Αυγή, 13.3.11, ΕΝΘΕΜΑΤΑ, http://enthemata.wordpress.com
Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από τον Επίλογο της μελέτης της Έφης Γαζή Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια. Ιστορία ενός συνθήματος 1880-1930, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις. Η συγγραφέας, αναζητώντας την ιστορία και τις ρίζες του συνθήματος, αναδεικνύει ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις, συνθέτοντας μια σημαντική μελέτη, που προσφέρει ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση ενός μεγάλου άγνωστου στο χώρο της νεοελληνικής ιστορίας: του συντηρητισμού και της συντηρητικής ιδεολογίας. Πέρα από τα νέα σημαντικά στοιχεία, απόψεις και προσεγγίσεις που κομίζει, το άνοιγμα αυτού του μεγάλου κεφαλαίου, κρίσιμου για τη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας, πρέπει να εγγραφεί στις σημαντικότερες συνεισφορές του βιβλίου και στα γνωρίσματα που το καθιστούν εξόχως ενδιαφέρον όχι μόνο στους ειδικούς αλλά και σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό.
Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από τον Επίλογο της μελέτης της Έφης Γαζή Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια. Ιστορία ενός συνθήματος 1880-1930, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις. Η συγγραφέας, αναζητώντας την ιστορία και τις ρίζες του συνθήματος, αναδεικνύει ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις, συνθέτοντας μια σημαντική μελέτη, που προσφέρει ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση ενός μεγάλου άγνωστου στο χώρο της νεοελληνικής ιστορίας: του συντηρητισμού και της συντηρητικής ιδεολογίας. Πέρα από τα νέα σημαντικά στοιχεία, απόψεις και προσεγγίσεις που κομίζει, το άνοιγμα αυτού του μεγάλου κεφαλαίου, κρίσιμου για τη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας, πρέπει να εγγραφεί στις σημαντικότερες συνεισφορές του βιβλίου και στα γνωρίσματα που το καθιστούν εξόχως ενδιαφέρον όχι μόνο στους ειδικούς αλλά και σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό.
Στρ. Μπ.
Οι αναμορφωτικές χριστιανικές κινήσεις που είχαν εμφανιστεί στον ελληνικό χώρο ήδη από τον 19ο αιώνα, αποτέλεσαν έναν από τους βασικούς χώρους αποκρυστάλλωσης του λόγου για την «πατρίδα», τη «θρησκεία» και την «οικογένεια». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επίγονοι του Απόστολου Μακράκη. Ο μακρακισμός, στις πολλαπλές του εκφάνσεις, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες απόπειρες εδραίωσης του χριστιανισμού ως «κοινωνικού αναμορφωτή» κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Οργανώσεις και σύλλογοι όπως η «Ανάπλασις» συνέχισαν το έργο του μακρακισμού, παρά τη ρήξη με τον εμπνευστή του. […]
Στο γύρισμα του αιώνα, η «ετερογενής δυσαρέσκεια» που προκάλεσαν γεγονότα όπως ο Πόλεμος του 1897, η οικονομική κρίση και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, η κρίση των παλαιών πολιτικών δυνάμεων και κομμάτων, η οποία μετατράπηκε σε κρίση του κοινοβουλευτισμού, καθώς και η αναποτελεσματικότητα των πολιτικών ελίτ ήταν ιδιαίτερα εμφανής. Οι ιδεολογικές και πολιτισμικές διαμάχες και συγκρούσεις της εποχής έχουν γίνει γνωστές και έχουν αποτυπωθεί ως πτυχές του «γλωσσικού ζητήματος». Συνδέονται, βέβαια, καθοριστικά με την αντιπαράθεση για τη γλώσσα αλλά και με τις διαδικασίες της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Ωστόσο, στο πλαίσιο του «γλωσσικού ζητήματος» ανέκυψαν αντιπαραθέσεις οι οποίες σαφέστατα υπερέβαιναν τα ζητήματα της γλώσσας, ή και συγκαλύπτονταν από αυτά. Τούτες οι αντιπαραθέσεις ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για την ευρύτερη διάχυση του «κοινωνικού λόγου» περί «πατρίδος, θρησκείας, οικογενείας». Ιδιαίτερα μεταξύ των ετών 1900-1920, οι σοσιαλιστικές και οι φεμινιστικές ιδέες, οι μεταβολές των έμφυλων ρόλων και σχέσεων, ο αστικός τρόπος ζωής, αφενός συσχετίστηκαν εντονότερα με τη γενικευμένη αίσθηση της κρίσης, και αφετέρου προκάλεσαν συγκροτημένες αντιδράσεις. Ο λόγος περί «πατρίδος, θρησκείας, οικογενείας» απέκτησε νέους φορείς αλλά και νέους οπαδούς, εκτός του χώρου των χριστιανών αναμορφωτών. Παράλληλα, αυτός ο λόγος συμπορεύθηκε με έναν γενικευμένο «ηθικό πανικό» που προκάλεσαν οι νεωτερικοί τρόποι ζωής, ενώ σταδιακά, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1920, οι πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις έγιναν σαφέστερες και εντονότερες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η «αυτονομία της πολιτικής» έναντι κοινωνικών, ταξικών και ιδεολογικών συγκρούσεων δεν φαίνεται να επαληθεύεται, τουλάχιστον με τη δυναμική που της αποδόθηκε κατά τον 19ο αιώνα.
