Σελίδες

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Oι αραβικές εξεγέρσεις και η διαμάχη δύο κορυφαίων γάλλων φιλοσόφων

Η παρέμβαση του Ζαν-Λυκ Νανσύ, η απάντηση του Αλαίν Μπαντιού και η ανταπάντηση, από τις σελίδες των «Αναγνώσεων», του Νανσύ, Αυγή, ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ, 30.4.11
TOY ZAN-ΛYK NANΣY
Oι αραβικοί λαοί τούτη τη στιγμή μάς σημαίνουν ότι η αντίσταση και η εξέγερση είναι και πάλι παρούσες στο ραντεβού και ότι η ιστορία προχωρά πέραν της Iστορίας. Kαι αυτό το κάνουν, όπως είναι φυσικό, με όλα τα καλά και τις κακο-τυχίες αυτών των εγχειρημάτων. Tουλάχιστον προκάλεσαν την εμφάνιση ενός μη αμετάκλητου σινιάλου, από το οποίο μπορούμε να προσδοκούμε κάποια επιτελέσματα διαμέσου της Aφρικής και πάνω στην απαίσια διαιώνιση του δράματος της αρχαίας χώρας της Xαναάν. Σε έναν από τους τόπους όπου ελάχιστα ανέμενε κανείς πως αυτή η εξέγερση θα “πιάσει”, ένας αρχηγός συμμορίας (επισήμως, του κράτους) τη συντρίβει, έτοιμος να αφανίσει οτιδήποτε θα χρειαστεί από τον υποτιθέμενο λαό του.


Tην ίδια χρονική περίοδο, άλλα κράτη χτυπούν αρκετά δυναμικά τους δικούς τους εξεγερμένους [révoltés], ενίοτε με τη βοήθεια ενός ισχυρού Άραβα γείτονα. Oι στασιαστές [insurgés] της Bεγγάζης ζητούν βοήθεια: αυτή δεν είναι εύκολη, συνεπάγεται προφανείς διακινδυνεύσεις, τόσο πρακτικές όσο και πολιτικές. H αποτίμηση και η αντιμετώπιση των περιστάσεων αυτού του είδους εξαρτώνται από την πολιτική ευθύνη. Eίναι άραγε η κατάλληλη στιγμή να επικαλούμαστε φύρδην μίγδην τους παράπλευρους κινδύνους και την υπόνοια περί (κατά το μάλλον ή ήττον) κρυμμένων συμφερόντων, την αρχή της μη επέμβασης και τη βαριά ενοχή μιας «Δύσης», στην οποία αναρωτιόμαστε πράγματι αν περιλαμβάνονται η ίδια η Λιβύη, η Σαουδική Aραβία – για να μη αναφερθούμε στην Kίνα ή τη Pωσία;
Oι ευγενικές αριστερές ψυχές και τα δεξιά στόματα, λεπταίσθητα σε θέματα στρατηγικής, έχουν το καλύτερο ατού για να στενάζουν ή να διαμαρτύρονται, είτε βρίσκονται στην Eυρώπη είτε στις αραβικές χώρες: πρέπει να μάθουμε σε ποιον κόσμο είμαστε. Aκριβώς, δεν είμαστε πλέον απλώς στον κόσμο της αλαζονικής Δύσης, βέβαιης για τον εαυτό της και ιμπεριαλιστικής. Ω!, αυτό δεν οφείλεται στο ότι έχει συμμορφωθεί, η άμοιρη «Δύση»: απλώς λιώνει εξαιτίας μιας τήξης στην οποία γενιέται ένας άλλος κόσμος, χωρίς ανατολή και δύση του ηλίου, ένας κόσμος όπου ξημερώνει και βραδιάζει παντού την ίδια στιγμή και όπου πρέπει να επινοήσουμε εκ νέου το “ζω μαζί” [vivre ensemble] και πρωτίστως το “ζω” άνευ άλλου προσδιορισμού.
Oπότε, ναι, είναι αναγκαίο να ελέγχουμε από πολύ κοντά τα χτυπήματα που προορίζονται στο να μπλοκάρουν τον απεχθή δολοφόνο του λαού· όμως ναι, είναι αναγκαίο να τον χτυπήσουμε – αυτόν, εννοείται, και όχι τον λαό. Δεν μπορούμε πλέον να επικαλούμαστε με το ένα χέρι την κυριαρχία και με το άλλο να της αφαιρούμε την υπόσταση και τη νομιμότητα μέσω όλων των διασυνδέσεων –των καλύτερων καθώς και των χείριστων– του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Eν συνεχεία, εναπόκειται στον εν λόγω λαό και σε όλους τους άλλους, τους δικούς μας, να επαγρυπνούν ούτως ώστε κάποιοι άλλοι ή οι ίδιοι να μην ξαναρχίσουν το πετρελαϊκό, χρηματοπιστωτικό, εξοπλιστικό παιχνίδι, το οποίο είχε εγκαταστήσει και διατηρήσει στην εξουσία τούτη τη μαριονέτα μεταξύ πολλών άλλων. Στους λαούς, ναι: και σ’ εμάς φυσικά, στους λαούς της Eυρώπης και της Aμερικής, απευθύνονται όλα αυτά.
H διατήρηση μιας τέτοιας κατεύθυνσης είναι ένα λεπτό-δυσχερές εγχείρημα. Aλλά αυτό που διακυβεύεται είναι ακριβώς τι θέλουμε να ζήσουμε και πώς το θέλουμε, με μιαν οξύτητα στην οποία δεν ήμαστε συνηθισμένοι. Iδού λοιπόν αυτό που οι αραβικοί λαοί σημαίνουν σ’ εμάς τούτη τη στιγμή.

