@Από το "Πόλεις και Πολιτικές"
Η κ.Σοφία Αυγερινού - Κολώνια,Καθηγήτρια Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ στην συζήτηση που οργάνωσε το ΙΣΤΑΜΕ τον Μάϊο του 2006 με τίτλο "Αρχιτεκτονική και νέα πόλη" ανέλυσε το μετασχηματισμό των πόλεων ως εστίες και κινητήρες της ευρύτερης τους περιφέρειας ερευνώντας πέντε διαστάσεις του θέματος.
Η κ.Σοφία Αυγερινού - Κολώνια,Καθηγήτρια Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ στην συζήτηση που οργάνωσε το ΙΣΤΑΜΕ τον Μάϊο του 2006 με τίτλο "Αρχιτεκτονική και νέα πόλη" ανέλυσε το μετασχηματισμό των πόλεων ως εστίες και κινητήρες της ευρύτερης τους περιφέρειας ερευνώντας πέντε διαστάσεις του θέματος.
Το πρώτο διερευνά τις νέες συνθήκες και προκλήσεις, που αντιμετωπίζουν γενικότερα οι σημερινές πόλεις.
Το δεύτερο αφορά τις νέες συμπεριφορές, που χαρακτηρίζουν σταδιακά, κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, την ελληνική περίπτωση, τις ελληνικές πόλεις.
Το τρίτο έχει να κάνει με την υπόθεση ότι η Αρχιτεκτονική αποτελεί βασικό πόρο και προϋπόθεση βιώσιμης αστικής ανάπτυξης .
Το τέταρτο αναφέρεται σε μια μέθοδο εργασίας-πρότασης για το σχεδιασμό μιας βιώσιμης αστικής ανάπτυξης
Το πέμπτο, τέλος, εστιάζει στους εκπαιδευτικούς θεσμούς και την ευαισθητοποίηση της νέας γενιάς σχετικά με την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος και την ιδιαίτερη συμβολή της αρχιτεκτονικής σ’ αυτήν.
Σχετικά με το πρώτο: Εφ’ όσον μιλάμε για το αστικό γίγνεσθαι, για τις πόλεις γενικότερα, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτές αντιμετωπίζουν νέες αναπτυξιακές, κοινωνικοοικονομικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις, οι οποίες ορίζονται από το διεθνές, το ευρωπαϊκό και το εθνικό πλαίσιο. Μιλώντας για το διεθνές πλαίσιο, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στο γνωστό μας όρο «παγκοσμιοποίηση». Στην πραγματικότητα μιλάμε για τις διεθνείς συνθήκες όπου διαμορφώνεται το αστικό φαινόμενο. Με αφετηρία αυτή τη γενική τοποθέτηση παρατηρούμε ότι στις σημερινές πόλεις πραγματοποιείται μια οικονομική αναδιάρθρωση, η οποία συνδέεται με λειτουργικές και χωρικές μεταβολές ή μετασχηματισμούς, καθώς επίσης και με περιβαλλοντικές μεταβολές. Οι πόλεις αλλάζουν, μετασχηματίζονται, δεν είναι πλέον αυτό, που μας κληροδότησε η προηγούμενη γενιά και γνωρίζαμε μέχρι πρόσφατα.
Στο ευρύτερο επίπεδο οι πόλεις τείνουν να λειτουργήσουν ως εστίες και κινητήρες της ευρύτερής τους περιφέρειας. Πρόκειται για τα κέντρα, μέσα από τα οποία προωθείται και συντελείται η ευρύτερη αναπτυξιακή διαδικασία. Όσον αφορά ειδικότερα το χώρο της πόλης, μπορούμε να αναφερθούμε σε οικονομικές αναδιαρθρώσεις και νέες λειτουργικές ανάγκες, οι οποίες καθορίζονται από το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι προκύπτουν νέες απαιτήσεις. Αυξάνουν οι διοικητικές ανάγκες. Πολλαπλασιάζονται οι κεντρικές λειτουργίες. Αυξάνονται τα αιτήματα για ευρύτερη και πιο εύστοχη διαχείριση του χώρου. Προκύπτουν ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση της αστικής κληρονομιάς, την αναψυχή, τον ελεύθερο χρόνο και τον τουρισμό. Το πλαίσιο αυτό καθορίζει νέα ζητούμενα και νέες χρήσεις για τις πόλεις. Ο χώρος τους ανασυντάσσεται σύμφωνα με τις νέες συνθήκες, καταμερίζεται, παύει να είναι ενιαίος. Γενικά, θα λέγαμε, ότι απειλείται η χωρική συνοχή. Απειλείται αυτό που αποκαλούμε συνεκτική πόλη, η πόλη δηλαδή, την οποία κληρονομήσαμε εμείς από τις προηγούμενες γενιές.
