Του Λεωνίδα Καστανά
Κάτι κακό στήνεται και πάλι εκεί έξω για τα ελληνικά πανεπιστήμια. Ένας νέος κύκλος βίας φαίνεται ν’ αρχίζει. Και δεν είναι η βία που τρομάζει. Είναι ο αποπροσανατολισμός που επιχειρείται. Αντί η πανεπιστημιακή κοινότητα να συνεισφέρει ουσιαστικά στο διάλογο που ανοίγεται από την πολιτεία για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, θα καταλήξει να υπερασπίζεται αυτήν την ίδια την ύπαρξη των σχολών. Η επίθεση των μελών της ΚΝΕ στον πρόεδρο του τμήματος των μηχανολόγων στο ΑΠΘ, οι καταλήψεις αρκετών σχολών, η πορεία στο κέντρο της Αθήνας των φοιτητών της Φιλοσοφικής προμηνύουν ένα καυτό χειμώνα. Το 2008 φαίνεται να επαναλαμβάνεται και δεν θα είναι φάρσα. Mόνο που τώρα η οικονομική κρίση είναι σε εξέλιξη και ένας πόλεμος θα μετατρέψει τη χώρα σε ερείπια.
Η αφορμή είναι οι εξαγγελίες των κυβερνητικών παραγόντων στους Δελφούς περί αλλαγών στα ΑΕΙ, καθώς και οι διαρροές που τις συνοδεύουν, ως συνήθως. Οι αιτίες είναι πολλές και αλλού.
Τα «αριστερά» κόμματα και γκρούπες, αφού απέτυχαν να εξεγείρουν τον κόσμο κατά του μνημονίου και του Καλλικράτη, αφού είδαν στα ποσοστά τους να μην τσιμπάνε τίποτα από τη λαϊκή δυσαρέσκεια, και καθώς βιώνουν την αδιαφορία του λαού για το πανηγύρι των δημοτικών εκλογών, καταφεύγουν στο τελευταίο «επαναστατικό» τους οχυρό, το λεγόμενο φοιτητικό κίνημα.
Ο χώρος είναι προνομιακός, οι καιροί βοηθάνε, οι εξαγγελίες είναι θολές και συνάμα τολμηρές, ένα καλό μίγμα για ν΄ αρχίσει ο πόλεμος. Το ποιος θα νικήσει δεν έχει σημασία. Αυτός που θα χάσει θα είναι σίγουρα η τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το διακύβευμα σήμερα δεν είναι το άρθρο 16 και η ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, αλλά η δωρεάν παιδεία. Ξανά μανά από την αρχή δηλαδή, γυρνάμε στη δεκαετία του 60. Από τη διήθηση των εξαγγελιών, η «αριστερά» βλέπει και καλά στο φίλτρο της, την ιδιωτικοποίηση και την κατάργηση της δωρεάν παιδείας. Είναι μια κατασκευασμένη φαντασίωση του ΚΚΕ που προβάλλεται χρόνια τώρα και την οποία ενστερνίστηκαν και οι παραφυάδες του εντός και εκτός βουλής. Ο γνωστός φόβος απέναντι στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στην παραγωγικότητα και τον ανταγωνισμό. Το γνωστό κόμπλεξ, άρα και μίσος, σε ότι παράγεται, σε ότι αποφέρει κέρδος σε ότι είναι διαφορετικό και καινοτόμο. Ο ρατσισμός της βελτίωσης. Η «αριστερά» προσπαθεί και πάλι να στήσει κίνημα πάνω στον οικονομισμό, την αρχέγονη λατρεία της. Προβάλλει το μπαμπούλα της αγοράς που καθορίζει προγράμματα και διοικεί σχολές, που βάζει δίδακτρα, που αποκλείει τους αδύνατους από την παιδεία προς όφελος των ελίτ. Κάνει πως δεν βλέπει ότι η μαζική παιδεία είναι θεμελιώδης μεταπολεμική επιλογή του καπιταλιστικού συστήματος, πως η εκπαίδευση είναι ιδεολογικός μηχανισμός αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, ότι η προλεταριοποίηση των αποφοίτων είναι διαδικασία σε εξέλιξη. Η «αριστερά» των αγράμματων, των άεργων, των τεμπέληδων, των δεινοσαύρων μισεί όσο κανείς τη γνώση, την επιστήμη, το ελεύθερο πνεύμα, το διάλογο και τη διακίνηση των ιδεών, τον ευρωπαϊσμό, τον διανοητικό πλούτο, γιατί αποκαλύπτει τη δική της γύμνια και ακυρώνει τα σχέδιά της.
Η πραγματική γνώση και η επαγγελματική επάρκεια ακυρώνουν τα σχέδια χειραγώγησης των μαζών τόσο από τις κυρίαρχες τάξεις, όσο και από τα αντιδραστικά δήθεν αριστερά κόμματα.
Στην σημερινή συγκυρία φαντάζονται ότι, το περιβάλλον της κρίσης, η κυβερνητική ατολμία, οι δυσκολίες των αλλαγών σε δομές σκουριασμένες, ο φόβος των εμπλεκομένων μπροστά σε κάθε τι νέο και κυρίως η συνήθης διάθεση δυναμικών φοιτητικών μειοψηφιών για χαβαλέ και λούφα θα διαμορφώσει εκρηκτικό μίγμα που θα εκραγεί και θα διαλύσει τις μεγάλες πόλεις. Από τη διάλυση περιμένουν οφέλη. Μικροκομματικά ως συνήθως, κάποιο δήμαρχο, κάποιους ψήφους, κάποιες στρατολογήσεις, μα κυρίως την επιβεβαίωση της ύπαρξης των μηχανισμών τους. Γίναμε αιτία να καεί και πάλι η Αθήνα, άρα υπάρχουμε. Δεν είναι και λίγο.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Το σημαντικό συμφέρον είναι αλλού, στην ίδια την αποφυγή της όποιας μεταρρύθμισης. Ποιος θέλει να εκσυγχρονιστούν τα ΑΕΙ, να γίνουν σχολές του 21ου αιώνα, να πλησιάσουν τα δυτικά πρότυπα; Αν όχι κανείς, πολύ λίγοι.
Οι πανεπιστημιακοί:
Οι εξαγγελίες βάζουν ζητήματα αλλαγής στη δομή της διοίκησης των ΑΕΙ. Επιθυμούν να βάλουν εξωτερικούς παράγοντες στα Συμβούλια Διοίκησης, κάτι που είναι διεθνής τάση. Σοβαρό πρόβλημα. Ποιοι θα είναι, με ποια κριτήρια θα επιλέγονται, τι θα κάνουν; Μπορεί για παράδειγμα να είναι στο ΑΠΘ, μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης ο Ψωμιάδης; ο Γκιουλέκας; ο Άνθιμος; Θεός φυλάξει. Το πρόβλημα είναι σοβαρό, αλλά πίσω από αυτό υπάρχει άλλο σοβαρότερο. Ποιος θα έχει το πάνω χέρι στη διαχείριση των κονδυλίων, στην προκήρυξη θέσεων ΔΕΠ, στην έρευνα, στις ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις, στα προγράμματα; Μιλάμε για λεφτά και καριέρες. Οι δυσκολίες επιλογής είναι σαφείς, η κυβερνητική άγνοια, άρα και ανασφάλεια είναι τεράστια, αλλά και η ανάγκη να αλλάξει κάτι στη διοίκηση είναι κυρίαρχη, για όσους νοιάζονται για τα ΑΕΙ. Κάποιοι θα επιχειρήσουν να κρυφτούν πίσω από τις δυσκολίες επιλογών για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Αν ταυτόχρονα αρχίσει και το μπάχαλο, ακόμα καλύτερα. Θα συνεδριάζουν για να απελευθερώσουν κάποιο πρύτανη που θα είναι χτισμένος στο γραφείο του και το ουσιώδες της μεταρρύθμισης θα γλιστράει χαλαρά κάτω από τη σκόνη της καθημερινότητας.
Το πανεπιστήμιο ασθενεί βαριά. Οι νησίδες αριστείας που υπάρχουν επιβεβαιώνουν τον κανόνα, γιατί είναι έργο ενός μάλλον μικρού ποσοστού πανεπιστημιακών δασκάλων που τιμούν το όνομά και το επάγγελμά τους. Οι πολλοί αντιστάθηκαν στην κατασκευή εσωτερικών κανονισμών, αρνήθηκαν λυσσαλέα την ουσιαστική εξωτερική αξιολόγηση, κρύβονται πίσω από το αυτοδιοίκητο για να αρνηθούν το νόμιμο έλεγχο από την πολιτεία. Ποιος δεν θυμάται το σκάνδαλο του Παντείου; Οι εκ των έσω όμως, που κάτι παραπάνω γνωρίζουν, ισχυρίζονται ότι αν ο εισαγγελέας έμπαινε και σε άλλα ΑΕΙ θα γινόταν του Παντείου και πάλι.