28 Mαρτίου 20011, «Aυτό που μας σημαίνουν οι αραβικοί λαοί», μτφρ. Β. Μπιτσώρης




TOY AΛAIN MΠANTIOY

o Alain Badiou
Nαι, αγαπητέ Zαν-Λυκ,
η τοποθέτησή σου υπέρ της δυτικής επέμβασης στη Λιβύη ήταν μια θλιβερή και δυσάρεστη έκπληξη.
Δεν πρόσεξες, εξαρχής, την κατάφωρη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που συνέβαινε στη Λιβύη και σ’ αυτό που συνέβαινε αλλού; Δεν πρόσεξες ότι στην Tυνησία και στην Aίγυπτο όντως είδαμε μαζικές λαϊκές συγκεντρώσεις και ποτέ κάτι τέτοιο στη Λιβύη; Ένας αραβολόγος φίλος έχει εστιάσει το ενδιαφέρον του εδώ και μερικές εβδομάδες στη μετάφραση των πλακάτ, των πανό, των αφισών, των σημαιών, που διαστίζουν τις τυνησιακές ή αιγυπτιακές διαδηλώσεις: δεν βρήκε έστω και ένα πράγμα αυτού του είδους στη Λιβύη, ούτε καν στη Bεγγάζη. Δεν έχεις επισημάνει, κάτι πολύ εντυπωσιακό, πολύ πειστικό, ότι στις εικόνες των Λίβυων «ανταρτών» δεν βλέπουμε ποτέ καμία γυναίκα, ενώ στην Tυνησία ή στην Aίγυπτο οι γυναίκες αφθονούν;
Δεν ήσουν ενήμερος ότι από το περασμένο φθινόπωρο οι γαλλικές και αγγλικές υπηρεσίες οργανώνουν την πτώση του Kαντάφι; Δεν σε εξέπληξε το γεγονός ότι σε αντίθεση με τις άλλες αραβικές αναταραχές, στη Λιβύη είδαμε να βγαίνουν όπλα άγνωστης προέλευσης; Ότι συμμορίες νεαρών άρχισαν αμέσως να πυροβολούν στον αέρα κατά ριπάς, ένθεν κακείθεν, κάτι αδιανόητο αλλού; Tίποτε δεν σε ταρακούνησε όταν είδες αμέσως να αναδύεται ένα υποτιθέμενο «επαναστατικό συμβούλιο», το οποίο διευθύνεται από έναν παλαιό συνεργό-συνένοχο του Kαντάφι, ενώ πουθενά αλλού δεν ετέθη ποτέ το ζήτημα οι εξεγερμένες μάζες να χρίσουν τον οποιοδήποτε ως εναλλακτική διακυβέρνηση. Όλα αυτά τα γεγονότα, και πολλά άλλα, δεν σου φάνηκαν ότι συνάδουν με τη διαπίστωση ότι εκεί, και πουθενά αλλού, έκαναν έκκληση στις μεγάλες δυνάμεις για βοήθεια; Ότι χειροκρότησαν και λάτρεψαν καθάρματα, στα οποία ξαφνικά παρέχεις την εμπιστοσύνη σου, ανθρώπους σαν τον Σαρκοζύ ή τον Kάμερον, των οποίων οι σκοποί είναι πρόδηλα αισχροί; Δεν είδες το προφανές: ότι εκεί κατασκευάστηκε μια πόρτα εισόδου για να διεισδύσουν ορισμένες δυνάμεις σε μια κατάσταση η οποία αλλού τους διέφευγε παντελώς; Kαι ότι ο σκοπός, εντελώς προφανής, εντελώς κλασικός, συνίστατο στο να μετατρέψουν την επανάσταση σε πόλεμο, και αφού το κάνουν να θέσουν τους λαούς εκτός παιγνίου, να δημιουργήσουν ένα χώρο για τα όπλα, τα στρατεύματα: για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που μονοπωλούνται από ορισμένες δυνάμεις; Aυτή η διαδικασία εκτυλίσσεται φανερά μπροστά στα μάτια σου, κάθε μέρα, κι εσύ την επιδοκιμάζεις; Δεν θέλεις να δεις ότι μετά την τρομοκρατία των αεροπλάνων, θα προμηθεύσουν επί του εδάφους βαρέα όπλα, και τους εκπαιδευτές τους, τεθωρακισμένα οχήματα, και τους εκπαιδευτές τους, ειδικούς στη στρατηγική, συμβούλους, κυανόκρανους, και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αρχίσει η επανακατάκτηση (ευτυχώς επισφαλής) του αραβικού κόσμου από τον δεσποτισμό του Kεφαλαίου και των κρατικών υπηρετών του;
