Σκέψεις για την πανεπιστημιακή πολιτική του μέλλοντός μας
Γιάννης Παπαθεοδώρου, The Books’ Journal 3 (2011), 22/12/2010
1. Διαβούλευση : συναίνεση ή διάλογος ;Τον τελευταίο καιρό, και με αφορμή το προβληματικό κυβερνητικό «Κείμενο Διαβούλευσης» για τη μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ξεκίνησε στα Τμήματα, στους συλλόγους, στις Συγκλήτους αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο χώρο μια γόνιμη διαδικασία διαλόγου με στόχο τη συγκρότηση μιας ακαδημαϊκής πρότασης για την επιβίωση και την ανάπτυξη του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, μέσα σε συνθήκες της οικονομικής κρίσης. Είναι ίσως η πρώτη φορά που, μετά το «νόμο-πλαίσιο» του 1982, το πανεπιστήμιο αναστοχάζεται κριτικά τον εαυτό του : τις αδράνειές του, τις συντεχνιακές εξαρτήσεις του, τις στρεβλώσεις της αυτοδιοίκητης λειτουργίας του, την ακαμψία του αλλά και τα επιτεύγματά του, τις επιδόσεις του, την επιστημονική δυναμική του. Είναι, επίσης, η πρώτη φορά που, με ευθύνη του αρμόδιου Υπουργείου, η συζήτηση αυτή διεξάγεται μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης απαξίωσης και σχεδόν καθημερινής αρνητικής προπαγάνδας προκειμένου να πληγεί το ακαδημαϊκό αλλά και το κοινωνικό κύρος του δημόσιου πανεπιστημίου.
Ως τώρα, πάντως, οι αντιδράσεις απέναντι στις προτεινόμενες αλλαγές μπορούν, συμβατικά έστω, να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες. Η μια περιλαμβάνει το βροντερό «όχι σε όλα» ∙ πρόκειται για το γνωστό αμυντικό δόγμα που, σε διάφορες παραλλαγές, επαναλαμβάνει μονότονα τη νοσταλγία για ένα αρχαϊκό ανεπιστήμιο αποκομμένο από τις εξελίξεις και τη διεθνή πραγματικότητα ∙ ένα πανεπιστήμιο που θα μοιάζει είτε με προκεχωρημένο φυλάκιο της ταξικής σύγκρουσης απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό είτε με φέουδο κλειστών ομάδων εξουσίας. Η άλλη κατηγορία περιλαμβάνει όσες και όσους έσπευσαν, στο όνομα μιας αφελούς προτυποποίησης, να χαιρετίσουν τις προτεινόμενες αλλαγές, διακηρύσσοντας τη βαρύγδουπη κοινοτοπία ότι «έτσι συμβαίνει κι αλλού». Σύμφωνοι ∙ μόνο που «αλλού» έχει ήδη αρχίσει και κοστίζει πολύ ακριβά η μετατροπή της «κοινωνία της γνώσης» σε μια διαχειριστική εργαλειοποίηση και εμπορευματοποίηση της γνώσης. Η τρίτη κατηγορία, τέλος, περιλαμβάνει ένα ευρύ ακαδημαϊκό τόξο (Τμήματα, Σύγκλητοι, Σύνοδος Πρυτάνεων, ΠΟΣΔΕΠ), που πρόσφατα κατέθεσε μια μεταρρυθμιστική πρόταση, με άξονα ένα πανεπιστήμιο που αυτοδιοικείται, αξιολογείται και λογοδοτεί στην ελληνική κοινωνία. Με αποχρώσεις και παραλλαγές, η πανεπιστημιακή αντι-πρόταση επιμένει στη διαμόρφωση στρατηγικών που θα διασφαλίζουν την ήπια μετάβαση στο νέο περιβάλλον του πανεπιστημίου, με πολιτικές εγγυήσεις και ακαδημαϊκά κριτήρια. Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι η τελική αξιολόγηση και σύνθεση των προτάσεων θα οδηγήσει σε ένα λειτουργικό «νόμο-πλαίσιο», που θα έχει ενσωματώσει και τη φωνή της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η μεταρρύθμιση του πανεπιστημίου, η μεταρρύθμιση, δηλαδή, ενός θεσμού που επηρεάζει το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό μέλλον της χώρας δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην ισχυρή νομιμοποίηση και στη συλλογική βούληση του ανθρώπινου δυναμικού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν εννοώ απλώς ότι χρειάζεται συναίνεση. Στις μέρες μας, άλλωστε, η αναγκαία έμφαση στη συναίνεση – ιδίως σε θέματα παιδείας - συνήθως συσκοτίζει την άλλη ικανή και αναγκαία συνθήκη της δημοκρατικής αντιπαράθεσης : τη διαφωνία ως προς το νόημα αλλά και την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων. Στη συγκεκριμένη διαδικασία διαβούλευσης, πάντως, η διαφωνία είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλιστούν οι διαφορετικές μορφές ταύτισης με το πολιτικό διακύβευμα της μεταρρύθμισης. Επιμένω, λοιπόν, πως η συναίνεση για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση προϋποθέτει αυτή τη διαφωνία γιατί ο ενοποιητικός της ρόλος δεν μπορεί να βασίζεται τόσο στην αφελή προσχώρηση των δρώντων υποκειμένων σε ορισμένα ευκαιριακά και ομογενοποιητικά στερεότυπα (ρηχός μεταρρυθμισμός) όσο στο δυνητικό και συγκρουσιακό ανταγωνισμό θέσεων που προσδιορίζουν τη σύγχρονη και μελλοντική ταυτότητά του πανεπιστημίου.
Υποστηρίζω, λοιπόν, πως η επιτυχία του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος θα κριθεί από τη συγκατάθεση της ακαδημαϊκής κοινότητας, η οποία θα πρέπει να αναγνωρίζει στο νέο νομοσχέδιο τα πολιτικά της χαρακτηριστικά, το αξιακό της σύστημα, τις ακαδημαϊκές και επιστημονικές της παραδόσεις, τους ορατούς στόχους του εκσυγχρονισμού της. Κάθε άλλη λύση θα ήταν εκβιαστική και, πάντως, μετέωρη. Από αυτή την άποψη, το «Κείμενο Διαβούλευσης» οφείλει, πριν απ’ όλα, να κριθεί πολιτικά, ακριβώς γιατί εγείρει μείζονα ζητήματα «πανεπιστημιακής πολιτικής», που εκκινούν από την ίδια την πολυπλοκότητα της δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας στο χώρο του πανεπιστημίου. Θα αναφερθώ συνοπτικά στον κατεξοχήν προβληματικό άξονα του «Κειμένου Διαβούλευσης» (το μοντέλο διοίκησης), ελπίζοντας ότι αυτή η κριτική μπορεί να συμβάλει σε έναν ουσιώδη διάλογο, πέραν του ηθικοπλαστικού και περιπτωσιολογικού λόγου περί «ασθένειας» του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου.
2. Αυτοδιοίκηση ή «μοντέλα διοίκησης» : το χαμένο κέντρο της «μεταρρύθμισης».
Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα. Η τελική πρόταση για τη μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν μπορεί να αλλοιώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς πανεπιστημιακής εκπροσώπησης, έτσι όπως αυτοί περιγράφονται στο περίφημο άρθρο 16 του Συντάγματος. Η ύποπτη προχειρότητα του «Κειμένου Διαβούλευσης», καθώς και οι παραινετικοί τόνοι του υπουργείου για να συζητήσουμε τις προτεινόμενες αλλαγές ερήμην της συνταγματικής αρχής της πλήρους αυτοδιοίκησης που ορίζει ο νομοθέτης για το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, είναι μια παγίδα που υποβαθμίζει τη διαδικασία του διαλόγου. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι οι όροι και η ορολογία της συζήτησης, έτσι όπως τέθηκαν από το υπουργείο (το «μοντέλο διοίκησης»), προϋποθέτουν ήδη ένα βαθμό αποξένωσης των μελών της κοινότητας από τα όργανα της αυτοδιοίκησής τους. Τα όσα ανεκδιήγητα αναφέρονται στο «Κείμενο Διαβούλευσης» για τις διαδικασίες διοίκησης και ελέγχου εγείρουν σοβαρά ζητήματα για το αν και κατά πόσο είναι επιτρεπτή η συμμετοχή στα όργανα διοίκησης προσώπων διορισμένων από τρίτους φορείς εκτός πανεπιστημιακής κοινότητας, για τις διαδικασίες ανάδειξης του πρύτανη με άλλον τρόπο πέραν της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας και τέλος, για το αν και κατά πόσο είναι επιτρεπτή η αποψίλωση των αρμοδιοτήτων της Συγκλήτου ως ανωτάτου οργάνου συλλογικής αυτοδιοίκησης. Άλλοι, σαφώς αρμοδιότεροι από μένα, έχουν ήδη εκφράσει τις αντιρρήσεις επί της συνταγματικής αξιολόγησης των προτάσεων του υπουργείου, επιμένοντας ότι το συμμετοχικό υπόβαθρο της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης αποτελεί συστατικό στοιχείο της ίδιας της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Δεν θα αναφερθώ αναλυτικά σε τέτοια ζητήματα, μολονότι τα θεωρώ πολύ πιο σοβαρά από το πόσες ώρες θα διδάσκεται ο Παλαμάς, ή σε ποιο «πρόγραμμα σπουδών» θα ενταχτεί το «μάρκετινγκ αγροτικών προϊόντων». Θα αρκεστώ, ωστόσο, στο να υπενθυμίσω ότι η έννοια της ισχυρής αυτοδιοίκησης καθώς και η ακαδημαϊκή, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των ΑΕΙ αποτελούσε το σκληρό πυρήνα της πρότασης της ανανεωτικής αριστεράς, έτσι όπως αυτή διατυπώθηκε από τον αείμνηστο Λευτέρη Παπαγιαννάκη.[1] Προφανώς, σήμερα, η ισχυρή αυτοδιοίκηση πρέπει να εμπλουτιστεί με θεσμούς διαρκούς αξιολόγησης, διαφάνειας και κοινωνικής λογοδοσίας. Μόνο που αυτός ο εμπλουτισμός δεν πρέπει να καταλήξει σε φαινόμενα ετερο-διοίκησης και αλλοίωσης της δημοκρατικής εκπροσώπησης.
3. Η αυτοδιοίκηση ως σημείο επανεκκίνησης του μεταρρυθμιστικού σχεδίου
Η κατοχυρωμένη αυτονομία του πανεπιστημίου δεν κινδυνεύει από την επινόηση μιας ετερονομίας (π.χ. από τα «Συμβούλια Διοίκησης» που τόσο αβασάνιστα ταυτίστηκαν με την έννοια της «κοινωνικής λογοδοσίας») αλλά από το βαθμό υπαγωγής αυτής της ετερότητας στον «καθολικό εαυτό» του πανεπιστημίου. Σε ποιο μέτρο και σε ποιο βαθμό, άραγε, μπορεί αυτή η εξωτερικότητα να ενταχθεί οργανικά στην ίδια τη δημοκρατική πολιτική του πανεπιστημίου ; Δυστυχώς, στο δημόσιο λόγο η επίκληση της ετερονομίας συνοδεύεται προς το παρόν με τα κενά σημαίνοντα της «τάξης», του «ελέγχου», της «συμμετοχής της κοινωνίας» κλπ. Για την πανεπιστημιακή πολιτική, ωστόσο, το ιδιαίτερο περιεχόμενο που μπορεί να λάβουν αυτά τα κενά σημαίνοντα δεν μπορεί παρά να είναι συναρθρωμένο με την ίδια την έννοια της αυτονομίας, της αυτοτέλειας και της αυτοδιοίκησης. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να βρούμε «γλώσσες μετάφρασης», που θα εξασφαλίζουν, έστω και αφαιρετικά έναν υψηλό βαθμό δημοκρατικής εκπροσώπησης, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή. Περιττό να πω ότι το «Κείμενο Διαβούλευσης», όχι μόνο δεν λέει τίποτε ουσιαστικό για όλα αυτά αλλά δημιουργεί σκόπιμες συγχύσεις που εξωθούν τη «μεταρρύθμιση» σε ένα χώρο εκτός συνταγματικού δικαίου, στις γκρίζες ζώνες της δημοκρατικής νομιμότητας.
