Του Ανταίου Χρυσοστομίδη, Αυγή, 30.1.11
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές η ιστορία με τον εγκλεισμό των παράνομων μεταναστών στη Νομική δεν έχει ακόμα κλείσει. Ορισμένα όμως συμπεράσματα μπορούν ήδη να εξαχθούν - έτσι ως σημεία αναφοράς για μια σοβαρή συζήτηση που όμως (αυτό είναι το μόνο σίγουρο) δεν θα γίνει ποτέ.
1) Είτε θεωρήσουμε ότι οι «αλληλέγγυοι» (νέος, τηλεοπτικός όρος) των μεταναστών κινήθηκαν με τις καλύτερες των προθέσεων, είτε όχι, δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι μετανάστες σύρθηκαν σε μια ιστορία που οι ίδιοι ούτε να ελέγξουν μπορούσαν ούτε να καθοδηγήσουν. Και βεβαίως ούτε να αντιληφθούν ότι πάνω στη δυστυχία τους θα κτιζόταν μια μικροπολιτική ιστορία, από αυτές που αρέσουν στα τηλεοπτικά δελτία και που πολύ συχνά δηλητηριάζουν την πολιτική μας ζωή. Η ίδια η επιλογή της Νομικής Σχολής, της τόσο φορτισμένης από άλλες ιστορικές καταλήψεις, βάζει σε σκέψεις τον οποιονδήποτε καλοπροαίρετο Έλληνα πολίτη.
2) Γεγονότα σαν κι αυτά δείχνουν καθαρά (το γράφαμε και πριν δύο εβδομάδες) ότι δημιουργείται, ως προς το θέμα των μεταναστών μια κουλτούρα μαξιμαλιστική, ανέφικτη, αντιρεαλιστική, η οποία, συν τοις άλλοις, ρίχνει νερό (ναι, θα χρησιμοποιήσω την απαίσια, κουκουέδικη έκφραση) στον μύλο της αντίδρασης. Νομιμοποίηση όλων των παράνομων μεταναστών; Μα είναι δυνατόν; Από ποιους, για ποιους και μέχρι πότε; Διότι άλλο κοινωνική ευαισθησία, κι άλλο στρουθοκαμηλισμός. Σε μια χώρα που ζει μια έντονη κρίση και που δεν έχει να θρέψει καλά-καλά τους δικούς της πολίτες (αυτό δεν διατείνονται τα αριστερά κόμματα;), ποιος λογικός άνθρωπος θα αρνηθεί ότι πρέπει να μπούνε κάποια μέτρα στο θέμα της μετανάστευσης, ακριβώς όπως πρέπει να μπει κάποιος φραγμός στην εκμετάλλευση των μεταναστών από επιτήδειους και μη;
3) Με αυτά και με άλλα, το θέμα του ασύλου έχει γίνει πιο ευάλωτο από ποτέ. Και βεβαίως δεν υπάρχει προοδευτικός άνθρωπος που να μην πιστεύει στην αξία του πανεπιστημιακού ασύλου, μόνο που το άσυλο δεν μπορεί να είναι ένα είδος εκκλησίας, ένα είδος καθαρτηρίου, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιείται από τον οποιονδήποτε αισθάνεται πολιορκημένος ή αδικημένος. Αν κάποιος σκοτώσει τη μάνα του και καταφύγει στο Πολυτεχνείο, το άσυλο δεν μπορεί να ισχύει γι' αυτόν. Υπεράσπιση λοιπόν του ασύλου αλλά και οριοθέτησή του (κάτι που προβλέπεται από νόμο αλλά εδώ και χρόνια, για λόγους ευθυνοφοβίας, δεν γίνεται).
4) Ακόμα πιο ευάλωτη είναι πλέον η ελληνική κοινωνία με τους θεσμούς της. Μια καλοπροαίρετη ή όχι ομάδα μπορεί σε λίγες ώρες να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό. Άμυνες, η σύγχρονη των Ελλήνων πολιτεία, δεν έχει.
5) Η ελληνική δεξιά βλέπει το μεταναστευτικό ως πονηρή κίνηση στο αντιπολιτευτικό της παιχνίδι. Κι αναλαμβάνει μια ιστορική ευθύνη. Σε μια χώρα που σε γενικές γραμμές υπήρχε παλιότερα μια κουλτούρα ανοχής, η ελληνική δεξιά πάει να συνταχθεί με δυνάμεις που στην Ευρώπη είναι δακτυλοδειχτούμενες ως άκρως επικίνδυνες για τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες.
