Ο Χάγκεν Φλάισερ, ο ιστορικός που έχει µελετήσει περισσότερο από οποιονδήποτε το γερµανικό κατοχικό χρέος στην Ελλάδα, µιλάει στα «ΝΕΑ» για τα 5 δισεκατοµµύρια ευρώ πουδεν πιέσαµε να µας δοθούν για περισσότερο από µισόαιώνα και επισηµαίνει ότι η Γερµανία είχε θέσει ως όρο εισόδου της Ελλάδας στην ΕΟΚ την παραίτηση από τις πολεµικές αποζηµιώσεις
«Λυπάµαιγια την πρώτη µουπατρίδα. Oτανοι Αµερικανοί απαίτησαν αποζηµιώσεις λέγοντας ότι θα µποϊκοτάρουν τα γερµανικά προϊόντα οι Γερµανοί υποχώρησαν. Τη δεκαετία του 1990, στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών της Γερµανίας είπε ότι «οι Ελληνες νοµίζουν ότι επειδή µας εξεβίασαν οι Αµερικανοί µπορούν να κάνουν το ίδιο. Ε, υπάρχεικαι µια µικρή διαφορά». ∆ηλαδή στους µεγάλους υποκύπτουµε και στουςάλλους “κλωτσάµε”».
«Λυπάµαιγια την πρώτη µουπατρίδα. Oτανοι Αµερικανοί απαίτησαν αποζηµιώσεις λέγοντας ότι θα µποϊκοτάρουν τα γερµανικά προϊόντα οι Γερµανοί υποχώρησαν. Τη δεκαετία του 1990, στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών της Γερµανίας είπε ότι «οι Ελληνες νοµίζουν ότι επειδή µας εξεβίασαν οι Αµερικανοί µπορούν να κάνουν το ίδιο. Ε, υπάρχεικαι µια µικρή διαφορά». ∆ηλαδή στους µεγάλους υποκύπτουµε και στουςάλλους “κλωτσάµε”».
Ο καθηγητής της Νεώτερης Ιστορίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών Χάγκεν Φλάισερ γνώρισε κατά τη διάρκεια της χούντας στην Ελλάδα τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Ο έλληνας πολιτικός τού είχε αναφέρει ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν πήγε στη Βόννη στα πλαίσια της καλλιέργειας καλού εδάφους και της ανάπτυξης ιδιαίτερων σχέσεων για την ευρωπαϊκή κοινότητα, οι Γερµανοί άσκησαν πιέσεις να«αποτραβηχθεί» η Ελλάδα από αιτήµατα αποζηµιώσεων. «Μου είπε πως του επεσήµαναν να υιοθετήσει η Ελλάδα άλλη στάση στο θέµα των αποζηµιώσεων επειδή έχουν τον πρώτο λόγο σε θέµατα που αφορούν την ΕΟΚ. Αυτή τηνπίεση που δέχθηκε τη µετέφερε µε παράπονο λόγω του ότι έτρεφε εκτίµηση στους Γερµανούς. Το 1990-1991, όταν δόθηκαν τα γερµανικά έγγραφα στη δηµοσιότητα, αποκαλύφθηκε ότι τα πράγµατα είχαν γίνει όπως ακριβώς τα διηγήθηκε ο Κανελλόπουλος», λέει ο κ. Φλάισερ και εξηγεί πως στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι διαπραγµατεύσεις µε τους Γερµανούς κατέληξαν στο ποσό των 115 εκατοµµύρια µάρκα. «Αρχικά οι Γερµανοίείχαν δώσει πολύ λιγότερα»,διευκρινίζει ο καθηγητής.
Αυτό που θεωρείται σκανδαλώδες, σύµφωνα µε τον κ. Φλάισερ, είναι το γεγονός ότι η ναζιστική Γερµανία αναγνώριζε το χρέος της προς την Ελλάδα, ενώ η δηµοκρατική Γερµανία, από τις χριστιανοδηµοκρατικές έως τις σοσιαλδηµοκρατικές κυβερνήσεις, ούτε καν δέχεται να καθήσει στο τραπέζι να συζητήσει. «Υπάρχει σε έγγραφο του Χίτλερ η λέξη δάνειο. Μπορεί να είναι εντός εισαγωγικών, όµως ο όρος χρησιµοποιείται. Αρχές Οκτωβρίου, µία εβδοµάδα πριν απότην αποχώρησή τους, οι Γερµανοί κατέβαλαν στην Ελλάδα µερικά τρισεκατοµµύρια δραχµές. Με αυτή την πράξη µπορεί να πει κάποιοςότι αναγνώριζαν το δάνειο».
