Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Τι γύρευες δεκαπενθήμερος, εσύ ένας «Πολίτης»;

29 Μαΐου: τρία χρόνια από τον θάνατο του Άγγελου Ελεφάντη
της Μαριάννας Δήτσα, Αυγή, 29.5.11, http://enthemata.wordpress.com
Στη μνήμη της Αλίκης Πελεκάνου και των ολονυκτιών του «Δεκαπενθήμερου»,όπου η εφτάχρονη Άννα, κοιμισμένη στο πάτωμα, κάπνισε άπειρα πακέτα τσιγάρα, φανατικά άφιλτρα τότε

Μέρες που είναι, ξεφύλλιζα μετά από πολλά χρόνια τον Δεκαπενθήμερο Πολίτη.
Όταν αναφερόμαστε στον Άγγελο μιλάμε κυρίως για τον Πολίτη. Τον σοβαρό, σχεδόν συνοφρυωμένο, αν τον βάλεις δίπλα στον Δεκαπενθήμερο. Άλλωστε, νομίζω, πως ένας από τους λόγους που ο Άγγελος Ελεφάντης αποφάσισε την έκδοση του Δεκαπενθήμερου (Νοέμβριος 1983), και μας κινητοποίησε όλους (και κάποιους επιπλέον), είναι ότι είχε διαισθανθεί ότι Ο Πολίτης έπαιρνε όλο και περισσότερο ένα χαρακτήρα, όπως λένε σήμερα, ακαδημαϊκό, γινόταν –καθόλου τυχαίο, μετά τον «εκδημοκρατισμό» του Νόμου-πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ– ένα όχημα για τις εξελίξεις σε διάφορες βαθμίδες της πληθώρας των νέων πανεπιστημιακών καθηγητών.

Η αμείλικτη τακτική κυκλοφορία κάθε δεύτερη Παρασκευή, ο πλούτος της επικαιρότητας, η ανάγκη για πολλά μικρά κείμενα-σχόλια (συχνά ανυπόγραφα), άλλαζε και μας του ίδιους. Ανεπαισθήτως διαμορφωνόταν κάτι σαν συλλογική συναίνεση για το «ανατρεπτικό», ψάχναμε τα πράγματα με κέφι και μια λοξή ματιά.
Όπως γράφει ο Παντελής Μπουκάλας, υπεύθυνος για το δισέλιδο  Το Δεκαπενθήμερο, στο αποχαιρετιστήριο τεύχος (τχ. 75, 17 Οκτωβρίου 1986), «Δίκην απολόγου»:
«Η στήλη ετούτη (…) πολλά έγραψε, τρία χρόνια τώρα, πολλά διάβασε και πολλά άκουσε. Και για ψευδωνυμομανία την κατηγόρησαν, και μικροκενόσπονδη χαρακτηρίστηκε, και πως αν δαγκώναμε τη γλώσσα μας θα παθαίναμε δηλητηρίαση είπαν, και λεξιλαγνία μας καταμαρτύρησαν (κατάλοιπο, λέει, του πάλαι ποτέ “αριστερού λογιοτατισμού”), και για τάχα μου χιούμορ κατατέθηκαν ενστάσεις, και τάσεις λογοτεχνισμού επισημάνθηκαν».
Τα κειμενάκια που έχω ερανισθεί για τα «Ενθέματα» της Αυγής δεν είναι κατ’ ανάγκην τα καλύτερα: λόγω χρόνου προέρχονται από τα πρώτα πρώτα τεύχη, και λόγω χώρου πολλοί συνεργάτες έμειναν απέξω. Όλοι οι συνεργάτες, όπως γράφει ο Οικονομόβιος στον «Επίλογό» του, ανήκαν στην εθελοντική δημοσιογραφία: «Η εθελοντική δημοσιογραφία πηγάζει από την ανάγκη να αντισταθούμε στη συνεχή υποβάθμιση της πληροφόρησης».
Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα αποφάσισα –καθώς το περιοδικό είχε αρκετές ανυπόγραφες μόνιμες στήλες (βλ. τα ονόματα στο τελευταίο τεύχος 75, σ. 48)–, να μην βάλω τα ονόματα ούτε των ενυπόγραφων δημοσιεύσεων. Εμείς θα τα βρούμε εύκολα, οι σημερινοί νέοι αναγνώστες μπορούν να τα παίξουν σε μικροστοιχήματα.
