Σελίδες

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Οίκτος για τον Τσόκλη (Ή η αισθητική της παρόλας)

Του Μάνου ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ*, Αυγή 12.09.10
 Στο κάτω-κάτω είναι ένας απλοϊκός κι όχι εγγράμματος άνθρωπος, που το πολύ χρήμα διάβρωσε το όποιο ταλέντο του και η ακόμη περισσότερη δημοσιότητα παλάβωσε τους δείκτες του ναρκισσισμού και της ματαιοδοξίας του. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Ιδιαίτερα μάλιστα για όσους ενδημούν στον καλλιτεχνικό χώρο, όπου η ανασφάλεια συνυπάρχει με την αμετροέπεια και η εγωπάθεια παίζει κρυφτό με την αυτοαπόρριψη. Γνωστά πράγματα από την εποχή του Νίτσε, πολύ ανθρώπινα... Και το χρήμα επίσης τρελαίνει τους ανθρώπους. Γνωστά πράγματα από την εποχή του Μαρξ.

Ο Τσόκλης ανήκει σε μια γενιά που τη σκλήρυνε η ανέχεια, τη γαλβάνισε η δυσκολία και τη μορφοποίησε η φιλοδοξία. Ο Κεσσανλής, ο Τάκις, ο Παύλος, ο Καράς, ο Κανιάρης, ο Θόδωρος, ο Δανιήλ, ο Κωνσταντίνος Ξενάκης, ο Μυταράς, ο Φασιανός, ο Κοντός, γεννημένοι όλοι γύρω στο 1930, έζησαν εξ απαλών ονύχων πολέμους και εμφύλιες δυστυχίες, γι' αυτό και ζήτησαν εκτός Ελλάδος την όποια καταξίωση. Επέστρεψαν οι περισσότεροι με τη Μεταπολίτευση και "δοξάστηκαν" κατά τις ημέρες της ΠΑΣΟΚικής ηγεμονίας, όπου σοσιαλισμός και ευμάρεια πήγαιναν χέρι-χέρι.
Το δράμα με τον Τσόκλη είναι πως ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον, ουσιαστικό, δάσκαλό του, τον σεμνό και ονειροπόλο Γιώργο Βακιρτζή. Έναν ζωγράφο που ανάλογός του στην ποίηση είναι, ασφαλώς, ο Τάσος Λειβαδίτης. Αντιθέτως, τον Τσόκλη τον παραβάλλω με τον Τίτο Πατρίκιο. Αμφότερους θεωρώ, υπερεκτιμημένους και υπερπροβεβλημένους. Ιδιαίτερα κατά την οκταετία Σημίτη, με τον λαϊκό καπιταλισμό να βασιλεύει στα βόρεια προάστια και τη νεότευκτη νομενκλατούρα του να χρειάζεται επειγόντως "έργα τέχνης" ως αντιστάθμισμα της επιθετικής της αγραμματοσύνης.
Ας μην κοροϊδευόμαστε: Δίπλα στις πισίνες και τις τζιπούρες φιγουράρει πάντα η υπογραφή ενός μετρ, αγορασμένη όσο-όσο. Από την εποχή που ο Τσόκλης έφτιαχνε γιγαντοαφίσες για το σινεμά στη Σταδίου ως βοηθός του Βακιρτζή άλλαξαν πάρα πολλά.
Ένας νέος κόσμος αναδύθηκε. Αρπακτικός, άπληστος, προκλητικός. Ένας κόσμος που ήθελε ν' αποκτήσει το καθετί χωρίς να ξέρει την αξία του οτιδήποτε. Εξάλλου, τότε, λεφτά υπήρχαν, που θά 'λεγε κι ο Γιωργάκης. Κάποιοι δημιουργοί, όπως ο Δανιήλ, ο Κοντός, ο Θόδωρος κ.ά. έζησαν λίγο ώς πολύ σε αξιοπρεπή ανέχεια. Οι άλλοι ξεσάλωσαν πουλώντας χρυσό το πολιτισμικό τους υπερπροϊόν χωρίς αποδείξεις ή λοιπές μικροαστικές γραφειοκρατίες. Κάποιος ευαίσθητος τεχνοκριτικός, σε συνεργασία με τον ΣΔΟΕ, θα μπορούσε να γράψει κάποτε την "εναλλακτική ιστορία της σύγχρονης ελληνικής τέχνης σε συσχετισμό με την αλματώδη άνοδο και πτώση του Χρηματιστηρίου"! Ή το "πώς οι συλλέκτες φτιάχνουν τους καλλιτέχνες που φτιάχνουν τα έργα, κι όχι το αντίστροφο"! Και πόσο κοστίζουν όλα αυτά.
Γι' αυτό σας λέω: Περισσότερο από τον Τσόκλη, που είναι ο βασιλιάς της αμετροεπούς κοτσάνας -κάποτε τα είχε βάλει... ερωτικά και με την Παναγία της Τήνου, έχοντας άσυλο στην "Ελευθεροτυπία" λόγω Φυντανίδη-, εγώ θυμώνω με όσους του δίνουν βήμα ή εκδίδουν βιβλία με τα... κείμενά του. Εφόσον ο δημοσιογράφος οφείλει ν' αντιδράσει ανάλογα όταν εκστομίσει την προκλητική του παπάρα ο συνεντευξιαζόμενος. Αλλιώς έχουμε απλώς αλληλολιβάνισμα. Αλλά πού δημοσιογράφος στην κρατικοδίαιτη ΕΡΤ και πού διάλογος στην ελληνική τηλοψία. Αυτά είναι για τους αφελείς σαν τον υπογράφοντα. Εξάλλου "δημοσιογράφος" πια δηλώνει και η κόρη Τσόκλη, νυν αριστίνδην βουλευτής ελέω Γιωργάκη, ο οποίος μόνο ανάμεσα σε απογόνους επωνύμων αισθάνεται άνετα. Τα "νέα τζάκια", που έλεγε κι ο μπαμπάς του.
Εγώ ήξερα τη Μάγια, πάντως, ως σχεδιάστρια ενδυμάτων, όχι επιτυχημένη. Η Αγία Παρασκευή, όμως, έκανε το θαύμα της και η κ. Τσόκλη βρήκε τον δρόμο της. Έχει, όμως, ποτέ κανείς προσέξει τι λέει αυτό το κορίτσι από την εκπομπή του; Πόσο αβρά υποτιμά τους εντόπιους και τις λαϊκές κουλτούρες που, υποτίθεται, παρουσιάζει;
Σαν τον Φερδινάρδο Κορτές με τους Αζτέκους -θυμάστε παλιότερα πώς μας ταξίδευε με τα ταξίδια της η Μαριάννα Κορομηλά, βαθιά γνώστρια και των τόπων και της ιστορίας τους; Τότε που το ραδιόφωνο και η τηλεόραση επιτελούσαν και παιδευτικό ρόλο αντί να σπεκουλάρουν τη γελοιότητα ή το σταριλίκι.
Επίσης, έχει κανείς υπεύθυνος μετρήσει, προτού κοστολογήσει το κάθε πανάκριβο επεισόδιο, πόσες ανακρίβειες ή ιστορικά λάθη έχει εκστομίσει η παρουσιάστριά του;
Συμπέρασμα: Ο λόγος για τους Τσόκληδες είναι το αδύνατό τους σημείο. Αντίθετα, στην εικόνα, και μάλιστα την εξωραϊσμένη αυτοπροσωπογραφία, δίνουν ρέστα. Ο Κώστας θα ήθελε να είναι Βακιρτζής, ή έστω ο Κουνέλλης, αλλά δεν είναι. Η Μάγια φαντασιώνεται τη Μαριάννα Κορομηλά, αλλά κανένα αλεπουδάκι δεν φτάνει τη σοφή μαμά - αλεπού, και πάει λέγοντας... "Πάει λέγοντας", κυριολεκτικά. Με φλυαρίες, πομπώδη φληναφήματα, χαριτωμενιές, εξυπνακισμούς, κ.λπ. Ό,τι δηλαδή ορίζει ένα άλλο είδος κρίσης, πνευματικής αυτή τη φορά. Τώρα, αν μερικές φεμινίστριες παίρνουν κάποιες εκπεμπόμενες παρόλες κατά λέξη, τόσο το χειρότερο γι' αυτές.
Στο λάιφ στάιλ το παν είναι η εικόνα. Ο λόγος επέχει θέση διακοσμητικού φόντου. Ένα είδος θεατρικής παντομίμας. Εξάλλου ζούμε σε εποχή εκπτώσεων (των θεωριών) και κρίσης (των θεωρητικολογούντων). Που θα πει πως κάθε ατάκα που λέγεται απλώς για να προκαλέσει, εξασφαλίζοντας στον ατακαδόρο τη διαφήμιση της ημέρας, έχει σταθερά ως άλλοθι το γνωστό ανέκδοτο με τον Λαγό και τον Τίγρη. Ξέρετε: "Καλά τρώμε, καλά πίνουμε, λέμε και καμιά...".