Οπως επισηµαίνει ο καθηγητής, η χώρα µας έπρεπε να αντιδράσει κατά τη σύναψη του Συµφώνου του Λονδίνου, ώστε να έχει καλύτερη τύχη µε την αποπληρωµή του κατοχικού δανείου. «Οι Ολλανδοί και οι Νορβηγοί ήταν οι πιο ζόρικοι που αντέδρασαν κατά της οµαλής διευθέτησης του χρέους των Γερµανών το 1952-1953. Ελεγαν ότι έχουµε κάποιες έξτρα απαιτήσεις και κατάφεραν αρκετά. Εκεί και η Ελλάδα έπρεπε να πιέσει για να λάβει τουλάχιστον τα χρήµατα του κατοχικού δανείου, που δεν είναι επανορθώσεις αλλά συµβατική υποχρέωση των Γερµανών να τα καταβάλουν. Τότε όµως, στοΣύµφωνο του Λονδίνου δεν υπήρχε καν ελλ ηνική αντιπροσωπεία.
Στο Σύµφωνο του Λονδίνου τα τρία πιο ευνοούµενα κράτη ήταν οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, και τρίτο κράτος, πιο πάνω ακόµα και από τους Γάλλους, ήταν η Ελβετία «επειδή υπήρχαν οι τραπεζίτες που είχαν αγοράσει αρκετά χρεόγραφα κατά τη διάρκεια του πολέµου και ήθελαν να πάρουν τα µερίσµατα και τους τόκους. Προφανώς, το αίµα που χύθηκε δενµετρούσε… Πάντως, όταν σου ζητούν δάνειο µετο πιστόλι, σου λένε θα σου το επιστρέψω κάποια ηµέρα άτοκο και εσύ λες “εντάξει”, θα πρέπει µετά να γίνουν κάποιες διαπραγµατεύσεις και να µπορείς να απαιτήσεις κάποιους τόκους». Ακόµα όµως και άτοκα τα 476 εκατοµµύρια µάρκα που υπολογίζεται το χρέος αντιστοιχούν σήµερα σε 5 δισεκατοµµύρια ευρώ. «Φυσικά τα ποσά είναι πολύ µεγαλύτερα», επισηµαίνει.
Ο κ. Φλάισερ, που έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε διεθνείς εξεταστικές και γνωµοδοτικές επιτροπές και έχειγράψει πολλές µελέτες ιδίωςγια τη µεταπολεµική «κληρονοµιά», αναφέρει πως πρέπει να γίνει περισσότερο γνωστό στον γερµανικό λαό η υπόθεση τωναποζηµιώσεων. «Να µάθειο µέσος γερµανός ότι πραγµατικά υπάρχει πρόβληµα – οι περισσότεροι δεν το ξέρουν και λένε “ε, καλά τώρατο κάνουν για να βγάλουν λεφτά, ενώ εµείς τους έχουµε δώσει οικονοµική βοήθεια”. Την ίδια βοήθεια δίνουν και στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία που ποτέ δεν πάτησε το πόδι γερµανού στρατιώτη. ∆εν µπορεί να γίνει συµψηφισµός µε αυτόν τον τρόπο», καταλήγει ο κ. Φλάισερ.
