατελέσει ας πούμε οικονομικοί υπουργοί και βουλευτές στις χώρες τους.
Ως επίτροπος αρμόδιος για την εσωτερική αγορά, πρώτα, για τον ανταγωνισμό κατόπιν (1994-2004), ο Μόντι είναι περισσότερο γνωστός για τις μάχες που έδωσε κατά της κυριαρχίας των εταιρικών συμφερόντων των μονοπωλίων στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα εργάστηκε συστηματικά για την ενοποίηση (ενιαίοι φόροι, ενιαία βιομηχανική πολιτική ήσαν δύο από τους στόχους του που προχώρησαν λιγότερο από όσο επιδίωκε). Ούτε έπαψε να αγωνίζεται για την ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση, τελευταία στα πλαίσια της Ομάδας Σπινέλι, μαζί με άλλους επιφανείς πολιτικούς, τον Ζακ Ντελόρ, τον Γκι Βέρχοφστατ, τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ κ.ά.
Πιο αθόρυβα, από τη θέση του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2002-2010), ο δικός μας Παπαδήμος συνέβαλε ουσιαστικά στην αντιμετώπιση της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης, ειδικότερα στην απολύτως κρίσιμη για τη χώρα μας παρέμβαση της ΕΚΤ στην αγορά των κρατικών ομολόγων, μέτρο που εγκαινιάστηκε το 2010 ενάντια σε ισχυρές, γερμανικές κυρίως, αντιδράσεις, και στην αποδοχή ως ενεχύρων των ελληνικών κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, παρά τις συνεχείς τους υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, με την οποία εξασφαλιζόταν η αναχρηματοδότηση της οικονομίας μας, εφόσον οι αγορές ήσαν κλειστές. Αλλά καθοριστική ήταν επίσης προηγουμένως η συμβολή του ως διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (1994-2002) στη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, στον χειρισμό των αγορών και στην εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, που επέτρεψαν την ένταξη της χώρας στο ευρώ. Μόνο που το επίτευγμα εκείνο δεν έπρεπε να οδηγήσει σε εφησυχασμό, προειδοποιούσε στην τελευταία του έκθεση τον Απρίλιο του 2002: για να υλοποιηθούν τα δυνητικά οφέλη, θα έπρεπε να γίνουν μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και να ολοκληρωθεί η δημοσιονομική εξυγίανση με τη μείωση του δημοσίου χρέους, εξηγούσε εκεί αναλυτικά. Διαβάζοντας εκείνη την έκθεση θα βρούμε όλες τις πολιτικές που απαιτούνταν, τις οποίες απέφυγαν οι κυβερνήσεις της προηγούμενης δεκαετίας, όταν υπήρχε πραγματική ευχέρεια να τις προωθήσουν με ανάπτυξη, βελτιώνοντας την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή, και που επιβάλλονται πλέον βάναυσα, στις συνθήκες της κρίσης και των μέγιστων κινδύνων που απειλούν τη χώρα. Το πόσο, τέλος, (δεν) αξιοποιήθηκαν οι εισηγήσεις του Λουκά Παπαδήμου ως οικονομικού συμβούλου του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου τον τελευταίο χρόνο είναι μια θλιβερή ιστορία που μένει να εξεταστεί στη συνολική αποτίμηση της περιόδου.
Τίποτα δεν είναι πιο άτοπο από τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό του σημερινού πρωθυπουργού της Ελλάδας ως «τραπεζίτη», που ακούσαμε αυτές τις μέρες: εκφράζει μια κακόβουλη σύγχυση ανάμεσα στα ιδιωτικά εταιρικά συμφέροντα των τραπεζών και το δημόσιο συμφέρον το οποίο καλείται να υπηρετεί η δημόσια κεντρική τράπεζα, ασκώντας, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα να ρυθμίζει και να εποπτεύει τη λειτουργία των ιδιωτικών τραπεζών. Οσο για τον πιο ουδέτερο χαρακτηρισμό του «τεχνοκράτη», αυτός μπορεί να στηριχθεί σε ένα πραγματικό - σημαντικό οπωσδήποτε - γεγονός: Ο κ. Παπαδήμος κλήθηκε, για τις γνώσεις και την εμπειρία του, να ηγηθεί σε μια μεταβατική κυβέρνηση με κρίσιμη αποστολή, χωρίς ο ίδιος να έχει εκλεγεί απευθείας από το εκλογικό σώμα, με τις ψήφους από την εκλεγμένη Βουλή, ενόσω διαρκεί η θητεία της. Το αντίστοιχο συμβαίνει στη γειτονική Ιταλία. Αλλά τα εθνικά πολιτικά αδιέξοδα που οδήγησαν σε μια τέτοια παρέκκλιση από τον κανονικό τρόπο ανάδειξης των κυβερνήσεων υποδηλώνουν ένα πρόβλημα που δεν περιορίζεται στις δύο χώρες: το μείζον πρόβλημα της λειτουργίας της δημοκρατίας στα πλαίσια εθνικών κρατών όταν οι οικονομίες τους, άρα και οι κοινωνίες τους, επηρεάζονται καθοριστικά από τις παγκοσμιοποιημένες αγορές, όταν τα εθνικά κράτη μετέχουν στην ατελή, αλλά καθοριστική για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση, και όταν τα εθνικά κόμματα πολιτεύονται χωρίς να υπολογίζουν επαρκώς αυτές τις πραγματικότητες, ούτε τις αναγνωρίζει η κοινή γνώμη. Το πρόβλημα αυτό απειλεί σήμερα την επιβίωση της ίδιας της ευρωζώνης, της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στο μεταξύ στην Ιταλία υπάρχουν ακόμα περιθώρια επιλογών και ο Μάριο Μόντι προσβλέπει σε μια κυβέρνηση ώς το 2013. Εδώ τα δικά μας πλαίσια είναι ασφυκτικά. Από τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου ας κρατήσουμε την εμμονή του στην αλήθεια και την ελπίδα η μεταβατική κυβέρνηση να αποτελέσει γέφυρα για μια νέα πορεία, όχι μια παρένθεση - στον δρόμο προς την καταστροφή, θα προσθέταμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.