Tου Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή, 20.2.11
Το ερώτημα πόση ιστορία αντέχουμε, και ποια ακριβώς, πόση ιστορία είμαστε διατεθειμένοι να αντέξουμε ελέγχοντας και επανελέγχοντας τις βεβαιότητές μας, δεν είναι νέο, των ημερών μας. Δεν είναι νέα, δηλαδή, η τάση να στοιβάζουμε στην κατηγορία των «ου φωνητών» οτιδήποτε στενάχωρο, να αφήνουμε εκτός πλαισίου ό, τι δεν συμφωνεί με το ιδεώδες που έχουμε πλάσει ή έχουμε υιοθετήσει έτοιμο, και να καταγγέλλουμε σαν ελλειμματικό πατριώτη, μειοδότη, συνωμότη και λοιπά ομοιοκατάληκτα όποιον διαφωνεί μαζί μας. Ως πατέρας της Ιστορίας αναγνωρίζεται βέβαια ο Ηρόδοτος, αυτό όμως δεν τον έθεσε στο απυρόβλητο: όπως κι άλλη φορά έχω σημειώσει εδώ, κατηγορήθηκε ήδη στην αρχαιότητα σαν ανθέλληνας, φιλοβάρβαρος, φιλοχρήματος και καταψευδόμενος, στο σύγγραμμα «Περί της Ηροδότου κακοηθείας» που αποδίδεται στον Πλούταρχο, επειδή έγραψε εκτός των άλλων πως οι Ελληνες δανείστηκαν στοιχεία του πολιτισμού τους από λαούς με τους οποίους συγχρωτίζονταν.
Δεν είναι η πρώτη φορά (και δεν θα είναι η τελευταία) που από άγχος για την ταυτότητά μας κοβόμαστε στα δύο, στα τρία, στα δέκα, μιλώντας για τις πίσω μας σελίδες, για την ιστορία του τόπου όπου έτυχε να γεννηθούμε. Και μηχανή σαν εκείνες που κατασκευάζει η μυθοπλασία της επιστημονικής φαντασίας αν διαθέταμε, για να ταξιδέψουμε αναπόταμα στο χρόνο, και πάλι, όσα θα βλέπαμε, θ’ ακούγαμε και θα εννοούσαμε, ένα μέρος θα ήταν, όχι το πάντοτε ασύλληπτο όλον. Και με βάση αυτό το μέρος θα καταλήγαμε στα συμπεράσματά μας, για να τα προβάλουμε είτε με μετριοπάθεια, όχι και τόσο συνηθισμένη είναι η αλήθεια, είτε σαν μόνη αυθεντική και μόνη νοητή ανάγνωση. Ακόμα και οι προγραμματισμένα ολικές ερμηνείες της Ιστορίας, οι ιστοριογραφίες δηλαδή, που επιχειρούν να εντάξουν ή να υποτάξουν σε ένα σχήμα όλο το υπάρχον υλικό, διατηρούν τη μερικότητά τους, ιδίως αν το σχήμα είναι προαποφασισμένο, οπότε αναλαμβάνει η γνωστή λήψις του ζητουμένου ή η ιδεολογική χρήση της ιστορίας να τακτοποιήσει στανικά τα πράγματα και να τα συμμορφώσει. Η οπτική του καθενός καθορίζει το τμήμα που θα δει, που θα επιλέξει να δει, και βάσει του οποίου θα οδηγηθεί στα πορίσματά του. Για να πολεμηθεί ακριβώς αυτή η μεροληψία, ή έστω για να αμβλυνθεί, τα μεγάλα ιστοριογραφικά εγχειρήματα διεκπεραιώνονται από ομάδες επιστημόνων, που συνεργάζονται, αλληλοκρίνονται και αλληλοσυμπληρώνονται.
