Σελίδες

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Αναδιάρθρωση του χρέους ΤΩΡΑ!‏

Του Κώστα Χρυσόγοονου, www.aixmi.gr, 10.5.11
Τις τελευταίες ημέρες επανήλθε με ένταση στο πολιτικό προσκήνιο η πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων του κράτους προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος. Τέτοιες πωλήσεις είναι όχι μόνο αναπόφευκτες, αλλά και επιβεβλημένες, αφού υφίσταται ακόμη και ο κίνδυνος αναγκαστικής εκτέλεσης (άλλωστε το άρθρο 94 του Συντάγματος κατοχυρώνει τη δυνατότητα αυτή, σε βάρος της ιδιωτικής περιουσίας του κράτους, ενώ η δανειακή σύμβαση με το ΔΝΤ και τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης φαίνεται να την επιτρέπει σε βάρος και της δημόσιας περιουσίας του). Το κρίσιμο ζήτημα, όμως, είναι πότε και πώς θα γίνουν και σε τι θα χρησιμοποιηθεί το τίμημα.

Στην παρούσα οικονομική και δημοσιονομική συγκυρία, η χρηματιστηριακή αποτίμηση των μετοχών του δημοσίου σε εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρίες, βρίσκεται κοντά στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαπενταετίας και πολύ κάτω από τη λογιστική αξία των περισσότερων από αυτές. Η πώλησή τους με αυτούς τους όρους για να εξοφληθούν στην ονομαστική τους αξία κρατικά ομόλογα που λήγουν τους επόμενους μήνες θα ήταν έγκλημα κατά της χώρας.
Η μόνη άμεση διέξοδος θα ήταν η ανταλλαγή μετοχών με ομόλογα, αλλά με όρους πραγματικής αξίας αμφότερων, η οποία για τις μετοχές είναι πολύ υψηλότερη από τη χρηματιστηριακή και για τα ομόλογα πολύ χαμηλότερη από την ονομαστική, όπως τεκμηριώνει άλλωστε η εσπευσμένη εκποίησή τους στη δευτερογενή αγορά από πολλούς από τους κατόχους τους.
Τέτοιες πρωτοβουλίες, όμως, δεν φαίνεται να βρίσκονται στον κυβερνητικό ορίζοντα.
Όσο για την ακίνητη περιουσία του κράτους, η πώληση γης (π.χ. άδειων στρατοπέδων, του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού κλπ.) δυσχεραίνεται από τη γενική πτώση των τιμών των ακινήτων στη χώρα μας, ως αποτέλεσμα της ύφεσης στην οποία έχει βυθιστεί η οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, προκειμένου να επιτευχθεί ένα τίμημα επωφελές ή έστω ανεκτό για τον πωλητή, θα έπρεπε προηγουμένως να έχει υπάρξει χωροταξικός σχεδιασμός, έτσι ώστε και οι αγοραστές να γνωρίζουν τι αγοράζουν σε όρους δομήσιμης επιφάνειας και για ποιες χρήσεις (κατοικίας, επαγγελματικές κλπ.). Κάτι τέτοιο δεν μπορεί, όμως, να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη, αφού απαιτούνται νομοθετικές ρυθμίσεις και σύνθετες διοικητικές ενέργειες, με τη συνεκτίμηση μιας σειράς οικονομικών και περιβαλλοντικών παραμέτρων. Σε τίποτα από αυτά δεν φαίνεται να έχουν προχωρήσει οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί. Το να πωληθούν, λοιπόν, τώρα μεγάλες εκτάσεις έναντι πινακίου φακής και στη συνέχεια το θέμα του χωροταξικού σχεδιασμού να αποτελέσει αντικείμενο της συνήθους για τα ελληνικά δεδομένα διαπλοκής του πολιτικού συστήματος με τους αγοραστές θα ήταν, επίσης, εγκληματική (με την ουσιαστική και όχι τη νομική έννοια) ενέργεια.
Εξάλλου ακόμη κι αν υποθέταμε ότι, ως δια μαγείας, η κυβέρνηση θα εύρισκε εγχώριους ή αλλοδαπούς κεφαλαιούχους διατεθειμένους να αγοράσουν μετοχές ή οικόπεδα του δημοσίου σε λογικές τιμές, και πάλι οι πωλήσεις δεν θα ωφελούσαν σε τίποτε, εάν το τίμημα κατευθυνόταν στην αποπληρωμή των τόκων του δημόσιου χρέους με τα σημερινά υψηλά επιτόκια. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι περίπου ετών έγινε μια σειρά ολόκληρη μετοχοποιήσεων μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων, σε εποχές πολύ καλύτερες της σημερινής από χρηματιστηριακή άποψη, και παρά ταύτα δεν επήλθε καμία ουσιαστική μείωση του δημόσιου χρέους.
Και τούτο διότι το προϊόν της διάθεσης μετοχών στο επενδυτικό κοινό, όπως άλλωστε και τα πρωτογενή πλεονάσματα που είχαν επιτευχθεί στον προϋπολογισμό μεταξύ του 1994 και του 2002, διοχετεύθηκαν ακριβώς στην πληρωμή των τόκων.
Με άλλες λέξεις, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους ότι η επιχειρούμενη με το μνημόνιο ασύμμετρη πτώχευση του υπερχρεωμένου ελληνικού κράτους είναι όχι μόνο άδικη αλλά και αδιέξοδη. Η επίρριψη του συνόλου των συνεπειών της υπερχρέωσης αυτής στον ελληνικό λαό και η επιδίωξη να ικανοποιηθούν στο ακέραιο οι ιδιώτες δανειστές του κράτους, για κεφάλαιο και τόκους, είναι μη ρεαλιστική. Το σημείο εκκίνησης οποιασδήποτε σοβαρής προσπάθειας για ανάκαμψη θα ήταν να παραδεχθούμε τα προφανή, ότι δηλαδή το ελληνικό κράτος έχει χάσει για το προβλεπτό μέλλον την πιστοληπτική του ικανότητα, και να εξάγουμε τα επιβεβλημένα συμπεράσματα, δηλαδή να προχωρήσουμε στην άμεση αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και, κυρίως, στην επαναδιαπραγμάτευση προς τα κάτω των επιτοκίων του. Το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτό μπορεί να γίνει μέσα στην ευρωζώνη, ή αν θα αποδειχθεί αναγκαία η έξοδος από αυτή, όπως φαίνεται και το πιθανότερο.
* Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.