Ποιος δεν γνωρίζει τα αλισβερίσια στις εκλογές του ΔΕΠ, και το όργιο των υποσχέσεων, προσφορών και συναλλαγών από τους ενδιαφερόμενους για τις εκλογές των πρυτανικών αρχών, τόσο προς τους φοιτητές όσο και προς τους διοικητικούς των οποίων η ψήφος μετράει και μάλιστα πολύ; Γιατί τέτοια πρεμούρα για τις πρυτανικές αρχές άραγε; Ποιος πολίτης πιστεύει ότι η δημόσια περιουσία των πανεπιστημίων βρίσκεται στα καλύτερα χέρια;
Σας μεταφέρω τα λόγια ενός φίλου πανεπιστημιακού.
Όμως αναρωτιέμαι σε ποια χώρα βρίσκονται τα πανεπιστήμια των ιατρικών σχολών τουλάχιστον Αθήνας και Θεσσαλονίκης όπου ο νεποτισμός και ο φαβοριτισμός είναι ο κανόνας? Σε ποια χώρα είναι τα πανεπιστήμια που διοικούνται από οργανωμένες ομάδες κομματικών και ταυτόχρονα ιδιοτελών συμφερόντων? Σε ποια χώρα είναι τα πανεπιστήμια όπου ο καθένας μπορεί να κάνει ότι θέλει, όποτε θέλει και με τον τρόπο που θέλει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν? Σε ποια χώρα του κόσμου τα 2/3 των γραφείων των μελών ΔΕΠ είναι κλειδωμένα τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας? Σε ποια χώρα του κόσμου είσαι ελεύθερος να επιλέξεις να δουλεύεις από 2 έως 40 ώρες την εβδομάδα με τον ίδιο πάντα μισθό? Σε ποια χώρα του κόσμου μπορείς να πηγαίνεις μία μέρα την εβδομάδα στο περιφερειακό σου πανεπιστήμιο να διδάξεις καμιά 10αιρά ώρες και ύστερα να φύγεις? Σε ποια χώρα του κόσμου βιώνουμε όλοι και όλες όλα αυτά που συνομολογούμε μεταξύ μας, αλλά τα ξεχνάμε μόλις έρθει μια πρόταση να αλλάξει κάτι?
Ο ρόλος των ΑΕΙ έχει εδώ και χρόνια συρρικνωθεί. Η έρευνα έχει γίνει υπόθεση ενός μικρού ποσοστού, γύρω στο 10%, που ψάχνει κονδύλια και μέσα να δουλέψει, γιατί νοιάζεται για την επιστήμη του, το επάγγελμά του. Το κράτος δεν έχει πολιτική επ’ αυτού. Δίνει το 0,5% του ΑΕΠ για έρευνα και νομίζει ότι καθάρισε. Η ιδιωτική χρηματοδότηση αν και θεσμοθετημένη είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Η «αριστερά» κατηγορεί όσους ψάχνουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους ως διαπλεκόμενους και μίσθαρνα όργανα του κεφαλαίου. Στη λέξη χρηματοδότηση, απαντά με ρητορείες περί «άγριας αγοράς».
Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος δεν παράγει γνώση απλώς μεταφέρει, κάνει μάθημα και συμμετέχει στις συνελεύσεις. Ταυτόχρονα γράφει και καμιά δημοσίευση για κάποιο από τα μύρια και καλά επιστημονικά συνέδρια που γίνονται σε όλο τον κόσμο, για να δικαιώνει τυπικά τον ερευνητικό του ρόλο. Πολλοί από το διδακτικό προσωπικό δεν «ζουν» μέσα στο πανεπιστήμιο, έχουν απίστευτα ελεύθερο χρόνο για να εργαστούν εξωτερικά, στην ουσία είναι ΔΥ, δε νοιάζονται. Αλλά και αυτό το μάθημα που γίνεται είναι συζητήσιμο. Ακόμα κυκλοφορούν σκόρπιες φωτοτυπίες διαφόρων βιβλίων αντί για συγγράμματα, οι οργανωμένες βιβλιοθήκες είναι σπάνιες, οι εργασίες απούσες, η εκπαίδευση γίνεται ακόμα μέσα σε αμφιθέατρα, μαζικά, με όρους 1970. Το θεσμικό πλαίσιο των ΑΕΙ δεν τους επιβάλλει και κάτι διαφορετικό και όλα βαίνουν καλώς. Ταυτόχρονα, παντού γκρίνια για την χρηματοδότηση του κράτους και την έλλειψη προσωπικού, όταν η Ελλάδα είναι 5η στις 27 χώρες της ΕΕ σε δημόσιες δαπάνες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι υπόθεση του ΔΕΠ. Δεν είναι όμως μόνο του ΔΕΠ, είναι όλης της κοινωνίας. Τα θεσμικά όργανα της πολιτείας θα θέσουν τις βάσεις της διαβούλευσης και όλα τα μέρη θα συζητήσουν, χωρίς προειλημμένες αποφάσεις, ανοικτά. Η ευθύνη ανήκει στην πολιτεία. Το ΔΕΠ δεν θα ξεκινήσει μόνο του καμιά αλλαγή, γιατί κανείς δεν θέλει αλλαγές που τον ξεβολεύουν; Ποιος θα θελήσει να βγάλει μόνος του τα μάτια του;
Απέναντι στην ανάγκη παραγωγικού πανεπιστήμιου αρθρωμένου με τον παραγωγικό ιστό της χώρας, που θα δημιουργεί θέσεις εργασίας και ανάπτυξη, αναπτύσσεται και πάλι η ιδεολογική φόρμα της καθαρής επιστήμης, της γνώσης για τη γνώση, του κλειστού πανεπιστήμιου, μακριά από τα μάτια της πολιτείας και της κοινωνίας. Ποτέ η αριστερά δεν είχε τέτοιες αντιδραστικές, αντιεπιστημονικές θέσεις, όπως σήμερα. Τι να πούμε για τη βιομηχανική επανάσταση, για την ανακάλυψη του εναλλασσόμενου ρεύματος, για τις μηχανές εσωτερικής καύσης, για τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα, για τα τραντζίστορς, τα γονίδια, για ένα πακτωλό επιστημονικών ανακαλύψεων των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων που βγήκαν στην παραγωγή και άλλαξαν τη ζωή όλης της ανθρωπότητας. Οι καθυστερημένοι της εγχώριας «αριστεράς» θέλουν να μας γυρίσουν σε μεσαιωνικές συνθήκες σαν και αυτές που ονειρεύονται για την κοινωνία με τους εαυτούς τους δυνάστες και δικτάτορες.
Οι φοιτητές:
Μετά από ένα ψυχοφθόρο αγώνα, που κόστισε σε εφηβικό γέλιο και σε οικογενειακό χρήμα τα παιδιά μας διάβηκαν την πόρτα των ΑΕΙ και ΤΕΙ για να συναντήσουν το όνειρο της ζωής τους. Κάποιοι πέτυχαν εκεί που ήθελαν, κάποιοι βρέθηκαν σχεδόν τυχαία σε κάποια σχολή που σχεδόν θα καθορίσει την μετέπειτα ζωή τους. Συνεπώς για κάποιους και κάποιες το όνειρο της ζωής είναι εξαρχής κάπως παράπλευρο.
Σπουδάζουν εδώ και κάποια στιγμή μέσω του Εράσμους βρίσκονται στην Ευρώπη και αντιλαμβάνονται ότι έξω τα πράγματα είναι αλλιώς, ότι η φοιτητική ζωή είναι αλλού. Βλέπουν εγκαταστάσεις, συμπεριφορές, βιβλιοθήκες, διαλέξεις, αναγνωστήρια, κοιτώνες, συνεργασίες και σχέσεις και αναρωτιούνται μήπως ζουν σε παραμύθι. Όσοι μπορούν και θέλουν βιάζονται να τελειώνουν με την εδώ περιπέτεια της γνώσης και να μεταναστεύσουν, να βρεθούν εκεί όπου συμβαίνει κάτι, κάτι που τουλάχιστον τους φαίνεται σημαντικό. Όχι πως παντού εκεί έξω συμβαίνουν συνταρακτικά πράγματα, αλλά σου δίνεται η ευκαιρία αν μπορείς και το αξίζεις να κάνεις πραγματικά μεγάλα πράγματα. Θα συνθλιβείς, αν δεν αντέξεις; Μα και βέβαια. Τότε ψάξε μια θέση στο δημόσιο να τη βγάζεις χαλαρά. Έχουμε πόλεμο, αυτό το ξέρουν όλοι.
Οι υπόλοιποι και είναι οι περισσότεροι τραβιούνται χρόνια να τελειώσουν μια σχολή, να κάνουν κάποιο από τα 400 μεταπτυχιακά προγράμματα που τρέχουν στις 600 διαφορετικές σχολές της χώρας, για να βρεθούν στο τέλος ημιμαθείς και άνεργοι. Οκτώ χρόνια είναι ο μέσος χρόνος απόκτησης πτυχίου στη Φυσικομαθηματική σχολή των Αθηνών. Στα δικά μας ταραγμένα φοιτητικά χρόνια ήταν λιγότερο.
