"Δέκα χρόνια τώρα, και ιδίως µετά το 2004, που οι ροές µεταναστών αυξάνονται µε ραγδαίους ρυθµούς, η Ελλάδα δεν αντιδρά στο πρόβληµα ως ευρωπαϊκή χώρα.Κακοµεταχειρίζεται, συχνά µε ακραίους τρόπους, αυτούς τους πληθυσµούς(από ανικανότητα, αδυναµία ή µε την κουτοπόνηρη σκέψη ότι η κακοµεταχείρισή τους θα γίνει τάχα αντικίνητρο για την έλευση νέων µεταναστών). Και αρνείται να εξετάσει τα αιτήµατα για παροχή ασύλου."
Την περασµένη Δευτέρα, την ηµέρα που οι περίπου 300 µετανάστες ξεκινούσαν από τα Χανιά να καταλάβουν τη Νοµική, τοΕυρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων δηµοσίευε µια απόφαση η οποία, σε αντίθεση µε την κατάληψη, πέρασε µάλλον απαρατήρητη. Το Δικαστήριο καταδίκασετο Βασίλειο του Βελγίου σε αποζηµίωση υπέρενός αφγανού πρόσφυγα, τον οποίο οι βελγικές Αρχές είχαν επαναπροωθήσει στην Ελλάδα.
Η οποία Ελλάδα, κατά τοΔικαστήριο, είναι χώρα όπου δεν τηρείται η ευρωπαϊκή σύµβαση για τα ανθρώπινα δικαιώµατα, όπου ταδικαιώµατα τωναιτούντων άσυλο δεν γίνονται σεβαστά και όπου δεν πρέπει να στέλνονται οι πρόσφυγες διότι κινδυνεύουν να υποστούν συµπεριφορά απάνθρωπη και µειωτική!
Η υπόθεση µε δυο λόγια: ένας Αφγανός έφυγε από την Καµπούλ το 2008, πέρασε στο Ιράν κι από εκεί, ακολουθώντας τη διαδροµή της καθόδου των µυρίων, έφθασε στην ελληνική θάλαττα. Πέρασεπαράνοµα σε ελληνικό έδαφος και στησυνέχεια ταξίδεψε στο Βέλγιο, όπου και έκανε αίτηση παροχής πολιτικού ασύλου. Οι βελγικές Αρχές, όµως, εφαρµόζοντας τον κανονισµό «Δουβλίνο 2» (που προβλέπει ότι άσυλο µπορούν να ζητήσουν οι πρόσφυγες µόνον στην πρώτη ευρωπαϊκή χώρα, στο έδαφος της οποίας εισήλθαν παράνοµα) τον έστειλαν πίσω στην Ελλάδα, όπου συνελήφθη, έµεινε κρατούµενος υπό άθλιες συνθήκες καιστη συνέχεια εγκαταλείφθηκε να ζει στους δρόµους,χωρίς η αίτησή του να εξεταστεί ποτέ.
Η απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει και µια θετική, για εµάς, πλευρά: βάζει τέλος στην πρακτική της επαναπροώθησης, βάσει της οποίας, µέσα στο 2010 µόνον, περίπου 7.000 µετανάστες επεστράφησαν στη χώρα µας, από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ικανοποιεί,έτσι, ένα ελληνικό αίτηµα. Αλλά το ικανοποιεί µε έναν εξευτελιστικό και πολύ επικίνδυνο για τη χώρα τρόπο.
Η Ελλάδα πράγµατι, έπειτααπό χρόνια αµεριµνησίας και απραξίας, κινητοποιήθηκε ώστε να αλλάξει οκανονισµός του Δουβλίνου, µε το επιχείρηµα ότι τώρα πια το 90% όσων επιδιώκουν να φθάσουν στην ευρωπαϊκή γη της επαγγελίας περνούν από τη χώρα µας. Οτι είναι αδύνατον µια µικρή χώρα, που βρίσκεται µάλιστα σε οικονοµική κρίση, να διαχειριστεί τα κύµατα των ανθρώπωνπου πληµµυρίζουν τα σύνορά της. Και ότι χρειάζεται να εκδηλωθεί η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Δίκαιο αίτηµα. Το οποίο µάλισταβρίσκειευήκοα ώτα στην Ευρώπη (ο επίτροπος Μπαρνιέδήλωνε πρόσφατα ότι «το µεταναστευτικό αποτελεί µεγάλη απειλή για τη δηµοκρατία στην Ελλάδα»). Αλλά τοδίκιο µας το υποµονεύει η συµπεριφορά µας τα τελευταία δέκα χρόνια.
