Της Ελιζας Παπαδάκη, ΝΕΑ, 20.4.11
Εφτασε το Πάσχα και αποµένουν σχεδόν τρεις εβδοµάδες για να γίνει συγκεκριµένο, µε σαφείς πολιτικές, εξειδικευµένους στόχους και µέτρα, ακριβή χρονοδιαγράµµατα, το Μεσοπρόθεσµο Πλαίσιο ∆ηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2011-2015, το οποίο παρουσίασε σε πολύ αδρές γραµµές η κυβέρνηση στις 15 Απριλίου. Για την κατάθεση του ολοκληρωµένου προγράµµατος έως τις 15 Μαΐου στη Βουλή, σε µορφή νόµου ώστε να ψηφιστεί στη συνέχεια, έχει δεσµευθεί ο υπουργός Οικονοµικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου. Περιθώρια αναβολών δεν φαίνεται να υπάρχουν, γι’ αυτό φρόντισε ήδη ο γερµανός υπουργός Οικονοµικών Βόλφγκανγκ Σόιµπλε. ∆ιότι, παρά τις ποικίλες προεκτάσεις που δόθηκαν, αυτό ήταν το νόηµα της συνέντευξής του στην «Die Welt» την περασµένη εβδοµάδα.
Τον Ιούνιο εκκρεµεί η επόµενη έκθεση προόδου (της τρόικας) από την οποία αναµένει, έλεγε, «µια λεπτοµερειακή ανάλυση της διατηρησιµότητας του χρέους της Ελλάδας», για να προσθέσει: «Αν η έκθεση αυτή καταλήξει στο συµπέρασµα ότι η διατηρησιµότητα του χρέους είναι αµφίβολη, τότε κάτι πρέπει να κάνουµε». Αυτό το «κάτι» δεν το διευκρίνισε, κάνοντας λόγο απλώς για «περαιτέρω µέτρα» που θα πρέπει να ληφθούν. Αν κρίνουµε όµως από το κλίµα που επικρατεί στην πατρίδα του κ. Σόιµπλε, όπως και σε άλλες βόρειες χώρες, µπορούµε να φανταστούµε τα χειρότερα.
Θα αποδώσει το µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό πλαίσιο; Οι πρώτες κυβερνητικές ανακοινώσεις δεν βρήκαν καλή απήχηση. Μετέωροι έµειναν στη Σύνοδο του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου κάποιοι έπαινοι του Ντοµινίκ Στρος-Καν και άλλων αξιωµατούχων, οι οποίοι ούτως ή άλλως παρακολουθούν στενά την κατάρτισή του. Από τη διεθνή κοινή γνώµη αγνοήθηκαν, αφήνοντας ανεπηρέαστα τα όλο και πιο επίµονα σενάρια για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που υποτίθεται ότι προωθείται. Ανεξάρτητη άποψη που να υποστηρίξει ότι η χώρα µας διαθέτει, ή έστω ετοιµάζει, σοβαρό σχέδιο για την αντιµετώπιση του χρέους δεν ακούστηκε και οι αποδόσεις των οµολόγων έκαναν νέα ιλιγγιώδη ρεκόρ.
Παρ’ όλα αυτά, οι αγορές είναι ευµετάβλητες και ενώ κανείς δεν το πιθανολογεί σήµερα, η εχθρότητά τους απέναντί µας θα µπορούσε να έχει καµφθεί σε δώδεκα µήνες, όταν θα εξαντλούνται τα 110 δισ. ευρώ του δανείου Ε.Ε./∆ΝΤ και θα τις έχουµε ανάγκη. Προϋπόθεση θα ήταν, κατά τον Σόιµπλε πάλι, «να τις πείσουµε εφαρµόζοντας τα αυστηρά µέτρα εξυγίανσης». Για την ανάγκη να ανακτηθεί η εµπιστοσύνη των αγορών µιλάει άλλωστε διαρκώς ο κ. Παπακωνσταντίνου, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος προχθές ξανά στη έκθεσή του και, φυσικά, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ, συνιστώντας µάλιστα σε όσες χώρες αντιµετωπίζουν δυσκολίες να βρίσκονται «µπροστά από τις εξελίξεις», να «υπερακοντίζουν» τους στόχους για να µην έχουν πρόβληµα. Οπωσδήποτε µας ενοχλεί να εξαρτώµαστε από τις αγορές, τις συχνά αλλοπρόσαλλες, κερδοσκοπικές, επικίνδυνα αποσταθεροποιητικές ανά τον πλανήτη. Ακόµα όµως κυριαρχούν. Και εφόσον έχουµε µια διάρθρωση οικονοµίας που παράγει τόσο µεγάλο δηµόσιο έλλειµµα και χρέος και ταυτόχρονα υπερβολικό εξωτερικό έλλειµµα και χρέος (όπως µας θύµισε ξανά η Τράπεζα της Ελλάδος, δέκα χρόνια τώρα η καθαρή αποταµίευση της χώρας ήταν αρνητική), παραµένουµε απόλυτα εξαρτηµένοι για τη χρηµατοδότησή µας – ώσπου να την αλλάξουµε αυτή τη διάρθρωση. Εκεί πρέπει να αποσκοπούν µνηµόνια, πλαίσια, προγράµµατα, πολιτικές, αλλά και συλλογικές προσπάθειες.