Γιατί η Πλάκα δεν υπάρχει πια; Γιατί οι τρόποι που διασκεδάζουν οι άνθρωποι είναι τρεις, οι εξής δύο, το παρελθόν; Γιατί τα σχολικά βιβλία θα γίνουν φύλλο-φτερό μετά το τέλος  των εξετάσεων, είτε γράφουν είτε όχι για τον συνωστισμό της Σμύρνης και το «κρυφό σχολειό»; Και πάει λέγοντας. Με τα αυτονόητα αλλά κυρίως με τον λαϊκισμό τα είχαμε, όπου έσκαγε μύτη. Και μας βάζουν σήμερα συλλήβδην στην Αριστερά που συναίνεσε στον λαϊκισμό της μεταπολίτευσης: Όλοι μαζί το κάναμε; Πάντως, εμείς, ναι, όλοι μαζί τα κάναμε.
***
Γκάλοπ
Κάναμε λίγο τριγύρι στα περίπτερα την περασμένη Κυριακή, να δούμε πώς πάνε οι πωλήσεις του περιοδικού μας. Δεκαεξάχρονος περιπτεράς, σίγουρος για τον εαυτό του, πρωί-βράδυ μες στο στέκι του κάπου στην αρχή της Αγίας Ζώνης, δεν χάριζε κάστανα:
–Το είδα το νέο περιοδικό. Δεν πιάνει μπάζα μπροστά στο παλιό. Φούντο θα πάει.
–Γιατί ρε φίλε;
Ζύγισε με σεβασμό έναν Πολίτη στο χέρι του, πήρε μετά και ζούπηξε λίγο τον Δεκαπενθήμερο.
–Αυτό είναι βιβλίο, ωραίο χαρτί, άσπρο, ντρέπεσαι να το πιάσεις, κι άμα το πιάσεις σου φεύγει ο ώμος. Τούτο δω τι είναι; Δυο φύλλα χαρτί.
–Καλά· και η ύλη του, το περιεχόμενο;
–Ποια ύλη, το πράγμα μιλάει μόνο του. Φούντο θα πάει.
–Ρε φίλε, το διάβασες; Διάβασέ το τουλάχιστον και μετά μιλάς!
–Αστειεύεσαι; Εγώ μες στο περίπτερο δε διαβάζω ούτε αράδα. Δεκάξι ώρες εδώ μέσα, εφημερίδα δεν θα πιάσω στο χέρι μου.
–Γιατί;
–Τι γιατί; Δεν είδες τι του κάνανε του αλλουνού στο  Γαλάτσι;
–Τι του κάνανε;
–Διάβαζε, και τον έσπασαν στο ξύλο, του χάλασαν και το περίπτερο.
–Γιατί τον σπάσανε στο ξύλο; Πολιτικά διάβαζε;
–Ξέρω ’γω, έσπασε η σιγουριά του δεκαεξάχρονου. Πολιτικά θα διάβαζε.
–Και γιατί τον δείρανε;
–Ξέρω ’γω; Τι ψάχνεις να βρεις;
–Ποιοι τον δείρανε δηλαδή; Αντίθετοι;
–Ίσως. Αντίθετοι θα ’τανε.
(τχ. 2, 19 Νοεμβρίου 1983)
Η Πλάκα δεν υπάρχε πια
«Ναι, η Πλάκα βρήκε πάλι το παλιό της κλίμα και χρώμα. Έλειψαν τα στίφη των άγριων και ξαναμμένων νεαρών που έτρεχαν πάνω-κάτω για “να τη βρουν”».
Γιατί τάχα το παλιό να ’ναι οπωσδήποτε και καλό; Και γιατί η «νοσταλγία ημερών ξεχασμένων» (άραγε πώς νοσταλγεί κανείς κάτι που ξέχασε;) είναι λειτουργία παυσίλυπος και ζωογόνος; (…)
Λες και οι τρόποι που διασκεδάζουν οι άνθρωποι είναι τρεις, οι εξής δύο: το παρελθόν.
Αυτοί που φκιάξαν την Πλάκα και την έζησαν δεν υπάρχουν πια· πέθαναν ή μετακόμισαν. Κι όσοι την κατοικούν σήμερα δεν δυσκολεύονται να καταλάβουν πως αυτά ακριβώς τα στίφη αγρίων είναι το χρώμα της. Και τα χρώματα δεν είναι ποτέ καλά ή κακά.
