Το χειρότερο που συνέβη στη μαρξιστική θεωρία δεν ήταν ούτε ο Λένιν ούτε ο Στάλιν. Δεν είναι καν ο Πολ-Ποτ. Ολες οι μεγάλες αφηγήσεις του κόσμου, αναπτύσσουν κάποια στιγμή καρκινικούς όγκους. Ακόμη και η μεγάλη θεωρία της αγάπης προς τον πλησίον, που ανέπτυξε ο Ιησούς, κατέληξε στην Ιερά Εξέταση, σε φριχτούς βασανισμούς των πλησίον και πολλάκις στο κάψιμο όσων βαφτίζονταν αιρετικοί. Το χειρότερο για τη μαρξιστική θεωρία είναι ότι κάποια στιγμή αποφάσισαν να ασχοληθούν μαζί της οι ψυχαναλυτές. Στη δεκαετία του ’60, αρκετοί (πρωτίστως στη Γαλλία και δευτερευόντως σε πολλές σχολές ανθρωπιστικών σπουδών των ΗΠΑ) αποφάσισαν να ερμηνεύσουν αυτό που ο Μαρξ θεωρούσε επιστημονικό έργο -αντάξιο των μεγάλων θεωριών του φυσικού κόσμου- με γλωσσολογικούς, λογοτεχνικούς και ψυχαναλυτικούς όρους.
Ετσι δημιουργήθηκε ένα μεταμαρξιστικό παλίμψηστο λογικής αυθαιρεσίας, στο πλαίσιο βέβαια της μεγάλης ανοησίας του μεταμοντερνισμού, ο οποίος σχηματικά μπορεί να αποδοθεί με το σόφισμα των παιδικών μας χρόνων: «το μπουζούκι είναι όργανο, ο αστυνομικός είναι όργανο, άρα ο αστυνομικός είναι μπουζούκι».Σ’ αυτό το ρεύμα σοφιστειών ανήκει και ο νέος σταρ της μεταμαρξιστικής θεωρίας Σλαβόι Ζίζεκ. Ο Σλοβένος ψυχαναλυτής και διδάκτωρ Φιλοσοφίας, στο νέο βιβλίο του «Βία, Εξι λοξοί στοχασμοί», δημιουργεί μια διάκριση μεταξύ «υποκειμενικής βίας» και «αντικειμενικής βίας». Η «υποκειμενική βία» είναι η βία που όλοι ξέρουμε - έχει αίμα, φρίκη, απώλεια αγαπημένων προσώπων. Η «αντικειμενική βία» είναι αυτό που λέγεται στους καφενέδες όλου του κόσμου, η «κακούργα κενωνία».
Ο Ζίζεκ δεν ορίζει την «αντικειμενική βία», απλώς με ιστορικά ανέκδοτα επιχειρεί να την περιγράψει. Ξεκινά με ένα παράδειγμα από τον αναγκαστικό εκπατρισμό μιας πλειάδας αντικομμουνιστών διανοουμένων από την ΕΣΣΔ το 1922. Ανάμεσά τους ήταν και ο φιλόσοφος Νικολάι Λόσκι, ο οποίος δεν μπορούσε να καταλάβει τη βία που ενέσκηψε στη Ρωσία των Μπολσεβίκων. «Τι είχαν κάνει ο Λόσκι και οι όμοιοί του; Οι γιοι του και οι φίλοι τους, όντας κληρονόμοι ό, τι καλύτερου είχε να προσφέρει η Ρωσία, βοηθούσαν να γεμίσει ο κόσμος με συζητήσεις για τη λογοτεχνία, τη μουσική και την τέχνη και ζούσαν μια ευγενή ζωή. Τι κακό υπήρχε σ’ αυτό;» (σ. σ.: Η αφήγηση, που παρατίθεται στο βιβλίο του Ζίζεκ, είναι από το: Lesley Chamberlain, «The philosophy steamer» («Το Ατμόπλοιο της Φιλοσοφίας»), εκδ. Atlantic Books)
Η διάγνωση του ψυχαναλυτή Ζίζεκ για τις απορίες του Λόσκι είναι η εξής: «Ενώ ο Λόσκι ήταν αναμφίβολα ένας ειλικρινής και καλοπροαίρετος άνθρωπος που πραγματικά νοιαζόταν για τους φτωχούς και προσπαθούσε να εκπολιτίσει τον ρώσικο τρόπο ζωής, μια τέτοια στάση προδίδει μια εκπληκτική έλλειψη ευαισθησίας ως προς τη συστημική βία... Μιλάμε εδώ για τη βία η οποία ενυπάρχει σε ένα σύστημα: όχι μόνο για την άμεση υλική βία, αλλά για τις πιο αδιόρατες μορφές καταναγκασμού που συντηρούν σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, περιλαμβανομένης και της απειλής της βίας. Οι Λόσκι και οι όμοιοί του ουσιαστικά “δεν έκαναν τίποτα κακό”. Δεν υπήρχε υποκειμενική φαυλότητα στη ζωή τους, μόνο το αθέατο φόντο αυτής της συστημικής βίας».
