Του Μανώλη Πιμπλή, ΝΕΑ, 26.2.11
Μια πρωτοπόρα εκπαιδευτικός και ερευνήτρια, η Ρόζα Ιμβριώτη, έγινε για πρώτη φορά αντικείμενο ενδελεχούς ιστορικής έρευνας, η οποία αποκαλύπτει πως το μάθημα της Ιστορίας στο σχολείο ήταν ήδη τη δεκαετία του 1920 αντικείμενο σκληρών ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Τη διετία 2006-2007 ζήσαμε έναν τραγέλαφο γύρω από ένα βιβλίο Ιστορίας που απευθυνόταν σε παιδιά της ΣΤ΄ Δημοτικού. Πολιτικοί, ιερείς, δημοσιογράφοι, παραγωγοί ραδιοφώνου, μπλόγκερ και λοιποί κοινοί θνητοί μετατράπηκαν σε ιστορικούς με τα γνωστά αποτελέσματα: διαπόμπευση της συγγραφέως, απόσυρση του βιβλίου, παραίτηση μιας υπουργού που έχασε αργότερα και τη βουλευτική έδρα της. Η Ιστορία καίει, και ένα σχολικό βιβλίο μπορεί να γίνει βορά σε έναν άναρχο δημόσιο λόγο που εδράζεται σε βαθύτατες ιδεολογικές αντιθέσεις.
Αν όμως πιστεύει κανείς ότι αυτά συνέβησαν για πρώτη φορά, έχει λάθος. Ογδόντα και πλέον χρόνια πριν από την περίπτωση του βιβλίου της κ. Ρεπούση, και κατά σατανική σύμπτωση ακριβώς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μια άλλη γυναίκα ιστορικός, από τις παραγνωρισμένες πρωτοπόρους της ελληνικής εκπαίδευσης, στον στενό κύκλο του Δελμούζου, του Γληνού, του Τριανταφυλλίδη, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας αντιπαράθεσης με αρκετές αναλογίες με τα προ τετραετίας διαμειφθέντα.
Η Ρόζα Ιμβριώτη, γόνος εύπορης οικογένειας της Αθήνας, αριστερών φρονημάτων και φιλομαρξιστικής προσέγγισης σε επιστημονικά θέματα, έφερε καινά δαιμόνια από την Ευρώπη. Ο Αλέξανδρος Δελμούζος, στον οποίο η ευρύτερη βενιζελική παράταξη ανέθεσε το 1923 τον εκσυγχρονισμό του Μαρασλείου Διδασκαλείου, ενέταξε στο προσωπικό του και την πρωτοπόρα αυτή εκπαιδευτικό, στην οποία η εκπαιδευτικός και ερευνήτρια Χρύσα Χρονοπούλου-Πανταζή αφιέρωσε μία πολύ ενδιαφέρουσα μονογραφία. Η πρώτη μεταρρυθμιστική προσπάθεια με την εισαγωγή της δημοτικής στο δημοτικό σχολείο ξεκίνησε το 1917 από τους Γληνό και Δελμούζο και διακόπηκε το 1920, αλλά το 1923 πήρε μπρος ξανά.
Το Μαράσλειο βρέθηκε στο επίκεντρο διότι έπρεπε να μορφώσει δασκάλους οι οποίοι θα άλλαζαν τις σχολικές νοοτροπίες. Αποστολή του Δελμούζου ήταν να φέρει στο σχολείο νέες παιδαγωγικές αντιλήψεις και να ενεργοποιήσει τους μαθητές, τόσο ως άτομα, όσο και ως ομάδα. Αυτό θα βοηθούσε τα παιδιά να αναπτύσσουν ενεργητικότητα και πρωτοβουλία, να βρίσκουν μόνα τους λύσεις στα προβλήματα με τη διακριτική βοήθεια του δασκάλου, να γίνουν δηλαδή ακέραιες πνευματικές και ηθικές προσωπικότητες σε ένα πλαίσιο όπου θα υπήρχε η χαρά της δημιουργίας, ελευθερία έκφρασης, περιβάλλον όπου θα πλάθονταν συνειδητοί δημοκρατικοί πολίτες.