(τχ. 3, 3 Δεκεμβρίου 1983)
Η καλαισθησία σηκώνει κεφάλι
Ερώτηση: Και για την οπτική ρύπανση, τι προβλέπει ο νόμος, κ. υπουργέ;
Τρίτσης: Την αισθητική των πόλεων θα την ορίζουν στο εξής κάποιοι ειδικοί με επιστημονικές γνώσεις για την καλαισθησία.
(…) Αλλά πρόκειται για ειδικούς με επιστημονικές γνώσεις για την καλαισθησία εν γένει. Τα ζητήματα της καθημερινής αισθητικής είναι, ως γνωστόν, άπειρα. Γιατί, λοιπόν, να μην κληθούν οι ίδιοι εδικοί να «ορίσουν» τελεσιδίκως και τα υπόλοιπα, για να ξέρουμε κι εμείς τι να κάνουμε; Αίφνης: μοκασίνια, καστόρια, αρβύλες ή πέδιλα; Εμπριμέ, καρώ, ριγέ ή μονόχρωμα; Τρουακάρ, ντεπιές, μίνι ζυπ ή ολόσωμα; Ευαισθησία, καλαισθησία, υπαισθησία ή αναισθησία;
(τχ. 1, 5 Νοεμβρίου 1983)
Περί Χάλκης
Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες
Στον προηγούμενο Δεκαπενθήμερο Πολίτη, ο συνεργάτης του περιοδικού Λεωνίδας Λουλούδης έγραψε ένα μικρό σχόλιο με τίτλο «Της… Χάλκης». (…)
Πράγματι, συνηθίζεται, φίλε Λεωνίδα, να αναφερόμαστε στις γυναίκες αποκαλώντας τες με το όνομα του υποτακτικού, αντιπαθητικού και πανηλίθιου κατοικίδιου, το οποίο κάνει αυγά ή το σφάζουμε. (…)
Όσο για μας, ενώ δεν έχουμε ψευδαισθήσεις και ξέρουμε καλά ότι ο σεξισμός δεν λείπει ούτε από τα «καλύτερα» περιοδικά, δεν παύουμε να αγανακτούμε και να αναρωτιόμαστε τι γυρεύουν έξι άλλες κότες (όπως θα ’λεγες κι εσύ Λεωνίδα) ανάμεσα στους συνεργάτες του Δεκαπενθήμερου; Τι γυρεύουν αλήθεια αφού αποδεικνύεται για μιαν ακόμη φορά ότι από τον πηγαίο και καθημερινό σεξισμό δεν γλιτώνουν ούτε οι καλύτερες οικογένειες; Τι γυρεύουν τέλος πάντων οι κότες ανάμεσα σε τόσους ελέφαντες, αφού και «άθελά τους» οι ελέφαντες μπορούν να τις τσαλαπατήσουν;
( από επιστολή συνεργατριών, τχ. 3, 3 Δεκεμβρίου 1983)
Θα έρθω να ανοίξω τους τάφους σας
«Στην Αίγινα, Έλλην πατριώτης, ετών 38, πήρε τη μπουλντόζα και κατάστρεψε για πάντα τρεις (αριθ. 3) λαξευτούς τάφους της κλασικής περιόδου, που βρέθηκαν στο χωράφι του αδελφού του. Τους είχε υπό τη φύλαξή της η Αρχαιολογική  Υπηρεσία. Δικάστηκε. Θα πληρώσει. Τέλος. Και ζήτω η ιερή ιδιοκτησία…
Λέω πως θα έπρεπε να υπάρχει στο Σύνταγμα σαφής πρόβλεψη, τα αρχαία που ανευρίσκονται, ανήκουν σ’ όλο το λαό· όπου ξεθάβεται αρχαίο, η ιδιωτική, η ατομική ιδιοκτησία, αναστέλλεται, αδρανεί. Και όποιος αγγίζει άγαλμα ή τάφο, ανοίγει το δικό του: κηρύσσεται άπατρις, του αφαιρείται κάθε ατομικό και πολιτικό δικαίωμα. Άσε που δίνουμε κι επιχειρήματα στους Άγγλους για να κατακρατούν τα Ελγίνεια…».