Και όμως το σημερινό πανεπιστήμιο είναι στα καλύτερά του, σχετικά με τις προηγούμενες εποχές. Και από προσωπικό και από κονδύλια. Το ζήτημα είναι αν κάνει σωστά τη δουλειά του κι αν μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης. Δηλαδή αν μπορεί να εκπαιδεύσει παραγωγικούς νέους επιστήμονες. Όμως υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Τι κάνουν οι φοιτητές; Μαθαίνουν;
Και βέβαια μαθαίνουν κάτι, όχι όμως αυτό που απαιτεί η σύγχρονη εποχή. Η δομή δεν τους το επιτρέπει. Θα μάθουν τελικά μόνο από τη δική τους διάθεση για γνώση. Δεν θα τους δοθεί το κίνητρο, το σύστημα δεν θα τους βοηθήσει, δεν θα φτιάξει το κατάλληλο περιβάλλον ώστε να ευδοκιμήσει η αριστεία.
Μπορούν να σπουδάζουν ακόμα εξ αποστάσεως, χωρίς να συμμετέχουν σε συλλογικές εργασίες και προγράμματα, χωρίς να παρακολουθούν τις παραδόσεις. Απλά να διαβάζουν το όποιο σύγγραμμα, να κάνουν τα εργαστήρια όπου υπάρχουν και να δίνουν εξετάσεις. Η αποστήθιση, η αντιγραφή και η διαδικασία του fast food βασιλεύει. «Καμία σχέση και συσχέτιση της εκπαίδευσης με τις σύγχρονες ανάγκες τις κοινωνίας», λέει ο ΓΑΠ. Κακό να είσαι απόλυτος αλλά καλό και να παραδεχόμαστε τις αλήθειες. Δεν έχουμε Πανεπιστήμια ή Τεχνολογικά Ιδρύματα, τα οποία να είναι συνδεδεμένα ουσιαστικά με την περιφερειακή ανάπτυξη και συνεπώς οι φοιτητές δεν βλέπουν, ούτε μαθαίνουν για τη σχέση του αντικειμένου τους με τις παραγωγικές διαδικασίες της χώρας τους. Τους χρειάζεται να ξέρουν; Μπορεί ένας μηχανικός να βγάλει άδεια μιας οικοδομής, μόλις πάρει το πτυχίο του; Μάλλον όχι; Μπορεί ένας δάσκαλος να διδάξει με επάρκεια μόλις πάρει το πτυχίο του, Μάλλον όχι.
Οι φοιτητές αδικούνται κατάφωρα, αλλά δεν τολμούν να διαμαρτυρηθούν. Τι να ζητήσουν; Το αίτημα καλύτερων σπουδών σημαίνει αυτόματα και πιο αυστηρή αξιολόγηση, περισσότερη προσπάθεια, που δεν τη θέλει κανείς, ή τουλάχιστον δεν την θέλει η πλειοψηφία. «Να πάρουμε το πτυχίο», είναι η φράση κλειδί, μετά βλέπουμε. Το κλίμα αυτό βολεύει και τους πανεπιστημιακούς προφανώς, αλλά και την εξουσία. Καμιά κατάληψη δεν έγινε για τις βιβλιοθήκες, τα συγγράμματα ή τα κλειδωμένα γραφεία του διδακτικού προσωπικού.
Πάνω ακριβώς σε αυτή την τάση της κοινωνίας σπεκουλάρουν και οι φοιτητοπατέρες της «αριστεράς». Όποτε αποπειρώνται οι κυβερνήσεις να εκσυγχρονίσουν τα ΑΕΙ, σοβαρά ή προσχηματικά, οι «αριστερές» παρατάξεις επισείουν το μπαμπούλα της εντατικοποίησης των σπουδών και της αυξημένης δυσκολίας απόκτησης πτυχίου και με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνουν την παθητική αποδοχή των πλειοψηφιών. Τα άλλα περί αγοράς και νεοφιλελευθερισμού που ρίχνονται στο τραπέζι είναι για τα μάτια του κόσμου. Το θέμα είναι μήπως τα πράγματα σφίξουν και το χαρτί δυσκολέψει. Από εκεί και μετά ο δρόμος της βίας και της διάλυσης είναι ανοικτός. Κατάληψη σημαίνει, σχολές κλειστές, φοιτητές στα σπίτια τους ή στα καφενεία, ινστρούκτορες παλιάς κοπής να αλωνίζουν εκεί που έπρεπε να θεραπεύονται οι επιστήμες. Όταν στην ιστορία μπλεχτούν και οι παθολογικές ή διεστραμμένες περιπτώσεις των μπάχαλων, έχουμε και καταστροφές, ομηρίες, βιαιότητες που αποσκοπούν στην παγίωση κλίματος τρόμου και στην ισχυροποίηση άνομων συμφερόντων. Οι κοινοβουλευτικές παρατάξεις τις ανέχονται γιατί τις εξυπηρετούν. Μιλάμε για απόλυτη καφρίλα.
Από κει και μετά, με την κάλυψη πρόθυμων κομμάτων, η βία θα βγει στους δρόμους και οι κινητοποιήσεις θα γίνουν πανεθνικό θέμα. Συνεπώς οι φοιτητικές μάζες είναι φαινομενικά όμηροι του αριστερισμού, αλλά ουσιαστικά της δικής τους λουφαδόρικης διάθεσης. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες είναι παιδιά της κοινωνίας μας εξάλλου, δεν είναι ξένοι.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι κανείς δεν θέλει καλύτερο, άρα αυστηρότερο πανεπιστήμιο. Η σύνδεση με την παραγωγή, η εισαγωγή ιδιωτικών κεφαλαίων, ο έλεγχος από τους χρηματοδότες βάζει το μηχανισμό να δουλέψει πιο εντατικά και αυτό δεν το θέλει κανένας. Αν οι δάσκαλοι βολεύονται με αυτό, οι μαθητές θάπρεπε να ζητούν το αντίθετο. Εδώ είναι και το καθήκον μιας φωτισμένης αριστεράς, να αναδείξει τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Δηλαδή ότι το ζήτημα είναι να παράγεις επιστήμη και έρευνα. Τότε και την κριτική σκέψη καλλιεργείς και την κοινωνία βοηθάς και την ανάπτυξη μπορείς να οδηγήσεις.
Ένα ζωντανό και ανοικτό πανεπιστήμιο μπορεί κάθε στιγμή να ανακόψει το δρόμο σε κάθε σκοτεινό τραστ, σε κάθε άνομο εγχείρημα. Αντίθετα ένας άρρωστος μηχανισμός μπορεί να γίνει εύκολα παιχνίδι στα χέρια των όποιων συμφερόντων, ακόμα και των μικροκομματικών.
Που τελειώνει η φάση;
Κάποια στιγμή και μέσα σ’ ένα κλίμα πανικού, η κυβέρνηση θα περάσει στη βουλή το οποίο σχέδιο έχει αποφασίσει. Τα κόμματα θα μετρήσουν κέρδη και ζημίες και θα αποσύρουν σταδιακά την στήριξή τους, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία. Οι φοιτητικές μάζες μπροστά στον κίνδυνο απώλειας του εξαμήνου ( πάνω απ’ όλα το πτυχίο και στα γρήγορα) θα πιέσουν να ανοίξουν οι σχολές και οι επαγγελματίες της επανάστασης θα βρουν κάτι άλλο να τους κρατάει σε φόρμα. Η εκτόνωση. Το πανεπιστήμιο θα μετρήσει κατεστραμμένες εγκαταστάσεις και υλικά και όλα θα γίνουν όπως πριν, μέχρι την επόμενη έκρηξη.
Το τραγικό είναι ότι ο νέος νόμος πλαίσιο που θα ρυθμίζει από εδώ και μετά τις τύχες τους θα έχει γίνει εν απουσία τους. Κάποιοι δεν ήθελαν να είναι μπροστά και να επηρεάσουν τις εξελίξεις.
Η κυβερνητική εξουσία
Τι πανεπιστήμιο θέλει η εξουσία του δικομματισμού; Μεγάλο ερώτημα. Πώς να το απαντήσω, αφού τα ίδια τα κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δεν τόχουν λύσει ακόμα, αλλά και δεν φαίνονται να βιάζονται γι’ αυτό. Πίσω από τα κόμματα είναι οι οικονομικές ελίτ. Αυτές τι θέλουν;
Αν ήθελαν να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες, να φτιάξουν μεγάλα εργοστάσια, να στήσουν βιοτεχνίες νανοτεχνολογίας, αυτοματισμών κλπ, θα απαιτούσαν από το κράτος και τα ΑΕΙ να τους δώσουν κατάλληλο προσωπικό. Η οικονομία όμως της χαμηλής κλίμακας στην οποία επιδίδονται δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις. Βολεύεται με όσους έρχονται μετά από τα μεταπτυχιακά τους στο εξωτερικό και με όσους ημιμαθείς, άρα και φθηνούς βρίσκει εδώ. Η οικονομία της παροχής υπηρεσιών χρειάζεται δασκάλους, νομικούς, οικονομολόγους, γιατρούς που θα μάθουν τη δουλειά στο δρόμο, κάποιοι θα τη μάθουν καλά, θα έχουν ταλέντο και θα σώσουν τη παρτίδα. Αλλά και οι άλλοι θα το παλέψουν, ενώ η ανεργία θα τους εξοντώνει και θα αναζητούν ένα ταξί για να δουλέψουν. Η προλεταριοποίηση των νέων επιστημόνων. Χρόνια τώρα η Ελλάδα πηγαίνει κάπως έτσι και οι ελίτ πλουτίζουν με μισοαλήθειες και μισοψέμματα πάντα με την αρωγή του κράτους που τους επιδοτεί με κάθε τρόπο. Για τα παιδιά τους υπάρχουν τα ΑΕΙ του εξωτερικού. Για τις δουλειές τους η επάρκεια αυτών των αποφοίτων τους είναι αρκετή.