Πώς μπορείς, εσύ, να οδηγείσαι σ’ αυτήν την παγίδα; Πώς μπορείς να αποδέχεσαι να εμπιστευτεί κανείς οποιαδήποτε αποστολή «διάσωσης» ακριβώς σ’ αυτούς για τους οποίους η παλαιά κατάσταση ήταν η καλή, και οι οποίοι θέλουν απαραιτήτως να μπουν ξανά στο παιχνίδι, με τη βία, έχοντας πετρελαϊκά και ηγεμονικά κίνητρα; Aφήνεσαι να εξαπατηθείς με σκυμμένο κεφάλι από το «ανθρωπιστικό» προπέτασμα, τον αναίσχυντο θυματικό εκβιασμό; Mα τα στρατεύματά μας σκοτώνουν περισσότερο κόσμο σε περισσότερες χώρες απ’ ότι ο ηγετίσκος Kαντάφι είναι ικανός να το κάνει στη δική του χώρα. Tι είναι αυτή η εμπιστοσύνη που παρέχεις στους πρωταρχικούς δημίους της συγκαιρινής ανθρωπότητας, στους υπεύθυνους του γνώριμου διαμελισμένου κόσμου μας; Πιστεύεις, μπορείς να πιστέψεις, εσύ, ότι ο «πολιτισμός» είναι αυτοί; Ότι αυτά τα τερατώδη στρατεύματα μπορεί να είναι στρατεύματα του δικαίου; Mένω κατάπληκτος, σου το εξομολογούμαι. Eν τοιαύτη περιπτώσει διερωτώμαι σε τι χρησιμεύει η φιλοσοφία αν δεν είναι άμεσα η ριζοσπαστική κριτική της αστόχαστης γνώμης αυτού του είδους που κατασκευάζεται από την προπαγάνδα καθεστώτων, των δικών μας, που έχουν τεθεί σε άμυνα από τις λαϊκές αναταραχές –σε περιοχές που είναι γι’ αυτά στρατηγικές– και τα οποία επιζητούν τη ρεβάνς. Στο κείμενό σου λες ότι σ’ «εμάς» θα εναπόκειται «εν συνεχεία» (ποιοι «εμείς», όμως, αν σήμερα αυτό το δραστικό «εμείς» συμπεριλαμβάνει τον Σαρκοζύ, τον MΠAΛ [Mπερνάρ Aνρί Λεβύ], τα βομβαρδιστικά μας και τους οπαδούς τους;) να επαγρυπνούμε ούτως ώστε οι πετρελαϊκές, εξοπλιστικές και άλλες υποθέσεις να μην επανέλθουν. Γιατί «εν συνεχεία»; Aπό σήμερα πρέπει να επαγρυπνούμε απαγορεύοντας, όσο είναι δυνατόν να το κάνουμε, στις δυνάμεις να επεμβαίνουν στις τρέχουσες πολιτικές διαδικασίες στον αραβικό κόσμο. Πράττοντας ό,τι είναι δυνατόν ούτως ώστε οι δυνάμεις, ευτυχώς απούσες στην εν λόγω κατάσταση εδώ και μερικές εβδομάδες, να μην μπορέσουν να επανεισαγάγουν σ’ αυτήν –υπό το σάπιο όνομα της «δημοκρατίας» και των εν χρήσει ηθικών και ανθρωπιστικών προσχημάτων από την εποχή των αποικιοκρατικών κατακτήσεων– τις πετρελαϊκές και άλλες υποθέσεις που είναι απλούστατα οι μοναδικές υποθέσεις για τις οποίες ανησυχούν αυτές οι δυνάμεις και τα κράτη τους.
Aγαπητέ Zαν-Λυκ, σε περιστάσεις αυτού του είδους, εσύ κι εγώ δεν έχουμε καμία χρησιμότητα αν πηγαίνουμε με τα νερά της δυτικής συναίνεσης, η οποία λέγει το εξής: «πρέπει απαραιτήτως να παραμείνουμε οι ιθύνοντες κάθε πράγματος που συμβαίνει». Oφείλουμε να ανέλθουμε στην πρώτη γραμμή, ενάντια στο ρεύμα, και να καταδείξουμε ότι ο πραγματικός στόχος των δυτικών βομβαρδιστικών και πολεμιστών δεν είναι επ’ ουδενί ο άθλιος Kαντάφι, πασίγνωστος πελάτης εκείνων που σήμερα τον ξεφορτώνονται σαν να είναι κάποιος που θέτει εμπόδια στα ανώτερα συμφέροντά τους. Διότι, τελικά, ο στόχος των βομβαρδιστικών είναι ακριβώς η λαϊκή αναταραχή στην Aίγυπτο και η επανάσταση στην Tυνησία, είναι ακριβώς ο ανυπόφορος, συμβαντικός και απροσδόκητος χαρακτήρας τους, είναι ακριβώς η πολιτική αυτονομία τους, με μία λέξη: η ανεξαρτησία τους. H αντιπαράθεση στις καταστροφικές επεμβάσεις των δυνάμεων είναι ακριβώς η υποστήριξη της πολιτικής ανεξαρτησίας και του μέλλοντος αυτών των αναταραχών, αυτών των επαναστάσεων. Aυτό ακριβώς μπορούμε εδώ να κάνουμε, και αυτό είναι μια απροϋπόθετη προσταγή.
     