Προχειρότητα ή σκοπιμότητα ; Ό,τι κι αν διαλέξει κανείς το πρόβλημα παραμένει. Από τα παραπάνω, ελπίζω να έχει γίνει κατανοητό ότι η έμφαση στην πλήρη και ισχυρή αυτοδιοίκηση δεν είναι ένας νομικός φορμαλισμός αλλά το σημείο επανεκκίνησης κάθε μεταρρυθμιστικού σχεδίου. Η ακαδημαϊκή διακυβέρνηση συνδέεται άμεσα με ζητήματα αυτοδιοίκησης, ακριβώς επειδή εκεί αποκρυσταλλώνονται τα θέματα της ακαδημαϊκής ελευθερίας, της δυναμικής και της ανάπτυξης του πανεπιστημίου. Η ενδεχομενική σύνδεση αυτής της διακυβέρνησης με όργανα εξωτερικού ελέγχου και λογοδοσίας δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση να σημαίνει ετεροδιοίκηση, γιατί έτσι καταλύεται η καθολική αντιπροσώπευση των μελών της κοινότητας. Πολύ φοβάμαι ότι όσοι ονειρεύονται «εξωτερικούς πρυτάνεις» και «εξωτερικούς ελεγκτές» θα πρέπει να σκεφτούν ότι για να διασφαλιστεί ο δημόσιος έλεγχος και η κοινωνική λογοδοσία θα πρέπει οι προτεινόμενες αλλαγές να γίνουν «στη βάση ενός ευκρινούς καταμερισμού αρμοδιοτήτων και μιας ουσιαστικής συμμετοχής εκλεγέντων αντιπροσώπων απ’ όλα τα συνιστάμενα μέρη του πανεπιστημίου». [2]Αυτό που ενδιαφέρει είναι κυρίως η αναβάθμιση της αυτοδιοίκησης από «ιθύνουσες ομάδες υψηλών προδιαγραφών», (με τη συμμετοχή και εξωτερικών μελών που λόγω ειδικών γνώσεων θα μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της διοίκησης), σε άμεση συνάρτηση με τα επιμέρους διακυβεύματα που τέμνουν διοικητικά και ακαδημαϊκά «τα διαφορετικά συνιστάμενα μέρη της κοινότητας».[3] Για αυτό το αυτοδιοίκητο, το χαμένο κέντρο της «μεταρρύθμισης», δεν μπορεί παρά να είναι η «κόκκινη γραμμή» του πανεπιστημίου.
Υποστηρίζω, λοιπόν, πως η επιτυχία του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος θα κριθεί από τη συγκατάθεση της ακαδημαϊκής κοινότητας, η οποία θα πρέπει να αναγνωρίζει στο νέο νομοσχέδιο τα πολιτικά της χαρακτηριστικά, το αξιακό της σύστημα, τις ακαδημαϊκές και επιστημονικές της παραδόσεις, τους ορατούς στόχους του εκσυγχρονισμού της. Κάθε άλλη λύση θα ήταν εκβιαστική και, πάντως, μετέωρη. Από αυτή την άποψη, το «Κείμενο Διαβούλευσης» οφείλει, πριν απ’ όλα, να κριθεί πολιτικά, ακριβώς γιατί εγείρει μείζονα ζητήματα «πανεπιστημιακής πολιτικής», που εκκινούν από την ίδια την πολυπλοκότητα της δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας στο χώρο του πανεπιστημίου. Θα αναφερθώ συνοπτικά στον κατεξοχήν προβληματικό άξονα του «Κειμένου Διαβούλευσης» (το μοντέλο διοίκησης), ελπίζοντας ότι αυτή η κριτική μπορεί να συμβάλει σε έναν ουσιώδη διάλογο, πέραν του ηθικοπλαστικού και περιπτωσιολογικού λόγου περί «ασθένειας» του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου.
2. Αυτοδιοίκηση ή «μοντέλα διοίκησης» : το χαμένο κέντρο της «μεταρρύθμισης».
Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα. Η τελική πρόταση για τη μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν μπορεί να αλλοιώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς πανεπιστημιακής εκπροσώπησης, έτσι όπως αυτοί περιγράφονται στο περίφημο άρθρο 16 του Συντάγματος. Η ύποπτη προχειρότητα του «Κειμένου Διαβούλευσης», καθώς και οι παραινετικοί τόνοι του υπουργείου για να συζητήσουμε τις προτεινόμενες αλλαγές ερήμην της συνταγματικής αρχής της πλήρους αυτοδιοίκησης που ορίζει ο νομοθέτης για το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, είναι μια παγίδα που υποβαθμίζει τη διαδικασία του διαλόγου. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι οι όροι και η ορολογία της συζήτησης, έτσι όπως τέθηκαν από το υπουργείο (το «μοντέλο διοίκησης»), προϋποθέτουν ήδη ένα βαθμό αποξένωσης των μελών της κοινότητας από τα όργανα της αυτοδιοίκησής τους. Τα όσα ανεκδιήγητα αναφέρονται στο «Κείμενο Διαβούλευσης» για τις διαδικασίες διοίκησης και ελέγχου εγείρουν σοβαρά ζητήματα για το αν και κατά πόσο είναι επιτρεπτή η συμμετοχή στα όργανα διοίκησης προσώπων διορισμένων από τρίτους φορείς εκτός πανεπιστημιακής κοινότητας, για τις διαδικασίες ανάδειξης του πρύτανη με άλλον τρόπο πέραν της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας και τέλος, για το αν και κατά πόσο είναι επιτρεπτή η αποψίλωση των αρμοδιοτήτων της Συγκλήτου ως ανωτάτου οργάνου συλλογικής αυτοδιοίκησης. Άλλοι, σαφώς αρμοδιότεροι από μένα, έχουν ήδη εκφράσει τις αντιρρήσεις επί της συνταγματικής αξιολόγησης των προτάσεων του υπουργείου, επιμένοντας ότι το συμμετοχικό υπόβαθρο της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης αποτελεί συστατικό στοιχείο της ίδιας της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Δεν θα αναφερθώ αναλυτικά σε τέτοια ζητήματα, μολονότι τα θεωρώ πολύ πιο σοβαρά από το πόσες ώρες θα διδάσκεται ο Παλαμάς, ή σε ποιο «πρόγραμμα σπουδών» θα ενταχτεί το «μάρκετινγκ αγροτικών προϊόντων». Θα αρκεστώ, ωστόσο, στο να υπενθυμίσω ότι η έννοια της ισχυρής αυτοδιοίκησης καθώς και η ακαδημαϊκή, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των ΑΕΙ αποτελούσε το σκληρό πυρήνα της πρότασης της ανανεωτικής αριστεράς, έτσι όπως αυτή διατυπώθηκε από τον αείμνηστο Λευτέρη Παπαγιαννάκη.[1] Προφανώς, σήμερα, η ισχυρή αυτοδιοίκηση πρέπει να εμπλουτιστεί με θεσμούς διαρκούς αξιολόγησης, διαφάνειας και κοινωνικής λογοδοσίας. Μόνο που αυτός ο εμπλουτισμός δεν πρέπει να καταλήξει σε φαινόμενα ετερο-διοίκησης και αλλοίωσης της δημοκρατικής εκπροσώπησης.
3. Η αυτοδιοίκηση ως σημείο επανεκκίνησης του μεταρρυθμιστικού σχεδίου
Η κατοχυρωμένη αυτονομία του πανεπιστημίου δεν κινδυνεύει από την επινόηση μιας ετερονομίας (π.χ. από τα «Συμβούλια Διοίκησης» που τόσο αβασάνιστα ταυτίστηκαν με την έννοια της «κοινωνικής λογοδοσίας») αλλά από το βαθμό υπαγωγής αυτής της ετερότητας στον «καθολικό εαυτό» του πανεπιστημίου. Σε ποιο μέτρο και σε ποιο βαθμό, άραγε, μπορεί αυτή η εξωτερικότητα να ενταχθεί οργανικά στην ίδια τη δημοκρατική πολιτική του πανεπιστημίου ; Δυστυχώς, στο δημόσιο λόγο η επίκληση της ετερονομίας συνοδεύεται προς το παρόν με τα κενά σημαίνοντα της «τάξης», του «ελέγχου», της «συμμετοχής της κοινωνίας» κλπ. Για την πανεπιστημιακή πολιτική, ωστόσο, το ιδιαίτερο περιεχόμενο που μπορεί να λάβουν αυτά τα κενά σημαίνοντα δεν μπορεί παρά να είναι συναρθρωμένο με την ίδια την έννοια της αυτονομίας, της αυτοτέλειας και της αυτοδιοίκησης. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να βρούμε «γλώσσες μετάφρασης», που θα εξασφαλίζουν, έστω και αφαιρετικά έναν υψηλό βαθμό δημοκρατικής εκπροσώπησης, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή. Περιττό να πω ότι το «Κείμενο Διαβούλευσης», όχι μόνο δεν λέει τίποτε ουσιαστικό για όλα αυτά αλλά δημιουργεί σκόπιμες συγχύσεις που εξωθούν τη «μεταρρύθμιση» σε ένα χώρο εκτός συνταγματικού δικαίου, στις γκρίζες ζώνες της δημοκρατικής νομιμότητας.