Δεν είναι ο αρχαιολάτρης εισαγγελέας ούτε ο τσαγκός αξιωματικός της χωροφυλακής, ούτε ο δημοσιογράφος διώκτης των ξενόφερτων ιερόσυλων στο ομώνυμο σίριαλ. Είναι ο μιμητής του τελευταίου, Κώστας Σταματίου (Τα Νέα, 24.4.84) που επί του καλάμου του προελαύνει τιμωρός.
Όποιος χαρακτηρίσει πιο σωστά την ιδεολογία του εν λόγω τιμωρού κερδίζει μια δωδεκάδα κόκκινα αυγά για κάθε χρήση.
(τχ. 14, 4 Μαΐου 1985)
Με όρους και με όρια
Η είδηση από τις εφημερίδες, ανοιξιάτικη κιόλας:
«“Προϊστάμενος τελωνείου τιμωρήθηκε πειθαρχικά γιατί δημιούργησε «στενές κοινωνικές σχέσεις” με υφιστάμενή του εκτελωνίστρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ. αριθμ. 1487/84 απόφασή του (Γ΄ Τμήμα) μετέτρεψε την ποινή του προϊσταμένου του Τελωνείου Ηγουμενίτσας από 1.000 δρχ. σε 500 δραχμές. Το δικαστήριο, ερμηνεύοντας σχετικό άρθρο του υπαλληλικού κώδικα, έκρινε ότι στοιχειοθετείται πειθαρχικό παράπτωμα όταν υπάρχουν στενές σχέσεις μεταξύ προϊσταμένου και υφισταμένων. Γιατί από τη θέση του ο προϊστάμενος μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του υφισταμένου του χωρίς να είναι απαραίτητο να εκδηλώσει αυτή την πρόθεσή του για εύνοια, δημόσια».
Ο Τοξότης του Εμπειρίκου, εκείνος με τα βέλη, δεν λάμπει μονάχα στον ουρανό, άνευ ορίων άνευ όρων. Κυκλοφορεί και σε σκοτεινά γραφεία, δουλεύει σε εργοστάσια, παίζει ποδόσφαιρο και φλιπεράκια, εκτελωνίζει, γράφει και διορθώνει, οδηγεί λεωφορεία και καράβια, κάνει κόντρες στη Βουλιαγμένης και διανυκτερεύει σε φαρμακεία και πατσατζίδικα, οργώνει, θερίζει, χτίζει, ράβει και βάφει, πανταχού παρών και τα πάντα πληρών.
Ντριμπλάρει τους νομοκάνονες και τους κώδικες υπαλληλίας, αρδεύει την ερημία και γεωργεί το κενό, σαμποτάρει τα δρομολόγια αφιξαναχωρήσεων, ροκαρνίζει τις βιβλιοθήκες, καμώνεται πως υπαναχωρεί αλλά επαναστρέφει και ξανατοξεύει βάζοντας τη γλώσσα του στις συμβάσεις και στις αιτιολογήσεις. Προτιμάει τις απαγωγές απ’ την επαγωγή και δε χαρίζεται σε δεξιούς ή αριστερούς, υφιστάμενους και προϊστάμενους, τραπεζίτες, τραπεζοϋπάλληλους, καταθέτες και απένταρους κλέφτες κι αστυνόμους, Έλληνες και «βαρβάρους».
Και φτιάχνει πολιτισμό· όταν φιμώνεται, όταν μένει αλειτούργητος, όταν ενδοβάλλεται και ταριχεύεται, όταν τρώει τη σάρκα του, όταν από Τοξότης γίνεται Σκορπιός.
Να υποταχθεί λοιπόν κοινωνικά, προσωπική δαπάνη. Να τον νουθετήσουμε, να του κανοναρχήσουμε στ’ αυτί την αλφαβήτα του θεσμίως συμπεριφέρεσθαι. Να τον ρυθμίσουμε· να τον προγραμματίσουμε· να τον φακελώσουμε. Να τον αναγκάσουμε να παρακολουθήσει σεμινάρια περί προικός. Να κάνει διδακτορική διατριβή περί κέρδους και εξουσιαστικών σχέσεων, αυτός, ο μέγας αναρχικός, ο μέγας αφιλοκερδής.
Να μάθει αυτός για να μην παθαινόμαστε εμείς.