Πού πήγε το κατοχικό δάνειο
Απόσπασµα από το άρθρο του Χάγκεν Φλάισερ στον τόµο «Κατοχή, Αντίσταση 1941-44» της σειράς των «ΝΕΩΝ» «Εξι Στιγµές του Εικοστού Αιώνα»
Στις 14 Μαρτίου 1942,έπειτα από παρατεταµένες διαπραγµατεύσεις στη Ρώµη, Ιταλοί και Γερµανοί αξιωµατούχοι κατέληξαν σε συµφωνία σχετικά µε τα δηµοσιονοµικά της κατεχόµενης Ελλάδας. Το εν λόγω διµερές «Εµπιστευτικό Πρωτόκολλο» απλώς γνωστοποιήθηκε από τους δύο πρεσβευτές µε ρηµατική διακοίνωση στον Τσολάκογλου. Στο κείµενο αυτό, καθώς και στις µετέπειτα τριµερείς συµφωνίες (τροποποιήσεις ως προς την τιµαριθµική αναπροσαρµογή µε τυπική συµµετοχή πλέον της κατοχικής κυβέρνησης), προσδιορίστηκε οροφή για τα µηνιαίως καταβαλλόµενα έξοδα κατοχής. Αναφορικά µε την ικανοποίηση των περαιτέρω απαιτήσεων των κατακτητών, επισηµαίνεται ότι πρέπει «να διατεθώσιν υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως [Αθηνών], κατόπιν ειδοποιήσεως υπό των Πληρεξουσίων του Γερµανικού Ράιχ και του Βασιλείου της Ιταλίας εν Αθήναις, τα εκάστοτε αναγκαιούντα ποσά εις δραχµάς». Σε σχέση µε αυτά τα περαιτέρω «αναγκαιούντα ποσά», τα οποία απαιτούνταν ως µηνιαία «δανειακή» καταβολή από την Ελλάδα, οι γερµανικές ιδίως Αρχές χρησιµοποιούσαν µιαν άκρως ελαστική ερµηνεία. Τον Ιούνιο του 1942, στο αποκορύφωµα της αφρικανικής εκστρατείας του Ρόµελ, το Ναυτικό είχε επωµισθεί ιδιαίτερα καθήκοντα συνδετικού κρίκου ανάµεσα στις δύο ηπείρους και εποµένως το «µερίδιό» του στα έξοδα που βάρυναν την Ελλάδα εκτινάχθηκε σε 68,7% του συνόλου που έλαβαν τα τρία όπλα της Βέρµαχτ! Επιπλέον, η κατοχική κυβέρνηση των Αθηνών επιβαρύνθηκε µε τα έξοδα των στρατευµάτων στη Νότια Αλβανία (Βόρεια Ηπειρο), η οποία υπαγόταν στη Γερµανική Στρατιωτική ∆ιοίκηση (∆υτικής) Ελλάδος.
Από τα έξοδα εντός της χώρας, 50% ή και περισσότερο από τις ελληνικές πληρωµές χρησιµοποιούνταν για οχυρωµατικά ή άλλα «κατασκευαστικά έργα». Αν και οι Γερµανοί δηµοσίως διατείνονταν ότι τα έργα αυτά και το κόστος που συνεπάγονταν αφορούσαν πρωτίστως την «ανοικοδόµηση της Ελλάδας», ενδοϋπηρεσιακώς παραδέχθηκαν ότι µόνον το 1,2% των κατασκευαστικών έργων «ωφελούσαν από κοινού Γερµανία και Ελλάδα» – δηλαδή κατασκευή δρόµων, υδραγωγείων, καθώς και αντιελονοσιακά και άλλα υγειονοµικά έργα. Αντιθέτως, οι Γερµανοί υπολόγισαν ότι 14% των έργων είχαν γίνει «αποκλειστικά» υπέρ αυτών, ενώ 84,8% για κοινό όφελος Γερµανών και Ιταλών.
Εναν µήνα πριν από την οριστική κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ, το άλλοτε οικονοµικό επιτελείο της γερµανικής πρεσβείας στην Αθήνα υπέβαλε µια ογκωδέστατη τελική έκθεση στον πρόεδρο της κρατικής τραπέζης (Reichsbank), µε κοινοποίηση προς το γερµανικό υπουργείο Εξωτερικών (και τον Χ. Νόιµπαχερ, «Ειδικό Πληρεξούσιο για τη ΝΑ Ευρώπη»), στην οποία διευκρινιζόταν ότι το «δάνειο» αποτελούσε «πολιτικό χρέος απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση».
Για τον προσδιορισµό του ύψους του «γερµανικού χρέους προς την Ελλάδα» («Reichsverschuldung gegenueber Griechenland»), οι συντάκτες κατέβαλαν φιλότιµες προσπάθειες και τελικά – βέβαια όχι µε πρόθεση να αδικήσουν τη Γερµανία... – το υπολόγισαν στο ποσό των 476 εκατοµµυρίων γερµανικών µάρκων, µε σηµερινή αξία περισσότερο από 5.000.000.000 ευρώ – χωρίς τόκους εννοείται. Από την ελληνική πλευρά κυκλοφορούν και πολύ υψηλότερες εκτιµήσεις...
