Toυ Τάκη Θεοδωρόπουλου, ΝΕΑ, 25,10.10
Εδώ και µερικές εβδοµάδες προσπαθώ να εξηγήσω στον εαυτό µου γιατί, για πρώτη φορά έπειτα από καιρό, αισθάνθηκα ανακούφιση µαζί µε κάποια αισιοδοξία όταν πληροφορήθηκα την υποψηφιότητα του Γιώργου Καµίνη στον Δήµο Αθηναίων. Μπορεί να µέτρησαν οι αναµνήσεις. Το γεγονός ότι πριν από µερικές δεκαετίες µοιραστήκαµε µαζί τα σχολικά θρανία. Ως γνωστόν οι αναµνήσεις από τα χρόνια εκείνα σε σηµαδεύουν για µια ολόκληρη ζωή κι η µνήµη που ταξινοµεί πρόσωπα και πράγµατα απ τον καιρό της εφηβείας σπάνια πέφτει έξω. Μπορεί να µέτρησε η θητεία του στη θέση του Συνηγόρου του Πολίτη. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να ζητήσω ποτέ τη βοήθειά του, όµως η φήµη της σοβαρότητας και της αποτελεσµατικότητας που συνόδευσε την παρουσία του εκεί, σίγουρα δεν είναι τυχαία.
Εκείνο που σίγουρα µέτρησε περισσότερο απ όλα είναι η φυσιογνωµία του, το ύφος του. Εξηγούµαι πάραυτα. Εχει, νοµίζω, ιδιαίτερη σηµασία για τη δηµόσια ζωή αυτού του τόπου να µπορεί να αναδείξει πρόσωπα που δεν µας ζητούν να τους επιβραβεύσουµε ως πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής για να αποδείξουν πως ό,τι έκαναν ώς σήµερα, καλώς το έκαναν και να µας διαβεβαιώσουν πως θα συνεχίσουν να το κάνουν. Κοινώς να φτιάξουν τη µηχανή µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τη χάλασαν.
Προς Θεού! Δεν εννοώ πως ο Καµίνης συγκαταλέγεται στην πινακοθήκη όσων προστατεύονται από την κρίση µας υπό τη σκέπη του «άφθαρτου». Ως γνωστόν η λέξη «άφθαρτος» συγκαταλέγεται στην κατηγορία των λέξεων που έχουν χάσει τη σηµασία τους. Οταν δεν σηµαίνει «ανύπαρκτος», δεν σηµαίνει απολύτως τίποτε.
Εννοώ πολύ απλά συµπολίτες µας οι οποίοι, όπως ο Γιώργος Καµίνης, έχουν θητεύσει στα δηµόσια πράγµατα του τόπου, δεν τους έχει όµως ώς σήµερα δοθεί η ευκαιρία να διαδραµατίσουν κεντρικό ρόλο. Πρόσωπα που δεν θεωρούν πως η παράθεση στερεότυπων εκφράσεων είναι η πεµπτουσία της πολιτικής σκέψης, πρόσωπα που δεν συµµερίζονται την άποψη πως ο κυνισµός τού «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» είναι η µόνη δυνατή ηθική στάση στη σηµερινή πανωλεθρία.
Θα µου πείτε πως αυτή ακριβώς η «φυσιογνωµία» είναι και η αδυναµία του. Ο Καµίνης δεν είναι «αναγνωρίσιµος», δεν είναι τηλεοπτική περσόνα, δεν ξέρει να γαβγίζει µελωδικά στα τηλεπαράθυρα. Δεν χρειάζεται, νοµίζω, να επισηµάνω το παράδοξο της άποψης: την αδυναµία του την καταλογίζουν τα ίδια ακριβώς Μέσα που κρατούν συστηµατικά ανθρώπους σαν κι αυτόν στο περιθώριο.
Οµως όλα αυτά δεν έχουν τόση σηµασία. Ή µάλλον έχουν σηµασία για όσους ταυτίζουν την πολιτική µε την εκλογοµετρία, για όσους εξακολουθούν να επιµένουν, σε πείσµα της πραγµατικότητας, πως οι όροι της συνύπαρξής µας υπόκεινται στις τεχνικές, και διόλου έντεχνες, πιρουέτες µιας δηµόσιας σκηνής που επιµένει να εµφανίζει τη δική µας πανωλεθρία ως δικό της θρίαµβο.