(τχ. 14, 4 Μαΐου 1985)
Αναπτυξιακός, αντιπληθωριστικός και κοινωνικά δίκαιος Καζαμίας του έτους 1984

 Εν Αθήναις. Έκδοσις: Ο Πολίτης, Κέκροπος 2

Ιανουάριος
Δοξολογία-μαμούθ στην Καλογρέζα για το  καλωσόρισμα του Νέου Έτους. Συνδιοργανωτές το υφυπουργείο Νέας Γενιάς, Υποδιεύθυνση Θεαμάτων, και ο Σύλλογος Διαλόγου Μ-Χ (Μαρξιστικός-Χριστιανικός) «Ο Καβάσιλας». Συμμετέχουν όλοι, πλην της Ν.Δ. που αποχωρεί ζητώντας εκλογές και του ΚΚΕ που κάνει δικό του αγιασμό στο Σπίτι του Λαού. Ανέντακτοι αλεξιπτωτιστές, κουκουλοφόροι φέρνουν τα εξαπτέρυγα. Αποχωρεί ο κ. Δροσογιάννης. Έπεται καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Το υφυπουργείο παρουσιάζει στιγμιότυπα εναλλακτικών καλλιεργειών σε λυόμενο υδροβιότοπο. Ο Σύλλογος παίζει χαρακτηριστικά αποσπάσματα αγαπητικού διαλόγου. Ο κ. Κύρκος σφυρίζει κάτι δικό του. Ο κ. Παπανδρέου εξαγγέλλει άμεση εφαρμογή του Πενταετούς. Αποχωρεί ο κ. Αρσένης. Στην τηλεοπτική κάλυψη παρεμβάλλονται οι πειρατικοί σταθμοί του Οικονομικού Ταχυδρόμου και της Αθλητικής Ηχούς. Με ειδοποιούν από την Αγία Παρασκευή ότι κάποια προβλήματα έχουμε με την εικόνα, δηλώνει ο Γιάννης Διακογιάννης. Ο κ. Χονδροκούκης διαβάζει απάντηση του κ. Ρήγκαν στην επιστολή των μαθητών του 6ου Δημοτικού Σχολείου Αιγάλεω, δηλώνοντας ότι ο κ. Αντρόποφ δεν έχει απαντήσει ακόμα. Εκπρόσωπος του ΚΚΕ καταγγέλλει τον επί των Ταχυδρομείων υφυπουργό κ. Βαλυράκη. Η κατάσταση σώζεται την τελευταία στιγμή με συλλογικό χασάπικο του υπουργικού συμβουλίου. Η λαοθάλασσα καταλήγει με ειρηνική πορεία στη Μητρόπολη, όπου κατατίθενται τα εξαπτέρυγα (…)
Μάιος
Την Πρωτομαγιά εκδίδεται η υπ’ αριθμ. 330/84 απόφαση του Ειρηνοδικείου περί «προώθησης του ταξικού συνδικαλισμού» (σε προσφυγή της ΠΑΣΚΕ) και διορίζεται οργανωτική επιτροπή Πρωτομαγιάς με κοινωνικά κριτήρια. Η Πρωτομαγιά εορτάζεται ενωτικά με τρίλεπτη στάση εργασίας στις 2 του μηνός. Η 1η Μαΐου μετονομάζεται σε Ημέρα Εισοδηματικής Πολιτικής. Δυσλειτουργίες στο κυκλοφοριακό. Παρατηρείται ότι τα Κινητά Χωριά μπαίνουν συχνά στο αντίθετο ρεύμα καθώς τρέχουν ιλιγγιωδώς για να προλάβουν να φτάσουν εγκαίρως στην τοποθεσία τους πριν από την έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Ο κ. Μπούτος ζητά να αποδοθεί η Εθνική Οδός στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο κ. Γεννηματάς καθιερώνει τον θεσμό της ΚΤΑ (Κινητή Τοπική Αυτοδιοίκηση). Ο κ. Τρίτσης θεωρεί, με ανακοίνωσή του, ότι στον νέο θεσμό της ΚΤΑ πρέπει οπωσδήποτε να εντάξουμε και την Αθήνα αν θέλουμε να τη σώσουμε από το νέφος. Επεξεργάζεται έτσι το πρόγραμμα «Ακίνητο Νέφος-Κινητές Πόλεις» και κυκλοφορεί φέιγ βολάν με το σλόγκαν: «Αθήνα: αν την κουνήσεις μπορείς