ΥΓ.: Για τα έργα του Τσόκλη όπως η "Κιβωτός" έχω γράψει πολλά κείμενα. Αυτό είναι το πρώτο και τελευταίο κείμενο που γράφω για τον Τσόκλη - άνθρωπο. Για την προβοκατόρικη αμετροέπεια του οποίου μπορεί να φταίω κι εγώ, επειδή στον ενθουσιασμό μου υπερτόνισα το έργο, εντυπωσιακό οπωσδήποτε στη θεατρικότητά του, και παρέβλεψα τον χαρακτήρα, τη στάση. Τώρα πια ξέρω, πολύ αργά όμως, πως καμιά αληθινά μεγάλη δημιουργία δεν μπορεί να προκύψει από μισαλλόδοξες πόζες ή επηρμένες συμπεριφορές.
Τι, όμως, είναι "μεγάλη δημιουργία"; Τίποτε περισσότερο από εκείνη που μας παρωθεί, που μας πείθει ν' αλλάξουμε τον κόσμο αλλάζοντας πρωτίστως και πρώτα απ' όλα τον εαυτό μας...

* Ο Μάνος Στεφανίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

O διάλογος προϋποθέτει τον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Γι' αυτό κάθε υβριστικό, προσβλητικό ή χυδαίο σχόλιο θα διαγράφεται.