«Ελλειψη ευαισθησίας»Με άλλα λόγια «ο Λόσκι και οι όμοιοί του» δεν εξορίστηκαν για κάτι που έκαναν. Τιμωρήθηκαν γιατί υπήρχαν και δεν κατάλαβαν πόσο «κακούργα είναι η κενωνία». Επιπλέον δε, ο Ζίζεκ (ο οποίος σημειώνει: «προς αποφυγήν τυχόν παρεξηγήσεων σπεύδω να δηλώσω καθαρά ότι βρίσκω αυτήν την απόφαση να απελαθούν οι αντιμπολσεβίκοι διανοούμενοι απολύτως δικαιολογημένη») τους χρεώνει και με «εκπληκτική έλλειψη ευαισθησίας». Και εξόριστοι και αναίσθητοι! Ποιος είπε ότι ο μεταμοντερνισμός μπορεί να περιοριστεί από τους νόμους της λογικής; Ετσι κι αλλιώς για πολλούς τεχνίτες της παράκρουσης σαν τον Ζίζεκ και η τυπική λογική είναι προϊόν της συγκεκριμένης δυτικής κοινωνίας, οπότε μάλλον ασκεί μέρος αυτής της συστημικής βίας.
Το καλύτερο που μπορεί να ειπωθεί για τους λοξούς στοχασμούς του Ζίζεκ είναι ότι «αυτά μάς τα λένε κι άλλοι χωρίς να χρειαστεί να πληρώσουμε 19 ευρώ». Σε κάθε τοίχο της Αθήνας θα δει κανείς συνθήματα του τύπου «βία στη βία της εξουσίας», «βία στη βία του συστήματος», ακόμη και «βία στη βία των αυτοκινήτων». Η έννοια της βίας ξεχείλωσε τόσο πολύ που χωρά πλέον τα πάντα. Βίαιο θεωρείται ακόμη και το εκπαιδευτικό σύστημα, διότι υποχρεώνει τους μαθητές με ένα έστω χαλαρό σύστημα επιβραβεύσεων και τιμωριών, να διαβάζουν. Πολλές φορές και ο λόγος θεωρείται «βίαιος», γι’ αυτό τιμωρείται με πραγματική βία, είτε προπηλακισμούς ανθρώπων που εκφέρουν διαφορετική άποψη είτε με νομική καταστολή.
Φυσικά οι περισσότεροι που μιλούν για τη «βία» του συστήματος, της εκπαίδευσης κ. λπ. συνήθως ξεχωρίζουν την πραγματική βία (που έχει φυσικά αποτελέσματα), από την κακή κουβέντα που μπορεί να εκστομίσει κάποιος. Το πρόβλημα όμως είναι ότι στο μυαλό πολλών μικρών παιδιών και του Ζίζεκ αυτά τα πράγματα είναι αξεδιάλυτα. Ετσι διάφοροι χουλιγκάνοι απαντούν στη «βία» των αυτοκινήτων με εμπρησμούς, αντιμετωπίζουν τη «βία» της εκπαίδευσης, απαντούν με προπηλακισμούς καθηγητών κ. ο. κ. Από τη στιγμή που οι έννοιες ισοπεδώνονται, κανείς δεν μπορεί να είναι ασφαλής. Ολοι, ακόμη και ο φουκαράς ο Λόσκι που απλώς αγαπούσε τα γράμματα, μπορεί να είναι ένοχος για κάτι χωρίς να το ξέρει.
«Αλλόκοτη βία»Ο ψυχαναλυτής Ζίζεκ ξεκινώντας από τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την εμπορευματική παραγωγή καταλήγει ότι υπάρχει «η θεμελιακή συστημική βία του καπιταλισμού, μια βία πολύ πιο αλλόκοτη από οποιαδήποτε άμεση προκαπιταλιστική κοινωνιοϊδεολογική βία: η βία αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί σε συγκεκριμένα άτομα και στις “κακές” προθέσεις τους, αλλά είναι αμιγώς “αντικειμενική”, συστημική και ανώνυμη».
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι υπάρχει αυτή η «αλλόκοτη βία», την οποία μόνο ο Ζίζεκ και κάποιοι μεταμοντέρνοι μπορούν να αντιληφθούν. Τότε αφού, όπως γράφει ο Σλοβένος ψυχαναλυτής «η βία αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί σε συγκεκριμένα άτομα και στις “κακές” προθέσεις τους», τότε τα άτομα δεν μπορούν να ενοχοποιηθούν για κάτι που είναι «αμιγώς αντικειμενικό». Οχι! Το λοξόν του στοχασμού γίνεται ακόμη πιο λοξό και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά του Ζίζεκ με τους προηγούμενους ανορθολογικούς. Ενώ οι άλλοι μεταμοντέρνοι είναι ανεκτικοί, με την έννοια ότι θεωρούν ότι η συμπεριφορά των ατόμων είναι προϊόν των συνθηκών μέσα στις οποίες ζουν, για τον Ζίζεκ άπαντες κουβαλούν το προπατορικό αμάρτημα του καπιταλισμού και πρέπει να τιμωρηθούν· ακόμη και ο Λόσκι που «ήταν αναμφίβολα ένας ειλικρινής και καλοπροαίρετος άνθρωπος που πραγματικά νοιαζόταν για τους φτωχούς».
Πώς αιτιολογείται αυτή η συλλογική ενοχή; Με ένα ιστορικό ανέκδοτο από τη ζωή του ανθρώπου που ο Ζίζεκ θαυμάζει πάνω απ’ όλους: «Ο Ροβεσπιέρος σε εκείνους που παραπονιόνταν για τα αθώα θύματα της επαναστατικής τρομοκρατίας απάντησε: “Πάψτε να κραδαίνετε μπροστά στα μάτια μου το ματωμένο ένδυμα του τυράννου, ειδάλλως θα πιστέψω ότι θέλετε να ξαναρίξετε τη Ρώμη στα σίδερα». Στοχασμοί, όχι απλώς λοξοί, αλλά για τα σίδερα...
Οι ωδίνες τοκετού της ΙστορίαςΕχει χυθεί πάρα πολύ μελάνη (και δυστυχώς πολύ περισσότερο αίμα) από κάποια λόγια του Μαρξ, όπως τα μετέφερε στο «Αντι-ντύρινγκ» ο Φρίντριχ Ενγκελς: «η βία... είναι η μαμή, που από κάθε παλιά κοινωνία, ξεγεννά μια καινούργια κοινωνία». Αυτό, περιορίστηκε στο τσιτάτο «η βία είναι η μαμή της Ιστορίας» χρησιμοποιήθηκε από πολλούς για να δικαιολογηθούν ανείπωτα εγκλήματα στο όνομα της ιστορικής προόδου. Ηταν εκείνοι που έμαθαν τον Μαρξ από τα συνθήματα, αλλά σύμφωνα με την Χάνα Αρεντ δεν τον μελέτησαν για να τον κατανοήσουν.
