Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, ΝΕΑ, 18.2.11
Αυτήν την αποστοµωτική απάντηση έδωσε ο εξ απορρήτων του κυρίου Σαµαρά Χρύσανθος Λαζαρίδης στην Ελλη Στάη όταν εκείνη του θύµισε ότι ο ίδιος σε άρθρο του φέτος το καλοκαίρι πρότεινε την «αξιοποίηση» της δηµόσιας περιουσίας: «Δεν µε καταλάβατε τι εννοούσα. Δεν εννοούσα να πουλήσουµε. Εννοούσα να τα βγάλουµε προς πώληση ώστε να µάθουµε τις πραγµατικές τους αξίες από τις προσφορές που θα υπάρξουν. Γιατί αλλιώς µόνο τις αντικειµενικές τους αξίες ξέρουµε». Οπως καλώς γνωρίζουµε, ο πολιτικός λόγος είναι γεµάτος αποχρώσεις. Κάθε λέξη, ακόµη και η στίξη, έχει τη σηµασία της και θα πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός όταν αποπειράται να τον ερµηνεύσει. Οι πολιτικοί µας µιλούν σε δεύτερο επίπεδο, σε τρίτο ή και σε εικοστό – συνήθως δε, απογειωµένοι, ξεχνούν τους γραµµατικούς και συντακτικούς κανόνες του πρώτου. Οι λέξεις τους δεν περιγράφουν.
Σηµαίνουν, όπως σήµαιναν οι λέξεις του Ηράκλειτου ή του µαντείου.
Πώς να το πω; Είναι σαν να προσπαθεί κάποιος να περιγράψει µε λεπτοµέρειες όλες τις κινήσεις που κάνει ο ταχυδακτυλουργός για να βγάλει τον λαγό απ’ το καπέλο. Το λιγότερο που µπορεί να πάθει είναι να χάσει τη µαγεία του θεάµατος και να πάνε χαµένα τα λεφτά που έδωσε για το εισιτήριο.
Δεν είναι βέβαια όλοι οι ταχυδακτυλουργοί ίδιοι. Ορισµένοι µπορούν όντως να µαγέψουν το κοινό τους κάνοντας πράγµατα που δεν µπορεί να τα εξηγήσει η λογική.
Είναι και άλλοι που απλώς αρκούνται να δηλώσουν ταχυδακτυλουργοί και το κοινό τους, ενώ ξέρει τα κόλπα που χρησιµοποιούν, ενώ ουδόλως µαγεύεται, αποδέχεται τη σύµβαση γιατί δεν µπορεί ή δεν θέλει να κάνει αλλιώς.
Στους καιρούς της Ψωροκώσταινας όργωναν την επαρχία προσφέροντας έναντι ευτελούς αντιτίµου πράγµατα και θάµατα, όπως ασώµατες κεφαλές, γυναίκες λάστιχα και διάφορους λαγούς µε πετραχήλια. Τους λέγαµε και τσίρκο, και µάλιστα φτηνό τσίρκο. Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, πόσω µάλλον Διαδίκτυο, και το αυτοκίνητο ήταν είδος σπάνιο, άσε πια τους δρόµους. Δεν χρειαζόσουν και ιδιαίτερη τέχνη για να πείσεις.
Γιατί οφείλουµε να οµολογήσουµε ότι η παράσταση της πολιτικής µας σκηνής την περασµένη εβδοµάδα έριξε ακόµη περισσότερο την τιµή της τέχνης. Θα πουλήσουµε δεν θα πουλήσουµε, πράγµα που σηµαίνει πως θα αξιοποιήσουµε χωρίς να πουλήσουµε αλλά µπορεί και να πουλήσουµε και κάτι, όχι τίποτε σπουδαίο, όσο χρειαστεί. Για να ακουστεί κι εκείνο το περίφηµο, διά στόµατος Πρωθυπουργού, ότι ένας ακόµη νόµος θα απαγορεύσει την πώληση δηµόσιας περιουσίας – είν’ η αλήθεια ότι στην επικράτεια της απόλυτης νοµιµότητας ένας ακόµη νόµος φτάνει για να καθησυχάσει το κοινό αίσθηµα.