Παράλληλα, διακυβεύεται η κοινωνική συνοχή. Παρουσιάζονται κοινωνικοί διαχωρισμοί. Προκύπτει ανεργία. Σήμερα πλέον απαντώνται πολύ συχνά στις ευρωπαϊκές πόλεις φαινόμενα, όπως η ανεργία μακράς διάρκειας, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η εγκληματικότητα, η μετανάστευση, η μαζική παρουσία προσφύγεων - συχνά πολιτικών προσφύγων - αλλά και ανάγκες οικονομικής ανασυγκρότησης, πολύ γρήγορες και πολλές φορές έντονες δημογραφικές μεταβολές, η υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος κ.ά. Το αστικό περιβάλλον απειλείται από προβλήματα που καθορίζουν την ποιότητα ζωής, όπως για παράδειγμα αυτό της πυκνότητας κατοίκησης. Οι πόλεις πυκνώνουν. Πυκνώνουν όχι μόνο από την άποψη των κατασκευών και των δραστηριοτήτων, αλλά και από την άποψη της συγκατοίκησης των ανθρώπων.
Στο ευρύτερο επίπεδο οι πόλεις τείνουν να λειτουργήσουν ως εστίες και κινητήρες της ευρύτερής τους περιφέρειας. Πρόκειται για τα κέντρα, μέσα από τα οποία προωθείται και συντελείται η ευρύτερη αναπτυξιακή διαδικασία. Όσον αφορά ειδικότερα το χώρο της πόλης, μπορούμε να αναφερθούμε σε οικονομικές αναδιαρθρώσεις και νέες λειτουργικές ανάγκες, οι οποίες καθορίζονται από το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι προκύπτουν νέες απαιτήσεις. Αυξάνουν οι διοικητικές ανάγκες. Πολλαπλασιάζονται οι κεντρικές λειτουργίες. Αυξάνονται τα αιτήματα για ευρύτερη και πιο εύστοχη διαχείριση του χώρου. Προκύπτουν ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση της αστικής κληρονομιάς, την αναψυχή, τον ελεύθερο χρόνο και τον τουρισμό. Το πλαίσιο αυτό καθορίζει νέα ζητούμενα και νέες χρήσεις για τις πόλεις. Ο χώρος τους ανασυντάσσεται σύμφωνα με τις νέες συνθήκες, καταμερίζεται, παύει να είναι ενιαίος. Γενικά, θα λέγαμε, ότι απειλείται η χωρική συνοχή. Απειλείται αυτό που αποκαλούμε συνεκτική πόλη, η πόλη δηλαδή, την οποία κληρονομήσαμε εμείς από τις προηγούμενες γενιές.
Παράλληλα, διακυβεύεται η κοινωνική συνοχή. Παρουσιάζονται κοινωνικοί διαχωρισμοί. Προκύπτει ανεργία. Σήμερα πλέον απαντώνται πολύ συχνά στις ευρωπαϊκές πόλεις φαινόμενα, όπως η ανεργία μακράς διάρκειας, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η εγκληματικότητα, η μετανάστευση, η μαζική παρουσία προσφύγεων - συχνά πολιτικών προσφύγων - αλλά και ανάγκες οικονομικής ανασυγκρότησης, πολύ γρήγορες και πολλές φορές έντονες δημογραφικές μεταβολές, η υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος κ.ά. Το αστικό περιβάλλον απειλείται από προβλήματα που καθορίζουν την ποιότητα ζωής, όπως για παράδειγμα αυτό της πυκνότητας κατοίκησης. Οι πόλεις πυκνώνουν. Πυκνώνουν όχι μόνο από την άποψη των κατασκευών και των δραστηριοτήτων, αλλά και από την άποψη της συγκατοίκησης των ανθρώπων.