Η Φαραντούρη τραγουδάει Γκάτσο
Ευτυχώς κάποια πράγματα γίνονται ακόμα σε αυτή τη χώρα. Όχι από κυβερνήσεις, υπουργεία, θεσμούς, αλλά κυρίως από την προσωπική πρωτοβουλία, από κάποιους καλλιτέχνες που προσπαθούν να κρατήσουν αναμμένο ένα μικρό φως στο ομιχλώδες τοπίο που μας περιβάλλει.
Οι Σταύρος Ξαρχάκος και Έλλη Πασπαλά πριν λίγο καιρό, οι Μαρία Φαραντούρη και Αλκίνοος Ιωαννίδης πριν μερικές μέρες, θυμήθηκαν τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Γκάτσου. Δίνοντάς μας την ευκαιρία να θυμηθούμε πόσο σπουδαίος ποιητής υπήρξε, και πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε στην έμπνευση των σπουδαιότερων συνθετών μας.
Κατάμεστο, λοιπόν, το Μέγαρο Μουσικής για τις δύο συναυλίες που έδωσε η Μαρία Φαραντούρη με τους συνεργάτες της την εβδομάδα που μας πέρασε. Στο πόντιουμ ο Μίλτος Λογιάδης, διηύθυνε μια ορχήστρα που δεν έκρυβε τις χατζιδακικές της καταβολές. Σε δύο τραγούδια (το ένα, από την ημιτελή «Αμοργό», ήταν από τις πιο ωραίες στιγμές της βραδιάς) έπαιξε πιάνο η Ντόρα Μπακοπούλου. Μαζί με τη Φαραντούρη τραγούδησε, εκτός από τον Ιωαννίδη, ο Βασίλης Γισδάκης, από το πιο τυπικές φωνές επίσης χατζηδακικού ύφους μπορεί να ακούσει κανείς σήμερα στην Ελλάδα (μεταξύ άλλων τραγούδησε τους τελευταίους στίχους που έγραψε ο Γκάτσος για τον Χατζιδάκι πάνω στη μουσική ενός θέματος από το «Αμέρικα-Αμέρικα»).
Τη μερίδα του λέοντος στο πρόγραμμα είχαν, φυσικά, τα τραγούδια του Χατζιδάκι. Σε αντίθεση όμως με τις συναυλίες Ξαρχάκου, εδώ δόθηκε μεγάλη έμφαση και στον θεοδωρακικό Γκάτσο. Και δεν είναι τυχαίο ότι το μεγαλύτερο ίσως χειροκρότημα της βραδιάς κέρδισε η Φαραντούρη με τη «Μυρτιά», τραγούδι που στη δεκαετία του '60 ήταν μάλλον το δημοφιλέστερο τραγούδι του Μίκη αλλά είχε χρόνια πολλά να ακουστεί. Το φινάλε ανήκε στον Ξαρχάκο και στο «Ρεμπέτικο», ιδιαίτερα στο «Δίχτυ», από τους ωραιότερους κατά τη γνώμη μου στίχους που έγραψε ποτέ ο Γκάτσος.
Στις εκπλήξεις της βραδιάς και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. Συνήθως ο Ιωαννίδης σε κερδίζει με την παρουσία του, το ήθος του, και κάποια τραγούδια που του «πάνε». Εδώ, όχι μόνο στάθηκε πολύ καλά δίπλα στην πάντα υπέροχη Φαραντούρη (πράγμα, βεβαίως, κάθε άλλο παρά εύκολο) αλλά έδειξε και μια ερμηνευτική γκάμα μεγαλύτερη από αυτή που επιδεικνύει συνήθως: θα τον θυμάμαι στο πόσο έξοχα τραγούδησε το θεοδωρακικό «Το όνειρο καπνός» και το ξαρχακικό «Καίγομαι-καίγομαι», χαρίζοντας μια δωρικότητα σε ένα τραγούδι που έχει ταλαιπωρηθεί από εύκολες τσιφτετολοειδείς ερμηνείες.
(Κάτι γίνεται στην Αθήνα τον τελευταίο καιρό: ο Ξαρχάκος σκίζει στο Gazarte, ο Κραουνάκης μαγεύει το κοινό του στην Αθηναϊδα, η Φαραντούρη κατορθώνει να γεμίσει ασφυκτικά για δυο βραδιές τη μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου, και να πιέζεται να δώσει άλλες δύο τουλάχιστον συναυλίες. Ο κόσμος ξαναζητά το καλό τραγούδι, ξαναζητά γενικότερα μια ψυχαγωγία που δεν θα είναι φτηνοδιασκέδαση. Μόνο οι δισκογραφικές εταιρείες, όσες έχουν απομείνει, δεν έχουν καταλάβει ακόμα τίποτα).
Μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση βιβλίου
Χαρές μεγάλες πρέπει να ένιωσαν επίσης ο Νίκος Μπίστης με τον Νίκο Γκιώνη, από τις Εκδόσεις Πόλις, την περασμένη Τετάρτη όταν γέμισαν ασφυκτικά το αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη (Πειραιώς) για την παρουσίαση του βιβλίου του πρώτου «Προχωρώντας και αναθεωρώντας». Ήταν μια θερμή βραδιά: θερμό χειροκρότημα, θερμές ομιλίες, θερμό το πολιτικό κλίμα που μοιραία κυριαρχούσε στην αίθουσα.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Μπίστης έγραψε ένα ωραίο βιβλίο με τίτλο «Προχωρώντας και αναθεωρώντας» (τίτλος που από μόνος του λέει πολλά: δεν αποφεύγει τη λέξη «αναθεώρηση» όπως την αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι όσοι πέρασαν από το ΚΚΕ (πόσο μάλλον αυτοί που βρίσκονται εκεί ακόμα) και δεν κρύβει μια νότα αυτοσαρκασμού για μια πολιτική πορεία που άλλαξε πολλούς σταθμούς, και δεν έχει φτάσει βεβαίως ακόμα στο τέρμα...). Δεν είναι ακριβώς αυτοβιογραφία, είναι η καταγραφή των τελευταίων σαράντα χρόνων ελληνικής ιστορίας μέσα από την προσωπική ματιά και τα βιώματα του συγγραφέα. Είναι, ακόμα, ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο που καμιά σχέση δεν έχει με τον ξύλινο λόγο που χρησιμοποιούν κατά κανόνα οι Έλληνες πολιτικοί. Είναι, τέλος, ένα βιβλίο που λύνει αρκετές απορίες για την κάθε περίοδο που διατρέχει: απορίες που αφορούν το «μικροκλίμα» κομμάτων και κινήσεων, «μικροκλίμα» που όμως εξηγεί πολλές καταστάσεις που δεν εξηγούνται μονάχα με μια επίσημη ιστορική καταγραφή, που ούτως ή άλλως δεν έχει ακόμα γίνει.
Το βιβλίο παρουσίασαν ο Γιάννης Μεϊμάρογλου (μίλησε για τα κουκουέδικα χρόνια του Μπίστη και έπαιξε τον ρόλο του προέδρου του πάνελ κερδίζοντας εύκολα το κοινό του Μπενάκη με το χιούμορ του), η Ελισάβετ Κοτζιά (αναφέρθηκε στην ποιότητα της γραφής του Μπίστη), ο Γιάννης Βούλγαρης (μίλησε για την «ανανεωτική» φάση του Μπίστη αλλά, ως καλός αναλυτής που είναι, έδωσε μια γενικότερη εικόνα της εποχής) και ο Γιώργος Φλωρίδης (ο λιγότερο καλός όλων: έπρεπε να αναλύσει τα χρόνια του Μπίστη στο ΠΑΣΟΚ αλλά δεν τόλμησε, αρκέστηκε σε μια δήλωση πίστης στον Κώστα Σημίτη που ήταν ταυτόχρονα μια προσπάθεια από την πλευρά των «εκσυγχρονιστών» του ΠΑΣΟΚ να υπενθυμίσει ότι «εδώ είμαστε κι εμείς»). Ο πέμπτος ομιλητής της βραδιάς, ο νέος δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, δεν μπόρεσε τελικά να έρθει λόγω της κατάληψης της Νομικής από τους μετανάστες.
Ο ίδιος ο Μπίστης, στη μικρή ευχαριστήρια ομιλία του, αποκάλυψε ένα ταλέντο του: το ταλέντο του αυτοσαρκασμού, ταλέντο πολύ σημαντικό για όποιον γυρίζει και κοιτάζει προς το παρελθόν, και θέλει να καταγράψει όσα έζησε. Βοηθάει σε μια ήπια, αντιδογματική κρίση των πραγμάτων αλλά και στην αποφυγή κάθε επικίνδυνης αυτολογοκρισίας.
Από τους πρωταγωνιστές της βραδιάς, παρότι δεν άνοιξε το στόμα του, ο Κώστας Σημίτης (μόνος παρών στην εκδήλωση από την κυβέρνηση ο Ευάγγελος Βενιζέλος). Καταχειροκροτήθηκε πολλές φορές, και το χειροκρότημα έμοιαζε με προειδοποίηση στον Γιώργο Παπανδρέου: Μην πειράξεις τον πρώην πρωθυπουργό· όχι μόνο θα φας τα μούτρα σου, όπως άλλοι τα έφαγαν με τον πατέρα σου, αλλά θα κάνεις και κακό σε μια παράταξη που στις τάξεις της έχει πολλούς και μαχητικούς εκσυγχρονιστές...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.