Πανικόβλητοι; Εντάξει, ας µην υπερβάλλουµε, ας πούµε απλώς τροµαγµένοι. Τροµαγµένοι όχι γιατί διαπίστωσαν αίφνης ότι η χώρα απειλείται µε πτώχευση, όχι γιατί συνειδητοποίησαν ότι η κοινωνία είναι διαλυµένη εις τα εξ ων συνετέθη. Τροµαγµένοι γιατί αντίκρυσαν κατάµατα το πρόσωπο του Λεβιάθαν, γιατί βρέθηκαν αντιµέτωποι µε τα δύο µεγάλα ταµπού της νεοελληνικής ύπαρξης, την ιδιοκτησία γης και το Δηµόσιο. Πολύ πριν το «δεν µπορεί κανείς να µας το πάρει», τούτο το χώµα εννοείται, του Γιάννη Ρίτσου και της Ρωµιοσύνης του, η πολιτική του µικροχώραφου είχε αναγορευθεί σε σκληρό πυρήνα της εθνικής µας ιδεολογίας. Και για να αποδείξουµε του λόγου το αληθές κάναµε ό,τι µπορούσαµε για να αφήσουµε τα ίχνη µας πάνω του. Το κάψαµε, το µολύναµε, το καταπατήσαµε, το µπουκώσαµε στο µπετόν και τα αυθαίρετα, και είναι να απορεί κανείς πώς η Ελλάδα, µε τέτοιο φορτίο πάνω της, εξακολουθεί να παραµένει ένας υπέροχος τόπος.
Και είναι να απορεί κανείς ποια αντανακλαστικά, ποιας αλήθεια ευαισθησίας, µας κάνουν να ξεσηκωνόµαστε µόνον και στην ιδέαότι το Ελληνικό, άχρηστο πια, µπο ρεί να αξιοποιηθεί µε τονένανή µετον άλλοντρόπο.
Η µήπως τα πράγµατα δεν είναι έτσι.
Μήπως ο πανικός σύσσωµης της πολιτικής σκηνής απλώς αποδεικνύει ότι κι αυτή διατηρεί τα αντανακλαστικά τής συντεχνίας; Οπως οι γιατροί του ΙΚΑ, όπως οι φαρµακοποιοί, όπως η ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ. Μήπως, εντέλει, η τελευταία γραµµή άµυνας του κήτους είναι αυτή η πολιτική τάξη η οποία τη µόνη ιδεολογία που διαθέτει είναι η υπεράσπιση του Λεβιάθαν, ενός Δηµοσίου που καταπίνει όποια ζωτική ενέργεια κυκλοφορεί σ’ αυτόν τον τόπο οχυρωµένο πίσω απ’ τα ντουβάρια της ακινησίας του;
Το τελευταίο πράγµα που χρειάζεται η σηµερινή ταπεινωµένη και φοβισµένη Ελλάδα είναι ο πανικός τής πολιτικής της τάξης.
Αυτήν την αποστοµωτική απάντηση έδωσε ο εξ απορρήτων του κυρίου Σαµαρά Χρύσανθος Λαζαρίδης στην Ελλη Στάη όταν εκείνη του θύµισε ότι ο ίδιος σε άρθρο του φέτος το καλοκαίρι πρότεινε την «αξιοποίηση» της δηµόσιας περιουσίας: «Δεν µε καταλάβατε τι εννοούσα. Δεν εννοούσα να πουλήσουµε. Εννοούσα να τα βγάλουµε προς πώληση ώστε να µάθουµε τις πραγµατικές τους αξίες από τις προσφορές που θα υπάρξουν. Γιατί αλλιώς µόνο τις αντικειµενικές τους αξίες ξέρουµε». Οπως καλώς γνωρίζουµε, ο πολιτικός λόγος είναι γεµάτος αποχρώσεις. Κάθε λέξη, ακόµη και η στίξη, έχει τη σηµασία της και θα πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός όταν αποπειράται να τον ερµηνεύσει. Οι πολιτικοί µας µιλούν σε δεύτερο επίπεδο, σε τρίτο ή και σε εικοστό – συνήθως δε, απογειωµένοι, ξεχνούν τους γραµµατικούς και συντακτικούς κανόνες του πρώτου. Οι λέξεις τους δεν περιγράφουν.
Σηµαίνουν, όπως σήµαιναν οι λέξεις του Ηράκλειτου ή του µαντείου.
Πώς να το πω; Είναι σαν να προσπαθεί κάποιος να περιγράψει µε λεπτοµέρειες όλες τις κινήσεις που κάνει ο ταχυδακτυλουργός για να βγάλει τον λαγό απ’ το καπέλο. Το λιγότερο που µπορεί να πάθει είναι να χάσει τη µαγεία του θεάµατος και να πάνε χαµένα τα λεφτά που έδωσε για το εισιτήριο.
Δεν είναι βέβαια όλοι οι ταχυδακτυλουργοί ίδιοι. Ορισµένοι µπορούν όντως να µαγέψουν το κοινό τους κάνοντας πράγµατα που δεν µπορεί να τα εξηγήσει η λογική.
Είναι και άλλοι που απλώς αρκούνται να δηλώσουν ταχυδακτυλουργοί και το κοινό τους, ενώ ξέρει τα κόλπα που χρησιµοποιούν, ενώ ουδόλως µαγεύεται, αποδέχεται τη σύµβαση γιατί δεν µπορεί ή δεν θέλει να κάνει αλλιώς.