Για το δεύτερο ζήτημα: Η ελληνική περίπτωση πρέπει να διερευνηθεί σήμερα στα ιδιαίτερα ευρωπαϊκά πλαίσια, όπου αυτή εντάσσεται. Έτσι και στη χώρα μας αναγνωρίζουμε νέες αστικές συμπεριφορές. Ιδιαίτερα τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν σημειωθεί ορισμένες πολύ σημαντικές μεταβολές:
-διαφοροποίηση των κοινωνικών λειτουργιών, οι οποίες μέχρι σήμερα κατείχαν διαφορετικό ρόλο και διαμορφώνονταν μέσα από διαφορετικές κλίμακες στο χώρο της πόλης,
-άνοδο του διοικητικού τομέα,
-γενικότερη άνοδος των υπηρεσιών και σήμερα του τεταρτογενή τομέα,
-το φαινόμενο της αποβιομηχάνισης, που σημειώνεται σε όσα βιομηχανικά κέντρα διαθέτουμε,
-ανάδειξη γκρίζων αστικών περιοχών της ανεργίας και της υποαπασχόλησης,
- απώλεια της παραδοσιακής βιοτεχνίας,
-εγκατάσταση των εσωτερικών και εξωτερικών μεταναστών στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα,
-και τέλος, ο τουρισμός.
Θα λέγαμε, ακόμη, ότι επιταχύνονται οι αλλαγές στις ιστορικές κεντρικές περιοχές. Κατά παράδοση οι κεντρικές περιοχές των ελληνικών πόλεων διέθεταν μικτό χαρακτήρα, που χαρακτηριζόταν από τη συνύπαρξη παραδοσιακών βιοτεχνικών επαγγελμάτων και κατοικιών. Ωστόσο, οι παραδοσιακές τεχνογνωσίες, οι οποίες χαρακτήριζαν τους ιστορικούς οικισμούς και τις ιστορικές πόλεις και επιβίωναν μέχρι τη δεκαετία του ’70 περίπου, εκλείπουν σταδιακά, ή μετακινούνται προς νέες θέσεις στον ευρύτερο αστικό χώρο. Αυτές οι μεταβολές και οι μετασχηματισμοί πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών, αλλά και των θεσμών, που έχουν προωθηθεί τα τελευταία χρόνια.
Αρχικά συνέβαλαν καθοριστικά ορισμένοι παράγοντες, οι οποίοι συνδέονται με την ίδια τη λειτουργία της πόλης, όπως για παράδειγμα οι συνθήκες κυκλοφορίας και τροφοδοσίας. Αντίστοιχα, τα χαμηλά ενοίκια των απαξιωμένων παλιών κατοικιών διευκόλυναν την εγκατάσταση των μη ευνοημένων κοινωνικών ομάδων, όπως είναι διάφορες μειονότητες, περιθωριακά στοιχεία, οικονομικοί εξωτερικοί μετανάστες. Ωστόσο, οι μεταβολές στις ιστορικές περιοχές των ελληνικών πόλεων συνεχίστηκαν. Έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται ορισμένα σχέδια αναβάθμισης του δημόσιου χώρου και σχετικές αναπλάσεις, που με τη σειρά τους προκαλούν άνοδο των τιμών της γης, των ενοικίων και τα φαινόμενα του λεγόμενου «εξευγενισμού» (gentrification) του αστικού χώρου. Έτσι διαπιστώνουμε, ακόμη μία φορά, ότι τα προβλήματα προστασίας της κληρονομιάς στις αστικές κεντρικές περιοχές μικτών χρήσεων συνυπάρχουν και πρέπει να αντιμετωπισθούν συνδυασμένα με αυτά της κοινωνικής περιθωριοποίησης και του ελλείμματος του κοινωνικού εξοπλισμού, τα οποία επίσης οξύνονται με οξείς ρυθμούς.