Ολα αυτά στα χαρτιά. Οταν δόθηκε στην Ιμβριώτη η αρμοδιότητα για τη διδασκαλία των ιστορικών και φιλολογικών μαθημάτων, εκείνη σε συνεδρίαση του προσωπικού ανέπτυξε διεξοδικά τη φιλοσοφία του τρόπου εργασίας της. Μίλησε για την Ελληνική Επανάσταση και είπε ότι στηρίζει τη διδασκαλία στο διπλό υποθετικό ερώτημα αν η Επανάσταση είναι «αυθόρμητη» απόφαση και εκτέλεση όλου του ελληνικού λαού ή έγινε με την πρωτοβουλία της αστικής τάξης. Η Ιμβριώτη συνδύασε τα συμβαίνοντα στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο και αναφέρθηκε στην άνοδο της τάξης αυτής στην Ευρώπη και στην επίδραση που άσκησε στις άλλες χώρες, τονίζοντας έτσι την επίδραση και του οικονομικού παράγοντα κατά την εξέταση των ιστορικών γεγονότων, παράγοντα κατά τη γνώμη της πολύ ουσιώδους. Η έμφαση στον οικονομικό παράγοντα που θύμιζε τότε μαρξιστική ανάλυση και η εμπλοκή της αστικής τάξης, που στα μάτια των πιο συντηρητικών δασκάλων υποβάθμιζε το εθνικό στοιχείο και αμαύρωνε την «ιερότητα» του αγώνα, έβαλαν στο στόχαστρο τόσο την Ιμβριώτη όσο και το ίδιο το Μαράσλειο και τον Δελμούζο, που είδαν την εκσυγχρονιστική προσπάθειά τους να αποτυγχάνει.
Ο Παπανούτσος πίστευε ότι αντιδραστικοί κύκλοι ενθάρρυναν τους πρώτους πολέμιους της Ιμβριώτη στο εσωτερικό του Μαρασλείου, ωστόσο σήμερα ξέρουμε πόσο διχάζουν διαχρονικά τα ζητήματα αυτά και μάλιστα ερήμην των πεποιθήσεων των επαγγελματιών ιστορικών.
Η Ιμβριώτη μετατέθηκε τον Σεπτέμβριο του 1925 στο 1ο Γυμνάσιο Θηλέων και τον επόμενο Φεβρουάριο απολύθηκε. Η παραδοσιακή αντίληψη διδασκαλίας της Ιστορίας, με την εξέταση πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών γεγονότων, με έμφαση στην ιστορική προσωπικότητα και τη συμβολή της στη δημιουργία ενός ένδοξου παρελθόντος, είχε κερδίσει. Το ότι η Ιμβριώτη ήταν γυναίκα έκανε, βέβαια, τα πράγματα ευκολότερα.
Στο κείμενο της Επιτροπής αναίρεσης των Μαρασλειακών, γράφεται: «Εάν καθηγήτριαι είναι ικαναί να διδάσκουν Ιστορίαν και δη εις Διδασκαλεία, δεν έχομεν ανάγκην άλλων μακρών αποδείξεων. Μας αρκεί το γεγονός ότι εν Ιταλία απηγορεύθη κατά το τέλος του 1926 να διδάσκουν γυναίκες εις πάντα τα σχολεία Μέσης Εκπαιδεύσεως Φιλοσοφίαν, Ιστορίαν και Λογοτεχνίαν». Ο Μουσολίνι τότε δεν θεωρείτο τόσο κακός ...