Τα δύο κόμματα επαγγέλλονται πάντοτε αλλαγές στην εκπαίδευση, γιατί τα γκάλοπ τους δείχνουν ότι η κοινωνία αγωνιά για την Παιδεία. Σε κάθε τετραετία έχουμε και από μια «μεταρρύθμιση», ένα νέο νόμο πλαίσιο, τόσο λίγο και μίζερο που δείχνει και την έλλειψη διάθεσης των κρατούντων να τα βάλουν με τα δύσκολα. Το υπουργείο δεν έχει μια διαρκή υπερκομματική επιτροπή παιδείας από σοβαρά στελέχη της εκπαίδευσης, που να δουλεύει με ένα πρόγραμμα, ανεξάρτητα από τον όποιο υπουργό και την όποια κυβέρνηση. Οι αλλαγές εμφανίζονται ως όραμα του (της) εκάστοτε υπουργού που δίνει και το όνομά του στο νόμο. Συνήθως το ίδιο το κόμμα τους, βυθισμένο στη διαπλοκή, όχι μόνο δεν στηρίζει, αλλά σαμποτάρει τις επιλογές του. Λυκόρνια που πλαισιώνουν τον υπουργό από το συνδικαλιστικό χώρο παλεύουν να φέρουν τις εξελίξεις στα μέτρα τους. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως κάποιες ανώδυνες διοικητικές αλλαγές, όπως ο νόμος της Γιαννάκου, που στο τέλος κανείς δεν υπερασπίζεται, ούτε το ίδιο υπουργείο. Νόμοι του κράτους μένουν ανεφάρμοστοι, γιατί ο επόμενος υπουργός έχει το δικό του «καλύτερο» όραμα.
Αν η εξουσία είχε άλλα σχέδια για τη χώρα, η τύχη των ΑΕΙ θα ήταν διαφορετική. Αλλά πώς να έχει αφού η οικονομία καθορίζει και τις πολιτικές της.
Γράφει σοφά ο Αρίστος Δοξιάδης:
Σε οικονομία μικροϊδιοκτητών, οι επενδύσεις των νοικοκυριών διαφέρουν από αυτές στις οικονομίες της μεγάλης κλίμακας. Κατευθύνονται, απόλυτα ορθολογικά, σε ακίνητα και σε εκπαίδευση. Στις δυτικές οικονομίες οι αποταμιεύσεις επενδύονται συλλογικά μέσα από ασφαλιστικά ταμεία, ή από αμοιβαία κεφάλαια, ή από καταθέσεις. Καταλήγουν ως χρηματοδότηση στη βιομηχανία, στην τεχνολογία, σε υποδομές, και γενικά σε μεγάλους οργανισμούς. Στην ελληνική μικρή οικονομία η χρηματική αποταμίευση δεν έχει αξιόπιστες συλλογικές διεξόδους.
Το ανθρώπινο κεφάλαιο έχει άλλη μορφή στη μικροϊδιοκτησία. Στις δυτικές οικονομίες μπορεί να αναπτυχθεί μέσα από καριέρα – δηλαδή χτίζοντας σχέση με μια μεγάλη επιχείρηση ή οργανισμό. Η ανώτατη εκπαίδευση είναι χρήσιμη μόνο ως πρώτο βήμα στην καριέρα – αν η αγορά εργασίας δεν την ζητά ούτε οι νέοι την επιδιώκουν. Στη μικρή ιδιοκτησία, η αξία του ανθρώπου επενδύεται στα ατομικά του στοιχεία. Η αγορά εργασίας δεν δίνει σαφή μηνύματα. Σημασία έχουν τα εφόδια που θα κατέχω σε μια γενικά αβέβαιη πορεία. Σπουδάζω μηχανικός, όχι επειδή προσδοκώ να δουλέψω στηVolkswagen, αλλά επειδή θα έχω επιλογές ως έμπορος, κατασκευαστής, εργολάβος, μελετητής, και ίσως ίσως στέλεχος. Γι’ αυτό τα νοικοκυριά υπερεπενδύουν στην εκπαίδευση των παιδιών: σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών και πανελλαδικών εξετάσεων, σε δαπάνες διαβίωσης των φοιτητών. Στους εθνικούς λογαριασμούς αυτές οι δαπάνες φαίνονται ως κατανάλωση. Αλλά είναι επένδυση.
Να το πάμε παρακάτω; Αν είναι να σε αξιολογήσει και να σε προσλάβει η Volkswagen, πρέπει να ξέρεις πολλά. Αν είναι πάλι να σχεδιάζεις την εγκατάσταση της συνοικιακής πολυκατοικίας οι απαιτήσεις είναι διαφορετικές. Αν είναι να διδάξεις τα παιδιά που αύριο θα τελειώσουν τα μεγάλα πανεπιστήμια της Ευρώπης και θα δουλέψουν στις μεγάλες βιομηχανίες πρέπει να έχεις μια επάρκεια στο γνωστικό αντικείμενο, να έχεις γνώσεις ψυχολογίας, να γνωρίζεις τις νέες τεχνολογίες. Αν είναι να διδάξεις στη Δυτική Αθήνα ή στα νησιά οι απαιτήσεις (κακώς βέβαια) είναι κάπως διαφορετικές. Συνεπώς η οικονομία καθορίζει τα σημαντικά.
Η σημερινή κυβέρνηση επαγγέλλεται ότι ετοιμάζει μια νέα Ελλάδα. Με οικονομία όχι βέβαια
μεγάλης κλίμακας, αλλά με πράσινη ανάπτυξη, εναλλακτικό τουρισμό, επενδύσεις στη μεσογειακή διατροφή, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δεν συμμαζεύεται. Μπορεί να είναι αλήθεια, μπορεί οι στόχοι να είναι εφικτοί. Κάποιοι στην κυβέρνηση φαίνονται να το πιστεύουν. Δεν ξέρω αν έχουν βρει και τους οικονομικούς παράγοντες που θα επενδύσουν, σίγουρα δεν είναι Κινέζοι ή Άραβες. Αν όμως το σχέδιο έχει βάση, τότε έχει βάση και η μεταρρύθμιση που θέλουν να κάνουν. Το ζήτημα είναι αν αυτό είναι και σχέδιο όλης της κοινωνίας, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω.
Αν τα ΑΕΙ εκσυγχρονιστούν, και η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση αναδομηθεί εκ βάθρων, έχουμε την ελπίδα να αναπτυχθεί μια επιχειρηματικότητα μικρής κλίμακας, με μικρά και μεσαία κεφάλαια που θα στηρίζεται στις νέες τεχνολογίες, άρα στην επιστημονική γνώση. Σε μια οικονομία που θα αναπτύσσεται θα έχεις ανάγκη και από απόφοιτους ουμανιστικών σπουδών και από δικηγόρους και από οικονομολόγους να σου προωθήσουν τις εξαγωγές, να σε συνδέσουν με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Αν θέλεις να γίνεις ανταγωνιστικός θα φροντίσεις να έχεις και ανταγωνιστική παιδεία. Στην ανάδραση, η κοινωνία θα ζητάει άλλους δασκάλους, οι κατασκευές άλλους μηχανικούς. Σχεδόν τα πράγματα θα γίνουν από μόνα τους. Οι εταιρίες θα χρηματοδοτήσουν έρευνες στα πανεπιστήμια, νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν, το κράτος θα εισπράττει φόρους. Τα παιδιά δεν θα ονειρεύονται μια θέση στο δημόσιο, θα προσπαθήσουν περισσότερο.
Θα εξαφανιστούν οι ανισότητες;
Ποιος είπε κάτι τέτοιο. Το καπιταλιστικό περιβάλλον, κυρίαρχο, θα γεννάει τις ταξικές συγκρούσεις όπως πάντα, αλλά και οι μάζες δεν θα είναι γυμνές. Οι αριστεροί χρόνια τώρα είναι οι πιο αυστηροί γονείς στα ζητήματα εκπαίδευσης. Ξέρουν από πρώτο χέρι ότι η γνώση και η αξιοσύνη τους κράτησε ζωντανούς στη ταξική μάχη. Αυτό είναι το πρόταγμα της νέας εποχής. Επιστροφή στις αξίες του ουμανισμού, στο δικαίωμα όλων στη γνώση και τα επιτεύγματα της επιστήμης. Η χειραφέτηση των μαζών δεν θα προέλθει από τη δύναμη των «αριστερών» κομμάτων, αλλά από την ικανότητά τους να διεκδικούν με ίσους όρους το δικαίωμα στη δουλειά και στη ζωή. Να μην κρύβονται στο κουκούλι του δημοσίου. Να τολμούν να εκτεθούν στη μάχη της επιχειρηματικότητας. Να μάθουν να συνεργάζονται. Να ενώνονται σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, να καινοτομούν και να νικούν. Όλοι; Μα η ίδια η φύση δεν έχει για όλους τους ίδιους ρόλους, την ίδια τύχη. Οι νόμοι της φυσικής επιλογής είναι κυρίαρχοι και στην κοινωνία. Μα να, τα παιδιά μας, τα παιδιά των ανθρώπων της εργασίας, αξίζουν να έχουν τις ευκαιρίες που τους αναλογούν και αυτές μόνο με τη βαθιά γνώση του κόσμου που μας περιβάλλει μπορούν να τις διεκδικήσουν.