«Αιφνιδιασµένο» δηλώνει το Βερολίνο
ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ: , ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Πλήρης ήταν ο αιφνιδιασµός του Βερολίνου από την αναγγελία του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου ότι η Ελλάδα θα παρέµβει στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της Χάγης υπέρ των θυµάτων του ∆ιστόµου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης µεταξύ Ιταλίας - Γερµανίας.
Ο αναπλ. εκπρόσωποςτου υπουργείου Εξωτερικών στο Βερολίνο Στέφαν Μπρέντολ δεν έκρυψε τον αιφνιδιασµό του, δηλώνοντας ότι η απόφαση παρέµβασης «ήρθε πολύ αργά». Το Βερολίνο ούτε περίµενε ούτε είχε ενηµερωθεί για την κίνηση αυτή της Αθήνας. Ο υπουργός Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε ενηµερώθηκε µε το τηλεφώνηµα του οµολόγου του ∆ηµήτρη ∆ρούτσα, το οποίο, σύµφωνα µε πληροφορίες, πραγµατοποιήθηκε τουλάχιστον έξι ώρες µετά τη σχετική εξαγγελία του Πρωθυπουργού. Η δυσφορία του Βερολίνου διατυπώθηκε και στην επίσηµη ανακοίνωση του κ. Βεστερβέλε την εποµένη µε τη φράση «δεν κατανοώ την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης».
Χαµηλά κράτησε τους τόνους ο εκπρόσωπος της Καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ.
Ο Στέφεν Ζάιµπερτ σηµείωσε ότι πρόκειται για µία νοµική υπόθεση, η οποία δεν θα επισκιάσει τις γερµανοελληνικές σχέσεις. Ακρως αιχµηρό ήταν, αντίθετα, σχόλιο της «Frankfurter Allgemeine Zeitung» που παραπέµπει στη σηµερινή ανάγκη βοήθειας που έχει η Ελλάδα. Η γερµανική πλευρά παραδέχεται ότι πέραν της νοµικής υπάρχει και η πολιτική διάσταση του ζητήµατος, εξ ου και η αναφορά ότι η Γερµανία «έχει συνείδηση της ευθύνης που απορρέει από την ιστορία της». Οσο, δε, για την ηθική πλευρά του ζητήµατος, η γερµανική κυβέρνηση παραπέµπει στην υποστήριξη που παρέχεται σε προγράµµατα διαλόγου και στις σχέσεις µε οργανώσεις θυµάτων που καλλιεργούν οι γερµανοί πρεσβευτές στην Ελλάδα.
Ο έλληνας πολιτικός τού είχε αναφέρει ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν πήγε στη Βόννη στα πλαίσια της καλλιέργειας καλού εδάφους και της ανάπτυξης ιδιαίτερων σχέσεων για την ευρωπαϊκή κοινότητα, οι Γερµανοί άσκησαν πιέσεις να«αποτραβηχθεί» η Ελλάδα από αιτήµατα αποζηµιώσεων. «Μου είπε πως του επεσήµαναν να υιοθετήσει η Ελλάδα άλλη στάση στο θέµα των αποζηµιώσεων επειδή έχουν τον πρώτο λόγο σε θέµατα που αφορούν την ΕΟΚ. Αυτή τηνπίεση που δέχθηκε τη µετέφερε µε παράπονο λόγω του ότι έτρεφε εκτίµηση στους Γερµανούς. Το 1990-1991, όταν δόθηκαν τα γερµανικά έγγραφα στη δηµοσιότητα, αποκαλύφθηκε ότι τα πράγµατα είχαν γίνει όπως ακριβώς τα διηγήθηκε ο Κανελλόπουλος», λέει ο κ. Φλάισερ και εξηγεί πως στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι διαπραγµατεύσεις µε τους Γερµανούς κατέληξαν στο ποσό των 115 εκατοµµύρια µάρκα. «Αρχικά οι Γερµανοίείχαν δώσει πολύ λιγότερα»,διευκρινίζει ο καθηγητής.