Το ερώτημα πόση ιστορία αντέχουμε, και ποια ακριβώς, πόση ιστορία είμαστε διατεθειμένοι να αντέξουμε ελέγχοντας και επανελέγχοντας τις βεβαιότητές μας, δεν είναι νέο, των ημερών μας. Δεν είναι νέα, δηλαδή, η τάση να στοιβάζουμε στην κατηγορία των «ου φωνητών» οτιδήποτε στενάχωρο, να αφήνουμε εκτός πλαισίου ό, τι δεν συμφωνεί με το ιδεώδες που έχουμε πλάσει ή έχουμε υιοθετήσει έτοιμο, και να καταγγέλλουμε σαν ελλειμματικό πατριώτη, μειοδότη, συνωμότη και λοιπά ομοιοκατάληκτα όποιον διαφωνεί μαζί μας. Ως πατέρας της Ιστορίας αναγνωρίζεται βέβαια ο Ηρόδοτος, αυτό όμως δεν τον έθεσε στο απυρόβλητο: όπως κι άλλη φορά έχω σημειώσει εδώ, κατηγορήθηκε ήδη στην αρχαιότητα σαν ανθέλληνας, φιλοβάρβαρος, φιλοχρήματος και καταψευδόμενος, στο σύγγραμμα «Περί της Ηροδότου κακοηθείας» που αποδίδεται στον Πλούταρχο, επειδή έγραψε εκτός των άλλων πως οι Ελληνες δανείστηκαν στοιχεία του πολιτισμού τους από λαούς με τους οποίους συγχρωτίζονταν.
Μια και ζούμε στον κόσμο της εγγραμματοσύνης και όχι της προφορικότητας, κατά κάποιον τρόπο ο καθένας είναι τα διαβάσματά του, η όρεξή του να διαβάζει, να ξανοίγεται σε κείμενα που ενδέχεται να απειλήσουν τη σιγουριά του και να τον οδηγήσουν στη συχνά μελαγχολική αμφιβολία. Η ιστοριογραφία δεν έπαψε να προκόβει εκμεταλλευόμενη νέα ευρήματα, νέες μεθόδους, νέες λογικές. Ειδικά η ιστοριογραφία που αφορά την Ελλάδα και τη μακρότατη πορεία της, δεν έληξε φυσικά με τον Παπαρρηγόπουλο, όπως φαίνεται να πιστεύει ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος, ο οποίος, σε άρθρο του στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής, διατείνεται ότι «Ελληνες ιστορικοί υπήρξαν πολλοί και άξιοι. Ο μοναδικός για την Ελλάδα είναι ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος». Αλλά τα 120 χρόνια που πέρασαν από το θάνατο του Παπαρρηγόπουλου είναι πολύ μεγάλο διάστημα για να αποδεχτούμε ότι στη διάρκειά του οι ιστορικοί έμειναν άπραγοι και παγωμένοι ή ότι οι αντιρρήσεις για την ιστοριογραφική άποψη του Παπαρρηγόπουλου τελείωσαν σε όσα έγραφε ο συγκαιρινός του Στέφανος Κουμανούδης. Φαίνεται ωστόσο ότι, ενώ εκείνο το του Σόλωνος, «γηράσκω αιεί πολλά διδασκόμενος», το ’χουμε απλώς για να το γράφουμε στις εκθέσεις μας στις πανελλήνιες, το εκσυγχρονισμένο του Μανόλη Αναγνωστάκη, «γηράσκω αεί αναθεωρών», μας τρομάζει, θαρρείς και είναι αμάρτημα ο αναστοχασμός.