ΥΓ. Ευχαριστώ τους εκπαιδευτικούς και ερευνητές της Δημοκρατικής Αριστεράς για τα όποια δάνεια.
Λεωνίδας Καστανάς
Η αφορμή είναι οι εξαγγελίες των κυβερνητικών παραγόντων στους Δελφούς περί αλλαγών στα ΑΕΙ, καθώς και οι διαρροές που τις συνοδεύουν, ως συνήθως. Οι αιτίες είναι πολλές και αλλού.
Τα «αριστερά» κόμματα και γκρούπες, αφού απέτυχαν να εξεγείρουν τον κόσμο κατά του μνημονίου και του Καλλικράτη, αφού είδαν στα ποσοστά τους να μην τσιμπάνε τίποτα από τη λαϊκή δυσαρέσκεια, και καθώς βιώνουν την αδιαφορία του λαού για το πανηγύρι των δημοτικών εκλογών, καταφεύγουν στο τελευταίο «επαναστατικό» τους οχυρό, το λεγόμενο φοιτητικό κίνημα.
Ο χώρος είναι προνομιακός, οι καιροί βοηθάνε, οι εξαγγελίες είναι θολές και συνάμα τολμηρές, ένα καλό μίγμα για ν΄ αρχίσει ο πόλεμος. Το ποιος θα νικήσει δεν έχει σημασία. Αυτός που θα χάσει θα είναι σίγουρα η τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το διακύβευμα σήμερα δεν είναι το άρθρο 16 και η ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, αλλά η δωρεάν παιδεία. Ξανά μανά από την αρχή δηλαδή, γυρνάμε στη δεκαετία του 60. Από τη διήθηση των εξαγγελιών, η «αριστερά» βλέπει και καλά στο φίλτρο της, την ιδιωτικοποίηση και την κατάργηση της δωρεάν παιδείας. Είναι μια κατασκευασμένη φαντασίωση του ΚΚΕ που προβάλλεται χρόνια τώρα και την οποία ενστερνίστηκαν και οι παραφυάδες του εντός και εκτός βουλής. Ο γνωστός φόβος απέναντι στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στην παραγωγικότητα και τον ανταγωνισμό. Το γνωστό κόμπλεξ, άρα και μίσος, σε ότι παράγεται, σε ότι αποφέρει κέρδος σε ότι είναι διαφορετικό και καινοτόμο. Ο ρατσισμός της βελτίωσης. Η «αριστερά» προσπαθεί και πάλι να στήσει κίνημα πάνω στον οικονομισμό, την αρχέγονη λατρεία της. Προβάλλει το μπαμπούλα της αγοράς που καθορίζει προγράμματα και διοικεί σχολές, που βάζει δίδακτρα, που αποκλείει τους αδύνατους από την παιδεία προς όφελος των ελίτ. Κάνει πως δεν βλέπει ότι η μαζική παιδεία είναι θεμελιώδης μεταπολεμική επιλογή του καπιταλιστικού συστήματος, πως η εκπαίδευση είναι ιδεολογικός μηχανισμός αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, ότι η προλεταριοποίηση των αποφοίτων είναι διαδικασία σε εξέλιξη. Η «αριστερά» των αγράμματων, των άεργων, των τεμπέληδων, των δεινοσαύρων μισεί όσο κανείς τη γνώση, την επιστήμη, το ελεύθερο πνεύμα, το διάλογο και τη διακίνηση των ιδεών, τον ευρωπαϊσμό, τον διανοητικό πλούτο, γιατί αποκαλύπτει τη δική της γύμνια και ακυρώνει τα σχέδιά της.
Η πραγματική γνώση και η επαγγελματική επάρκεια ακυρώνουν τα σχέδια χειραγώγησης των μαζών τόσο από τις κυρίαρχες τάξεις, όσο και από τα αντιδραστικά δήθεν αριστερά κόμματα.
Στην σημερινή συγκυρία φαντάζονται ότι, το περιβάλλον της κρίσης, η κυβερνητική ατολμία, οι δυσκολίες των αλλαγών σε δομές σκουριασμένες, ο φόβος των εμπλεκομένων μπροστά σε κάθε τι νέο και κυρίως η συνήθης διάθεση δυναμικών φοιτητικών μειοψηφιών για χαβαλέ και λούφα θα διαμορφώσει εκρηκτικό μίγμα που θα εκραγεί και θα διαλύσει τις μεγάλες πόλεις. Από τη διάλυση περιμένουν οφέλη. Μικροκομματικά ως συνήθως, κάποιο δήμαρχο, κάποιους ψήφους, κάποιες στρατολογήσεις, μα κυρίως την επιβεβαίωση της ύπαρξης των μηχανισμών τους. Γίναμε αιτία να καεί και πάλι η Αθήνα, άρα υπάρχουμε. Δεν είναι και λίγο.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Το σημαντικό συμφέρον είναι αλλού, στην ίδια την αποφυγή της όποιας μεταρρύθμισης. Ποιος θέλει να εκσυγχρονιστούν τα ΑΕΙ, να γίνουν σχολές του 21ου αιώνα, να πλησιάσουν τα δυτικά πρότυπα; Αν όχι κανείς, πολύ λίγοι.
Οι πανεπιστημιακοί:
Οι εξαγγελίες βάζουν ζητήματα αλλαγής στη δομή της διοίκησης των ΑΕΙ. Επιθυμούν να βάλουν εξωτερικούς παράγοντες στα Συμβούλια Διοίκησης, κάτι που είναι διεθνής τάση. Σοβαρό πρόβλημα. Ποιοι θα είναι, με ποια κριτήρια θα επιλέγονται, τι θα κάνουν; Μπορεί για παράδειγμα να είναι στο ΑΠΘ, μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης ο Ψωμιάδης; ο Γκιουλέκας; ο Άνθιμος; Θεός φυλάξει. Το πρόβλημα είναι σοβαρό, αλλά πίσω από αυτό υπάρχει άλλο σοβαρότερο. Ποιος θα έχει το πάνω χέρι στη διαχείριση των κονδυλίων, στην προκήρυξη θέσεων ΔΕΠ, στην έρευνα, στις ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις, στα προγράμματα; Μιλάμε για λεφτά και καριέρες. Οι δυσκολίες επιλογής είναι σαφείς, η κυβερνητική άγνοια, άρα και ανασφάλεια είναι τεράστια, αλλά και η ανάγκη να αλλάξει κάτι στη διοίκηση είναι κυρίαρχη, για όσους νοιάζονται για τα ΑΕΙ. Κάποιοι θα επιχειρήσουν να κρυφτούν πίσω από τις δυσκολίες επιλογών για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Αν ταυτόχρονα αρχίσει και το μπάχαλο, ακόμα καλύτερα. Θα συνεδριάζουν για να απελευθερώσουν κάποιο πρύτανη που θα είναι χτισμένος στο γραφείο του και το ουσιώδες της μεταρρύθμισης θα γλιστράει χαλαρά κάτω από τη σκόνη της καθημερινότητας.
Το πανεπιστήμιο ασθενεί βαριά. Οι νησίδες αριστείας που υπάρχουν επιβεβαιώνουν τον κανόνα, γιατί είναι έργο ενός μάλλον μικρού ποσοστού πανεπιστημιακών δασκάλων που τιμούν το όνομά και το επάγγελμά τους. Οι πολλοί αντιστάθηκαν στην κατασκευή εσωτερικών κανονισμών, αρνήθηκαν λυσσαλέα την ουσιαστική εξωτερική αξιολόγηση, κρύβονται πίσω από το αυτοδιοίκητο για να αρνηθούν το νόμιμο έλεγχο από την πολιτεία. Ποιος δεν θυμάται το σκάνδαλο του Παντείου; Οι εκ των έσω όμως, που κάτι παραπάνω γνωρίζουν, ισχυρίζονται ότι αν ο εισαγγελέας έμπαινε και σε άλλα ΑΕΙ θα γινόταν του Παντείου και πάλι.
Ποιος δεν γνωρίζει τα αλισβερίσια στις εκλογές του ΔΕΠ, και το όργιο των υποσχέσεων, προσφορών και συναλλαγών από τους ενδιαφερόμενους για τις εκλογές των πρυτανικών αρχών, τόσο προς τους φοιτητές όσο και προς τους διοικητικούς των οποίων η ψήφος μετράει και μάλιστα πολύ; Γιατί τέτοια πρεμούρα για τις πρυτανικές αρχές άραγε; Ποιος πολίτης πιστεύει ότι η δημόσια περιουσία των πανεπιστημίων βρίσκεται στα καλύτερα χέρια;
Σας μεταφέρω τα λόγια ενός φίλου πανεπιστημιακού.