Αυτό που θεωρείται σκανδαλώδες, σύµφωνα µε τον κ. Φλάισερ, είναι το γεγονός ότι η ναζιστική Γερµανία αναγνώριζε το χρέος της προς την Ελλάδα, ενώ η δηµοκρατική Γερµανία, από τις χριστιανοδηµοκρατικές έως τις σοσιαλδηµοκρατικές κυβερνήσεις, ούτε καν δέχεται να καθήσει στο τραπέζι να συζητήσει. «Υπάρχει σε έγγραφο του Χίτλερ η λέξη δάνειο. Μπορεί να είναι εντός εισαγωγικών, όµως ο όρος χρησιµοποιείται. Αρχές Οκτωβρίου, µία εβδοµάδα πριν απότην αποχώρησή τους, οι Γερµανοί κατέβαλαν στην Ελλάδα µερικά τρισεκατοµµύρια δραχµές. Με αυτή την πράξη µπορεί να πει κάποιοςότι αναγνώριζαν το δάνειο».
Οπως επισηµαίνει ο καθηγητής, η χώρα µας έπρεπε να αντιδράσει κατά τη σύναψη του Συµφώνου του Λονδίνου, ώστε να έχει καλύτερη τύχη µε την αποπληρωµή του κατοχικού δανείου. «Οι Ολλανδοί και οι Νορβηγοί ήταν οι πιο ζόρικοι που αντέδρασαν κατά της οµαλής διευθέτησης του χρέους των Γερµανών το 1952-1953. Ελεγαν ότι έχουµε κάποιες έξτρα απαιτήσεις και κατάφεραν αρκετά. Εκεί και η Ελλάδα έπρεπε να πιέσει για να λάβει τουλάχιστον τα χρήµατα του κατοχικού δανείου, που δεν είναι επανορθώσεις αλλά συµβατική υποχρέωση των Γερµανών να τα καταβάλουν. Τότε όµως, στοΣύµφωνο του Λονδίνου δεν υπήρχε καν ελλ ηνική αντιπροσωπεία.
Υπάρχει σε έγγραφο του Χίτλερ η λέξη δάνειο. Μία εβδοµάδα πριν από την αποχώρησή τους, οι Γερµανοί κατέβαλαν στην Ελλάδα µερικά τρισεκατοµµύρια δραχµέςΜέχρι και η Τουρκίαείχε αντιπρόσωπους,η Ελλάδα όχι. Υπήρχε έναςσύµβουλος της ελληνικής πρεσβείας που έκανε κάθε µήνα µία βόλτα, δήλωνε παρουσία και έλεγε είµαστε κι εµείς εδώ και έχουµε κάποιες απαιτήσεις. Επρεπε τότε να είχε γίνει ξεκάθαρο ότι απαιτούµε την αποζηµίωση του κατοχικού δανείου», επισηµαίνει ο κ. Φλάισερ που γεννήθηκε το 1944 στη Βιέννη.
Στο Σύµφωνο του Λονδίνου τα τρία πιο ευνοούµενα κράτη ήταν οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, και τρίτο κράτος, πιο πάνω ακόµα και από τους Γάλλους, ήταν η Ελβετία «επειδή υπήρχαν οι τραπεζίτες που είχαν αγοράσει αρκετά χρεόγραφα κατά τη διάρκεια του πολέµου και ήθελαν να πάρουν τα µερίσµατα και τους τόκους. Προφανώς, το αίµα που χύθηκε δενµετρούσε… Πάντως, όταν σου ζητούν δάνειο µετο πιστόλι, σου λένε θα σου το επιστρέψω κάποια ηµέρα άτοκο και εσύ λες “εντάξει”, θα πρέπει µετά να γίνουν κάποιες διαπραγµατεύσεις και να µπορείς να απαιτήσεις κάποιους τόκους». Ακόµα όµως και άτοκα τα 476 εκατοµµύρια µάρκα που υπολογίζεται το χρέος αντιστοιχούν σήµερα σε 5 δισεκατοµµύρια ευρώ. «Φυσικά τα ποσά είναι πολύ µεγαλύτερα», επισηµαίνει.