Αυτά τα φαινόμενα προσεγγίστηκαν και αναλύθηκαν στην παρούσα μελέτη μέσα από την αναψηλάφηση δύο κεντρικών και αλληλοσυνδεόμενων γεγονότων, τα οποία μας είναι κυρίως γνωστά από την ιστορία του γλωσσικού ζητήματος και της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Πρόκειται για τα Αθεϊκά και τα Μαρασλειακά. […] Τόσο τα Αθεϊκά όσο και τα Μαρασλειακά προσφέρουν τη δυνατότητα να εξεταστεί σε βάθος ο λόγος περί «θρησκείας, πατρίδος, οικογενείας» κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. […]
Καταρχάς, οι πρωταγωνιστές της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης αποτέλεσαν τους βασικούς αντιπάλους των αναμορφωτών χριστιανών, αφού οι δικές τους πρωτοβουλίες κλόνισαν για πρώτη φορά το οικοδόμημα της εθνοθρησκευτικής εκπαίδευσης που κυριαρχούσε στον ελληνικό χώρο, ήδη από τον 19ο αιώνα. Εκτός αυτού, η μελέτη αποπειράθηκε να δείξει στα σχετικά κεφάλαια πώς η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση λειτούργησε όχι μόνο ως πεδίο καλλιέργειας και διάχυσης ιδεολογικών σχημάτων που προκάλεσαν πολλαπλές αντιδράσεις, αλλά και ως αφορμή ανασυγκρότησης του συντηρητικού λόγου. Περισσότερο από τους μεταρρυθμιστές, οι συντηρητικοί προσείλκυσαν το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης μελέτης. Ήταν μέσα στη συγκυρία της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» συνδυάστηκε αποτελεσματικότερα με έννοιες όπως «γλώσσα», «ηθική», «ιδιοκτησία». Επιπλέον, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο σχετικός λόγος βρήκε νέους εκφραστές, οι οποίοι σαφέστατα διέθεταν μεγαλύτερη εμβέλεια και επιρροή από τους χριστιανούς αναμορφωτές. Εφημερίδες όπως ο Κήρυξη το Σκριπ, περιοδικά όπως ο Ερμής, εταιρείες και σύλλογοι όπως ο «Ελληνισμός», υιοθέτησαν, αναπροσάρμοσαν, επαναπροσδιόρισαν και διοχέτευσαν σε μεγαλύτερα –μεσοαστικά και μικροαστικά κυρίως– ακροατήρια την επιχειρηματολογία περί «υπονόμευσης της πατρίδος, της θρησκείας και της οικογενείας» από τους πρωτεργάτες της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης αλλά και από συνοδοιπόρους τους εμφορούμενους από σοσιαλιστικές και φεμινιστικές ιδέες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι αναφορές στην «πατρίδα», τη «θρησκεία» και την «οικογένεια» απέκτησαν σαφέστερη βιοπολιτική διάσταση, η οποία επικέντρωνε κυρίως σε ηθικές κατηγορίες, σε έμφυλους ρόλους, αλλά ενίοτε και σε ρατσιστικές θεωρίες.