Όμως αναρωτιέμαι σε ποια χώρα βρίσκονται τα πανεπιστήμια των ιατρικών σχολών τουλάχιστον Αθήνας και Θεσσαλονίκης όπου ο νεποτισμός και ο φαβοριτισμός είναι ο κανόνας? Σε ποια χώρα είναι τα πανεπιστήμια που διοικούνται από οργανωμένες ομάδες κομματικών και ταυτόχρονα ιδιοτελών συμφερόντων? Σε ποια χώρα είναι τα πανεπιστήμια όπου ο καθένας μπορεί να κάνει ότι θέλει, όποτε θέλει και με τον τρόπο που θέλει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν? Σε ποια χώρα του κόσμου τα 2/3 των γραφείων των μελών ΔΕΠ είναι κλειδωμένα τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας? Σε ποια χώρα του κόσμου είσαι ελεύθερος να επιλέξεις να δουλεύεις από 2 έως 40 ώρες την εβδομάδα με τον ίδιο πάντα μισθό? Σε ποια χώρα του κόσμου μπορείς να πηγαίνεις μία μέρα την εβδομάδα στο περιφερειακό σου πανεπιστήμιο να διδάξεις καμιά 10αιρά ώρες και ύστερα να φύγεις? Σε ποια χώρα του κόσμου βιώνουμε όλοι και όλες όλα αυτά που συνομολογούμε μεταξύ μας, αλλά τα ξεχνάμε μόλις έρθει μια πρόταση να αλλάξει κάτι?
Ο ρόλος των ΑΕΙ έχει εδώ και χρόνια συρρικνωθεί. Η έρευνα έχει γίνει υπόθεση ενός μικρού ποσοστού, γύρω στο 10%, που ψάχνει κονδύλια και μέσα να δουλέψει, γιατί νοιάζεται για την επιστήμη του, το επάγγελμά του. Το κράτος δεν έχει πολιτική επ’ αυτού. Δίνει το 0,5% του ΑΕΠ για έρευνα και νομίζει ότι καθάρισε. Η ιδιωτική χρηματοδότηση αν και θεσμοθετημένη είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Η «αριστερά» κατηγορεί όσους ψάχνουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους ως διαπλεκόμενους και μίσθαρνα όργανα του κεφαλαίου. Στη λέξη χρηματοδότηση, απαντά με ρητορείες περί «άγριας αγοράς».
Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος δεν παράγει γνώση απλώς μεταφέρει, κάνει μάθημα και συμμετέχει στις συνελεύσεις. Ταυτόχρονα γράφει και καμιά δημοσίευση για κάποιο από τα μύρια και καλά επιστημονικά συνέδρια που γίνονται σε όλο τον κόσμο, για να δικαιώνει τυπικά τον ερευνητικό του ρόλο. Πολλοί από το διδακτικό προσωπικό δεν «ζουν» μέσα στο πανεπιστήμιο, έχουν απίστευτα ελεύθερο χρόνο για να εργαστούν εξωτερικά, στην ουσία είναι ΔΥ, δε νοιάζονται. Αλλά και αυτό το μάθημα που γίνεται είναι συζητήσιμο. Ακόμα κυκλοφορούν σκόρπιες φωτοτυπίες διαφόρων βιβλίων αντί για συγγράμματα, οι οργανωμένες βιβλιοθήκες είναι σπάνιες, οι εργασίες απούσες, η εκπαίδευση γίνεται ακόμα μέσα σε αμφιθέατρα, μαζικά, με όρους 1970. Το θεσμικό πλαίσιο των ΑΕΙ δεν τους επιβάλλει και κάτι διαφορετικό και όλα βαίνουν καλώς. Ταυτόχρονα, παντού γκρίνια για την χρηματοδότηση του κράτους και την έλλειψη προσωπικού, όταν η Ελλάδα είναι 5η στις 27 χώρες της ΕΕ σε δημόσιες δαπάνες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι υπόθεση του ΔΕΠ. Δεν είναι όμως μόνο του ΔΕΠ, είναι όλης της κοινωνίας. Τα θεσμικά όργανα της πολιτείας θα θέσουν τις βάσεις της διαβούλευσης και όλα τα μέρη θα συζητήσουν, χωρίς προειλημμένες αποφάσεις, ανοικτά. Η ευθύνη ανήκει στην πολιτεία. Το ΔΕΠ δεν θα ξεκινήσει μόνο του καμιά αλλαγή, γιατί κανείς δεν θέλει αλλαγές που τον ξεβολεύουν; Ποιος θα θελήσει να βγάλει μόνος του τα μάτια του;
Απέναντι στην ανάγκη παραγωγικού πανεπιστήμιου αρθρωμένου με τον παραγωγικό ιστό της χώρας, που θα δημιουργεί θέσεις εργασίας και ανάπτυξη, αναπτύσσεται και πάλι η ιδεολογική φόρμα της καθαρής επιστήμης, της γνώσης για τη γνώση, του κλειστού πανεπιστήμιου, μακριά από τα μάτια της πολιτείας και της κοινωνίας. Ποτέ η αριστερά δεν είχε τέτοιες αντιδραστικές, αντιεπιστημονικές θέσεις, όπως σήμερα. Τι να πούμε για τη βιομηχανική επανάσταση, για την ανακάλυψη του εναλλασσόμενου ρεύματος, για τις μηχανές εσωτερικής καύσης, για τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα, για τα τραντζίστορς, τα γονίδια, για ένα πακτωλό επιστημονικών ανακαλύψεων των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων που βγήκαν στην παραγωγή και άλλαξαν τη ζωή όλης της ανθρωπότητας. Οι καθυστερημένοι της εγχώριας «αριστεράς» θέλουν να μας γυρίσουν σε μεσαιωνικές συνθήκες σαν και αυτές που ονειρεύονται για την κοινωνία με τους εαυτούς τους δυνάστες και δικτάτορες.
Οι φοιτητές:
Μετά από ένα ψυχοφθόρο αγώνα, που κόστισε σε εφηβικό γέλιο και σε οικογενειακό χρήμα τα παιδιά μας διάβηκαν την πόρτα των ΑΕΙ και ΤΕΙ για να συναντήσουν το όνειρο της ζωής τους. Κάποιοι πέτυχαν εκεί που ήθελαν, κάποιοι βρέθηκαν σχεδόν τυχαία σε κάποια σχολή που σχεδόν θα καθορίσει την μετέπειτα ζωή τους. Συνεπώς για κάποιους και κάποιες το όνειρο της ζωής είναι εξαρχής κάπως παράπλευρο.
Σπουδάζουν εδώ και κάποια στιγμή μέσω του Εράσμους βρίσκονται στην Ευρώπη και αντιλαμβάνονται ότι έξω τα πράγματα είναι αλλιώς, ότι η φοιτητική ζωή είναι αλλού. Βλέπουν εγκαταστάσεις, συμπεριφορές, βιβλιοθήκες, διαλέξεις, αναγνωστήρια, κοιτώνες, συνεργασίες και σχέσεις και αναρωτιούνται μήπως ζουν σε παραμύθι. Όσοι μπορούν και θέλουν βιάζονται να τελειώνουν με την εδώ περιπέτεια της γνώσης και να μεταναστεύσουν, να βρεθούν εκεί όπου συμβαίνει κάτι, κάτι που τουλάχιστον τους φαίνεται σημαντικό. Όχι πως παντού εκεί έξω συμβαίνουν συνταρακτικά πράγματα, αλλά σου δίνεται η ευκαιρία αν μπορείς και το αξίζεις να κάνεις πραγματικά μεγάλα πράγματα. Θα συνθλιβείς, αν δεν αντέξεις; Μα και βέβαια. Τότε ψάξε μια θέση στο δημόσιο να τη βγάζεις χαλαρά. Έχουμε πόλεμο, αυτό το ξέρουν όλοι.
Οι υπόλοιποι και είναι οι περισσότεροι τραβιούνται χρόνια να τελειώσουν μια σχολή, να κάνουν κάποιο από τα 400 μεταπτυχιακά προγράμματα που τρέχουν στις 600 διαφορετικές σχολές της χώρας, για να βρεθούν στο τέλος ημιμαθείς και άνεργοι. Οκτώ χρόνια είναι ο μέσος χρόνος απόκτησης πτυχίου στη Φυσικομαθηματική σχολή των Αθηνών. Στα δικά μας ταραγμένα φοιτητικά χρόνια ήταν λιγότερο.
Και όμως το σημερινό πανεπιστήμιο είναι στα καλύτερά του, σχετικά με τις προηγούμενες εποχές. Και από προσωπικό και από κονδύλια. Το ζήτημα είναι αν κάνει σωστά τη δουλειά του κι αν μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης. Δηλαδή αν μπορεί να εκπαιδεύσει παραγωγικούς νέους επιστήμονες. Όμως υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Τι κάνουν οι φοιτητές; Μαθαίνουν;
Και βέβαια μαθαίνουν κάτι, όχι όμως αυτό που απαιτεί η σύγχρονη εποχή. Η δομή δεν τους το επιτρέπει. Θα μάθουν τελικά μόνο από τη δική τους διάθεση για γνώση. Δεν θα τους δοθεί το κίνητρο, το σύστημα δεν θα τους βοηθήσει, δεν θα φτιάξει το κατάλληλο περιβάλλον ώστε να ευδοκιμήσει η αριστεία.