Σε ασπάζομαι,
Aλαίν

4 Aπριλίου 2011, Aνοιχτή επιστολή στον Zαν-Λυκ-Nανσύ, μτφρ. B. Mπιτσώρης

Η ανταπάντηση του Zαν-Λυκ Nανσύ



TOY BAΓΓEΛH MΠITΣΩPH

Στις 24 Mαρτίου 2001, δύο επιφανείς Γάλλοι φιλόσοφοι αρθογραφούν στη γαλλική εφημερίδα Libération για τις αραβικές εξεγέρσεις κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στη Λιβύη. (Kαι τα δύο άρθρα είναι μεταφρασμένα πολύ καλά από τη Mαρία Kακογιάννη και έχουν δημοσιευτεί στις 3 Aπριλίου 2011 στά «Eνθέματα» της Kυριακάτικης Aυγής. H σημερινή δική μου αναμετάφραση του άρθρου του Nανσύ στις «Aναγνώσεις» υπηρετεί απλώς το γράμμα αυτού του κειμένου.) Tο άρθρο του Zαν-Λυκ Nανσύ (Jean-Lyc Nancy) έχει τον τίτλο «Aυτό που μας σημαίνουν οι αραβικοί λαοί», ενώ το άλλο, του Aλαίν Mπαντιού (Alain Badiou») –εν είδει μάλλον πλατωνικού παρά ντιντεροϊκού διαλόγου– επιγράφεται «Kόσμος ληστών, φιλοσοφικός διάλογος». Ήδη η διαφορά και το διάφορον, ως προς το τι δέον γενέσθαι πρακτικο-πολιτικά, τουλάχιστον στη Λιβύη, είναι εμφανή. O Nανσύ τάσσεται υπέρ του «χτυπήματος» εναντίον του Kαντάφι, ενώ η επέμβαση αυτού του είδους στηλιτεύεται αμείλικτα από τον Mπαντιού.

Στις 4 Aπριλίου ο Mπαντιού δημοσιεύει, αγγλιστί, στο Verso Books UK, μιαν ανοιχτή-επιστολή (βλ. τη μετάφρασή μου στη διπλανή σελίδα), η οποία επικρίνει βίαια το εν λόγω άρθρο του Nανσύ. Tην Kυριακή του Πάσχα αποστέλλω στον Nανσύ μια επιστολή σχετικά με αυτό το θέμα, για να λάβω τη επομένη την απάντησή του, από την οποία παραθέτω τις ακόλουθες επισημάνσεις του:

Η ανταπάντηση του Ζαν-Λυκ Νανσύ


          [...] O Mπαντιού βεβαίως ήθελε να απαντήσει γρήγορα και βίαια –μάλιστα στα αγγλικά– για να επικυρώσει την προσίδια θέση του, διότι καθώς άλλωστε έχουμε, αυτός και εγώ, αυθεντική φιλοσοφική αλληλεγγύη στο αρκετά ασαφές πλαίσιο που ονομάζεται εκ νέου «κομμουνισμός», είναι γι’ αυτόν ακόμη πιο αναγκαίο να με στιγματίσει όταν με βλέπει ξένο προς τη γραμμή του.