Μία άλλη πρόκληση, που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες ελληνικές πόλεις είναι η τουριστική και η παραθεριστική αστικοποίηση. Τα τελευταία 20 χρόνια, η τουριστική κίνηση προς τη χώρα μας αυξάνεται. Ο αριθμός τουριστών, μάλιστα, ήδη έχει υπερβεί τους μόνιμους κατοίκους της χώρας. Οι ιστορικές πόλεις και τοποθεσίες, διαθέτοντας πολιτιστικούς πόρους και ελκυστικό περιβάλλον, προκαλούν ισχυρή τουριστική έλξη και διαμορφώνουν σημαντικές συγκεντρώσεις τουριστικών υπηρεσιών και ξενοδοχειακού εξοπλισμού. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω προκύπτει μια συναφής, αλλά συχνά πολύ συζητήσιμη αρχιτεκτονική, όπως φάνηκε και από τα παραδείγματα που παρουσιάστηκαν από τον κ. Σηφουνάκη.
Οι τουριστικές δραστηριότητες προσφέρουν, μεταξύ άλλων, ορισμένα θετικά αποτελέσματα στο επίπεδο των υποδομών, στο περιφερειακό και εθνικό εισόδημα. Ωστόσο, ασκούν παράλληλα πιέσεις στο χώρο, ασκούν πιέσεις στα μνημεία, στα σύνολα στις τοποθεσίες, στην αστική κληρονομιά με την ευρύτερη έννοια. Διεισδύουν στον παραδοσιακό ιστό υποτάσσοντας τον κτισμένο χώρο στις ανάγκες τους. Η διασπορά της τουριστικής δραστηριότητας, που γενικεύεται από τη δεκαετία του ’80 και μετά, προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνον στην κληρονομιά των μεγάλων ιστορικών τουριστικών πόλεων, αλλά κυρίως στις μικρομεσαίες πόλεις και στους οικισμούς των νησιωτικών και των παραλιακών περιοχών.
Συναφές φαινόμενο με αυτό του τουρισμού είναι ο παραθερισμός. Η παραθεριστική κατοικία ευνοήθηκε θεσμικά από την εποχή της δικτατορίας, διαδόθηκε όμως σε μεγάλο ποσοστό αυθαίρετα και κατέλαβε μεγάλες εκτάσεις κατά τις δεκαετίες ’70 και ’80. Κατέλαβε τις περιαστικές περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων απαντώντας στις ανάγκες των κατοίκων για την έξοδο του Σαββατοκύριακου, η οποία γενικεύθηκε με την καθιέρωση της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας. Οι αυθαίρετες επεκτάσεις της παραθεριστικής κατοικίας δημιούργησαν τη δεύτερη γενιά αυθαιρέτων, ενσωματώνοντας φυσικά τοπία, μνημεία, σύνολα και ιστορικές τοποθεσίες, που θα έπρεπε να προστατευθούν.
-διαφοροποίηση των κοινωνικών λειτουργιών, οι οποίες μέχρι σήμερα κατείχαν διαφορετικό ρόλο και διαμορφώνονταν μέσα από διαφορετικές κλίμακες στο χώρο της πόλης,
-άνοδο του διοικητικού τομέα,
-γενικότερη άνοδος των υπηρεσιών και σήμερα του τεταρτογενή τομέα,
-το φαινόμενο της αποβιομηχάνισης, που σημειώνεται σε όσα βιομηχανικά κέντρα διαθέτουμε,
-ανάδειξη γκρίζων αστικών περιοχών της ανεργίας και της υποαπασχόλησης,
- απώλεια της παραδοσιακής βιοτεχνίας,
-εγκατάσταση των εσωτερικών και εξωτερικών μεταναστών στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα,
-και τέλος, ο τουρισμός.
Θα λέγαμε, ακόμη, ότι επιταχύνονται οι αλλαγές στις ιστορικές κεντρικές περιοχές. Κατά παράδοση οι κεντρικές περιοχές των ελληνικών πόλεων διέθεταν μικτό χαρακτήρα, που χαρακτηριζόταν από τη συνύπαρξη παραδοσιακών βιοτεχνικών επαγγελμάτων και κατοικιών. Ωστόσο, οι παραδοσιακές τεχνογνωσίες, οι οποίες χαρακτήριζαν τους ιστορικούς οικισμούς και τις ιστορικές πόλεις και επιβίωναν μέχρι τη δεκαετία του ’70 περίπου, εκλείπουν σταδιακά, ή μετακινούνται προς νέες θέσεις στον ευρύτερο αστικό χώρο. Αυτές οι μεταβολές και οι μετασχηματισμοί πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών, αλλά και των θεσμών, που έχουν προωθηθεί τα τελευταία χρόνια.
