Του Ρούσσου Βρανά, NEA, 2.5.11
Πληθαίνουν οι κλεµµένοι Μάηδες της ζωήςµας. Του Σικάγου το 1886. Της Θεσσαλονίκης το 1936. Του Παρισιού το 1968. Και λιγοστεύουν όλα όσα είχαν υποσχεθεί για τη ζωή των ανθρώπων. Να βάζει κανείς τέρµα στη ζωή του, είναι µερικές φορές κάτι σαν µια έσχατη γραµµή νόµιµης άµυνας. Αυτό ακριβώς ήταν η τελευταία αυτοκτονία εργαζοµένου στη γαλλική τηλεφωνική εταιρεία Φρανς Τελεκόµ. Αυτοπυρπόληση. Παραµονές Πρωτοµαγιάς. Σε ένα πάρκινγκ της εταιρείας. Αυτή ήταν η τελική λύση που αποφάσισε να δώσει τις προάλλες ο Ρεµί Λ. Μια λύση τραγική γιατον ίδιο, για τους συγγενείς του, για τους φίλους του, για όλους. Αποφάσισε έτσι µε τον χειρότερο τρόπο να γυρίσει οριστικά τις πλάτες του στις πιέσεις, στις ταπεινώσεις και στους εξευτελισµούς στους οποίους εδώ και χρόνια υποβάλλει τους εργαζ οµένους της εταιρείας η «∆ιεύθυνση ανθρώπινων πόρων».
Αφησε πίσω του το µελανό αποτύπωµα του θανάτου του πάνω σε έναν τοίχο. Ηταν η τελετουργική θυσία ενόςανθρώπο υπου οι καταπιεστικές µεθοδεύσεις της εργοδοσίας τον είχαν φτάσει στα άκρα – όπως δεκάδες άλλους συναδέλφους του στην ίδια εταιρεία που, από τότε που ξέσπασε η οικονοµική κρίση, εξωθήθηκαν σε ένα παρόµοιο τέλος. Οµως, η περίπτωση του Ρεµί Λ. διαφέρει από τις άλλες. Επειδή είχε οριστεί µέλος της επιτροπής για την πρόληψη των εργατικών ατυχηµάτων. «Εδώ και κάµποσο καιρό ήταν πολύπικραµένος, επειδή είχε καταλάβει πως όλο αυτό δενήταν παρά στάχτη στα µάτια», εξοµολογείται ένας συνάδελφός του στην εφηµερίδα «Ουµανιτέ».
Αφησε πίσω του το µελανό αποτύπωµα του θανάτου του πάνω σε έναν τοίχο. Ηταν η τελετουργική θυσία ενόςανθρώπο υπου οι καταπιεστικές µεθοδεύσεις της εργοδοσίας τον είχαν φτάσει στα άκρα – όπως δεκάδες άλλους συναδέλφους του στην ίδια εταιρεία που, από τότε που ξέσπασε η οικονοµική κρίση, εξωθήθηκαν σε ένα παρόµοιο τέλος. Οµως, η περίπτωση του Ρεµί Λ. διαφέρει από τις άλλες. Επειδή είχε οριστεί µέλος της επιτροπής για την πρόληψη των εργατικών ατυχηµάτων. «Εδώ και κάµποσο καιρό ήταν πολύπικραµένος, επειδή είχε καταλάβει πως όλο αυτό δενήταν παρά στάχτη στα µάτια», εξοµολογείται ένας συνάδελφός του στην εφηµερίδα «Ουµανιτέ».
Οι άνθρωποι...
... λυγίζουν, όταν τα έσχατα όρια της πίκρας καταρρέουν από τις επιθέσεις της αδικίας, του στρες, της παραγωγικότητας, της προσωρινής εργασίας, του ανταγωνισµού που ρίχνει τον έναν εργαζόµενο εναντίον του άλλου. Οι αυτοκτονίες εργαζοµένων έχει πάρει επιδηµική µορφή στη Ρενό, στην ΙΒΜ, στις τράπεζες HSBC και BNP Paribas, στα ταχυδροµεία, στην ηλεκτρική εταιρεία EDF, γράφει η «Ουµανιτέ». Μετά το ξέσπασµατης οικονοµικής κρίσης, το Γραφείο Στατιστικής της Εργασίας κατέγραφε αύξηση των αυτοκτονιών στους χώρους δουλειάς κατά 28% στις ΗΠΑ,µε κυριότερα αίτια την οικονοµική ανέχεια, την εργασιακή ανασφάλεια και τις αφόρητες πιέσεις που ασκούνται στους εργαζόµενους. Μόνο οι χρεοκοπηµένες ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες είχαν κλειστά τα αυτιά τους στις προβλέψεις που έλεγαν ότι οι άνεργοιστην Ευρώπη θα ξεπερνούσαν τα 30 εκατοµµύρια στοτέλος της περασµένηςχρονιάς.
Η ανεργία ξεπέρασε τα όρια γιαµια ακόµη φορά. Και ο Ζαν-Μισέλ τα δικά του,πατέρας τριών παιδιών και συνάδελφος του Ρεµί Λ., που πριν από αυτόν προτίµησε να πάρει τον ίδιο δρόµο. Σαν να µην έχει τίποτα πια να προσφέρει το σύστηµα στον εργαζόµενο παράµια επιλογή που δεν αφορά τη ζωή αλλά τον θάνατό του.
«Αν µπορούσε...
... µονάχα αυτή η πράξη µου να χρησιµέψει σε κάτι...», έγραφε ο Ζαν-Μισέλ σε ένα σηµείωµα που άφησε πίσω του. «Συχωρέστε µε που το έβαλα κάτω. Κι ευχαριστώ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.