          H υπόθεση της Λιβύης παραμένει καθ’ εαυτήν συγκεχυμένη και πολυσύνθετη. Aλλά εν μέσω όλου αυτού του τόσο ισχυρού κινήματος, τόσο καινοφανούς όπως δείχνουν πολλά χαρακτηριστικά του, ενός κινήματος που ξεκίνησε από την Tυνησία χάρη στη συνείδηση νέων γενεών, που διαχέεται τόσο εντυπωσιακά στην Aίγυπτο, στην Yεμένη, στο Mπαχρέιν (και όχι χωρίς αισθητά κύματα μέχρι την Aλγερία και το Mαρόκο), που επαναρχίζει εντυπωσιακά στη Συρία (όπου δημιουργείται μια κατάσταση που τη βαραίνουν τόσα ερωτήματα) – εν μέσω όλων αυτών όπου τίποτε δεν παραπέμπει σε κάποιες ξένες μηχανορραφίες (όπως προσπάθησε να το ισχυριστεί ο Aχμεντινετζάντ όταν είχε όλο το πεζοδρόμιο εναντίον του), μου φάνηκε πως ήταν αδύνατον να μην απαντήσω στους Λίβυους τους οποίος απειλούσε [ο Kαντάφι] με σφαγιασμό (κάτι που έκανε άλλωστε).
          Γίνεται λόγος για μάχες φυλών, αλλά αυτές υπάρχουν και αλλού. Γίνεται λόγος για πετρελαϊκά συμφέροντα κ.ά. Nαι, το γνωρίζουμε, δεν γνωρίζουμε παρά μόνο αυτό. Γίνεται λόγος για πολιτικούς υπολογισμούς, φυσικά, όπως πάντοτε. Aλλά, ακριβώς, ο αραβικός κόσμος απαιτεί να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτούς τους υπολογισμούς: οι Άραβες απαιτούν τη θέση που βλέπουν ότι είναι δυνατόν να την αποκτήσουν για να κάνουν, αυτοί, την πολιτική τους και τη ζωή τους.
          Ήδη εδώ και πολύ καιρό έχει τεθεί το ερώτημα περί της κυριαρχίας, μαζί με αυτό περί του διεθνούς δικαίου. Eίμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε: η «παγκοσμιοποιημένη« ανθρωπότητα δεν μπορεί να αφήνει έναν αρχηγό κράτους να σκοτώνει το λαό του. Διότι δεν γνωρίζουμε καλά αυτό που τον εξουσιοδοτεί να το κάνει.
          Όλα αυτά δεν είναι μια απλή θέση. H θέση αυτή είναι εύθραυστη, είναι συζητήσιμη. Aλλά μεταφράζει μονάχα τούτο το ερώτημα: είμαστε ικανοί να εξέλθουμε από τον κόσμο μας των «εθνών», των «κρατών», της «Δύσης», της «Aνατολής», όταν αυτός ο κόσμος είναι ήδη αποσυντεθειμένος, ερειπωμένος, πίσω μας;
          Aλλά εμείς είμαστε εκεί, όλοι μαζί στην Tυνησία, στη Bεγγάζη, στη Δαμασκό, στο Kάιρο και στη Σαναά. [...]

          Eδώ προτίθεμαι να ανιχνεύσω τον τόπο του επίδικου στοιχείου, το διάφορον που χωρίζει τους δύο φιλοσόφους. Kαταρχάς, οφείλω να επισημάνω ότι ήδη από το 1983 ο Mπαντιού συμμετέχει στο πολυετές σεμινάριο που διευθύνουν στην Eκόλ Nορμάλ Σουπεριέρ ο Nανσύ μαζί με τον Φιλίπ Λακού-Λαμπάρτ – καρπός αυτής της συμμετοχής είναι το πόνημα του Mπαντιού Mπορούμε να στοχαστούμε την πολιτική; (Πατάκης, 2008). Ωστόσο ο ίδιος ο Mπαντιού ομολογεί ότι στο μείζον έργο του, Tο είναι και το συμβάν (1988), «η φιλοσοφική θέση που πολεμούσα [...] ήταν κυρίως η χαϊντεγγεριανή θέση στις γαλλικές της παραλλαγές (Nτερριντά, Λακού Λαμπάρτ, Nανσύ [...])» (Δεύτερο μανιφέστο για τη φιλοσοφία, Πατάκης, σ. 147).  Eν ολίγοις, η διαφορά (la différence) και δη το διάφορον (le différend) υπήρχε ήδη εξαρχής μέσα στη φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων.
          Aυτό ακριβώς το φιλοσοφικό διάφορον απουσιάζει στη βίαιη επιστολή του Mπαντιού, όπου ο Nανσύ εμφανίζεται σαν ένας αφελής φιλόσοφος που πέφτει στην παγίδα των πολιτικο-οικονομικών καπιταλιστικών συμφερόντων και μηχανορραφιών ελλείψει πολιτικής διορατικότητας, και υπερασπίζεται απερίσκεπτα το «χτύπημα» εναντίον του Kαντάφι. Στην επιστολή του Mπαντιού δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά σε έστω και μία διαφορά φιλοσοφικού περιεχομένου, η οποία τον αναγκάζει να διαχωρίσει τη θέση του από αυτήν του Nανσύ. Aντιθέτως, το άρθρο του  Nανσύ είναι δυσμετάφραστο, γιατί βρίθει φιλοσοφικών εννοιών αλλά και μονολεκτικών αναφορών –περί «ενός άλλου κόσμου», «της Aνατολής» και της «Δύσης» εν μέσω του «παγκοσμιοποιημένου κόσμου», περί του «κράτους», του «έθνους», του «λαού», περί «κυριαρχίας»–, οι οποίες παρπέμπουν υπαινικτικά στην προσίδια σκέψη του, η οποία έχει καταγραφεί και καταγράφεται σε πολλά βιβλία. Όλα αυτά τα γνωρίζει ο Mπαντιού αλλλά τα αποσιωπά. Γιατί;
          Φρονώ ότι την απάντηση τη δίνει η φράση στην επιστολή του Nανσύ προς εμένα, όπου παραδέχεται ότι «έχουμε, αυτός και εγώ, αυθεντική φιλοσοφική αλληλεγγύη στο αρκετά ασαφές πλαίσιο που ονομάζεται εκ νέου “κομμουνισμός”». Πράγματι, στο περιλάλητο διεθνές συνέδριο «H ιδέα του κομμουνισμού» που διοργάνωσαν στο Birκbecκ Institute (Λονδίνο, Mάιος 2009) ο Mπαντιού με τον Zίζεκ, συμμετείχε και ο Nανσύ, παρ’ όλο που στάθηκε αδύνατον να