να επιζήσεις». Οι 30.000 μηχανικοί τρίβουν, με ανακοίνωσή τους, τα χέρια τους. Το όραμα όμως σκοντάφτει στο θεσμό των Μόνιμων Ιατρείων που έχουν εγκατασταθεί στην Αθήνα και είναι απαραίτητα για την περίθαλψη των κατοίκων της. Η αστυφιλία των Κινητών Χωριών επιδεινώνει το πρόβλημα. Το νέφος πνίγει την πόλη. Ο κ. Βέλτσος καταφεύγει στον ιδιωτικό χώρο και χάνεται  από τον δημόσιο. Μιλώντας στη σύνοδο της ΕΟΚ ο κ. Τρίτσης δηλώνει: Οριστικά τέρμα το νέφος το ’83. Ελευθεροτυπία: Παίρνει το φυσερό ο Αντώνης. Ο κ. Ζίγδης καταγγέλλει ότι το 1983 έχει περάσει. Δημιουργείται πολιτικό θέμα. Ο κ. Τρίτσης αποδίδει τη δήλωσή του σε δυσλειτουργία των μικροφώνων και –προφταίνοντας να νομιμοποιήσει όλα τα αυθαίρετα (και εγώ θα τα νομιμοποιούσα με τον 947 αλλά με καλύτερους όρους, δηλώνει ο κ. Μάνος και τελεί υπό διαγραφήν)– αποπέμπεται (…).
(τχ. 5, 30 Δεκεμβρίου 1983)

Μετάφραση-αφορμές

Μεταφράζω λογοτεχνία δε θα πει παζαρεύω. Θα πει: μπαίνω μέσα στο λαβύρινθο των λέξεων, τεχνίτης και αγωνιστής. Θα πει: ποθώ την ξένη γραφή (ωραία το είπε ο Ρολάν Μπαρτ) και την οικειοποιούμαι στη γλώσσα μου, την ιδιοποιούμαι για την ακρίβεια. Θα πει: κοιτάζω την ξένη άβυσσο σα να ’ναι δική μου, αναζητώ τα όριά μου, επιλέγω και επιλέγομαι, ψάχνω και ψάχνομαι, βρίσκω και βρίσκομαι, δείχνω και δείχνομαι. Η μετάφραση είναι ο πόθος του άλλου· είναι ο πόθος του λόγου του άλλου. Είναι ένα είδος αυτογνωσίας· μια μορφή εξομολόγησης. Πες μου τι και πώς μεταφράζεις να σου πω ποιος είσαι.
(τχ. 3, 3 Δεκεμβρίου 1983)
Υπόγεια διαδρομή
Η «Υπόγεια διαδρομή» αφήνει την αίσθηση μιας αντίληψης που πλούσια σε ιδέες ή παρελθόντα βιώματα πολιτικής εννοεί να εξακτινώνει τη σημερινή δυσπραγία της, πληθαίνοντας τις εσχατολογικές περιγραφές του μέλλοντος. Αλλά η πικρία από την παραίτηση της πολιτικής είναι σπάνια ικανή προϋπόθεση για την ανάλυση της πραγματικότητας. Συνήθως οδηγεί σε μια πραγματικότητα-χωρίς εμάς, δηλαδή εξ ορισμού ανυπόφορης αλλά και ψευδούς. Αντίθετα, η αναζήτηση της αλήθειας, απαραίτητη για να καταλάβουμε τον κόσμο και όχι μόνο να επιπλήξουμε την ηθική του κατάπτωση, απαιτεί νηφαλιότητα και συμμετοχή στα κοινά πάθη. Η ταινία του Δοξιάδη, παρά τα επιμέρους αξιόλογα επιτεύγματά της, φοβούμαι ότι εγκαταλείπεται στην παραμυθία και την ευκολία μιας πραγματικότητας-χωρίς εμάς.
(τχ. 1, 5 Νοεμβρίου 1983)
Αϊ-Γιάννης Μακρυγιάννης;
Η παρουσίαση των Οραμάτων και θαμάτων συνοδεύτηκε από πρόταση του Γ.Π. Σαββίδη προς τον παριστάμενο αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ να ανακηρυχθεί άγιος ο Μακρυγιάννης, όπως ο νεομάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός, και να γιορτάζεται στις 3 Σεπτεμβρίου.