Σηµασία, πάνω απ όλα, έχει πως την Αθήνα την έχουµε µετατρέψει σε πορτρέτο της ήττας µιας ολόκληρης κοινωνίας. Η Αθήνα είναι µια πόλη που ηττήθηκε από τους ίδιους τους πολίτες της, µια πόλη που δεν είναι πόλη, µια πόλη, κοινώς, που δεν µπορεί να προστατεύσει τους πολίτες της.
Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για να πετάξει µια και καλή το µηχανάκι που τρέχει µε «χίλια» στο πεζοδρόµιο απειλώντας εµένα που είµαι πεζός. Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για το παρκαρισµένο 4Χ4 που εµποδίζει τη µητέρα µε το καροτσάκι να περάσει τη διάβαση. Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για την καταστροφή του κέντρου της πόλης το οποίο, κατ ευφηµισµό, ονοµάζουµε «ιστορικό». Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για το θέαµα των δυστυχισµένων που σέρνονται στα παγκάκια της οδού Τοσίτσα, διψώντας για τη δόση τους. Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για τους απελπισµένους του κόσµου τούτου που ξέπεσαν στην Οµόνοια. Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για τις συµµορίες των µαφιόζων που συγκρούονται µπροστά στην είσοδο του Εθνικού Θεάτρου.
Ο καθένας από µας έχει και από µια τέτοια ιστορία να διηγηθεί. Και στον καθένα από µας τού έχει δοθεί η ευκαιρία να ζήσει το παιχνίδι των αρµοδίων και των αναρµοδίων που ταλαιπωρούν µε το ψοφοδεές τους θράσος τη ζωή σ αυτόν τον τόπο. Ο καθένας από εµάς, που είτε γεννηθήκαµε είτε µεγαλώσαµε, πάντως ζούµε σ αυτήν την πόλη και την έχουµε αγαπήσει γιατί στο τοπίο της είναι κατατεθειµένες οι αναµνήσεις της ζωής µας και σ αυτό ανήκει η καθηµερινότητά µας. Δεν µε ενδιαφέρουν οι αρµόδιοι. Εκείνο που µε ενδιαφέρει είναι ο δήµαρχος που θα εκλεγεί να είναι σε θέση να µοιραστεί µαζί µε εµάς τους υπόλοιπους την ίδια απογοήτευση µπροστά στην πανωλεθρία, να αποδείξει πως έχει συνείδηση της ήττας. Και όχι να θριαµβολογεί, όπως ο κ. Κακλαµάνης, εν µέσω της δυσοσµίας που ξεσηκώνουν τα σκουπίδια, για την Αθήνα του «Πολιτισµού» αλήθεια ποιου πολιτισµού;
Γιατί το δίληµµα αυτών των εκλογών δεν είναι µόνον πολιτικό. Το δίληµµα είναι δίληµµα πολιτισµού.
Εκείνο που σίγουρα µέτρησε περισσότερο απ όλα είναι η φυσιογνωµία του, το ύφος του. Εξηγούµαι πάραυτα. Εχει, νοµίζω, ιδιαίτερη σηµασία για τη δηµόσια ζωή αυτού του τόπου να µπορεί να αναδείξει πρόσωπα που δεν µας ζητούν να τους επιβραβεύσουµε ως πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής για να αποδείξουν πως ό,τι έκαναν ώς σήµερα, καλώς το έκαναν και να µας διαβεβαιώσουν πως θα συνεχίσουν να το κάνουν. Κοινώς να φτιάξουν τη µηχανή µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τη χάλασαν.
Προς Θεού! Δεν εννοώ πως ο Καµίνης συγκαταλέγεται στην πινακοθήκη όσων προστατεύονται από την κρίση µας υπό τη σκέπη του «άφθαρτου». Ως γνωστόν η λέξη «άφθαρτος» συγκαταλέγεται στην κατηγορία των λέξεων που έχουν χάσει τη σηµασία τους. Οταν δεν σηµαίνει «ανύπαρκτος», δεν σηµαίνει απολύτως τίποτε.
Εννοώ πολύ απλά συµπολίτες µας οι οποίοι, όπως ο Γιώργος Καµίνης, έχουν θητεύσει στα δηµόσια πράγµατα του τόπου, δεν τους έχει όµως ώς σήµερα δοθεί η ευκαιρία να διαδραµατίσουν κεντρικό ρόλο. Πρόσωπα που δεν θεωρούν πως η παράθεση στερεότυπων εκφράσεων είναι η πεµπτουσία της πολιτικής σκέψης, πρόσωπα που δεν συµµερίζονται την άποψη πως ο κυνισµός τού «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» είναι η µόνη δυνατή ηθική στάση στη σηµερινή πανωλεθρία.