Μπορούν να σπουδάζουν ακόμα εξ αποστάσεως, χωρίς να συμμετέχουν σε συλλογικές εργασίες και προγράμματα, χωρίς να παρακολουθούν τις παραδόσεις. Απλά να διαβάζουν το όποιο σύγγραμμα, να κάνουν τα εργαστήρια όπου υπάρχουν και να δίνουν εξετάσεις. Η αποστήθιση, η αντιγραφή και η διαδικασία του fast food βασιλεύει. «Καμία σχέση και συσχέτιση της εκπαίδευσης με τις σύγχρονες ανάγκες τις κοινωνίας», λέει ο ΓΑΠ. Κακό να είσαι απόλυτος αλλά καλό και να παραδεχόμαστε τις αλήθειες. Δεν έχουμε Πανεπιστήμια ή Τεχνολογικά Ιδρύματα, τα οποία να είναι συνδεδεμένα ουσιαστικά με την περιφερειακή ανάπτυξη και συνεπώς οι φοιτητές δεν βλέπουν, ούτε μαθαίνουν για τη σχέση του αντικειμένου τους με τις παραγωγικές διαδικασίες της χώρας τους. Τους χρειάζεται να ξέρουν; Μπορεί ένας μηχανικός να βγάλει άδεια μιας οικοδομής, μόλις πάρει το πτυχίο του; Μάλλον όχι; Μπορεί ένας δάσκαλος να διδάξει με επάρκεια μόλις πάρει το πτυχίο του, Μάλλον όχι.
Οι φοιτητές αδικούνται κατάφωρα, αλλά δεν τολμούν να διαμαρτυρηθούν. Τι να ζητήσουν; Το αίτημα καλύτερων σπουδών σημαίνει αυτόματα και πιο αυστηρή αξιολόγηση, περισσότερη προσπάθεια, που δεν τη θέλει κανείς, ή τουλάχιστον δεν την θέλει η πλειοψηφία. «Να πάρουμε το πτυχίο», είναι η φράση κλειδί, μετά βλέπουμε. Το κλίμα αυτό βολεύει και τους πανεπιστημιακούς προφανώς, αλλά και την εξουσία. Καμιά κατάληψη δεν έγινε για τις βιβλιοθήκες, τα συγγράμματα ή τα κλειδωμένα γραφεία του διδακτικού προσωπικού.
Πάνω ακριβώς σε αυτή την τάση της κοινωνίας σπεκουλάρουν και οι φοιτητοπατέρες της «αριστεράς». Όποτε αποπειρώνται οι κυβερνήσεις να εκσυγχρονίσουν τα ΑΕΙ, σοβαρά ή προσχηματικά, οι «αριστερές» παρατάξεις επισείουν το μπαμπούλα της εντατικοποίησης των σπουδών και της αυξημένης δυσκολίας απόκτησης πτυχίου και με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνουν την παθητική αποδοχή των πλειοψηφιών. Τα άλλα περί αγοράς και νεοφιλελευθερισμού που ρίχνονται στο τραπέζι είναι για τα μάτια του κόσμου. Το θέμα είναι μήπως τα πράγματα σφίξουν και το χαρτί δυσκολέψει. Από εκεί και μετά ο δρόμος της βίας και της διάλυσης είναι ανοικτός. Κατάληψη σημαίνει, σχολές κλειστές, φοιτητές στα σπίτια τους ή στα καφενεία, ινστρούκτορες παλιάς κοπής να αλωνίζουν εκεί που έπρεπε να θεραπεύονται οι επιστήμες. Όταν στην ιστορία μπλεχτούν και οι παθολογικές ή διεστραμμένες περιπτώσεις των μπάχαλων, έχουμε και καταστροφές, ομηρίες, βιαιότητες που αποσκοπούν στην παγίωση κλίματος τρόμου και στην ισχυροποίηση άνομων συμφερόντων. Οι κοινοβουλευτικές παρατάξεις τις ανέχονται γιατί τις εξυπηρετούν. Μιλάμε για απόλυτη καφρίλα.
Από κει και μετά, με την κάλυψη πρόθυμων κομμάτων, η βία θα βγει στους δρόμους και οι κινητοποιήσεις θα γίνουν πανεθνικό θέμα. Συνεπώς οι φοιτητικές μάζες είναι φαινομενικά όμηροι του αριστερισμού, αλλά ουσιαστικά της δικής τους λουφαδόρικης διάθεσης. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες είναι παιδιά της κοινωνίας μας εξάλλου, δεν είναι ξένοι.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι κανείς δεν θέλει καλύτερο, άρα αυστηρότερο πανεπιστήμιο. Η σύνδεση με την παραγωγή, η εισαγωγή ιδιωτικών κεφαλαίων, ο έλεγχος από τους χρηματοδότες βάζει το μηχανισμό να δουλέψει πιο εντατικά και αυτό δεν το θέλει κανένας. Αν οι δάσκαλοι βολεύονται με αυτό, οι μαθητές θάπρεπε να ζητούν το αντίθετο. Εδώ είναι και το καθήκον μιας φωτισμένης αριστεράς, να αναδείξει τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Δηλαδή ότι το ζήτημα είναι να παράγεις επιστήμη και έρευνα. Τότε και την κριτική σκέψη καλλιεργείς και την κοινωνία βοηθάς και την ανάπτυξη μπορείς να οδηγήσεις.
Ένα ζωντανό και ανοικτό πανεπιστήμιο μπορεί κάθε στιγμή να ανακόψει το δρόμο σε κάθε σκοτεινό τραστ, σε κάθε άνομο εγχείρημα. Αντίθετα ένας άρρωστος μηχανισμός μπορεί να γίνει εύκολα παιχνίδι στα χέρια των όποιων συμφερόντων, ακόμα και των μικροκομματικών.
Που τελειώνει η φάση;
Κάποια στιγμή και μέσα σ’ ένα κλίμα πανικού, η κυβέρνηση θα περάσει στη βουλή το οποίο σχέδιο έχει αποφασίσει. Τα κόμματα θα μετρήσουν κέρδη και ζημίες και θα αποσύρουν σταδιακά την στήριξή τους, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία. Οι φοιτητικές μάζες μπροστά στον κίνδυνο απώλειας του εξαμήνου ( πάνω απ’ όλα το πτυχίο και στα γρήγορα) θα πιέσουν να ανοίξουν οι σχολές και οι επαγγελματίες της επανάστασης θα βρουν κάτι άλλο να τους κρατάει σε φόρμα. Η εκτόνωση. Το πανεπιστήμιο θα μετρήσει κατεστραμμένες εγκαταστάσεις και υλικά και όλα θα γίνουν όπως πριν, μέχρι την επόμενη έκρηξη.
Το τραγικό είναι ότι ο νέος νόμος πλαίσιο που θα ρυθμίζει από εδώ και μετά τις τύχες τους θα έχει γίνει εν απουσία τους. Κάποιοι δεν ήθελαν να είναι μπροστά και να επηρεάσουν τις εξελίξεις.
Η κυβερνητική εξουσία
Τι πανεπιστήμιο θέλει η εξουσία του δικομματισμού; Μεγάλο ερώτημα. Πώς να το απαντήσω, αφού τα ίδια τα κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δεν τόχουν λύσει ακόμα, αλλά και δεν φαίνονται να βιάζονται γι’ αυτό. Πίσω από τα κόμματα είναι οι οικονομικές ελίτ. Αυτές τι θέλουν;
Αν ήθελαν να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες, να φτιάξουν μεγάλα εργοστάσια, να στήσουν βιοτεχνίες νανοτεχνολογίας, αυτοματισμών κλπ, θα απαιτούσαν από το κράτος και τα ΑΕΙ να τους δώσουν κατάλληλο προσωπικό. Η οικονομία όμως της χαμηλής κλίμακας στην οποία επιδίδονται δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις. Βολεύεται με όσους έρχονται μετά από τα μεταπτυχιακά τους στο εξωτερικό και με όσους ημιμαθείς, άρα και φθηνούς βρίσκει εδώ. Η οικονομία της παροχής υπηρεσιών χρειάζεται δασκάλους, νομικούς, οικονομολόγους, γιατρούς που θα μάθουν τη δουλειά στο δρόμο, κάποιοι θα τη μάθουν καλά, θα έχουν ταλέντο και θα σώσουν τη παρτίδα. Αλλά και οι άλλοι θα το παλέψουν, ενώ η ανεργία θα τους εξοντώνει και θα αναζητούν ένα ταξί για να δουλέψουν. Η προλεταριοποίηση των νέων επιστημόνων. Χρόνια τώρα η Ελλάδα πηγαίνει κάπως έτσι και οι ελίτ πλουτίζουν με μισοαλήθειες και μισοψέμματα πάντα με την αρωγή του κράτους που τους επιδοτεί με κάθε τρόπο. Για τα παιδιά τους υπάρχουν τα ΑΕΙ του εξωτερικού. Για τις δουλειές τους η επάρκεια αυτών των αποφοίτων τους είναι αρκετή.