Πολύ φοβόμαστε ότι τίποτε δεν θα κερδίσει η ιστορία, η μνήμη μας κι ο Μακρυγιάννης από πιθανή αγιοποίησή του, όπως άλλωστε δεν κέρδισε το Μεσολόγγι επειδή ονομάστηκε πόλις ιερά. Ο στρατηγός δεν ήταν αναχωρητής αλλά παθιασμένος μαχητής-πολίτης. Για να παραμείνει ζωντανός δεν χρειάζεται να εξοριστεί στο απυρόβλητο. Μήπως άραγε, άγιος πια, θα διδάσκεται περισσότερο στα σχολεία;
(τχ. 5, 30 Δεκεμβρίου 1983)
Το πυρηνικό πυρ
Αυτή η προσφυγή στις αναπληρωματικές λύσεις που παρέχονται εύκολα από ένα φυλετικό θησαυροφυλάκιο τόσο εκρηκτικά πολυσχιδές και ανεξάντλητο σε καταθέσεις ομορφιάς και πνευματικών κορυφώσεων, μια προσφυγή που γίνεται για να «μπαλώσει» το ελλειμματικό παρόν με την αίγλη των κατακτήσεων που επιτεύχθηκαν σε άλλους καιρούς, η προσφυγή αυτή, μολονότι γίνεται πάντα στο όνομα του έθνους και της αλήθειας, είναι μια πράξη δειλίας και μειοδοσίας, μια δήλωση υποτέλειας, μια συμπεριφορά πνευματικής εξάρτησης όχι πλέον από ξένα πρότυπα αλλά από τα ίδια τα δικά μας. Τα πρότυπα πάντα θα υπάρχουν, εκείνο όμως που έχει σημασία είναι πώς στέκεται κανείς απέναντί τους, πως σχετίζεται μ’ αυτά. Φοβάμαι πως ολόκληρο το πολιτιστικό μας παρελθόν δεν το αντιμετωπίζουμε ούτε καν σαν πρότυπο. Μακάρι να γινόταν αυτό. Θα ευχόμουν μάλιστα να το βλέπαμε ακόμα και σαν δάνειο, για να γίνει όμως κάτι τέτοιο χρειάζεται γνώση και επίγνωση. Πάντως, έχω τη γνώμη ότι μόνον με τη δημιουργική χρήση των δανείων, εγχώριων και ξένων, θα υπάρξει σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός. Αντίθετα, η προσφυγή για την οποία μιλώ είναι ολοφάνερα ένας πολιτιστικός ραγιαδισμός. Η «πνευματική μας κληρονομιά» έχει αναγορευτεί σε Υψηλή Πύλη. Η σχέση μας προς αυτή είναι σχέση υπόδουλου προς επίβουλο επικυρίαρχο. Ζούμε μια Ελληνοκρατία Οθωμανικού τύπου.
(τχ. 1, 5 Νοεμβρίου 1983)
Η καταπακτή
Η ιδιαίτερη προσοχή που αποδίδεται στα σχολικά προγράματα και στο περιεχόμενο των βιβλίων απορρέει από μια λανθασμένη αντίληψη για τη σχέση των παιδιών με την καθιερωμένη διαδικασία της μάθησης. Ας μην ανησυχούμε: Οτιδήποτε κι αν περιέχουν τα σχολικά βιβλία, θα γίνουν οπωσδήποτε φύλλο-φτερό μετά το τέλος των εξετάσεων, και μαζί τους θα γίνει φύλλο-φτερό η γνώση και η γνώμη που περιέχουν. Το ίδιο θα συμβεί και με όσα από την έδρα έχει κηρύξει ο δάσκαλος, που συνήθως δεν είναι άλλα από τα περιεχόμενα στο σχολικό βιβλίο. Τα παιδιά απεχθάνονται τα βιβλία και μετράνε σε γεωλογικούς αιώνες τα λεπτά της σχολικής διδασκαλίας. Δεν είναι δυνατό να επηρεαστείς από κάτι που απεχθάνεσαι.