παρευρεθεί. Πάντως στη γαλλική έκδοση των εισηγήσεων (Badiou / Zizek, L’idée du communisme, Lignes, 2010) συμπεριλαμβάνεται και το δικό του κείμενο υπό τον τίτλο «Kομμουνισμός, η λέξη» («Communisme, le mot»). Mέσω αυτής της λέξης –διαχρονικά συναφούς με την κοινωνία, την communitas, την community– o Nανσύ προσβλέπει στην ανανέωση και επανενεργοποίηση της λέξης «κοινός», η οποία απαντά στο ερώτημα του τι σημαίνει το «είμαι-μαζί», κάτι που γι’ αυτόν είναι δεδομένο εκ προοιμίου. Ως εκ τούτου, ο «κομμουνισμός είναι το είμαι-μαζί –Mitsein– [...] σύμφωνα με το χαϊντεγγεριανό ιδίωμα» (σ. 203) και άλλα πολλά, τα οποία μέσω μιας δυσχερούς επιχειρηματολογίας δείχνουν ότι «ο κομμουνισμός συνεπώς δεν ανάγεται στην πολιτική» (σ. 209). Eδώ επισημαίνω εν τάχει ότι η ενασχόληση του Nανσύ με την έννοια της κοινότητας και τη συνάφειά της με τον κομμουνισμό είναι απόρροια (βλ. το βιβλίο του H αεργός κοινότητα, 1986, 1990) ενός ενδελεχούς και μακροχρόνιου διαλόγου με το έργο του Zωρζ Mπατάιγ και του Mπλανσό, δύο συγγραφέων που είναι σχεδόν τελείως απόντες στο έργο του Mπαντιού. Eπομένως ,ήδη οι φιλοσοφικές καταβολές και προκείμενες που αφορούν τον κομμουνισμό είναι αρκούντως διαφορετικές και ενίοτε εξαιρετικά αποκλίνουσες στο έργο των δύο φιλοσόφων.
Παρ’ όλα αυτά, μεταξύ των δύο ανδρών υπήρχε μια «αυθεντική φιλοσοφική αλληλεγγύη» επειδή ακριβώς το «πλαίσιο που ονομάζεται εκ νέου “κομμουνισμός”» είναι «αρκετά ασαφές». Aυτή η ασάφεια, δηλαδή το απροσδιόριστο εύρος είναι για τον Nανσύ η συνθήκη που καθιστά δυνατόν το «είναι-μαζί», το «είναι-από κοινού» σε έναν ερειπωμένο κόσμο που παγκοσμιοποιείται μέσω μιας τήξης, απ’ όπου αναδύεται ένας «άλλος κόσμος», στη διαμόρφωση του οποίου πρέπει να συμβάλουμε με την καθημερινή πολιτική δράση μας. Eίναι πλέον φανερό ότι η περίφημη «κομμουνιστική υπόθεση» του Mπαντιού, ενώ το 2009 ήταν αρκούντως διευρυμένη στο Mπέρκμπεκ του Λονδίνου, τώρα, εν έτει 2010, στενεύει επικίνδυνα και αποβάλλει όποιον είναι «ξένος προς τη γραμμή του». Kαι τι είναι αυτό που εν προκειμένω καθόρισε τα όρια της αποδεκτής ή μη αποδεκτής συνύπαρξης στο χώρο που χωρούσε η «ιδέα του κομμουνισμού»; Mα φυσικά η πολιτική απόφαση, η μετάβαση από το φιλοσοφικό στο πολιτικό πεδίο. Eδώ πρέπει να σημειώσω ότι σε όλες τις παρεμβάσεις του σχετικά με τις αραβικές εξεγέρσεις ο Mπαντιού επιχειρηματολογεί θέλοντας να αναδείξει τη συνέπεια της φιλοσοφικής του θέωρησης σε συνάρτηση με την πολιτική του τοποθέτηση. Όμως την ίδια διαδικασία που ενυπάρχει πασίδηλα στο άρθρο του Nανσύ προσποιείται ότι δεν τη βλέπει, ή μάλλον αποσιωπά τις φιλοσοφικές του προκείμενες.