Αρχικά συνέβαλαν καθοριστικά ορισμένοι παράγοντες, οι οποίοι συνδέονται με την ίδια τη λειτουργία της πόλης, όπως για παράδειγμα οι συνθήκες κυκλοφορίας και τροφοδοσίας. Αντίστοιχα, τα χαμηλά ενοίκια των απαξιωμένων παλιών κατοικιών διευκόλυναν την εγκατάσταση των μη ευνοημένων κοινωνικών ομάδων, όπως είναι διάφορες μειονότητες, περιθωριακά στοιχεία, οικονομικοί εξωτερικοί μετανάστες. Ωστόσο, οι μεταβολές στις ιστορικές περιοχές των ελληνικών πόλεων συνεχίστηκαν. Έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται ορισμένα σχέδια αναβάθμισης του δημόσιου χώρου και σχετικές αναπλάσεις, που με τη σειρά τους προκαλούν άνοδο των τιμών της γης, των ενοικίων και τα φαινόμενα του λεγόμενου «εξευγενισμού» (gentrification) του αστικού χώρου. Έτσι διαπιστώνουμε, ακόμη μία φορά, ότι τα προβλήματα προστασίας της κληρονομιάς στις αστικές κεντρικές περιοχές μικτών χρήσεων συνυπάρχουν και πρέπει να αντιμετωπισθούν συνδυασμένα με αυτά της κοινωνικής περιθωριοποίησης και του ελλείμματος του κοινωνικού εξοπλισμού, τα οποία επίσης οξύνονται με οξείς ρυθμούς.
Μία άλλη πρόκληση, που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες ελληνικές πόλεις είναι η τουριστική και η παραθεριστική αστικοποίηση. Τα τελευταία 20 χρόνια, η τουριστική κίνηση προς τη χώρα μας αυξάνεται. Ο αριθμός τουριστών, μάλιστα, ήδη έχει υπερβεί τους μόνιμους κατοίκους της χώρας. Οι ιστορικές πόλεις και τοποθεσίες, διαθέτοντας πολιτιστικούς πόρους και ελκυστικό περιβάλλον, προκαλούν ισχυρή τουριστική έλξη και διαμορφώνουν σημαντικές συγκεντρώσεις τουριστικών υπηρεσιών και ξενοδοχειακού εξοπλισμού. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω προκύπτει μια συναφής, αλλά συχνά πολύ συζητήσιμη αρχιτεκτονική, όπως φάνηκε και από τα παραδείγματα που παρουσιάστηκαν από τον κ. Σηφουνάκη.
Οι τουριστικές δραστηριότητες προσφέρουν, μεταξύ άλλων, ορισμένα θετικά αποτελέσματα στο επίπεδο των υποδομών, στο περιφερειακό και εθνικό εισόδημα. Ωστόσο, ασκούν παράλληλα πιέσεις στο χώρο, ασκούν πιέσεις στα μνημεία, στα σύνολα στις τοποθεσίες, στην αστική κληρονομιά με την ευρύτερη έννοια. Διεισδύουν στον παραδοσιακό ιστό υποτάσσοντας τον κτισμένο χώρο στις ανάγκες τους. Η διασπορά της τουριστικής δραστηριότητας, που γενικεύεται από τη δεκαετία του ’80 και μετά, προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνον στην κληρονομιά των μεγάλων ιστορικών τουριστικών πόλεων, αλλά κυρίως στις μικρομεσαίες πόλεις και στους οικισμούς των νησιωτικών και των παραλιακών περιοχών.