Πιο ανησυχητικές από την εξωφρενική έξαρση των αποδόσεων των ελληνικών οµολόγων στις αγορές διαγράφονται, έτσι, οι αντιδράσεις απέναντι στους στόχους του µεσοπρόθεσµου δηµοσιονοµικού πλαισίου, όπως παρουσιάστηκαν: τα 50 δισ. ευρώ των αποκρατικοποιήσεων και τα 26 δισ. ευρώ από περικοπές (ή µειώσεις, ή εξορθολογισµούς) δαπανών και αυξήσεις εσόδων. ∆ιότι τα επιτόκια µε τα οποία θα ήταν διατεθειµένες να µας δανείσουν οι αγορές, θα έπεφταν αν αποµακρυνόταν ο κίνδυνος χρεοκοπίας της χώρας. Για να τον δουν να αποµακρύνεται, όµως, θα χρειαζόταν ένα εφικτό σχέδιο για τη συγκράτηση και βαθµιαία µείωση του χρέους, µια ρεαλιστική προοπτική ότι θα εφαρµοστεί. Εδώ έχουµε διπλό πρόβληµα:
ανεπάρκειες, ελλείψεις στον σχεδιασµό, καθυστερήσεις, αδυναµίες συντονισµού στο κυβερνητικό επίπεδο. Και παρατεινόµενη αδυναµία, άρνηση των οργανωµένων πολιτικών και κοινωνικών δυνάµεων να διαπραγµατευθούν µε την κυβέρνηση και µεταξύ τους το ρεαλιστικό σχέδιο που θα αντιµετωπίσει την κρίση, κεντρικά, κλαδικά, τοπικά.
«Ροµαντισµοί», προβάλλεται η ένσταση: είµαστε σε βαθιά ύφεση, η ανεργία ανεβαίνει, όλοι χάνουν εισόδηµα, πώς θα διαπραγµατευθούν κι άλλες απώλειες; Μα ακριβώς για να µη γίνουν οι απώλειες πάρα πολύ µεγαλύτερες χρειάζεται, επείγει εξαιρετικά, ένα συµφωνηµένο σχέδιο για την κατανοµή του κόστους και τη στήριξη παραγωγικών δυνατοτήτων. Πώς ενώνεται µια κοινωνία στον πόλεµο; Εκεί να κατατείνουν οι προσπάθειες. Οσοι τις θεωρούν µάταιες θα επιµένουν στην αναδιάρθρωση του χρέους, κάνοντας τα πράγµατα χειρότερα.
Τον Ιούνιο εκκρεµεί η επόµενη έκθεση προόδου (της τρόικας) από την οποία αναµένει, έλεγε, «µια λεπτοµερειακή ανάλυση της διατηρησιµότητας του χρέους της Ελλάδας», για να προσθέσει: «Αν η έκθεση αυτή καταλήξει στο συµπέρασµα ότι η διατηρησιµότητα του χρέους είναι αµφίβολη, τότε κάτι πρέπει να κάνουµε». Αυτό το «κάτι» δεν το διευκρίνισε, κάνοντας λόγο απλώς για «περαιτέρω µέτρα» που θα πρέπει να ληφθούν. Αν κρίνουµε όµως από το κλίµα που επικρατεί στην πατρίδα του κ. Σόιµπλε, όπως και σε άλλες βόρειες χώρες, µπορούµε να φανταστούµε τα χειρότερα.
Θα αποδώσει το µεσοπρόθεσµο δηµοσιονοµικό πλαίσιο; Οι πρώτες κυβερνητικές ανακοινώσεις δεν βρήκαν καλή απήχηση. Μετέωροι έµειναν στη Σύνοδο του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου κάποιοι έπαινοι του Ντοµινίκ Στρος-Καν και άλλων αξιωµατούχων, οι οποίοι ούτως ή άλλως παρακολουθούν στενά την κατάρτισή του. Από τη διεθνή κοινή γνώµη αγνοήθηκαν, αφήνοντας ανεπηρέαστα τα όλο και πιο επίµονα σενάρια για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που υποτίθεται ότι προωθείται. Ανεξάρτητη άποψη που να υποστηρίξει ότι η χώρα µας διαθέτει, ή έστω ετοιµάζει, σοβαρό σχέδιο για την αντιµετώπιση του χρέους δεν ακούστηκε και οι αποδόσεις των οµολόγων έκαναν νέα ιλιγγιώδη ρεκόρ.