Εκτός όλων των άλλων, λοιπόν, δεκαέξι χρόνια αφότου είχε πεθάνει ο Παπαρρηγόπουλος εκδόθηκαν τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη, χάρη στη μέριμνα του Γιάννη Βλαχογιάννη. Ανάμεσα στα άλλα που γράφει ο Ρουμελιώτης ιστοριοδίφης για τον Ρουμελιώτη στρατηγό (ας σημειώσω εδώ ότι τα «Απομνημονεύματα» εκδόθηκαν πρόσφατα σε τρεις τόμους από την «Εστία», εξαιρετικά φροντισμένα από τον Αλέξη Πολίτη και τη Γεωργία Παπαγεωργίου), διαβάζουμε και τα εξής, που μάλλον δεν συμφωνούν με τη μυθοπλασία που παραγνωρίζει πως οι επαναστάτες του 1821 ήταν άνθρωποι, με τον πόθο τους για την ελευθερία αλλά και με τις ανάγκες και τα πάθη τους, και όχι πλάσματα δίχως αίμα:
«Το επάγγελμα των όπλων είχε διαμορφωθή μόνιμον παρ’ αυτώ (για τον Μακρυγιάννη, θυμίζω, ο λόγος), μετά του πλεονεκτήματος ότι ουδεμία των εκ παραδόσεως κακιών, αίτινες συνυπήρχον τοις παλαιοίς στρατιωτικοίς, ούτε τάσις προς την φιλοκέρδειαν και την αρπαγήν, ούτε βία και καταπίεσις εστιγμάτισάν ποτε τον βίον αυτού. Ο Μακρυγιάννης μεταξύ των ρουμελιωτικών στρατευμάτων, τα οποία πάντα υπήρξαν μισθοφορικά, ήτο ο ευγενέστατος τύπος μισθοφόρου. Οι σκληροτράχηλοι εκείνοι άνδρες, οίτινες διά τον λουφέν κληθέντες παρά της Κυβερνήσεως κατέπνιξαν της εν Πελοποννήσω ένοπλον εξέγερσιν, διά τον λουφέν ομοίως κατήγαγον αθανάτους νίκας εν Μεσολογγίω και υπό τον Καραϊσκάκην εν τη Ανατολική Ελλάδι κτλ. Ο μισθός υπήρξεν εις αυτούς ουχί ο σκοπός, αλλά το μέσον προς επιχείρησιν γενναίων έργων. Κατά τα τελευταία έτη, τα κρισιμώτατα της Επαναστάσεως, ήτοι 1825-1827, τα ρουμελιωτικά στρατεύματα ανεδείχθησαν αληθώς απαράμιλλα, μεταξύ δ’ αυτών τα ανδρειότατα ήσαν και τα μάλιστα δυσήνια (δυσχαλίνωτα), ως τα Αιτωλικά και Ακαρνανικά ρέποντα προς το πλιάτσικο ένεκα της πτωχείας των απαρτιζόντων αυτά. Οι Ρουμελιώται εμισθοφόρουν διότι ήσαν πτωχοί, διότι η πατρίς αυτών ήτο πάσα κατεστραμμένη υπό του εχθρού».
Μισθοφορία; Λουφές; Πλιάτσικο; Μα, όπως θα έλεγχαν οι διάφοροι οδυρόμενοι των τηλεπαραθύρων, «εγώ έφτασα εξήντα χρόνων και δεν άκουσα ποτέ τέτοια πράγματα». Επειδή, βεβαίως, τα σχολικά βιβλία δεν περιείχαν «τέτοια πράγματα», αλλά και επειδή τα βιβλία που τα περιείχαν (δηλαδή τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάνη και τα προλεγόμενά τους, όχι τίποτα περιθωριακό ή λαθραίο) δεν έτυχε να πέσουν ποτέ στην αντίληψη των οδυρομένων, κι ας επικαλούνται και «τον καημένο τον στρατηγό» στα θεατρικά μοιρολόγια τους. Και τι να έκανε λοιπόν ο Βλαχογιάννης; Να απέφευγε τις αναφορές στα στενάχωρα, στα οικεία κακά, έχοντας στο μυαλό του όσα υπέστη ο Αθηναίος τραγωδός Φρύνιχος για τη «Μιλήτου άλωση»; Να υιοθετούσε την τεχνική της παρασιώπησης, απιστώντας έτσι στο παράδειγμα των ίδιων των αγωνιστών του ’21, του Κολοκοτρώνη λ. χ., που, στα Ενθυμήματά τους, δεν φοβήθηκαν την αλήθεια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.