Τα δύο κόμματα επαγγέλλονται πάντοτε αλλαγές στην εκπαίδευση, γιατί τα γκάλοπ τους δείχνουν ότι η κοινωνία αγωνιά για την Παιδεία. Σε κάθε τετραετία έχουμε και από μια «μεταρρύθμιση», ένα νέο νόμο πλαίσιο, τόσο λίγο και μίζερο που δείχνει και την έλλειψη διάθεσης των κρατούντων να τα βάλουν με τα δύσκολα. Το υπουργείο δεν έχει μια διαρκή υπερκομματική επιτροπή παιδείας από σοβαρά στελέχη της εκπαίδευσης, που να δουλεύει με ένα πρόγραμμα, ανεξάρτητα από τον όποιο υπουργό και την όποια κυβέρνηση. Οι αλλαγές εμφανίζονται ως όραμα του (της) εκάστοτε υπουργού που δίνει και το όνομά του στο νόμο. Συνήθως το ίδιο το κόμμα τους, βυθισμένο στη διαπλοκή, όχι μόνο δεν στηρίζει, αλλά σαμποτάρει τις επιλογές του. Λυκόρνια που πλαισιώνουν τον υπουργό από το συνδικαλιστικό χώρο παλεύουν να φέρουν τις εξελίξεις στα μέτρα τους. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως κάποιες ανώδυνες διοικητικές αλλαγές, όπως ο νόμος της Γιαννάκου, που στο τέλος κανείς δεν υπερασπίζεται, ούτε το ίδιο υπουργείο. Νόμοι του κράτους μένουν ανεφάρμοστοι, γιατί ο επόμενος υπουργός έχει το δικό του «καλύτερο» όραμα.
Αν η εξουσία είχε άλλα σχέδια για τη χώρα, η τύχη των ΑΕΙ θα ήταν διαφορετική. Αλλά πώς να έχει αφού η οικονομία καθορίζει και τις πολιτικές της.
Γράφει σοφά ο Αρίστος Δοξιάδης:
Σε οικονομία μικροϊδιοκτητών, οι επενδύσεις των νοικοκυριών διαφέρουν από αυτές στις οικονομίες της μεγάλης κλίμακας. Κατευθύνονται, απόλυτα ορθολογικά, σε ακίνητα και σε εκπαίδευση. Στις δυτικές οικονομίες οι αποταμιεύσεις επενδύονται συλλογικά μέσα από ασφαλιστικά ταμεία, ή από αμοιβαία κεφάλαια, ή από καταθέσεις. Καταλήγουν ως χρηματοδότηση στη βιομηχανία, στην τεχνολογία, σε υποδομές, και γενικά σε μεγάλους οργανισμούς. Στην ελληνική μικρή οικονομία η χρηματική αποταμίευση δεν έχει αξιόπιστες συλλογικές διεξόδους.
Το ανθρώπινο κεφάλαιο έχει άλλη μορφή στη μικροϊδιοκτησία. Στις δυτικές οικονομίες μπορεί να αναπτυχθεί μέσα από καριέρα – δηλαδή χτίζοντας σχέση με μια μεγάλη επιχείρηση ή οργανισμό. Η ανώτατη εκπαίδευση είναι χρήσιμη μόνο ως πρώτο βήμα στην καριέρα – αν η αγορά εργασίας δεν την ζητά ούτε οι νέοι την επιδιώκουν. Στη μικρή ιδιοκτησία, η αξία του ανθρώπου επενδύεται στα ατομικά του στοιχεία. Η αγορά εργασίας δεν δίνει σαφή μηνύματα. Σημασία έχουν τα εφόδια που θα κατέχω σε μια γενικά αβέβαιη πορεία. Σπουδάζω μηχανικός, όχι επειδή προσδοκώ να δουλέψω στηVolkswagen, αλλά επειδή θα έχω επιλογές ως έμπορος, κατασκευαστής, εργολάβος, μελετητής, και ίσως ίσως στέλεχος. Γι’ αυτό τα νοικοκυριά υπερεπενδύουν στην εκπαίδευση των παιδιών: σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών και πανελλαδικών εξετάσεων, σε δαπάνες διαβίωσης των φοιτητών. Στους εθνικούς λογαριασμούς αυτές οι δαπάνες φαίνονται ως κατανάλωση. Αλλά είναι επένδυση.
Να το πάμε παρακάτω; Αν είναι να σε αξιολογήσει και να σε προσλάβει η Volkswagen, πρέπει να ξέρεις πολλά. Αν είναι πάλι να σχεδιάζεις την εγκατάσταση της συνοικιακής πολυκατοικίας οι απαιτήσεις είναι διαφορετικές. Αν είναι να διδάξεις τα παιδιά που αύριο θα τελειώσουν τα μεγάλα πανεπιστήμια της Ευρώπης και θα δουλέψουν στις μεγάλες βιομηχανίες πρέπει να έχεις μια επάρκεια στο γνωστικό αντικείμενο, να έχεις γνώσεις ψυχολογίας, να γνωρίζεις τις νέες τεχνολογίες. Αν είναι να διδάξεις στη Δυτική Αθήνα ή στα νησιά οι απαιτήσεις (κακώς βέβαια) είναι κάπως διαφορετικές. Συνεπώς η οικονομία καθορίζει τα σημαντικά.
Η σημερινή κυβέρνηση επαγγέλλεται ότι ετοιμάζει μια νέα Ελλάδα. Με οικονομία όχι βέβαια
μεγάλης κλίμακας, αλλά με πράσινη ανάπτυξη, εναλλακτικό τουρισμό, επενδύσεις στη μεσογειακή διατροφή, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δεν συμμαζεύεται. Μπορεί να είναι αλήθεια, μπορεί οι στόχοι να είναι εφικτοί. Κάποιοι στην κυβέρνηση φαίνονται να το πιστεύουν. Δεν ξέρω αν έχουν βρει και τους οικονομικούς παράγοντες που θα επενδύσουν, σίγουρα δεν είναι Κινέζοι ή Άραβες. Αν όμως το σχέδιο έχει βάση, τότε έχει βάση και η μεταρρύθμιση που θέλουν να κάνουν. Το ζήτημα είναι αν αυτό είναι και σχέδιο όλης της κοινωνίας, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω.
Αν τα ΑΕΙ εκσυγχρονιστούν, και η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση αναδομηθεί εκ βάθρων, έχουμε την ελπίδα να αναπτυχθεί μια επιχειρηματικότητα μικρής κλίμακας, με μικρά και μεσαία κεφάλαια που θα στηρίζεται στις νέες τεχνολογίες, άρα στην επιστημονική γνώση. Σε μια οικονομία που θα αναπτύσσεται θα έχεις ανάγκη και από απόφοιτους ουμανιστικών σπουδών και από δικηγόρους και από οικονομολόγους να σου προωθήσουν τις εξαγωγές, να σε συνδέσουν με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Αν θέλεις να γίνεις ανταγωνιστικός θα φροντίσεις να έχεις και ανταγωνιστική παιδεία. Στην ανάδραση, η κοινωνία θα ζητάει άλλους δασκάλους, οι κατασκευές άλλους μηχανικούς. Σχεδόν τα πράγματα θα γίνουν από μόνα τους. Οι εταιρίες θα χρηματοδοτήσουν έρευνες στα πανεπιστήμια, νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν, το κράτος θα εισπράττει φόρους. Τα παιδιά δεν θα ονειρεύονται μια θέση στο δημόσιο, θα προσπαθήσουν περισσότερο.
Θα εξαφανιστούν οι ανισότητες;
Ποιος είπε κάτι τέτοιο. Το καπιταλιστικό περιβάλλον, κυρίαρχο, θα γεννάει τις ταξικές συγκρούσεις όπως πάντα, αλλά και οι μάζες δεν θα είναι γυμνές. Οι αριστεροί χρόνια τώρα είναι οι πιο αυστηροί γονείς στα ζητήματα εκπαίδευσης. Ξέρουν από πρώτο χέρι ότι η γνώση και η αξιοσύνη τους κράτησε ζωντανούς στη ταξική μάχη. Αυτό είναι το πρόταγμα της νέας εποχής. Επιστροφή στις αξίες του ουμανισμού, στο δικαίωμα όλων στη γνώση και τα επιτεύγματα της επιστήμης. Η χειραφέτηση των μαζών δεν θα προέλθει από τη δύναμη των «αριστερών» κομμάτων, αλλά από την ικανότητά τους να διεκδικούν με ίσους όρους το δικαίωμα στη δουλειά και στη ζωή. Να μην κρύβονται στο κουκούλι του δημοσίου. Να τολμούν να εκτεθούν στη μάχη της επιχειρηματικότητας. Να μάθουν να συνεργάζονται. Να ενώνονται σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, να καινοτομούν και να νικούν. Όλοι; Μα η ίδια η φύση δεν έχει για όλους τους ίδιους ρόλους, την ίδια τύχη. Οι νόμοι της φυσικής επιλογής είναι κυρίαρχοι και στην κοινωνία. Μα να, τα παιδιά μας, τα παιδιά των ανθρώπων της εργασίας, αξίζουν να έχουν τις ευκαιρίες που τους αναλογούν και αυτές μόνο με τη βαθιά γνώση του κόσμου που μας περιβάλλει μπορούν να τις διεκδικήσουν.
ΥΓ. Ευχαριστώ τους εκπαιδευτικούς και ερευνητές της Δημοκρατικής Αριστεράς για τα όποια δάνεια.
Λεωνίδας Καστανάς
Πολύ ωραίο άρθρο κύριε Καστανά. Συμπάσχουμε, γι αυτό κι εμείς κατεβάσαμε την ακόλουθη πρόταση:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://panepistimiakisymparataxi.blogspot.com/