Παρ’ όλα αυτά, οι αγορές είναι ευµετάβλητες και ενώ κανείς δεν το πιθανολογεί σήµερα, η εχθρότητά τους απέναντί µας θα µπορούσε να έχει καµφθεί σε δώδεκα µήνες, όταν θα εξαντλούνται τα 110 δισ. ευρώ του δανείου Ε.Ε./∆ΝΤ και θα τις έχουµε ανάγκη. Προϋπόθεση θα ήταν, κατά τον Σόιµπλε πάλι, «να τις πείσουµε εφαρµόζοντας τα αυστηρά µέτρα εξυγίανσης». Για την ανάγκη να ανακτηθεί η εµπιστοσύνη των αγορών µιλάει άλλωστε διαρκώς ο κ. Παπακωνσταντίνου, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος προχθές ξανά στη έκθεσή του και, φυσικά, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ, συνιστώντας µάλιστα σε όσες χώρες αντιµετωπίζουν δυσκολίες να βρίσκονται «µπροστά από τις εξελίξεις», να «υπερακοντίζουν» τους στόχους για να µην έχουν πρόβληµα. Οπωσδήποτε µας ενοχλεί να εξαρτώµαστε από τις αγορές, τις συχνά αλλοπρόσαλλες, κερδοσκοπικές, επικίνδυνα αποσταθεροποιητικές ανά τον πλανήτη. Ακόµα όµως κυριαρχούν. Και εφόσον έχουµε µια διάρθρωση οικονοµίας που παράγει τόσο µεγάλο δηµόσιο έλλειµµα και χρέος και ταυτόχρονα υπερβολικό εξωτερικό έλλειµµα και χρέος (όπως µας θύµισε ξανά η Τράπεζα της Ελλάδος, δέκα χρόνια τώρα η καθαρή αποταµίευση της χώρας ήταν αρνητική), παραµένουµε απόλυτα εξαρτηµένοι για τη χρηµατοδότησή µας – ώσπου να την αλλάξουµε αυτή τη διάρθρωση. Εκεί πρέπει να αποσκοπούν µνηµόνια, πλαίσια, προγράµµατα, πολιτικές, αλλά και συλλογικές προσπάθειες.
Πιο ανησυχητικές από την εξωφρενική έξαρση των αποδόσεων των ελληνικών οµολόγων στις αγορές διαγράφονται, έτσι, οι αντιδράσεις απέναντι στους στόχους του µεσοπρόθεσµου δηµοσιονοµικού πλαισίου, όπως παρουσιάστηκαν: τα 50 δισ. ευρώ των αποκρατικοποιήσεων και τα 26 δισ. ευρώ από περικοπές (ή µειώσεις, ή εξορθολογισµούς) δαπανών και αυξήσεις εσόδων. ∆ιότι τα επιτόκια µε τα οποία θα ήταν διατεθειµένες να µας δανείσουν οι αγορές, θα έπεφταν αν αποµακρυνόταν ο κίνδυνος χρεοκοπίας της χώρας. Για να τον δουν να αποµακρύνεται, όµως, θα χρειαζόταν ένα εφικτό σχέδιο για τη συγκράτηση και βαθµιαία µείωση του χρέους, µια ρεαλιστική προοπτική ότι θα εφαρµοστεί. Εδώ έχουµε διπλό πρόβληµα:
ανεπάρκειες, ελλείψεις στον σχεδιασµό, καθυστερήσεις, αδυναµίες συντονισµού στο κυβερνητικό επίπεδο. Και παρατεινόµενη αδυναµία, άρνηση των οργανωµένων πολιτικών και κοινωνικών δυνάµεων να διαπραγµατευθούν µε την κυβέρνηση και µεταξύ τους το ρεαλιστικό σχέδιο που θα αντιµετωπίσει την κρίση, κεντρικά, κλαδικά, τοπικά.
«Ροµαντισµοί», προβάλλεται η ένσταση: είµαστε σε βαθιά ύφεση, η ανεργία ανεβαίνει, όλοι χάνουν εισόδηµα, πώς θα διαπραγµατευθούν κι άλλες απώλειες; Μα ακριβώς για να µη γίνουν οι απώλειες πάρα πολύ µεγαλύτερες χρειάζεται, επείγει εξαιρετικά, ένα συµφωνηµένο σχέδιο για την κατανοµή του κόστους και τη στήριξη παραγωγικών δυνατοτήτων. Πώς ενώνεται µια κοινωνία στον πόλεµο; Εκεί να κατατείνουν οι προσπάθειες. Οσοι τις θεωρούν µάταιες θα επιµένουν στην αναδιάρθρωση του χρέους, κάνοντας τα πράγµατα χειρότερα.
Για να µη γίνουν οι απώλειες πάρα πολύ µεγαλύτερες χρειάζεται, επείγει εξαιρετικά, ένα συµφωνηµένο σχέδιο για την κατανοµή του κόστους και τη στήριξη παραγωγικών δυνατοτήτων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.