Θα µου πείτε πως αυτή ακριβώς η «φυσιογνωµία» είναι και η αδυναµία του. Ο Καµίνης δεν είναι «αναγνωρίσιµος», δεν είναι τηλεοπτική περσόνα, δεν ξέρει να γαβγίζει µελωδικά στα τηλεπαράθυρα. Δεν χρειάζεται, νοµίζω, να επισηµάνω το παράδοξο της άποψης: την αδυναµία του την καταλογίζουν τα ίδια ακριβώς Μέσα που κρατούν συστηµατικά ανθρώπους σαν κι αυτόν στο περιθώριο.
Οµως όλα αυτά δεν έχουν τόση σηµασία. Ή µάλλον έχουν σηµασία για όσους ταυτίζουν την πολιτική µε την εκλογοµετρία, για όσους εξακολουθούν να επιµένουν, σε πείσµα της πραγµατικότητας, πως οι όροι της συνύπαρξής µας υπόκεινται στις τεχνικές, και διόλου έντεχνες, πιρουέτες µιας δηµόσιας σκηνής που επιµένει να εµφανίζει τη δική µας πανωλεθρία ως δικό της θρίαµβο.
Σηµασία, πάνω απ όλα, έχει πως την Αθήνα την έχουµε µετατρέψει σε πορτρέτο της ήττας µιας ολόκληρης κοινωνίας. Η Αθήνα είναι µια πόλη που ηττήθηκε από τους ίδιους τους πολίτες της, µια πόλη που δεν είναι πόλη, µια πόλη, κοινώς, που δεν µπορεί να προστατεύσει τους πολίτες της.
Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για να πετάξει µια και καλή το µηχανάκι που τρέχει µε «χίλια» στο πεζοδρόµιο απειλώντας εµένα που είµαι πεζός. Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για το παρκαρισµένο 4Χ4 που εµποδίζει τη µητέρα µε το καροτσάκι να περάσει τη διάβαση. Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για την καταστροφή του κέντρου της πόλης το οποίο, κατ ευφηµισµό, ονοµάζουµε «ιστορικό». Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για το θέαµα των δυστυχισµένων που σέρνονται στα παγκάκια της οδού Τοσίτσα, διψώντας για τη δόση τους. Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για τους απελπισµένους του κόσµου τούτου που ξέπεσαν στην Οµόνοια. Δεν µε ενδιαφέρει ποιος είναι αρµόδιος για τις συµµορίες των µαφιόζων που συγκρούονται µπροστά στην είσοδο του Εθνικού Θεάτρου.
Ο καθένας από µας έχει και από µια τέτοια ιστορία να διηγηθεί. Και στον καθένα από µας τού έχει δοθεί η ευκαιρία να ζήσει το παιχνίδι των αρµοδίων και των αναρµοδίων που ταλαιπωρούν µε το ψοφοδεές τους θράσος τη ζωή σ αυτόν τον τόπο. Ο καθένας από εµάς, που είτε γεννηθήκαµε είτε µεγαλώσαµε, πάντως ζούµε σ αυτήν την πόλη και την έχουµε αγαπήσει γιατί στο τοπίο της είναι κατατεθειµένες οι αναµνήσεις της ζωής µας και σ αυτό ανήκει η καθηµερινότητά µας. Δεν µε ενδιαφέρουν οι αρµόδιοι. Εκείνο που µε ενδιαφέρει είναι ο δήµαρχος που θα εκλεγεί να είναι σε θέση να µοιραστεί µαζί µε εµάς τους υπόλοιπους την ίδια απογοήτευση µπροστά στην πανωλεθρία, να αποδείξει πως έχει συνείδηση της ήττας. Και όχι να θριαµβολογεί, όπως ο κ. Κακλαµάνης, εν µέσω της δυσοσµίας που ξεσηκώνουν τα σκουπίδια, για την Αθήνα του «Πολιτισµού» αλήθεια ποιου πολιτισµού;
Γιατί το δίληµµα αυτών των εκλογών δεν είναι µόνον πολιτικό. Το δίληµµα είναι δίληµµα πολιτισµού.
ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΟΙ
Η Αθήνα είναι µια πόλη που δεν είναι πόλη και δεν µπορεί να προστατεύσει τους πολίτες τηςΟ Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.