Ο κ. Φλάισερ, που έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε διεθνείς εξεταστικές και γνωµοδοτικές επιτροπές και έχειγράψει πολλές µελέτες ιδίωςγια τη µεταπολεµική «κληρονοµιά», αναφέρει πως πρέπει να γίνει περισσότερο γνωστό στον γερµανικό λαό η υπόθεση τωναποζηµιώσεων. «Να µάθειο µέσος γερµανός ότι πραγµατικά υπάρχει πρόβληµα – οι περισσότεροι δεν το ξέρουν και λένε “ε, καλά τώρατο κάνουν για να βγάλουν λεφτά, ενώ εµείς τους έχουµε δώσει οικονοµική βοήθεια”. Την ίδια βοήθεια δίνουν και στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία που ποτέ δεν πάτησε το πόδι γερµανού στρατιώτη. ∆εν µπορεί να γίνει συµψηφισµός µε αυτόν τον τρόπο», καταλήγει ο κ. Φλάισερ.
Πού πήγε το κατοχικό δάνειο
Απόσπασµα από το άρθρο του Χάγκεν Φλάισερ στον τόµο «Κατοχή, Αντίσταση 1941-44» της σειράς των «ΝΕΩΝ» «Εξι Στιγµές του Εικοστού Αιώνα»
Στις 14 Μαρτίου 1942,έπειτα από παρατεταµένες διαπραγµατεύσεις στη Ρώµη, Ιταλοί και Γερµανοί αξιωµατούχοι κατέληξαν σε συµφωνία σχετικά µε τα δηµοσιονοµικά της κατεχόµενης Ελλάδας. Το εν λόγω διµερές «Εµπιστευτικό Πρωτόκολλο» απλώς γνωστοποιήθηκε από τους δύο πρεσβευτές µε ρηµατική διακοίνωση στον Τσολάκογλου. Στο κείµενο αυτό, καθώς και στις µετέπειτα τριµερείς συµφωνίες (τροποποιήσεις ως προς την τιµαριθµική αναπροσαρµογή µε τυπική συµµετοχή πλέον της κατοχικής κυβέρνησης), προσδιορίστηκε οροφή για τα µηνιαίως καταβαλλόµενα έξοδα κατοχής. Αναφορικά µε την ικανοποίηση των περαιτέρω απαιτήσεων των κατακτητών, επισηµαίνεται ότι πρέπει «να διατεθώσιν υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως [Αθηνών], κατόπιν ειδοποιήσεως υπό των Πληρεξουσίων του Γερµανικού Ράιχ και του Βασιλείου της Ιταλίας εν Αθήναις, τα εκάστοτε αναγκαιούντα ποσά εις δραχµάς». Σε σχέση µε αυτά τα περαιτέρω «αναγκαιούντα ποσά», τα οποία απαιτούνταν ως µηνιαία «δανειακή» καταβολή από την Ελλάδα, οι γερµανικές ιδίως Αρχές χρησιµοποιούσαν µιαν άκρως ελαστική ερµηνεία. Τον Ιούνιο του 1942, στο αποκορύφωµα της αφρικανικής εκστρατείας του Ρόµελ, το Ναυτικό είχε επωµισθεί ιδιαίτερα καθήκοντα συνδετικού κρίκου ανάµεσα στις δύο ηπείρους και εποµένως το «µερίδιό» του στα έξοδα που βάρυναν την Ελλάδα εκτινάχθηκε σε 68,7% του συνόλου που έλαβαν τα τρία όπλα της Βέρµαχτ! Επιπλέον, η κατοχική κυβέρνηση των Αθηνών επιβαρύνθηκε µε τα έξοδα των στρατευµάτων στη Νότια Αλβανία (Βόρεια Ηπειρο), η οποία υπαγόταν στη Γερµανική Στρατιωτική ∆ιοίκηση (∆υτικής) Ελλάδος.
Από τα έξοδα εντός της χώρας, 50% ή και περισσότερο από τις ελληνικές πληρωµές χρησιµοποιούνταν για οχυρωµατικά ή άλλα «κατασκευαστικά έργα». Αν και οι Γερµανοί δηµοσίως διατείνονταν ότι τα έργα αυτά και το κόστος που συνεπάγονταν αφορούσαν πρωτίστως την «ανοικοδόµηση της Ελλάδας», ενδοϋπηρεσιακώς παραδέχθηκαν ότι µόνον το 1,2% των κατασκευαστικών έργων «ωφελούσαν από κοινού Γερµανία και Ελλάδα» – δηλαδή κατασκευή δρόµων, υδραγωγείων, καθώς και αντιελονοσιακά και άλλα υγειονοµικά έργα. Αντιθέτως, οι Γερµανοί υπολόγισαν ότι 14% των έργων είχαν γίνει «αποκλειστικά» υπέρ αυτών, ενώ 84,8% για κοινό όφελος Γερµανών και Ιταλών.