(τχ. 1, 5 Νοεμβρίου 1983)
Γιουρούσι στο εποικοδόμημα
Σήμερα, δέκα χρόνια από το Πολυτεχνείο, εννιάμισι από τη μεταπολίτευση και τριαντατέσσερα από τον Εμφύλιο, βασικά προβλήματα του λαού παραμένουν ακόμα άλυτα κι έτσι ο αγώνας συνεχίζεται. (…)
Δεν εννοώ μάχες για λευτεριά-ψωμί-δουλειά. Αυτά, είπαμε, τα ’χει πάρει εργολαβία το ΠΑΣΟΚ. (…) Προβλήματα τύπου επιβίωσης δεν γουστάρουμε πια. Ας βρούμε λοιπόν άλλους νταλκάδες.
Βεβαίως για νταλκάδες πρόκειται. Βιώματα, εμπειρίες. Αίφνης όλοι ανακαλύψαμε ότι τόσα χρόνια μαζοχιζόμασταν σα ζώα και μας έχει διαφύγει η ονειρώδης πλευρά του βίου. Δεν φταίγαμε όμως. Το όνειρο θέλει νακ, κι εμείς, μια ζωή φτωχομπινέδες, πού να το βρούμε; Εμείς τρεις κι εξήντα, λεωφορείο κρεβατομουρμούρα, ντομάτες γεμιστές.  (…)
Μα περάσαν τα χρόνια κι ήρθαν άλλοι καιροί, που λέει κι ο Καζαντζίδης. Από λεφτά όλο και κάτι γίνεται και πώς μη με ρωτάτε. (…)
Τώρα λοιπόν που γύρισε ο τροχός, θα χαρεί πραγματικά κι ο μικρο(μεσο)αστός.  Επόμενος σταθμός η ζώνη του λυκόφωτος, το γλυκό μισοσκόταδο των απαγορευμένων (για μας) επιθυμιών. Σταθμός πρώτος: λίγο περισσότερο σεξ. (…) Σταθμός δεύτερος: νυχτερινές ανατριχίλες. (…)
Λοιπόν, δέκα χρόνια από το Πολυτεχνείο, ο αγώνας συνεχίζεται. Μας οδηγεί σταθερά το φωτεινό μήνυμα: η Ελλάδα στους Νεοέλληνες. Κι αν κάποιοι έρθουν να σου πουν κακά λόγια για μας, φίλε αναγνώστη, για ισοπέδωση (ισότητα δεν ήθελαν;), αποπροσανατολισμούς και τέτοια, μην τους ακούς. Σίγουρα από τη ζήλια τους θα το λένε, δεν θα ’χουν ούτε τηλεόραση. Η δύναμη της Αλλαγής είμαστε εμείς, εμείς που έχοντας καθαρίσει με τα προβλήματα της υλικής βάσης, που λέει κι ο Μαρξ, κάνουμε τώρα το γιουρούσι μας στο εποικοδόμημα· και πού θα μας πάει το άτιμο, θα το καμακώσουμε.
(τχ. 2, 19 Νοεμβρίου 1983)
«Έτος Καβάφη» (2)
Είναι φυσικό (και πασίγνωστο) πως ο καθένας βρίσκει εκείνο που ψάχνει. Έτσι και στην περίπτωση του Καβάφη ανακάλυψαν, άλλος τις ολίγον σοσιαλιστικές ιδέες του, άλλος τις ορθόδοξες, άλλος την «ξεφωνημένη» ομοφυλοφιλία του: πράγματα πλέον ανιαρά, αφού όλη η γκάμα αυτών των απόψεων έχει διατυπωθεί και πριν από 50 χρόνια. Κανείς άραγε δεν βρέθηκε ν’ αντλήσει ένα «επίκαιρο δίδαγμα», ιδίως οι νεότατοί μας ποιητές, από τον «Πίνακα σύνθεσης (και δημοσίευσης) των ποιημάτων του; Ιδού ένα τυχαίο παράδειγμα:
Μάρτιος 1909-»Μάρτιος 1907» (Μέρες του 1903, 1917) ή Σεπτ. 1907 – Το κλεισμένο Αμάξι (Η προθήκη του Καπνοπωλείου-1917): η πρώτη χρονολογία δηλώνει τη σύνθεση, η τελευταία την πρώτη δημοσίευση. Δεν ηθικολογούμε, για ποίηση μιλάμε.
(τχ. 1, 5 Νοεμβρίου 1983)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες