«Ο άγριος κόσμος που ζούμε απαιτεί φοβερή δύναμη για να επιβιώσεις. Είναι το μέγιστο κατόρθωμα στην εξοντωτική επιδρομή του. Οσοι μένουν όρθιοι είναι, χωρίς να το ξέρουν, τέρατα αντοχής». Τα λόγια αυτά ειπώθηκαν κάποτε στα παλαιά γραφεία της «Κ», στη Σωκράτους, και αποτελούν μικρό απόσπασμα από τις συχνές συζητήσεις που είχαν δύο συγγραφείς, οι οποίοι βιοπορίζονταν όμως από τη δημοσιογραφία, εργαζόμενοι αμφότεροι στην «Καθημερινή». Πρόκειται για τον Ανδρέα Φραγκιά και τον Αλέξανδρο Κοτζιά, ο οποίος και μιλά παραπάνω. Πεζογράφοι και οι δύο, από τους κορυφαίους της μεταπολεμικής γενιάς.
Επεσα πάνω σε αυτό το απόσπασμα διαβάζοντας ένα συλλογικό τόμο αφιερωμένο στο έργο, το πεζογραφικό, το κριτικό και το μεταφραστικό, του Κοτζιά, με τίτλο «Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά», ο οποίος κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό του οίκο, τον ιστορικό Κέδρο, λίγο καιρό μετά τον ξαφνικό, παράλογο χαμό του. Θυμίζω ότι τον Σεπτέμβριο του 1992, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, εξήντα έξι χρόνων τότε και σε πλήρη δημιουργικό οίστρο, έκανε ένα παραπάνω βήμα προς τα πίσω, απλώς παραπάτησε, έπεσε με την πλάτη κι έμεινε στον τόπο. Το κακό συνέβη στην Τζια, σε εντελώς ανύποπτο χρόνο. Εχοντας κατά νου εκείνο το άδοξο τέλος ενός Αλμπέρ Καμί, με αυτοκίνητο το 1961, που τόσο θύμισε όλα όσα έλεγε περί του παραλόγου στην ανθρώπινη ύπαρξη, η πτώση του Κοτζιά το φθινόπωρο του 1992 συνιστά έναν «δικό μας», ελληνικό, παράλογο θάνατο, σ’ ένα καθ’ όλα μεσογειακό τοπίο, όπως θα άρεσε στον Καμί.
Με τον δικό του τρόπο, και ο Κοτζιάς είχε μιλήσει για το παράλογο στα έργα του, αν και από αρκετά διαφορετική σκοπιά. Πιο πολιτικός και κοινωνικός στη στόχευσή του, πιο «ιστορικός», ο Αλέξανδρος Κοτζιάς κατέγραψε σε μερικά εξαιρετικά έργα, από την «Πολιορκία» και τον «Γενναίο Τηλέμαχο» έως την «Αντιποίηση αρχής» και τις νουβέλες που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, τις συλλογικές μας παθογένειες και ψυχώσεις, το υπαρξιακό αδιέξοδο και τον παραλογισμό μιας πολύ συγκεκριμένης πραγματικότητας, της Ελλάδας της μεταπολεμικής εποχής.
Τα λόγια του εκείνα, που κατέγραψε ο Ανδρέας Φραγκιάς, μοιάζουν ανησυχαστικά σύγχρονα, σημερινά. Ο άγριος κόσμος και η φοβερή δύναμη που απαιτεί για να επιβιώσεις. Κι όσοι μένουν όρθιοι, τέρατα αντοχής. Τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, και ενδεχομένως κάποια από αυτά που θα έρθουν σύντομα, φαίνεται πώς επιβεβαιώνουν αυτή την αγριότητα κι εμάς, όλους μας, κάτι σαν τέρατα. Αναρωτιέμαι δηλαδή τι θα έλεγε και πώς θα σχολίαζε ένας συγγραφέας σαν τον Αλέξανδρο Κοτζιά, το βιτριόλι στο πρόσωπο και το λαρύγγι της Κούνεβα ή τις δολοφονικές μολότοφ μέσα στη Marfin, πώς θα σχολίαζε τον ξυλοδαρμό ενός νέου ανθρώπου που έτυχε να εργάζεται στο Θέατρο Τέχνης όταν οι τραμπούκοι εισέβαλαν τις προάλλες στο όνομα μιας ποδοσφαιρικής ανώνυμης εταιρείας, με αποτέλεσμα να υποφέρει ακόμα από απώλεια μνήμης, πυρετούς και πονοκεφάλους. Αναλογιζόμενος το πώς χάθηκε το 1992, από ένα παράλογο γύρισμα της τύχης, ο Κοτζιάς, σκέφτομαι ότι με ένα χτύπημα σε ένα λάθος σημείο θα μπορούσε και το παιδί αυτό να είναι τώρα νεκρό. Καθαρή τρέλα.
Απέχουμε περισσότερο από μισόν αιώνα από τον Εμφύλιο και το μετεμφυλιακό κράτος και κάμποσες δεκαετίες από τη στρατιωτική δικτατορία και τα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Τα βήματα που έχουμε κάνει μπροστά είναι σημαντικά. Ωστόσο, εσχάτως, φαίνεται πώς αρκούμαστε σ’ ένα εφιαλτικό βήμα σημειωτόν. Ακόμα και οι κινήσεις εκείνες που υποτίθεται ότι προσδοκούν σε μια δικαιοσύνη των πολιτών, όπως το «Δεν πληρώνω δεν πληρώνω», πάσχουν από μια φασίζουσα λογική: όχι να σε προσκαλέσουν στους κόλπους τους και να σε αφυπνίσουν, αλλά να σε εμποδίσουν να έχεις τη διαφορετική άποψη, την αντίθετη στάση. Τα βανδαλισμένα ακυρωτικά μηχανήματα και ο «τραμπουκισμός» σε όσους πληρώνουν αυτό δείχνει.
Οποιος έχει διαβάσει την πυρετώδη «Πολιορκία» του Κοτζιά και γνωρίζει τον κεντρικό της (αντι) ήρωα, τον βασανιστή και βασανιζόμενο Μηνά Παπαθανάση, ίσως να έχει αυτή τη φευγαλέα αίσθηση ότι τελευταία πέφτει πάνω σε σκιές του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.