Συναφές φαινόμενο με αυτό του τουρισμού είναι ο παραθερισμός. Η παραθεριστική κατοικία ευνοήθηκε θεσμικά από την εποχή της δικτατορίας, διαδόθηκε όμως σε μεγάλο ποσοστό αυθαίρετα και κατέλαβε μεγάλες εκτάσεις κατά τις δεκαετίες ’70 και ’80. Κατέλαβε τις περιαστικές περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων απαντώντας στις ανάγκες των κατοίκων για την έξοδο του Σαββατοκύριακου, η οποία γενικεύθηκε με την καθιέρωση της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας. Οι αυθαίρετες επεκτάσεις της παραθεριστικής κατοικίας δημιούργησαν τη δεύτερη γενιά αυθαιρέτων, ενσωματώνοντας φυσικά τοπία, μνημεία, σύνολα και ιστορικές τοποθεσίες, που θα έπρεπε να προστατευθούν.
Τρίτο ζήτημα: Ας δούμε ποια θα ήταν η προοπτική, ποια θα ήταν μια πιθανή μέθοδος για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων: Με αφετηρία την υπόθεση ότι η Αρχιτεκτονική είναι ένας βασικός πόρος για την αστική ανάπτυξη επειδή ακριβώς η υψηλή ποιότητά της, εφόσον τη διαθέτει, εγγυάται την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος, έλκει επενδύσεις και ανάπτυξη. Αλλά όπως αντιλαμβάνεστε, δεν αρκεί μόνον η υψηλή ποιότητα. Απαιτείται ένα ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο επιτρέπει να αναγνωρίζεται και να κατοχυρώνεται ο ρόλος της αρχιτεκτονικής, ώστε να μπορεί να καρποφορήσει συμβάλλοντας με τη σειρά της στη βελτίωση του αστικού χώρου.
Επιβάλλεται λοιπόν, να διασφαλιστεί το τρίπτυχο της αειφόρου ανάπτυξης. Αυτό καθορίζεται από τις συνθήκες που εγγυώνται:
α) τους φυσικούς πόρους, δηλαδή την προστασία των φυσικών πόρων και την αναγέννησή τους,
β) τη διαφύλαξη της αστικής πολιτιστικής κληρονομιάς,
γ) τις φιλικές προς το αστικό περιβάλλον και ήπιες αστικές μεταφορές.
Άλλωστε αυτό το πλαίσιο εγγυάται τη συνεκτική πόλη και συγκεκριμένα:
- τη διατήρηση του πολιτιστικού πλούτου και των ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν τις ελληνικές πόλεις, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τη συνήθως μακραίωνη και διαχρονική ιστορία τους,
- την υφιστάμενη δικτύωση των ελληνικών πόλεων μέσα από τις πολλαπλές λειτουργικές διασυνδέσεις και ροές μεταξύ τους, αλλά και τις αντίστοιχες διασυνδέσεις και ροές που έχουν διαμορφώσει ιστορικά με πόλεις του ευρύτερου χώρου της νοτιοανατολικής Ευρώπης, γεγονός που θα πρέπει να συνεκτιμάται στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ενοποίησης,
- τη διατήρηση μιας δημιουργικής και αποδοτικής παραγωγικής βάσης, δεκτικής στις καινοτομίες και στους αναγκαίους εκσυγχρονισμούς, ώστε να υποστηρίζεται ο περιορισμός των προβλημάτων ανεργίας και κοινωνικού διαχωρισμού.
Επιβάλλεται λοιπόν, να διασφαλιστεί το τρίπτυχο της αειφόρου ανάπτυξης. Αυτό καθορίζεται από τις συνθήκες που εγγυώνται:
α) τους φυσικούς πόρους, δηλαδή την προστασία των φυσικών πόρων και την αναγέννησή τους,
β) τη διαφύλαξη της αστικής πολιτιστικής κληρονομιάς,
γ) τις φιλικές προς το αστικό περιβάλλον και ήπιες αστικές μεταφορές.
Άλλωστε αυτό το πλαίσιο εγγυάται τη συνεκτική πόλη και συγκεκριμένα:
- τη διατήρηση του πολιτιστικού πλούτου και των ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν τις ελληνικές πόλεις, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τη συνήθως μακραίωνη και διαχρονική ιστορία τους,
- την υφιστάμενη δικτύωση των ελληνικών πόλεων μέσα από τις πολλαπλές λειτουργικές διασυνδέσεις και ροές μεταξύ τους, αλλά και τις αντίστοιχες διασυνδέσεις και ροές που έχουν διαμορφώσει ιστορικά με πόλεις του ευρύτερου χώρου της νοτιοανατολικής Ευρώπης, γεγονός που θα πρέπει να συνεκτιμάται στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ενοποίησης,
- τη διατήρηση μιας δημιουργικής και αποδοτικής παραγωγικής βάσης, δεκτικής στις καινοτομίες και στους αναγκαίους εκσυγχρονισμούς, ώστε να υποστηρίζεται ο περιορισμός των προβλημάτων ανεργίας και κοινωνικού διαχωρισμού.