Εναν µήνα πριν από την οριστική κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ, το άλλοτε οικονοµικό επιτελείο της γερµανικής πρεσβείας στην Αθήνα υπέβαλε µια ογκωδέστατη τελική έκθεση στον πρόεδρο της κρατικής τραπέζης (Reichsbank), µε κοινοποίηση προς το γερµανικό υπουργείο Εξωτερικών (και τον Χ. Νόιµπαχερ, «Ειδικό Πληρεξούσιο για τη ΝΑ Ευρώπη»), στην οποία διευκρινιζόταν ότι το «δάνειο» αποτελούσε «πολιτικό χρέος απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση».
Για τον προσδιορισµό του ύψους του «γερµανικού χρέους προς την Ελλάδα» («Reichsverschuldung gegenueber Griechenland»), οι συντάκτες κατέβαλαν φιλότιµες προσπάθειες και τελικά – βέβαια όχι µε πρόθεση να αδικήσουν τη Γερµανία... – το υπολόγισαν στο ποσό των 476 εκατοµµυρίων γερµανικών µάρκων, µε σηµερινή αξία περισσότερο από 5.000.000.000 ευρώ – χωρίς τόκους εννοείται. Από την ελληνική πλευρά κυκλοφορούν και πολύ υψηλότερες εκτιµήσεις...
Στο τέλος του 1944 η γερµανική πρεσβεία στην Αθήνα υπολόγιζε το δάνειο σε 476 εκατ. µάρκα, µε σηµερινή αξία 5 δισ. ευρώ χωρίς τους τόκους
«Αιφνιδιασµένο» δηλώνει το Βερολίνο
ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ: , ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Πλήρης ήταν ο αιφνιδιασµός του Βερολίνου από την αναγγελία του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου ότι η Ελλάδα θα παρέµβει στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της Χάγης υπέρ των θυµάτων του ∆ιστόµου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης µεταξύ Ιταλίας - Γερµανίας.
Ο αναπλ. εκπρόσωποςτου υπουργείου Εξωτερικών στο Βερολίνο Στέφαν Μπρέντολ δεν έκρυψε τον αιφνιδιασµό του, δηλώνοντας ότι η απόφαση παρέµβασης «ήρθε πολύ αργά». Το Βερολίνο ούτε περίµενε ούτε είχε ενηµερωθεί για την κίνηση αυτή της Αθήνας. Ο υπουργός Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε ενηµερώθηκε µε το τηλεφώνηµα του οµολόγου του ∆ηµήτρη ∆ρούτσα, το οποίο, σύµφωνα µε πληροφορίες, πραγµατοποιήθηκε τουλάχιστον έξι ώρες µετά τη σχετική εξαγγελία του Πρωθυπουργού. Η δυσφορία του Βερολίνου διατυπώθηκε και στην επίσηµη ανακοίνωση του κ. Βεστερβέλε την εποµένη µε τη φράση «δεν κατανοώ την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης».
Χαµηλά κράτησε τους τόνους ο εκπρόσωπος της Καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ.
Ο Στέφεν Ζάιµπερτ σηµείωσε ότι πρόκειται για µία νοµική υπόθεση, η οποία δεν θα επισκιάσει τις γερµανοελληνικές σχέσεις. Ακρως αιχµηρό ήταν, αντίθετα, σχόλιο της «Frankfurter Allgemeine Zeitung» που παραπέµπει στη σηµερινή ανάγκη βοήθειας που έχει η Ελλάδα. Η γερµανική πλευρά παραδέχεται ότι πέραν της νοµικής υπάρχει και η πολιτική διάσταση του ζητήµατος, εξ ου και η αναφορά ότι η Γερµανία «έχει συνείδηση της ευθύνης που απορρέει από την ιστορία της». Οσο, δε, για την ηθική πλευρά του ζητήµατος, η γερµανική κυβέρνηση παραπέµπει στην υποστήριξη που παρέχεται σε προγράµµατα διαλόγου και στις σχέσεις µε οργανώσεις θυµάτων που καλλιεργούν οι γερµανοί πρεσβευτές στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.