Προχειρότητα ή σκοπιμότητα ; Ό,τι κι αν διαλέξει κανείς το πρόβλημα παραμένει. Από τα παραπάνω, ελπίζω να έχει γίνει κατανοητό ότι η έμφαση στην πλήρη και ισχυρή αυτοδιοίκηση δεν είναι ένας νομικός φορμαλισμός αλλά το σημείο επανεκκίνησης κάθε μεταρρυθμιστικού σχεδίου. Η ακαδημαϊκή διακυβέρνηση συνδέεται άμεσα με ζητήματα αυτοδιοίκησης, ακριβώς επειδή εκεί αποκρυσταλλώνονται τα θέματα της ακαδημαϊκής ελευθερίας, της δυναμικής και της ανάπτυξης του πανεπιστημίου. Η ενδεχομενική σύνδεση αυτής της διακυβέρνησης με όργανα εξωτερικού ελέγχου και λογοδοσίας δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση να σημαίνει ετεροδιοίκηση, γιατί έτσι καταλύεται η καθολική αντιπροσώπευση των μελών της κοινότητας. Πολύ φοβάμαι ότι όσοι ονειρεύονται «εξωτερικούς πρυτάνεις» και «εξωτερικούς ελεγκτές» θα πρέπει να σκεφτούν ότι για να διασφαλιστεί ο δημόσιος έλεγχος και η κοινωνική λογοδοσία θα πρέπει οι προτεινόμενες αλλαγές να γίνουν «στη βάση ενός ευκρινούς καταμερισμού αρμοδιοτήτων και μιας ουσιαστικής συμμετοχής εκλεγέντων αντιπροσώπων απ’ όλα τα συνιστάμενα μέρη του πανεπιστημίου». [2]Αυτό που ενδιαφέρει είναι κυρίως η αναβάθμιση της αυτοδιοίκησης από «ιθύνουσες ομάδες υψηλών προδιαγραφών», (με τη συμμετοχή και εξωτερικών μελών που λόγω ειδικών γνώσεων θα μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της διοίκησης), σε άμεση συνάρτηση με τα επιμέρους διακυβεύματα που τέμνουν διοικητικά και ακαδημαϊκά «τα διαφορετικά συνιστάμενα μέρη της κοινότητας».[3] Για αυτό το αυτοδιοίκητο, το χαμένο κέντρο της «μεταρρύθμισης», δεν μπορεί παρά να είναι η «κόκκινη γραμμή» του πανεπιστημίου.
----
[1] Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Αντιπρόταση. Οργάνωση και Λειτουργία της Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, ΑΡΣΗ / Πλέθρον, 2009. Χρειάζεται, άραγε, να υπενθυμίσω ότι η πρόταση αυτή έχασε την «ηγεμονική στιγμή» της, ακριβώς επειδή υπονομεύτηκε από εκείνο το κομμάτι της αριστεράς, που επέμενε στον «πόλεμο κινήσεων» και όχι στον «πόλεμο θέσεων» ;
[2] Νίκος Παναγιωτόπουλος (επιμ-πρλ.), Για την εκπαίδευση του μέλλοντος. Οι προτάσεις του Πιέρ Μπουντιέ, επιμέλεια κειμένων Καίτη Διαμαντάκου, επίμετρο Jean Claude Passeron, Νήσος, Αθήνα, 2004, σ. 142.
[3] Στο ίδιο, σ. 142.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.