Όσο αφορά το τέταρτο ζήτημα: Στη βάση της υπόθεσης ότι η αρχιτεκτονική αποτελεί τον εμβάτη της συνεκτικής πόλης, θα λέγαμε ότι επιβάλλονται τρεις προϋποθέσεις για τις σύγχρονες πολεοδομικές παρεμβάσεις:
α) Θα πρέπει να διαμορφώνονται δυο αλληλεξαρτώμενες επιμέρους πολιτικές αειφόρου ανάπτυξης. Η μία εκ των άνω, στο επίπεδο του ευρύτερου χώρου, σε αντιστοιχία με την περιφερειακή ανάπτυξη και τη χωροταξία και η άλλη στο επίπεδο των πόλεων και της αστικής ανάπτυξης, ώστε να φθάσουμε τέλος και στην αρχιτεκτονική.
β) Ο σχεδιασμός του χώρου είναι ενιαίος και η αρχιτεκτονική θα πρέπει να αποτελεί έναν τελικό σκοπό και στόχο του πολεοδομικού και του χωροταξικού σχεδιασμού. Αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται να συσχετίζονται και να διασυνδέονται οι σχεδιασμοί όλων των επιπέδων. Αυτή η διαδικασία αποτελεί το μόνο τρόπο να αντιμετωπισθούν συνολικά και αποτελεσματικά τα προβλήματα, ώστε να βρει η αρχιτεκτονική τη θέση και το ρόλο, που της ανήκει τόσο ως τέχνη, ως επιστήμη και τεχνική, αλλά και ως κοινωνικό περιεχόμενο και προορισμός .
γ) Προϋπόθεση για όλα τα προηγούμενα, αποτελεί η διασφάλιση των επαρκών οικονομικών και διαδικαστικών μέσων, που απαιτούνται για την υλοποίηση του χωροταξικού, πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.
Το πέμπτο σημείο αφορά την παιδεία σχετικά με την Αρχιτεκτονική και το αστικό περιβάλλον, η οποία δεν πρέπει να περιορίζεται μόνον στο ανώτατο επίπεδο και στις έξι αρχιτεκτονικές σχολές, τις οποίες διαθέτουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ενιαία. Ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων κι όλοι εμείς, από την πλευρά μας ως εκπαιδευτικοί και επιστήμονες / ειδικοί, θα πρέπει να φροντίσουμε τη διάχυση των απόψεων μας για τον πρωταρχικό ρόλο της αρχιτεκτονικής και του σχεδιασμού του χώρου γενικότερα, όσον αφορά στην ποιότητα ζωής από τις πολύ μικρές ηλικίες, από τη βασική εκπαίδευση. Θα πρέπει να εισάγουμε στα σχολεία τη φροντίδα και τη μελέτη των αξιών της αρχιτεκτονικής και του αστικού περιβάλλοντος.
Τα τελευταία 20-25 χρόνια έχει σημειωθεί μια στροφή της εκπαίδευσης στα ζητήματα του φυσικού περιβάλλοντος. Αυτή όμως είναι μόνο η μία πλευρά. Το περιβάλλον αποτελεί μια σύνθετη κατηγορία και συναποτελείται από το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον. Θα πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίζεται με το ίδιο ενδιαφέρον το ανθρωπογενές περιβάλλον, δηλαδή το δημιούργημα των ανθρώπων και της αρχιτεκτονικής. Θα πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε, αυτές οι έννοιες να μεταδίδονται συστηματικά στις νέες γενιές με αφετηρία τη βασική τους εκπαίδευση. Με στόχο να διαμορφωθούν ολοκληρωμένες συνειδήσεις.