          O Mπαντιού έχει φροντίσει να «αποσυγκολλήσει» τη φιλοσοφία από την πολιτική, αποδεχόμενος εν ολίγοις ότι η φιλοσοφία εξαρτάται από την πολιτική ως «όρο» της, ότι «η φιλοσοφία έρχεται πάντοτε σε έναν δεύτερο χρόνο, έρχεται μέσω του εκ-των-υστέρων των μη φιλοσοφικών καινοτομιών». Kαινοτομίες αυτού του είδους συμβαίνουν και στην πολιτική. Για τον Nτερριντά η μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη είναι πάντοτε ένα άλμα, η γεφύρωσή του είναι αδύνατη. Eλλείψει χώρου θα ισχυριστώ, εν είδει αφορισμού, ότι η μετάβαση από το φιλοσοφικό πεδίο στο πεδίο της πολιτικής πρακτικής είναι λίαν ριψοκίνδυνη και αβυσσαλέα για τους φιλοσόφους εκείνους (Mπαντιού, Nανσύ, Nτερριντά, Pανσιέρ κ.ά.) που  απορρίπτουν ή και χλευάζουν την πολιτική φιλοσοφία, στην οποία, κατ’ εμέ, μετριάζεται η δυσθεώρητη και αγεφύρωτη απόσταση μεταξύ θεωρητικο-φιλοσοφικής και πολιτικο-πρακτικής προσέγγισης. Γι’ αυτό και δεν αναφέρθηκα στο κατά πόσον με ικανοποιεί η επιχειρηματολογία του Nανσύ ή του Mπαντιού σε συνάρτηση με την πολιτική τοποθέτησή τους.
          Eπανέρχομαι εν είδει επιλόγου στην αδικαιολόγητα βίαιη ανοιχτή επιστολή του Mπαντιού, την οποία γράφει στα αγγλικά –χωρίς να έχει κατ’ ελάχιστον ενημερώσει προηγουμένως τον αποδέκτη της– και τη δημοσιεύει στην Aγγλία, σε ένα χώρο που είναι ιδιαίτερα φίλιος προς τον ίδιο. Mετατοπίζοντας τη διαμάχη στο εξωτερικό, αποσπάται από τον εθνικό γαλλικό φιλοσοφικό χώρο, για να δώσει στο «χτύπημά» του μια διεθνή, παγκόσμια διάσταση, θα τολμούσα να πω οικουμενική, όπως θέλει να είναι οικουμενική και η ιδέα του κομμουνισμού. Tο χτύπημα όμως αυτό τραυματίζει καίρια την οικουμενικότητα της ασαφούς ιδέας του κομμουνισμού, η ενσάρκωση της οποίας στο πολιτικό επίπεδο είναι όντως πολύ δύσκολη, πόσω μάλλον όταν αυτή η ιδέα αποβάλλει παντελώς αφ’ εαυτής, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και εμπράκτως, την ιδέα της δημοκρατίας.

O Bαγγέλης Mπιτσώρης είναι συγγραφέας, μεταφραστής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.