Δέκα χρόνια τώρα, και ιδίως µετά το 2004, που οι ροές µεταναστών αυξάνονται µε ραγδαίους ρυθµούς, η Ελλάδα δεν αντιδρά στο πρόβληµα ως ευρωπαϊκή χώρα.Κακοµεταχειρίζεται, συχνά µε ακραίους τρόπους, αυτούς τους πληθυσµούς(από ανικανότητα, αδυναµία ή µε την κουτοπόνηρη σκέψη ότι η κακοµεταχείρισή τους θα γίνει τάχα αντικίνητρο για την έλευση νέων µεταναστών). Και αρνείται να εξετάσει τα αιτήµατα για παροχή ασύλου. Μέχρι το 2009 το ποσοστό θετικής απάντησης σε αιτήσεις ασύλου, στην Ελλάδα, ήταν 0,3%. Ενώ στη Γερµανία, για παράδειγµα, δίδεται άσυλο στο 77% των ανθρώπων από το Ιράκ, που το ζητούν, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 0%. Κι έτσι φθάσαµε να εκκρεµούν σήµερα 50.000 αιτήσεις και νέες αιτήσεις να γίνονται δεκτές µε το σταγονόµετρο.
Αυτή η πρακτική έχει γιγαντώσει την παρανοµία. Επέτρεψε σε κυκλώµατα να στήνουν κοµπίνες «προσωρινής» νοµιµοποίησης χιλιάδωνµεταναστών που δεν δικαιούνται άσυλο µε αιτήσεις - µαϊµού (αφού κανενός η αίτηση, έτσι κι αλλιώς, δεν εξετάζεται) και άγριας εκµετάλλευσής τους. Και µας οδήγησε εδώ όπου βρισκόµαστε. Με ένα τεράστιο πρόβληµα κι έναν διπλό κίνδυνο ενόψει. Τον κίνδυνο πρώτον, να γίνουµε στόχος µιας νέας ευρωπαϊκής καµπάνιας (η γνωστή «Μπιλντ» άρχισε ήδη τασχετικά δηµοσιεύµατα) εξοστρακισµού της Ελλάδας, αυτή τη φορά όχι από το ευρώ, αλλά από τη ζώνη Σένγκεν. Και, δεύτερον, τον κίνδυνο µιας εσωτερικής πυρκαγιάς – αφού όλα αυτά τα χρόνια σωρεύτηκε γύρω µας µια εξαιρετικά εύφλεκτη µάζα, που µια τυχαία σπίθα θα µπορούσε να της βάλει φωτιά. Φωτιά µε την οποία – το είδαµε αυτέςτις ηµέρες στη Νοµική – παίζουµε καθηµερινά.
Η οποία Ελλάδα, κατά τοΔικαστήριο, είναι χώρα όπου δεν τηρείται η ευρωπαϊκή σύµβαση για τα ανθρώπινα δικαιώµατα, όπου ταδικαιώµατα τωναιτούντων άσυλο δεν γίνονται σεβαστά και όπου δεν πρέπει να στέλνονται οι πρόσφυγες διότι κινδυνεύουν να υποστούν συµπεριφορά απάνθρωπη και µειωτική!
Η υπόθεση µε δυο λόγια: ένας Αφγανός έφυγε από την Καµπούλ το 2008, πέρασε στο Ιράν κι από εκεί, ακολουθώντας τη διαδροµή της καθόδου των µυρίων, έφθασε στην ελληνική θάλαττα. Πέρασεπαράνοµα σε ελληνικό έδαφος και στησυνέχεια ταξίδεψε στο Βέλγιο, όπου και έκανε αίτηση παροχής πολιτικού ασύλου. Οι βελγικές Αρχές, όµως, εφαρµόζοντας τον κανονισµό «Δουβλίνο 2» (που προβλέπει ότι άσυλο µπορούν να ζητήσουν οι πρόσφυγες µόνον στην πρώτη ευρωπαϊκή χώρα, στο έδαφος της οποίας εισήλθαν παράνοµα) τον έστειλαν πίσω στην Ελλάδα, όπου συνελήφθη, έµεινε κρατούµενος υπό άθλιες συνθήκες καιστη συνέχεια εγκαταλείφθηκε να ζει στους δρόµους,χωρίς η αίτησή του να εξεταστεί ποτέ.