Η Ιμβριώτη έχασε, αλλά ήταν πολύ νέα για να καταθέσει τα όπλα. Στα 28 της- ήταν γεννημένη το 1898- είχε βέβαια ήδη κάνει πολλά. Στα 16 μπήκε στη Φιλοσοφική και άρχισε ταυτόχρονα να διδάσκει στο Κυριακό Σχολείο Εργατριών, που μόρφωνε ανήλικες αγράμματες εργάτριες και είχε ιδρυθεί από το Εργατικό Κέντρο Αθηνών και μια σπουδαία γυναίκα, την Αύρα Θεοδωροπούλου. Στα 19 της έγινε μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και γνωρίστηκε με τον Δημήτρη Γληνό. Ηταν 22 ετών όταν με την Αύρα Θεοδωροπούλου, τη Μαρία Νεγρεπόντη και άλλες επτά γυναίκες ίδρυσαν τον «Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας». Ηταν 25 όταν εξελέγη στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εκπαιδευτικού Ομίλου και ήταν 26 όταν μπαίνοντας στο Μαράσλειο Διδασκαλείο έγινε η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Μετά την απόλυσή της πήγε στη Γερμανία όπου μετεκπαιδεύτηκε σε παιδαγωγικά θέματα και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1930, οπότε και ο Γεώργιος Παπανδρέου, τότε υπουργός Παιδείας, την επανέφερε στη δημόσια εκπαίδευση. Λίγο αργότερα θα πραγματοποιήσει μία ακόμη πρωτιά: θα ιδρύσει Πρότυπο Ειδικό Σχολείο στην Καισαριανή, το πρώτο του είδους του για παιδιά με νοητική υστέρηση. Εκεί συνδυάζει μεθόδους διδασκαλίας από το κίνημα της προοδευτικής αγωγής και από το σοσιαλιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, συνθέτοντας προτάσεις διαφορετικές όπως του Ντεκρολί, της Μοντεσόρι, της Κρούπσκαγια και του Μακαρένκο.
Τη δεκαετία του ΄40 θα ενταχθεί στο ΕΑΜ κοντά στον Γληνό και με την απελευθέρωση θα ενταχθεί στο ΚΚΕ, κάτι που όπως φαίνεται, λέει η συγγραφέας, θα την απομακρύνει από την Αύρα Θεοδωροπούλου. Η πολιτική δράση της στην ΕΠΟΝ, στο ΚΚΕ, στις εξορίες- όπου πάλι μάθαινε γράμματα σε αγράμματες εξόριστες- θα επισκιάσει κάπως το εκπαιδευτικό έργο της, που κατά τη Χρύσα Χρονοπούλου-Πανταζή σφράγισε τον 20ό αιώνα, χωρίς να του δοθεί όμως η σημασία που έπρεπε, «γιατί ήταν γυναίκα και ανήκε στον αριστερό χώρο».
Στο βιβλίο της, που αποτέλεσε και διδακτορική διατριβή στη Φιλοσοφική Αθηνών, η συγγραφέας αναδεικνύει ένα πολύ πλούσιο έργο γεμάτο όραμα, πίστη και πάθος, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων οκτώ βιβλία και πάνω από 300 άρθρα για την εκπαίδευση.
Αν όμως πιστεύει κανείς ότι αυτά συνέβησαν για πρώτη φορά, έχει λάθος. Ογδόντα και πλέον χρόνια πριν από την περίπτωση του βιβλίου της κ. Ρεπούση, και κατά σατανική σύμπτωση ακριβώς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μια άλλη γυναίκα ιστορικός, από τις παραγνωρισμένες πρωτοπόρους της ελληνικής εκπαίδευσης, στον στενό κύκλο του Δελμούζου, του Γληνού, του Τριανταφυλλίδη, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας αντιπαράθεσης με αρκετές αναλογίες με τα προ τετραετίας διαμειφθέντα.
Η Ρόζα Ιμβριώτη, γόνος εύπορης οικογένειας της Αθήνας, αριστερών φρονημάτων και φιλομαρξιστικής προσέγγισης σε επιστημονικά θέματα, έφερε καινά δαιμόνια από την Ευρώπη. Ο Αλέξανδρος Δελμούζος, στον οποίο η ευρύτερη βενιζελική παράταξη ανέθεσε το 1923 τον εκσυγχρονισμό του Μαρασλείου Διδασκαλείου, ενέταξε στο προσωπικό του και την πρωτοπόρα αυτή εκπαιδευτικό, στην οποία η εκπαιδευτικός και ερευνήτρια Χρύσα Χρονοπούλου-Πανταζή αφιέρωσε μία πολύ ενδιαφέρουσα μονογραφία. Η πρώτη μεταρρυθμιστική προσπάθεια με την εισαγωγή της δημοτικής στο δημοτικό σχολείο ξεκίνησε το 1917 από τους Γληνό και Δελμούζο και διακόπηκε το 1920, αλλά το 1923 πήρε μπρος ξανά.