Στους καιρούς της Ψωροκώσταινας όργωναν την επαρχία προσφέροντας έναντι ευτελούς αντιτίµου πράγµατα και θάµατα, όπως ασώµατες κεφαλές, γυναίκες λάστιχα και διάφορους λαγούς µε πετραχήλια. Τους λέγαµε και τσίρκο, και µάλιστα φτηνό τσίρκο. Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, πόσω µάλλον Διαδίκτυο, και το αυτοκίνητο ήταν είδος σπάνιο, άσε πια τους δρόµους. Δεν χρειαζόσουν και ιδιαίτερη τέχνη για να πείσεις.
Γιατί οφείλουµε να οµολογήσουµε ότι η παράσταση της πολιτικής µας σκηνής την περασµένη εβδοµάδα έριξε ακόµη περισσότερο την τιµή της τέχνης. Θα πουλήσουµε δεν θα πουλήσουµε, πράγµα που σηµαίνει πως θα αξιοποιήσουµε χωρίς να πουλήσουµε αλλά µπορεί και να πουλήσουµε και κάτι, όχι τίποτε σπουδαίο, όσο χρειαστεί. Για να ακουστεί κι εκείνο το περίφηµο, διά στόµατος Πρωθυπουργού, ότι ένας ακόµη νόµος θα απαγορεύσει την πώληση δηµόσιας περιουσίας – είν’ η αλήθεια ότι στην επικράτεια της απόλυτης νοµιµότητας ένας ακόµη νόµος φτάνει για να καθησυχάσει το κοινό αίσθηµα.
Πανικόβλητοι; Εντάξει, ας µην υπερβάλλουµε, ας πούµε απλώς τροµαγµένοι. Τροµαγµένοι όχι γιατί διαπίστωσαν αίφνης ότι η χώρα απειλείται µε πτώχευση, όχι γιατί συνειδητοποίησαν ότι η κοινωνία είναι διαλυµένη εις τα εξ ων συνετέθη. Τροµαγµένοι γιατί αντίκρυσαν κατάµατα το πρόσωπο του Λεβιάθαν, γιατί βρέθηκαν αντιµέτωποι µε τα δύο µεγάλα ταµπού της νεοελληνικής ύπαρξης, την ιδιοκτησία γης και το Δηµόσιο. Πολύ πριν το «δεν µπορεί κανείς να µας το πάρει», τούτο το χώµα εννοείται, του Γιάννη Ρίτσου και της Ρωµιοσύνης του, η πολιτική του µικροχώραφου είχε αναγορευθεί σε σκληρό πυρήνα της εθνικής µας ιδεολογίας. Και για να αποδείξουµε του λόγου το αληθές κάναµε ό,τι µπορούσαµε για να αφήσουµε τα ίχνη µας πάνω του. Το κάψαµε, το µολύναµε, το καταπατήσαµε, το µπουκώσαµε στο µπετόν και τα αυθαίρετα, και είναι να απορεί κανείς πώς η Ελλάδα, µε τέτοιο φορτίο πάνω της, εξακολουθεί να παραµένει ένας υπέροχος τόπος.
Και είναι να απορεί κανείς ποια αντανακλαστικά, ποιας αλήθεια ευαισθησίας, µας κάνουν να ξεσηκωνόµαστε µόνον και στην ιδέαότι το Ελληνικό, άχρηστο πια, µπο ρεί να αξιοποιηθεί µε τονένανή µετον άλλοντρόπο.
Η µήπως τα πράγµατα δεν είναι έτσι.
Μήπως ο πανικός σύσσωµης της πολιτικής σκηνής απλώς αποδεικνύει ότι κι αυτή διατηρεί τα αντανακλαστικά τής συντεχνίας; Οπως οι γιατροί του ΙΚΑ, όπως οι φαρµακοποιοί, όπως η ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ. Μήπως, εντέλει, η τελευταία γραµµή άµυνας του κήτους είναι αυτή η πολιτική τάξη η οποία τη µόνη ιδεολογία που διαθέτει είναι η υπεράσπιση του Λεβιάθαν, ενός Δηµοσίου που καταπίνει όποια ζωτική ενέργεια κυκλοφορεί σ’ αυτόν τον τόπο οχυρωµένο πίσω απ’ τα ντουβάρια της ακινησίας του;
Το τελευταίο πράγµα που χρειάζεται η σηµερινή ταπεινωµένη και φοβισµένη Ελλάδα είναι ο πανικός τής πολιτικής της τάξης.
Είναι να απορεί κανείς ποια ευαισθησία µάς κάνει να ξεσηκωνόµαστε µόνο και στην ιδέα ότι το Ελληνικό, άχρηστο πια, µπορεί να αξιοποιηθεί µε τον έναν ή µε τον άλλον τρόποΟ Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.