Η απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει και µια θετική, για εµάς, πλευρά: βάζει τέλος στην πρακτική της επαναπροώθησης, βάσει της οποίας, µέσα στο 2010 µόνον, περίπου 7.000 µετανάστες επεστράφησαν στη χώρα µας, από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ικανοποιεί,έτσι, ένα ελληνικό αίτηµα. Αλλά το ικανοποιεί µε έναν εξευτελιστικό και πολύ επικίνδυνο για τη χώρα τρόπο.
Η Ελλάδα πράγµατι, έπειτααπό χρόνια αµεριµνησίας και απραξίας, κινητοποιήθηκε ώστε να αλλάξει οκανονισµός του Δουβλίνου, µε το επιχείρηµα ότι τώρα πια το 90% όσων επιδιώκουν να φθάσουν στην ευρωπαϊκή γη της επαγγελίας περνούν από τη χώρα µας. Οτι είναι αδύνατον µια µικρή χώρα, που βρίσκεται µάλιστα σε οικονοµική κρίση, να διαχειριστεί τα κύµατα των ανθρώπωνπου πληµµυρίζουν τα σύνορά της. Και ότι χρειάζεται να εκδηλωθεί η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Δίκαιο αίτηµα. Το οποίο µάλισταβρίσκειευήκοα ώτα στην Ευρώπη (ο επίτροπος Μπαρνιέδήλωνε πρόσφατα ότι «το µεταναστευτικό αποτελεί µεγάλη απειλή για τη δηµοκρατία στην Ελλάδα»). Αλλά τοδίκιο µας το υποµονεύει η συµπεριφορά µας τα τελευταία δέκα χρόνια.
Δέκα χρόνια τώρα, και ιδίως µετά το 2004, που οι ροές µεταναστών αυξάνονται µε ραγδαίους ρυθµούς, η Ελλάδα δεν αντιδρά στο πρόβληµα ως ευρωπαϊκή χώρα.Κακοµεταχειρίζεται, συχνά µε ακραίους τρόπους, αυτούς τους πληθυσµούς(από ανικανότητα, αδυναµία ή µε την κουτοπόνηρη σκέψη ότι η κακοµεταχείρισή τους θα γίνει τάχα αντικίνητρο για την έλευση νέων µεταναστών). Και αρνείται να εξετάσει τα αιτήµατα για παροχή ασύλου. Μέχρι το 2009 το ποσοστό θετικής απάντησης σε αιτήσεις ασύλου, στην Ελλάδα, ήταν 0,3%. Ενώ στη Γερµανία, για παράδειγµα, δίδεται άσυλο στο 77% των ανθρώπων από το Ιράκ, που το ζητούν, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 0%. Κι έτσι φθάσαµε να εκκρεµούν σήµερα 50.000 αιτήσεις και νέες αιτήσεις να γίνονται δεκτές µε το σταγονόµετρο.
Αυτή η πρακτική έχει γιγαντώσει την παρανοµία. Επέτρεψε σε κυκλώµατα να στήνουν κοµπίνες «προσωρινής» νοµιµοποίησης χιλιάδωνµεταναστών που δεν δικαιούνται άσυλο µε αιτήσεις - µαϊµού (αφού κανενός η αίτηση, έτσι κι αλλιώς, δεν εξετάζεται) και άγριας εκµετάλλευσής τους. Και µας οδήγησε εδώ όπου βρισκόµαστε. Με ένα τεράστιο πρόβληµα κι έναν διπλό κίνδυνο ενόψει. Τον κίνδυνο πρώτον, να γίνουµε στόχος µιας νέας ευρωπαϊκής καµπάνιας (η γνωστή «Μπιλντ» άρχισε ήδη τασχετικά δηµοσιεύµατα) εξοστρακισµού της Ελλάδας, αυτή τη φορά όχι από το ευρώ, αλλά από τη ζώνη Σένγκεν. Και, δεύτερον, τον κίνδυνο µιας εσωτερικής πυρκαγιάς – αφού όλα αυτά τα χρόνια σωρεύτηκε γύρω µας µια εξαιρετικά εύφλεκτη µάζα, που µια τυχαία σπίθα θα µπορούσε να της βάλει φωτιά. Φωτιά µε την οποία – το είδαµε αυτέςτις ηµέρες στη Νοµική – παίζουµε καθηµερινά.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου βάζει τέλος στην πρακτική της επαναπροώθησης των µεταναστών, ικανοποιώντας ένα ελληνικό αίτηµα αλλά µε εξευτελιστικό για τη χώρα τρόπο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.