Συμπερασματικά, πιστεύω ότι η διαμόρφωση μιας πολεοδομικής και περιβαλλοντικής συνείδησης, σε συνδιασμό με όσα λέχθησαν προηγούμενα, ίσως είναι το μόνο μέσο που μπορεί να διασφαλίσει την αντίσταση στην ασχήμια και την παρέκκλιση από την πλευρά της βιώσιμης ανάπτυξης.
@Από τα πρακτικά του ΙΣΤΑΜΕ
α) Θα πρέπει να διαμορφώνονται δυο αλληλεξαρτώμενες επιμέρους πολιτικές αειφόρου ανάπτυξης. Η μία εκ των άνω, στο επίπεδο του ευρύτερου χώρου, σε αντιστοιχία με την περιφερειακή ανάπτυξη και τη χωροταξία και η άλλη στο επίπεδο των πόλεων και της αστικής ανάπτυξης, ώστε να φθάσουμε τέλος και στην αρχιτεκτονική.
β) Ο σχεδιασμός του χώρου είναι ενιαίος και η αρχιτεκτονική θα πρέπει να αποτελεί έναν τελικό σκοπό και στόχο του πολεοδομικού και του χωροταξικού σχεδιασμού. Αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται να συσχετίζονται και να διασυνδέονται οι σχεδιασμοί όλων των επιπέδων. Αυτή η διαδικασία αποτελεί το μόνο τρόπο να αντιμετωπισθούν συνολικά και αποτελεσματικά τα προβλήματα, ώστε να βρει η αρχιτεκτονική τη θέση και το ρόλο, που της ανήκει τόσο ως τέχνη, ως επιστήμη και τεχνική, αλλά και ως κοινωνικό περιεχόμενο και προορισμός .
γ) Προϋπόθεση για όλα τα προηγούμενα, αποτελεί η διασφάλιση των επαρκών οικονομικών και διαδικαστικών μέσων, που απαιτούνται για την υλοποίηση του χωροταξικού, πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.
Το πέμπτο σημείο αφορά την παιδεία σχετικά με την Αρχιτεκτονική και το αστικό περιβάλλον, η οποία δεν πρέπει να περιορίζεται μόνον στο ανώτατο επίπεδο και στις έξι αρχιτεκτονικές σχολές, τις οποίες διαθέτουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ενιαία. Ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων κι όλοι εμείς, από την πλευρά μας ως εκπαιδευτικοί και επιστήμονες / ειδικοί, θα πρέπει να φροντίσουμε τη διάχυση των απόψεων μας για τον πρωταρχικό ρόλο της αρχιτεκτονικής και του σχεδιασμού του χώρου γενικότερα, όσον αφορά στην ποιότητα ζωής από τις πολύ μικρές ηλικίες, από τη βασική εκπαίδευση. Θα πρέπει να εισάγουμε στα σχολεία τη φροντίδα και τη μελέτη των αξιών της αρχιτεκτονικής και του αστικού περιβάλλοντος.
Τα τελευταία 20-25 χρόνια έχει σημειωθεί μια στροφή της εκπαίδευσης στα ζητήματα του φυσικού περιβάλλοντος. Αυτή όμως είναι μόνο η μία πλευρά. Το περιβάλλον αποτελεί μια σύνθετη κατηγορία και συναποτελείται από το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον. Θα πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίζεται με το ίδιο ενδιαφέρον το ανθρωπογενές περιβάλλον, δηλαδή το δημιούργημα των ανθρώπων και της αρχιτεκτονικής. Θα πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε, αυτές οι έννοιες να μεταδίδονται συστηματικά στις νέες γενιές με αφετηρία τη βασική τους εκπαίδευση. Με στόχο να διαμορφωθούν ολοκληρωμένες συνειδήσεις.
Συμπερασματικά, πιστεύω ότι η διαμόρφωση μιας πολεοδομικής και περιβαλλοντικής συνείδησης, σε συνδιασμό με όσα λέχθησαν προηγούμενα, ίσως είναι το μόνο μέσο που μπορεί να διασφαλίσει την αντίσταση στην ασχήμια και την παρέκκλιση από την πλευρά της βιώσιμης ανάπτυξης.
@Από τα πρακτικά του ΙΣΤΑΜΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.