Το Μαράσλειο βρέθηκε στο επίκεντρο διότι έπρεπε να μορφώσει δασκάλους οι οποίοι θα άλλαζαν τις σχολικές νοοτροπίες. Αποστολή του Δελμούζου ήταν να φέρει στο σχολείο νέες παιδαγωγικές αντιλήψεις και να ενεργοποιήσει τους μαθητές, τόσο ως άτομα, όσο και ως ομάδα. Αυτό θα βοηθούσε τα παιδιά να αναπτύσσουν ενεργητικότητα και πρωτοβουλία, να βρίσκουν μόνα τους λύσεις στα προβλήματα με τη διακριτική βοήθεια του δασκάλου, να γίνουν δηλαδή ακέραιες πνευματικές και ηθικές προσωπικότητες σε ένα πλαίσιο όπου θα υπήρχε η χαρά της δημιουργίας, ελευθερία έκφρασης, περιβάλλον όπου θα πλάθονταν συνειδητοί δημοκρατικοί πολίτες.
Ολα αυτά στα χαρτιά. Οταν δόθηκε στην Ιμβριώτη η αρμοδιότητα για τη διδασκαλία των ιστορικών και φιλολογικών μαθημάτων, εκείνη σε συνεδρίαση του προσωπικού ανέπτυξε διεξοδικά τη φιλοσοφία του τρόπου εργασίας της. Μίλησε για την Ελληνική Επανάσταση και είπε ότι στηρίζει τη διδασκαλία στο διπλό υποθετικό ερώτημα αν η Επανάσταση είναι «αυθόρμητη» απόφαση και εκτέλεση όλου του ελληνικού λαού ή έγινε με την πρωτοβουλία της αστικής τάξης. Η Ιμβριώτη συνδύασε τα συμβαίνοντα στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο και αναφέρθηκε στην άνοδο της τάξης αυτής στην Ευρώπη και στην επίδραση που άσκησε στις άλλες χώρες, τονίζοντας έτσι την επίδραση και του οικονομικού παράγοντα κατά την εξέταση των ιστορικών γεγονότων, παράγοντα κατά τη γνώμη της πολύ ουσιώδους. Η έμφαση στον οικονομικό παράγοντα που θύμιζε τότε μαρξιστική ανάλυση και η εμπλοκή της αστικής τάξης, που στα μάτια των πιο συντηρητικών δασκάλων υποβάθμιζε το εθνικό στοιχείο και αμαύρωνε την «ιερότητα» του αγώνα, έβαλαν στο στόχαστρο τόσο την Ιμβριώτη όσο και το ίδιο το Μαράσλειο και τον Δελμούζο, που είδαν την εκσυγχρονιστική προσπάθειά τους να αποτυγχάνει.
Ο Παπανούτσος πίστευε ότι αντιδραστικοί κύκλοι ενθάρρυναν τους πρώτους πολέμιους της Ιμβριώτη στο εσωτερικό του Μαρασλείου, ωστόσο σήμερα ξέρουμε πόσο διχάζουν διαχρονικά τα ζητήματα αυτά και μάλιστα ερήμην των πεποιθήσεων των επαγγελματιών ιστορικών.
Η Ιμβριώτη μετατέθηκε τον Σεπτέμβριο του 1925 στο 1ο Γυμνάσιο Θηλέων και τον επόμενο Φεβρουάριο απολύθηκε. Η παραδοσιακή αντίληψη διδασκαλίας της Ιστορίας, με την εξέταση πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών γεγονότων, με έμφαση στην ιστορική προσωπικότητα και τη συμβολή της στη δημιουργία ενός ένδοξου παρελθόντος, είχε κερδίσει. Το ότι η Ιμβριώτη ήταν γυναίκα έκανε, βέβαια, τα πράγματα ευκολότερα.