Ο «ηθικός πανικός» αποτέλεσε, στις αρχές του 20ού αιώνα, τον κυριότερο μηχανισμό ενίσχυσης του «κοινωνικού λόγου» περί «πατρίδος, θρησκείας, οικογενείας». […] Ωστόσο, θα ήταν σφάλμα να υιοθετηθεί μια ανάλυση στην οποία η έννοια του «ηθικού πανικού» κατέχει κεντρική σημασία. Όπως προσπάθησα να δείξω στο Τρίτο Κεφάλαιο της μελέτης, συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κυρίως τη δεκαετία του 1920 έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αναζωογόνηση του λόγου περί «πατρίδος, θρησκείας, οικογενείας». Αυτές οι συγκρούσεις περιελάμβαναν κυρίως την άρτι συγκροτηθείσα κομμουνιστική Αριστερά και τους αντιπάλους της, οι οποίοι υπερέβαλλαν σε ό,τι αφορούσε τους κινδύνους που απέρρεαν από την «κομμουνιστική απειλή». Δεν πρέπει όμως να εξαιρεθούν άλλες πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις στις οποίες κυριαρχούσε η ολοένα εντονότερη κριτική του κοινοβουλευτισμού και η στροφή προς την υιοθέτηση αυταρχικών πολιτικών λύσεων. Κατά τη δεκαετία του 1920 οι «παραδοσιακοί» συσχετισμοί, που καθόριζαν τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις από τις αρχές του αιώνα, άλλαξαν σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν βέβαια η διάσπαση του «δημοτικιστικού στρατοπέδου» και η συγκρότηση της κομμουνιστικής Αριστεράς. Επιπλέον, οι κοινωνικές αλλαγές που επέφεραν οι μετασχηματισμοί της θέσης των μεσοστρωμάτων και η σταδιακή ανάδυση των εργατικών στρωμάτων συνέβαλαν στην ενίσχυση του λόγου περί «πατρίδος, θρησκείας, οικογενείας», αλλά και στη σαφέστερη πολιτική του οριοθέτηση.
Μετά τη δεκαετία του 1920, το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» προσαρτήθηκε με μεγαλύτερη ευκρίνεια στον καθεστωτικό λόγο. Το τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης επανήλθε στον χώρο των αναμορφωτών χριστιανών προκειμένου να επανεξετάσει τον ρόλο τους, κυρίως κατά τη δεκαετία 1920-1930. Βρισκόμαστε εδώ στη φάση της μετάβασης από τις χριστιανικές απόπειρες «ηθικής αναμόρφωσης» στη συγκρότηση προγραμμάτων «εθνικής αναμόρφωσης». Η δράση της Αδελφότητος Θεολόγων «Η Ζωή» ήταν ιδιαίτερα σημαντική, εκείνη την περίοδο, σε ό,τι αφορούσε την επανενεργοποίηση του λόγου περί «πατρίδος, θρησκείας, οικογενείας», αλλά και την οργανική του σύνδεση με τον αντικομμουνισμό. […] Στις αρχές τις δεκαετίας του 1930 το υπό εξέταση τρίπτυχο είχε πια εδραιωθεί και είχε λάβει τον χαρακτήρα «συνθηματικής φράσης». Τον καιρό του Μεταξά, όλοι φαίνονταν να γνωρίζουν πια για τι μιλούσαν, όταν αναφέρονταν σε αυτές τις έννοιες. Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, η φράση είχε πλέον κωδικοποιηθεί.
Η μελέτη δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει τον μοναδικό οδηγό στη χαρτογράφηση της περίπλοκης διαδρομής τριών εννοιών που αποτέλεσαν την πιο διαδεδομένη ίσως «συνθηματική φράση» στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα. Επιχείρησε ωστόσο να αποτυπώσει τις κεντρικές αφετηρίες του εν λόγω τριπτύχου, τους αρχικούς και τους μεταγενέστερους φορείς του, τους μετασχηματισμούς και τις διολισθήσεις των νοημάτων του μέσα στις αντιπαραθέσεις του 19ου και του 20ού αιώνα. Είναι αυτονόητο ότι η διάδοση της φράσης, μετά τη δεκαετία του 1930, συνέβαλε στον συνεχή εμπλουτισμό της όσον αφορά το περιεχόμενο. Οι βαθιές της καταβολές όμως βρίσκονται στον χώρο των αναμορφωτών χριστιανών και στον λόγο της «ηθικής αναμόρφωσης». Η εξέλιξή της σφραγίστηκε από τη γενικευμένη αίσθηση της κρίσης που κυριαρχούσε στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και την αντικομμουνιστική επιχειρηματολογία, από τη δεκαετία του 1920 και εξής. Αυτά τα φαινόμενα διασφάλισαν τον μετασχηματισμό του λόγου περί «θρησκείας, πατρίδος, οικογενείας» και την εγγραφή του, από το πεδίο της ηθικής αναμόρφωσης, σε εκείνο της εθνικής αναμόρφωσης. Η καθεστωτική διαδρομή της συνθηματικής φράσης «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», από τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας μέχρι και τη δικτατορία των συνταγματαρχών, είναι μια άλλη, αναμφίβολα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία όμως δεν αναιρεί τις προηγούμενες…
Η Έφη Γαζή διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Για τις ανάγκες της παρούσας δημοσίευσης έχουν απαλειφθεί οι υποσημειώσεις.
Τα μέλη της «Μεγάλης των Φοιτητών Επιτροπείας προς Άμυναν της Εθνικής Γλώσσης». Στο κέντρο, ο Γ. Μιστριώτης (Γ. Μιστριώτης, «Ρητορικοί λόγοι», τ. Ε΄, Αθήνα 1905)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.