«Ο Μαρξ», γράφει η Αρεντ, «είχε επίγνωση του ρόλου της βίας στην ιστορία, αλλά γι’ αυτόν ο ρόλος ήταν δευτερεύων· δεν είναι η βία που επέφερε το τέλος της παλιάς κοινωνίας, αλλά οι εγγενείς αντιφάσεις της. Τα ξεσπάσματα βίας προηγούνται της ανάδυσης μιας νέας κοινωνίας, αλλά δεν την προκαλούσαν, γι’ αυτό και ο Μαρξ τα παρομοίαζε με τις ωδίνες του τοκετού, οι οποίες προηγούνται μεν του γεγονότος της οργανικής γέννησης, αλλά φυσικά δεν το προκαλούν». Γι’ αυτό και ο Φρίντριχ Ενγκελς έγραφε το 1847: «Οτι όλες οι συνωμοσίες δεν είναι μόνο άχρηστες, αλλά και επιζήμιες. (Η Αριστερά ήξερε) πολύ καλά ότι οι επαναστάσεις δεν γίνονται εκ προθέσεως και αυθαίρετα, αλλά ότι ήσαν παντού και πάντοτε το αναγκαίο αποτέλεσμα συγκυριών εντελώς ανεξάρτητων από τη θέληση και την καθοδήγηση συγκεκριμένων κομμάτων και ολόκληρων τάξεων».
Ο Alfred North Whitehead είχε χαρακτηρίσει κάποτε ολόκληρη τη φιλοσοφική παράδοση της Δύσης ως «μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα». Κατ’ αντιστοιχία θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένα μεγάλο μέρος της μαρξιστικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα δεν είναι παρά μια σειρά παρανοήσεων του Καρλ Μαρξ.
Το άλλο «Ατμόπλοιο της φιλοσοφίας»Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι «ο Νικολάι Λόσκι και οι όμοιοί του» εκπατρίστηκαν με τη βία, υπάρχει και στην ελληνική Ιστορία ένα «Ατμόπλοιο της Φιλοσοφίας». Ηταν το πλοίο «Ματαρόα» με το οποίο διέφυγαν το 1945 στη Γαλλία 215 νέοι αριστεροί λογοτέχνες, επιστήμονες, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, κ. λπ. για να γλιτώσουν από πιθανές διώξεις, λόγω του Εμφυλίου. Ανάμεσά τους ήταν οι Κορνήλιος Καστοριάδης, Νίκος Σβορώνος, Εμμανουήλ Κριαράς, Ελλη Αλεξίου, Γιώργος Κανδύλης, Κωνσταντίνος Βυζάντιος κ. ά. Οπότε με τη λογική του Ζίζεκ και συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι οι εκπατρισθέντες ήταν αριστεροί, μπορούμε να πούμε ότι ο ανθός της νέας ελληνικής διανόησης έδειξε «μια εκπληκτική έλλειψη ευαισθησίας ως προς τη βία» που ασκούσε το ΚΚΕ κι έπρεπε να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. (πρβλ. Νέλλη Ανδρικοπούλου, «Το ταξίδι του Ματαρόα, 1945», εκδ. Εστία).
Διαβάστε- Σλαβόι Ζίζεκ, «Βία, έξι λοξοί στοχασμοί», εκδ. Scripta
- Hannah Arendt, «Περί βίας», εκδ. Αλεξάνδρεια
- Αντριου Σίνκλερ, «Ανατομία του τρόμου: Ιστορία της τρομοκρατίας», εκδ. Ωκεανίδα
Η βία υπάρχει και είναι ακατάσχετη και θα υπάρχει αέναα ως μια μορφή διαρκούς θυσίας:
ΑπάντησηΔιαγραφήκάθε επιλογή που κάνουμε θυσιάζει κάτι.
ο φιλόσοφος οφείλει να μιλάει γι αυτό που θυσιάστηκε, για τις δυνατότητες που χάθηκαν..
(επομένως δεν αρνείται την ανάγκη επιλογής: ατενίζει αυτό που θα μπορούσει να υπάρχει...)
Η αντικειμενική βία δεν είναι προϊόν του καπιταλισμού:
μας ξεπερνά και μας διαχέει, παντού και πάντα, σε κάθε ιστορική κοινωνία.
αλέξανδρος παπαδόπουλος