Στο κείμενο της Επιτροπής αναίρεσης των Μαρασλειακών, γράφεται: «Εάν καθηγήτριαι είναι ικαναί να διδάσκουν Ιστορίαν και δη εις Διδασκαλεία, δεν έχομεν ανάγκην άλλων μακρών αποδείξεων. Μας αρκεί το γεγονός ότι εν Ιταλία απηγορεύθη κατά το τέλος του 1926 να διδάσκουν γυναίκες εις πάντα τα σχολεία Μέσης Εκπαιδεύσεως Φιλοσοφίαν, Ιστορίαν και Λογοτεχνίαν». Ο Μουσολίνι τότε δεν θεωρείτο τόσο κακός ...
Η Ιμβριώτη έχασε, αλλά ήταν πολύ νέα για να καταθέσει τα όπλα. Στα 28 της- ήταν γεννημένη το 1898- είχε βέβαια ήδη κάνει πολλά. Στα 16 μπήκε στη Φιλοσοφική και άρχισε ταυτόχρονα να διδάσκει στο Κυριακό Σχολείο Εργατριών, που μόρφωνε ανήλικες αγράμματες εργάτριες και είχε ιδρυθεί από το Εργατικό Κέντρο Αθηνών και μια σπουδαία γυναίκα, την Αύρα Θεοδωροπούλου. Στα 19 της έγινε μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και γνωρίστηκε με τον Δημήτρη Γληνό. Ηταν 22 ετών όταν με την Αύρα Θεοδωροπούλου, τη Μαρία Νεγρεπόντη και άλλες επτά γυναίκες ίδρυσαν τον «Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας». Ηταν 25 όταν εξελέγη στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εκπαιδευτικού Ομίλου και ήταν 26 όταν μπαίνοντας στο Μαράσλειο Διδασκαλείο έγινε η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Μετά την απόλυσή της πήγε στη Γερμανία όπου μετεκπαιδεύτηκε σε παιδαγωγικά θέματα και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1930, οπότε και ο Γεώργιος Παπανδρέου, τότε υπουργός Παιδείας, την επανέφερε στη δημόσια εκπαίδευση. Λίγο αργότερα θα πραγματοποιήσει μία ακόμη πρωτιά: θα ιδρύσει Πρότυπο Ειδικό Σχολείο στην Καισαριανή, το πρώτο του είδους του για παιδιά με νοητική υστέρηση. Εκεί συνδυάζει μεθόδους διδασκαλίας από το κίνημα της προοδευτικής αγωγής και από το σοσιαλιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, συνθέτοντας προτάσεις διαφορετικές όπως του Ντεκρολί, της Μοντεσόρι, της Κρούπσκαγια και του Μακαρένκο.
Τη δεκαετία του ΄40 θα ενταχθεί στο ΕΑΜ κοντά στον Γληνό και με την απελευθέρωση θα ενταχθεί στο ΚΚΕ, κάτι που όπως φαίνεται, λέει η συγγραφέας, θα την απομακρύνει από την Αύρα Θεοδωροπούλου. Η πολιτική δράση της στην ΕΠΟΝ, στο ΚΚΕ, στις εξορίες- όπου πάλι μάθαινε γράμματα σε αγράμματες εξόριστες- θα επισκιάσει κάπως το εκπαιδευτικό έργο της, που κατά τη Χρύσα Χρονοπούλου-Πανταζή σφράγισε τον 20ό αιώνα, χωρίς να του δοθεί όμως η σημασία που έπρεπε, «γιατί ήταν γυναίκα και ανήκε στον αριστερό χώρο».
Στο βιβλίο της, που αποτέλεσε και διδακτορική διατριβή στη Φιλοσοφική Αθηνών, η συγγραφέας αναδεικνύει ένα πολύ πλούσιο έργο γεμάτο όραμα, πίστη και πάθος, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων οκτώ βιβλία και πάνω από 300 άρθρα για την εκπαίδευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.